Εφευρέτης του πιάνου είναι ο Ιταλός Μπαρτολομέο Κριστόφορι. Γεννήθηκε στην Πάδοβα το 1655. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και από μικρός έμαθε την τέχνη της κατασκευής μουσικών οργάνων
Ο βασιλιάς των οργάνων κατά τον Λιστ, ο κρουστός αυτοκράτορας των αισθήσεων κατά τον Προκόφιεφ, η ολοκληρωμένη φόρμα κρουστού οργάνου, κατά τον Μιγιό, το αινιγματικό κουτί με τις μακριές χορδές κατά τον Σνίτκε, ό,τι δεν είναι υπερβολή ή δεν είναι καλολογισμός είναι το πιάνο!
Χρειάστηκαν περίπου 300 χρόνια έρευνας ως τη συγκρότηση του μηχανισμού με τον οποίον το γνωρίζουμε σήμερα!
Είναι ένα σόλο μουσικό όργανο, που μπορεί να θεωρηθεί έγχορδο ή κρουστό. Παίζεται με πλήκτρα, τα οποία όταν πατηθούν από τον πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε δάχτυλο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης.
Στις αρχές του 18ου αιώνα τα κλαβίχορδα που βρίσκονταν στα σπίτια μόλις που ακούγονταν εκτός δωματίου, αν και χαρακτηρίζονταν από εκφραστικό ήχο. Στον αντίποδα τα κλαβεσέν, που ικανοποιούσαν χάρη στον διαπεραστικό ήχο αλλά η ποιοτική απόδοσή τους υστερούσε. Οι λάτρεις της μιας σχολής και οι θαυμαστές της άλλης υπεράσπιζαν με πάθος την επιλογή τους, στόχος των κατασκευαστών όμως παρέμενε το να ολοκληρώσουν ένα πληκτροφόρο που να αποδίδει μουσικά, να εκφράζει ωραία αισθήματα και να διαθέτει εύρωστο ήχο. Γράφει ο Κουπρέν το 1713: «Θα ήμουν υπόχρεος εφ’ όρου ζωής σε όποιον κατασκεύαζε επιτέλους ένα όργανο που να μου επιτρέπει να παίζω σιγά και δυνατά, και να εξασφαλίζει την έξοδο της έκφρασής μου…».
Και όμως στη Φλωρεντία ο Μπαρτολομέο Κριστοφόρι το 1709 είχε κατασκευάσει ένα όργανο, gravicembalo col piano e forte, επιδιώκοντας να ικανοποιήσει την επιθυμία πολλών μουσικών να παίζουν με ευρεία χρωματική παλέτα, από πολύ σιγά ως (σχετικά έστω) δυνατά. Το νέο στοιχείο ήταν η αντικατάσταση του μηχανισμού με το τσίμπημα της μύτης του φτερού κλαβεσέν από τα γνωστά μας σφυράκια, τον ξύλινο μοχλό που μόλις χτυπήσει πάνω στη μεταλλική χορδή επανέρχεται στην αρχική του θέση επιτρέποντάς της να πάλλεται για λίγο χρόνο μετά. Αν και θεωρείται «εφευρέτης» του σύγχρονου πληκτροφόρου, ο Κριστοφόρι δεν ήταν ο μόνος που κλεισμένος στο εργαστήριο ονειρευόταν το τέλειο όργανο και δαπανούσε ατελείωτο χρόνο στη χειρωνακτική και πνευματική προσπάθεια.
Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πώς χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.
Όσον αφορά τη λειτουργία του, πατώντας κάποιο πλήκτρο η χορδή που του αντιστοιχεί “χτυπιέται” από ένα μαλακό σφυράκι καλυμμένο από τσόχα που επιστρέφει πίσω στη θέση του όταν χτυπηθεί η χορδή.
Είναι εντυπωσιακό το ότι στην Ολλανδία τις αρχές μόλις του 17ου αιώνα περίοδο ανεπανάληπτης ακμής της χώρας και εξέλιξης στην τέχνη και στην τεχνική ένας άγνωστος είχε ήδη επιχειρήσει να κατασκευάσει μηχανισμούς, με ξύλινο βραχίονα κολλημένο στο πλήκτρο αλλά με ατελέστερο μοχλό, χωρίς μονωτήρες. Δύο οικογένειες (Ρούκερς, Αντβερπέν) κατασκεύασαν όργανα εντυπωσιακής τελειότητας για τα τότε δεδομένα, τα οποία κοσμούσαν όλα σχεδόν τα γνωστά αριστοκρατικά σπίτια. Η αλήθεια είναι ότι η κατάκτηση του Κριστοφόρι έδωσε φτερά στους σύγχρονους που γρήγορα πληροφορήθηκαν τα χαρμόσυνα νέα όπου και αν ήταν εγκατεστημένοι στον ευρωπαϊκό χώρο. Σε συνεργασία με τους συνθέτες και τους εκτελεστές επιδόθηκαν σε μια πεισματική προσπάθεια αξιοποίησης της νέας επινόησης.
Επιπρόσθετα το πιάνο έχει και δύο πεντάλ κάτω στο κέντρο στο ύψος του πέλματος. Το αριστερό είναι το σιγανό: πατώντας το, σηκώνεται ένας μοχλός που μετακινεί τα σφυράκια κοντύτερα στις χορδές με αποτέλεσμα ο ήχος να είναι σαφώς σιγανότερος. Το δεξί πεντάλ που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας ή δυνατό πεντάλ ανασηκώνει τους σιωπητήρες από τις χορδές και διατηρεί τον ήχο.
Στη Γαλλία στα τέλη του αιώνα ένας νεωτερισμός θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη του «τέλειου» μηχανισμού του πιάνου. Ο Sebastien Erard, τεχνίτης με μεγάλη πείρα, προτείνει τον μηχανισμό του διπλού χτυπήματος, τον οποίο, με τη συνεργασία δεξιοτεχνών, ολοκληρώνει το 1823, με τοποθέτηση στα πιάνα με οριζόντιο χορδικό σύστημα της «διπλής ρεπετισιόν». Ο μουσικός θα μπορεί να επαναλάβει με μεγάλη ταχύτητα την κρούση του ίδιου πλήκτρου χωρίς να χρειαστεί να το ανασηκώσει εντελώς. Το επόμενο στάδιο είναι το ντύσιμο των ξύλινων σφυριών με δέρμα (και λίγο αργότερα με τσόχα), για να βελτιωθεί επιτέλους αποφασιστικά η ποιότητα του παρεχόμενου ήχου. Στον ίδιο κατασκευαστή αποδίδεται και ο τελειότερος από τους πρώτους συγκροτημένους μηχανισμούς πεντάλ.
Είναι μουσικό όργανο, που μπορεί να θεωρηθεί έγχορδο ή κρουστό. Παίζεται με πλήκτρα, τα οποία όταν πατηθούν από τον πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε δάχτυλο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης. Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πώς χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.
Τα καλύτερα καθώς και αρκετά ακριβά σε τιμή είναι τα πιάνα με ουρά που είναι μεγάλα όχι μόνο σε μέγεθος αλλά και σε ήχο. Τα όρθια πιάνα είναι ίσως πιο συνηθισμένα γιατί καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο αλλά και επειδή είναι λιγότερο ακριβά.
Η ποιότητα ενός πιάνου εξαρτάται από μεγάλο αριθμό ιδιοτήτων. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Στάνγουεϊ, για έναν ζωντανό οργανισμό όπου, αν τα ζωτικά σημεία λειτουργούν και συνεργάζονται ικανοποιητικά, όλα πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Το πιάνο παρέχει ακουστικές και εκτελεστικές δυνατότητες χάρη στα ζωτικά σημεία του.
Το πιάνο ονομάστηκε έτσι διότι μπορούσε να παίζει “πιάνο” (piano) που στην ιταλική γλώσσα -και σύμφωνα με τους μουσικούς όρους- σημαίνει σιγά. Τα πρώτα πιάνα, τα πιανοφόρτε, όπως ονομάζονταν, (δηλαδή δυνατά-σιγά), εφευρέθηκαν γύρω στα 1700.
Τα σύγχρονα πιάνα απαντώνται με δύο σχήματα: το όρθιο υπηρετεί τις ανάγκες της καθημερινής ζωής, το πιάνο με ουρά τις ανάγκες της αισθητικής, μουσικής επικοινωνίας. Και οι δύο τύποι πιάνου αποτελούνται από ηχείο, σώμα υποστήριξης, πλαίσιο, χορδές, πληκτρολόγιο, πεντάλ και βασικό μηχανισμό. Η έκταση ήχου αγγίζει τα 88 πλήκτρα. Πάνω στο πλαίσιο ακουμπά η ηχητική τράπεζα, το ηχείο. Αποτελείται από ξύλο έλατου και μαντέμι. Οι χορδές δραστηριοποιούνται από τα σφυράκια, ολοκληρώνοντας τον κρουστικό μηχανισμό, μεταδίδουν μέσω ενός «καβαλάρη» το παλμικό τους άθροισμα και το ηχείο διαχέει τον ήχο στο περιβάλλον. Ο καβαλάρης τοποθετείται σε καθορισμένο σημείο του ηχείου. Πάνω του περνά το πίσω μέρος της χορδής και τον πιέζει. Τα σημερινά πιάνα διαθέτουν έναν καβαλάρη για τις χαμηλότονες χορδές και έναν για τις υψηλότονες.
0 Σχόλια