Ο Νικολάε Τσαουσέσκου (ρουμ.: Νicolae Ceaușescu, 26 Ιανουαρίου 1918 - 25 Δεκεμβρίου 1989) ήταν ηγέτης της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρουμανίας από το 1965 μέχρι την εκτέλεσή του τα Χριστούγεννα του 1989.
Γεννήθηκε στο χωριό Σκορνιτσέστι της επαρχίας Όλτ στις 26 Ιανουαρίου 1918. Σε ηλικία 11 ετών πήγε στο Βουκουρέστι ως μαθητευόμενος υποδηματοποιός.
Εκεί γράφτηκε στο, τότε παράνομο (1932), Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας και συνελήφθη μερικές φορές τα επόμενα χρόνια ως διαδηλωτής, απεργός, συλλέκτης υπογραφών για απεργία και παρόμοιες δραστηριότητες. Οι τότε φάκελοι της Αστυνομίας τον περιγράφουν ως «επικίνδυνο κομμουνιστή ακτιβιστή». Το 1936 φυλακίστηκε για δύο χρόνια με την κατηγορία του αντιφασιστικού ακτιβισμού.
Αφού βγήκε από τη φυλακή, γνώρισε το 1939 την Έλενα Πετρέσκου (Elena Petrescu), την οποία παντρεύτηκε το 1946. Το 1940 συνελήφθη και φυλακίστηκε ξανά. Το 1943 μεταφέρθηκε σε άλλη φυλακή, όπου μοιράστηκε το ίδιο κελί με τον Γκεόργκε Γκεοργκίου - Ντεζ (μελλοντικό γ.γ. του Κ.Κ.Ρουμανίας) και έγινε προστατευόμενός του. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ η Ρουμανία περνούσε στον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης, υπηρέτησε ως γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας (1944–1945).
Μόλις οι Κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία στη χώρα το 1947, ο Νικολάε Τσαουσέσκου έγινε Υπουργός Γεωργίας και κατόπιν Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας στην, σταλινικού τύπου, κυβέρνηση του Γκεόργκε Γκεοργκίου - Ντέζ. Το 1952 εισήλθε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΡ και το 1954 στο Πολιτικό Γραφείο.
Ηγεσία
Στις 22 Μαρτίου του 1965, τρεις μέρες μετά το θάνατο του Γκέοργκε Γκεοργκίου - Ντεζ, ο Τσαουσέσκου εκλέχθηκε ομόφωνα γενικός γραμματέας του Ρουμανικού Εργατικού Κόμματος. Μετονόμασε το κόμμα σε «Κομμουνιστικό Κόμμα Ρουμανίας» και ανακήρυξε τη χώρα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας» (από Λαϊκή Δημοκρατία της Ρουμανίας). Στην αρχή της εξουσίας του ήταν αρκετά δημοφιλής, λόγω και μιας διαφαινόμενης ανεξάρτητης στάσης έναντι της Σοβιετικής Ένωσης. Ανέστειλε την ενεργή συμμετοχή της χώρας στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας (χωρίς να αποχωρήσει από αυτό) και δε συμμετείχε στην εισβολή των δυνάμεων του Συμφώνου στην Τσεχοσλοβακία το 1968, πράξη την οποία καταδίκασε ανοικτά.
Το 1974 προσέθεσε στους τίτλους του και το «Πρόεδρος της Ρουμανίας». Το 1984 η Ρουμανία ήταν μια από τις τρεις χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ (μαζί με τη Γιουγκοσλαβία και την Κίνα) που συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες. Επίσης, ήταν η μόνη χώρα του κομμουνιστικού μπλοκ που είχε επίσημες σχέσεις με την τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα, με την οποία μάλιστα υπέγραψε και δύο συμφωνίες. Παρόλα αυτά, δεν υπήρξε καμία φιλελευθεροποίηση στη χώρα. Η μυστική αστυνομία (Σεκουριτάτε) παρακολουθούσε στενά τους πολίτες και ασκούσε λογοκρισία στα Μέσα Ενημέρωσης.
Κοινωνικές παρεμβάσεις
Μετά τις επισκέψεις που έκανε το 1971 στην Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, επηρεάστηκε από τις εκεί αντιλήψεις, τις οποίες προσπάθησε να εφαρμόσει. Από το 1972 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ριζικής αλλαγής της χώρας. Με όραμα μια «πολύπλευρα ανεπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία» ξεκίνησε πρόγραμμα καταστροφής και ανασχεδιασμού της επαρχίας, το οποίο σύντομα πέρασε και στην πρωτεύουσα. Πάνω από το ένα πέμπτο της πόλης του Βουκουρεστίου ισοπεδώθηκε στη δεκαετία του 1980 και ξαναχτίστηκε πάνω σε δικά του σχέδια, έχοντας ισοπεδώσει πολλά ιστορικά κτίρια και εκκλησίες. Το πρόγραμμά του περιλάμβανε και την ισοπέδωση πολλών χωριών και τη μετακόμιση των πληθυσμών στις πόλεις, στα πλαίσια ενός προγράμματος «αστικοποίησης της κοινωνίας», το οποίο όμως τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Το 1966 απαγόρευσε την αντισύλληψη, έθεσε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις για τις αμβλώσεις και επιβάρυνε φορολογικά όσους πολίτες παρέμεναν χωρίς παιδιά σε ηλικία άνω των 25 ετών. Αντίστοιχα, έδωσε σημαντική βοήθεια σε μητέρες με πέντε παιδιά, ενώ ανακήρυξε τις μητέρες με δέκα παιδιά ως «ηρωίδες» και τις παρασημοφορούσε. Το πρόγραμμα αυτό αύξησε σημαντικά το ρουμανικό πληθυσμό, αλλά δημιούργησε προβλήματα οικονομικής εξαθλίωσης στις πολυμελείς οικογένειες, περιπτώσεις αστέγων, αλλά σήμανε και την εμφάνιση ενός νέου φαινομένου: της εγκατάλειψης παιδιών στους δρόμους, τα οποία μεγάλωναν ως ορφανά.
Οικονομική πολιτική
Λόγω της σχετικά ανεξάρτητης πολιτικής του σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, ο Τσαουσέσκου πέτυχε να βρει Δυτικές χώρες πρόθυμες να του δανείσουν για να πραγματοποιήσει την πολιτική του. Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα να καταλήξει σύντομα στον υπερδανεισμό. Ο Τσαουσέσκου ξεκίνησε τότε επείγον πρόγραμμα αποπληρωμής του εξωτερικού δημόσιου χρέους, δίνοντας κυρίως έμφαση στις εξαγωγές. Διοργάνωσε δημοψήφισμα, το οποίο κατέληξε σε ένα σχεδόν ομόφωνο «ναι» στην απόλυτη απαγόρευση δανεισμού της χώρας από το εξωτερικό. Η πολιτική αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους οδήγησε το λαό στην οικονομική εξαθλίωση. Η έλλειψη αγαθών από τα καταστήματα και οι συχνές διακοπές φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού έγιναν ο κανόνας. Ο Τσαουσέσκου δικαιολογούσε την υποβάθμιση της ζωής του λαού με την ανάγκη αποπληρωμής του χρέους, το οποίο η Ρουμανία εξόφλησε ολοκληρωτικά το 1989, λίγο πριν από την πτώση του καθεστώτος.
Εξωτερική πολιτική
Υπό την ηγεσία του, η Ρουμανία ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον κόσμο[εκκρεμεί παραπομπή]. Παρά το γεγονός αυτό, άλλες ενέργειές του υποδηλώνουν ότι επιθυμούσε να του δοθεί το Νόμπελ Ειρήνης: Προσπάθησε να μεσολαβήσει μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, οργάνωσε δημοψήφισμα για τη συρρίκνωση του ρουμανικού στρατού, διοργάνωσε εκστρατείες υπέρ της ειρήνης, έγραψε τετράστιχο ποίημα για την ειρήνη και προσπάθησε να βοηθήσει φτωχές Αφρικανικές χώρες, στις οποίες, όταν τις επισκεπτόταν, γινόταν δεκτός ως ήρωας. Η Γαλλία του απένειμε το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής για τη φιλειρηνική του δραστηριότητα. Καλές ήταν οι σχέσεις του και με την τότε Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή (1974-77) της Ελλάδας, με γνωστότερη απόδειξη την ανάδειξη της αποφοίτου δημοτικού Έλενας Τσαουσέσκου σε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1976.
Από τις αρχές του 1989, ο Τσαουσέσκου άρχισε να απομονώνεται με ταχείς ρυθμούς από τους κομμουνιστές πρώην συμμάχους του. Οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και η Κίνα απέρριψαν πρότασή του, τον Αύγουστο του 1989, να συγκληθεί Σύνοδος, η οποία θα συζητούσε τις ραγδαίες αλλαγές στις κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και θα προσπαθούσε να «υπερασπιστεί τον Σοσιαλισμό». Ακόμη και μετά από την πτώση του Βούλγαρου ομολόγου του, Τόντορ Ζίβκοβ, το Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Τσαουσέσκου δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη πόσο επισφαλής ήταν η θέση του και παρουσίαζε συμπτώματα άρνησης της πραγματικότητας. Στα τέλη του έτους, ο λαός σχημάτιζε τεράστιες ουρές για την προμήθεια ψωμιού, ενώ η Κρατική Τηλεόραση τον παρουσίαζε να μπαίνει σε γεμάτα καταστήματα και να επαίρεται για την ολοσχερή αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους και το υψηλό βιοτικό επίπεδο που κατακτήθηκε επί των ημερών του.
Το Νοέμβριο του 1989, το 14ο Συνέδριο του ΚΚΡ εξέλεξε τον 71χρονο Τσαουσέσκου για μια ακόμη πενταετή θητεία ως ηγέτη του. Στην πόλη Τιμισοάρα ξεκίνησαν ταραχές, με μαζική συμμετοχή φοιτητών και πολιτών. Δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών στις 17 Δεκεμβρίου. Την επομένη ο Τσαουσέσκου ανεχώρησε για επίσημη επίσκεψη στο Ιράν, αφήνοντας το έργο της καταστολής των διαδηλώσεων στη σύζυγο και τους συνεργάτες του. Η Κρατική τηλεόραση αποσιωπούσε τα γεγονότα, ο λαός όμως σε όλη τη χώρα πληροφορήθηκε για την επανάσταση της Τιμισοάρα μέσω ξένων Μέσων Ενημέρωσης (Φωνή της Αμερικής και Radio Free Europe) και από στόμα σε στόμα. Το απόγευμα της 20ής Δεκεμβρίου που επέστρεψε στη χώρα, η κατάσταση είχε ενταθεί ακόμη περισσότερο και ο ίδιος έβγαλε διάγγελμα προς το λαό μέσω της Κρατικής Τηλεόρασης. Μίλησε για την επανάσταση της Τιμισοάρα ως «ξένη επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της Ρουμανίας» και «εξωτερική απειλή στην εθνική ακεραιότητα».
Στις 21 Δεκεμβρίου διοργανώθηκε από τις Αρχές διαδήλωση συμπαράστασης στον Τσαουσέσκου στο κέντρο του Βουκουρεστίου, η οποία κατέληξε σε χάος. Ο λαός αποδοκίμασε μαζικά το ζεύγος Τσαουσέσκου, το οποίο, εμφανώς απορημένο, κλείστηκε στα κομματικά γραφεία. Ακολούθησαν μαζικές συγκρούσεις στους δρόμους του Βουκουρεστίου και ο στρατός επενέβη συλλαμβάνοντας εκατοντάδες άοπλους πολίτες. Την επόμενη μέρα (22 Δεκεμβρίου), τα νέα είχαν διαδοθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Η Κρατική Τηλεόραση ανακοίνωσε τον αιφνίδιο (και ύποπτο) θάνατο του Βασίλε Μιλέα, Υπουργού Άμυνας, και τη διοίκηση του στρατού ανέλαβε ο Τσαουσέσκου προσωπικά. Προσπάθησε να απευθυνθεί στο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο έξω από τα γραφεία του ΚΚΡ, αλλά το πλήθος εισέβαλε μέσα και ο ίδιος με τη σύζυγό του φυγαδεύτηκαν με ελικόπτερο.
Αφού πέρασαν από την εξοχική τους κατοικία στο Σναγκόβ, ανεχώρησαν προς το Τιργκόβιστε. Υποχρεώθηκαν από το στρατό να εγκαταλείψουν το ελικόπτερο, καθώς ο στρατός είχε απαγορεύσει την εναέρια κυκλοφορία στη χώρα. Στο τέλος συνελήφθησαν από την αστυνομία, παραδόθηκαν στο στρατό, πέρασαν από πρόχειρο στρατοδικείο με πλήθος κατηγοριών (από παράνομο πλουτισμό μέχρι γενοκτονία), καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν την ημέρα των Χριστουγέννων του 1989.
Η «δίκη» και η εκτέλεσή τους μαγνητοσκοπήθηκαν και έκαναν το γύρο του κόσμου. Λίγες μέρες αργότερα, παρουσιάστηκαν και στην Κρατική Τηλεόραση, πράγμα που επισφράγισε το τέλος του καθεστώτος του.
Μεταγενέστερα
Μέλη της οικογένειας του Τσαουσέσκου αμφισβήτησαν το γεγονός ότι ο Νικολάε και η σύζυγός του έχουν ενταφιαστεί σε τάφο στο Γκεντσέα και με δικαστική εντολή αποφασίστηκε η εκταφή των λειψάνων τους, τον Ιούλιο του 2010, με σκοπό την ταυτοποίηση των νεκρών, με τη μέθοδο DNA. Στις 3 Νοεμβρίου 2010 ανακοινώθηκε ότι η σορός της οποίας έγινε εκταφή από το νεκροταφείο στο Βουκουρέστι ανήκε στον Νικολάε Τσαουσέσκου.
Τη δεκαετία του 2010 ένα σημαντικό τμήμα του ρουμανικού πληθυσμού πίστευε πως οι συνθήκες διαβίωσης ήταν καλύτερες επί Τσαουσέσκου, ανεξάρτητα από τα προβλήματα περιορισμού των πολιτικών ελευθεριών.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2010 από το «Ρουμανικό Ινστιτούτο Εκτίμησης και Στρατηγικής» (Institutul Român pentru Evaluare şi Strategie —IRES), το 63% του πληθυσμού της Ρουμανίας δήλωσε ότι ζούσε καλύτερα πριν από το 1989. Επίσης το 43% των Ρουμάνων δήλωσαν ότι θα ψήφιζαν τον Νικολάε Τσαουσέσκου, αν κατέβαινε υποψήφιος στις εκλογές, ωστόσο το 67% εξέφρασε απόλυτα αρνητική άποψη για τη σύζυγό του, Έλενα.
0 Σχόλια