Η Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης είναι ιστορικό μοναστήρι βρισκόμενο στον δήμο Αμφίπολης του Νομού Σερρών, κοντά στα όρια με τους Νομούς Καβάλας και Δράμας.
Εκκλησιαστικά, υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 753 μέτρων, στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου.Η ίδρυση
Η ίδρυση της Μονής ανάγεται στα χρόνια του επισκόπου Φιλίππων Σώζοντος, ο οποίος έλαβε μέρος στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.). Κατά την παράδοση, ο επίσκοπος Σώζων ίδρυσε, περί το 450 μ.Χ., Ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, πλησίον της Μονής. Ο μοναστικός οικισμός αυτός εγκαταλείφθηκε με την πάροδο των ετών και η Μονή ιδρύθηκε ουσιαστικά από τον Όσιο Γερμανό, τον 8ο αιώνα.
Η ονομασία
Ο ηγούμενος της Μονής Χρύσανθος το 1782, αναφέρει ότι ενώ ο Όσιος Γερμανός, μετά την ανέγερση του μοναστηριού, αναζητούσε κατάλληλη σανίδα για να γίνει η εικόνα της Θεοτόκου, Εκείνη με θαυματουργικό τρόπο του προσέφερε την μέχρι και σήμερα σωζόμενη εικόνα Της, που άστραφτε κι εξέπεμπε «φοινικούν», δηλαδή κοκκινωπό φως. Έτσι επικράτησε ο όρος «Εικοσιφοίνισσα» (εικών φοίνισσα – Εικοσιφοίνισσα). Κατά μια άλλη ισχνότερη εκδοχή ο κτήτωρ της Μονής, Άγιος Γερμανός, βρισκόταν σε μια μικρή όαση έξω από τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι φοίνικες, εκεί έλαβε εντολή από τον άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της Μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».
Ο πρώτος κτήτορας
Κατά την παράδοση, ο Όσιος Γερμανός, αφού μόνασε στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου περί το 718. Εκεί ανακάλυψε τα ερείπια των παλαιών κτισμάτων που είχε χτίσει ο Σώζων. Ξεκίνησε να ανεγείρει νέα Μονή, αλλά τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει για την ανέγερση της Μονής δεν επαρκούσαν για να εξοφλήσει τους τεχνίτες, με αποτέλεσμα αυτοί να τον οδηγήσουν αιμόφυρτο στη Δράμα για να δικαστεί. Στο δρόμο συνάντησαν τον πληγωμένο Άγιο οι Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι Νικόλαος και Νεόφυτος, οι οποίοι μετέβαιναν στη Σερβία ως απεσταλμένοι του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα. Αυτοί εξόφλησαν τους τεχνίτες και ελευθέρωσαν τον Άγιο, ενώ αργότερα πούλησαν και οι ίδιοι την περιουσία τους και μόνασαν στη Μονή, κοντά στον Άγιο Γερμανό. Ο Βίος του Αγίου Γερμανού διασώζεται στο χειρόγραφο κώδικα 19 του ερμαρίου 59 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας
Η Μονή σήμερα
Σήμερα η Μονή είναι γυναικεία και αριθμεί 23 μοναχές. Πανηγυρίζει τη μνήμη του πρώτου κτήτορά της Αγίου Γερμανού και των δύο Κωνσταντινουπολιτών αξιωματούχων Νικολάου και Νεοφύτου, στις 22 Νοεμβρίου και την επομένη ημέρα τη μνήμη του δεύτερου κτήτορά της, Αγίου Διονυσίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Γιορτάζει επίσης στις 15 Αυγούστου, στη μνήμη της Παναγίας, στις 14 Σεπτεμβρίου, στη μνήμη της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου, στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου. Μπροστά από τη Μονή υπάρχει το μνημείο των 172 Μοναχών που έσφαξαν οι Τούρκοι το 1507.
Το 2005 ετάφη στη Μονή ο Μητροπολίτης Δράμας Διονύσιος Κυράτσος, ως τρίτος κατά σειρά κτήτωρ της.
Το 2011 επεστράφη, μετά από ενέργειες της Μητροπόλεως Δράμας, τμήμα του ιερού Λειψάνου του Αγίου Διονυσίου (δεύτερου κτήτορος της Μονής), από τη Βουλγαρία. Το λείψανο είχε κλαπεί επί Βουλγαρικής Κατοχής, μαζί με πληθώρα άλλωνν κειμηλίων που παραμένουν έως σήμερα στη Σόφια (στο Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών Ivan Dujev και στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Βουλγαρίας). Επίσης, το 2016 επεστράφη στη Μονή, με τη συμβολή της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, μια σπάνια χειρόγραφη Καινή Διαθήκη 674 σελίδων, γραμμένη τον 9ο αιώνα, η οποία είχε κλαπεί το 1917 από τους Βούλγαρους και είχε καταλήξει να βρίσκεται στη Λουθηρανική Θεολογική Σχολή του Σικάγου στις Η.Π.Α. Αποτελεί το παλαιότερο παγκοσμίως πλήρες χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης.
Το κτηριακό συγκρότημα
Ολόκληρη η Μονή περιβάλλεται από ψηλό τείχος και στο κέντρο της βρίσκεται ο Ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Στο πρώτο και κύριο μέρος της Μονής βρίσκεται το καθολικό, το οποίο είναι το παλαιότερο κτίσμα της, το Ηγουμενείο, τα κελιά των μοναζουσών, το αρχονταρίκι, το παρεκκλήσιο της Αγίας Βαρβάρας με το αγίασμα, το μουσείο, η τράπεζα και τα εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας. Στο δεύτερο μέρος των κτηριακών εγκαταστάσεων της Μονής περιλαμβάνονται τα τρία κτήρια των ξενώνων, το πρεσβυτέριο για το λειτουργό Ιερέα της Μονής και το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής.
Το Καθολικό
Το Καθολικό τιμάται στα Εισόδια της Θεοτόκου. Ο ρυθμός του είναι σταυροειδής τρουλαίος σύνθετος τετρακίονος. Αποτελείται από τον εξωνάρθηκα, τον εσωνάρθηκα και τον κυρίως Ναό. Οι τρούλοι του Καθολικού στηρίζονται σε 4 μαρμάρινους κίονες. Η περίτεχνη λιθόγλυπτη κυρίως είσοδος του καθολικού κατασκευάσθηκε το 1838. Ο εξωνάρθηκας είναι ολόκληρος αγιογραφημένος και απεικονίζει ολόσωμους τους κτήτορες. Το τέμπλο του Καθολικού είναι βαρύτιμο ξυλόγλυπτο, κατασκευάσθηκε από Χιώτες τεχνίτες και χρειάστηκαν 22 χρόνια (1781 – 1803) για να ολοκληρωθεί. Ξυλόγλυπτο επίσης είναι το προσκυνητάρι της Παναγίας και ο δεσποτικός Θρόνος. Στο δεξιό μέρος του Καθολικού υπάρχει προθήκη, μέσα στην οποία υπάρχουν αργυρές λειψανοθήκες, στις οποίες φυλάσσονται δεκάδες Ιερά Λείψανα.
0 Σχόλια