Ο Έμιλ Τέοντορ Κόχερ (Emil Theodor Kocher, 25 Αυγούστου 1841 – 27 Ιουλίου 1917) ήταν Ελβετός ερευνητής ιατρός και χειρουργός, που βραβεύθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1909 για το έργο του στη φυσιολογία, την παθολογία και τη χειρουργική του θυρεοειδούς.
Από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του ωστόσο θεωρείται η εισαγωγή και η προαγωγή της ασηπτικής χειρουργικής και επιστημονικών μεθόδων στη χειρουργική, που είχε ως ειδικότερο αποτέλεσμα τη μείωση της θνησιμότητας σε εγχειρήσεις θυρεοειδεκτομής κάτω από το 1%.Ο Κόχερ υπήρξε ο πρώτος Ελβετός πολίτης, αλλά και ο πρώτος χειρουργός στην ιστορία που πήρε Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής. Στην εποχή του τον θεωρούσαν πρωτοπόρο και κορυφαίο στον χώρο της χειρουργικής.
Οικογένεια και σπουδές
Ο Έμιλ Κόχερ γεννήθηκε στη Βέρνη. Πατέρας του ήταν ο Γιάκομπ Αλεξάντερ Κόχερ (1814-1893), που με τη σειρά του ήταν το έκτο από τα επτά τέκνα του ξυλουργού Σάμουελ Κόχερ (1771-1842).\
Ο Γιάκομπ Αλεξάντερ ήταν μηχανικός των σιδηροδρόμων και το 1845 μετακόμισε στο Μπούργκντορφ (κοντά στη Βέρνη). Τρία έτη αργότερα ορίσθηκε αρχιμηχανικός οδοποιίας και υδρεύσεως στο Καντόνι της Βέρνης, οπότε μετακόμισε με την οικογένειά του στην πρωτεύουσα Βέρνη. Το 1858 παραιτήθηκε από την κρατική υπηρεσία και διεύθυνε αρκετά έργα στην περιοχή της Βέρνης.
Η μητέρα του Έμιλ Τέοντορ ήταν η Μαρία Κόχερ, το γένος Βέρμουτ (Wermuth), και έζησε από το 1820 έως το 1900. Ήταν πολύ θρήσκα και μέλος της Μοραβιανής Εκκλησίας. Μαζί με τον Γιάκομπ Αλεξάντερ απέκτησαν και ανάθρεψαν πέντε γιους και μία κόρη (ο Έμιλ Τέοντορ ήταν ο δεύτερος γιος).
Ο Έμιλ Τέοντορ πήγε δημοτικό σχολείο στο Μπούργκντορφ και γυμνάσιο στη Βέρνη, όπου ήταν πρώτος μαθητής στην τάξη του. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων ενδιαφερόταν για πολλά, ελκυόμενος ιδίως από την τέχνη και την κλασική φιλολογία, αλλά τελικώς απεφάσισε να γίνει γιατρός.
Το 1858 άρχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης, όπου δίδασκαν ο Άντον Μπήρμερ και ο Χέρμαν Άσκαν Ντέμε, δύο καθηγητές που του έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση. Υπήρξε μελετηρός και αφοσιωμένος φοιτητής, παίρνοντας το διδακτορικό του τον Μάρτιο του 1865 ή το 1866, με θέμα της διατριβής του Behandlung der croupösen Pneumonie mit Veratrum-Präparaten και επιβλέποντα καθηγητή τον Μπήρμερ.
Την άνοιξη του 1865 ο Κόχερ ακολούθησε τον Μπήρμερ στη Ζυρίχη, όπου διευθυντής του νοσοκομείου ήταν ο σπουδαίος Τέοντορ Μπίλροτ, που επηρέασε σημαντικά τον Κόχερ. Κατόπιν ο νεαρός γιατρός άρχισε ένα ταξίδι σε χώρες της Ευρώπης προκειμένου να συναντήσει αρκετούς από τους πλέον διάσημους χειρουργούς της εποχής του. Τον Οκτώβριο του 1865 έφθασε στο Βερολίνο, όπου μελέτησε υπό τον Μπέρναρντ φον Λάνγκενμπεκ. Τον Απρίλιο του 1867 ο Κόχερ έφθασε στο Λονδίνο, όπου πρώτα συνάντησε τον Τζόναθαν Χάτσινσον και στη συνέχεια εργάσθηκε υπό τους σερ Χένρυ Τόμσον και Τζων Έρικ Έριχσεν. Τον Ιούλιο του 1867 ταξίδεψε στο Παρίσι για να συναντήσει τους Λουί Παστέρ, Ωγκύστ Νελατόν και Αριστίντ Ωγκύστ Βερνέιλ (Aristide Auguste Stanislas Verneuil, 1823-1895). Σε αυτή την περίοδο των ταξιδιών, δεν έμαθε απλώς νέες τεχνικές, αλλά μπόρεσε να γνωρίσει προσωπικώς κορυφαίους χειρουργούς και έμαθε καλά την αγγλική γλώσσα, γεγονός που του επέτρεψε αργότερα να παρακολουθήσει με ευκολία την επιστημονική πρόοδο στις αγγλόφωνες χώρες.
Επιστρέφοντας στη Βέρνη, ο Κόχερ άρχισε να γράφει τη διατριβή του για υφηγεσία και στις 12 Οκτωβρίου 1867 υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας να του απονεμηθεί η venia docendi, δηλαδή το δικαίωμα να διδάσκει σε πανεπιστήμιο, όπως και έγινε. Διορίσθηκε βοηθός του Γκέοργκ Λύκε, ο οποίος παραιτήθηκε από την έδρα του στη Βέρνη το 1872 προκειμένου να γίνει καθηγητής στο Στρασβούργο. Ο Κόχερ ήθελε να τον διαδεχθεί στη Βέρνη, όμως την εποχή εκείνη ήταν συνήθεια να διορίζονται Γερμανοί καθηγητές στα ελβετικά πανεπιστήμια. Το σώμα των καθηγητών πρότεινε έτσι τον Φραντς Καίνιχ για την έδρα του Λύκε. Ωστόσο οι φοιτητές και οι επιμελητές, όπως και πολλοί γιατροί προτιμούσαν τον Κόχερ και ενήργησαν προς την κυβέρνηση του καντονίου της Βέρνης υπέρ της επιλογής του. Αλλά και αρκετοί διάσημοι χειρουργοί, όπως ο Λάνγκενμπεκ από το Βερολίνο και ο Μπίλροτ από τη Βιέννη, έγραψαν επιστολές προς υποστήριξη του Κόχερ. Υπό αυτή την πίεση το τοπικό συμβούλιο της Βέρνης (Regierungsrat) επέλεξε τον Κόχερ ως τον διάδοχο του Λύκε στην έδρα της Χειρουργικής και ως διευθυντή της πανεπιστημιακής Χειρουργικής Κλινικής του Πανεπιστημίου της Βέρνης (νοσοκομείο Inselspital) στις 16 Μαρτίου 1872, παρά την αντίθετη πρόταση του καθηγητικού σώματος.
Προσωπική ζωή
Το 1869 ο Κόχερ νυμφεύθηκε τη Μαρί Βίτσι-Κουράν (Marie Witschi-Courant, 1841-1921 ή 1850 -1925), κόρη του εμπόρου Γιοχάνες Βίτσι. Μαζί απέκτησαν τρεις γιους. Το 1875 μετακόμισαν σε μεγαλύτερο σπίτι στο προάστιο Βιλέτ της Βέρνης, το οποίο έγινε τόπος συγκεντρώσεων φίλων, συναδέλφων και επισκεπτών, αλλά και ασθενών από την κλινική του Κόχερ, στους οποίους προσέφερε γεύμα κατά την αποθεραπεία τους.
Παίρνοντας από τη μητέρα του, ο Κόχερ ήταν βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος και μέλος της Μοραβιανής Εκκλησίας. Μέχρι τον θάνατό του ο Κόχερ απέδιδε όλες τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του στον Θεό. Πίστευε ότι η άνοδος του υλισμού (ιδίως στην επιστήμη) ήταν μέγιστο κακό και απέδιδε σε αυτή την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο Κόχερ έπαιζε τένις και έκανε ιππασία με τους γιους του. Ο πρωτότοκος από αυτούς, ο Άλμπερτ (1872-1941) ακολούθησε την ειδικότητα του πατέρα του και έγινε επίκουρος καθηγητής της χειρουργικής.
Ο Έμιλ Τέοντορ Κόχερ πέθανε στη Βέρνη σε ηλικία 75 ετών.
Η συνεισφορά του
Στα 45 χρόνια της εργασίας του ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο, ο Κόχερ δημοσίευσε 249 επιστημονικές εργασίες και βιβλία, εκπαίδευσε χιλιάδες νέους ιατρούς και θεράπευσε χιλιάδες ασθενείς. Συνεισέφερε σημαντικά στα πεδία της νευροχειρουργικής και (ιδίως) της χειρουργικής του θυρεοειδούς αδένα και της ενδοκρινολογίας. Κατά τον Asher, ο χώρος της χειρουργικής μεταμορφώθηκε ριζικά την εποχή του Κόχερ και οι μετέπειτα γενεές χειρουργών θα έκτιζαν πάνω στα θεμέλια που εκείνος έθεσε – εάν ένας μελλοντικός ιστορικός ήθελε να περιγράψει την κατάσταση της χειρουργικής στις αρχές του 20ού αιώνα, θα χρειαζόταν να αναφέρει μόνο το έργο του Κόχερ Σύγγραμμα επεμβατικής χειρουργικής.
Τρεις βασικοί παράγοντες συνεισέφεραν στην επιτυχία του Κόχερ ως χειρουργού, σύμφωνα με τον Bonjour (1981). Ο πρώτος ήταν η εφαρμογή της αντισηπτικής φροντίδας του τραύματος, που απέτρεπε τη μόλυνση και τον επακόλουθο θάνατο πολλών ασθενών. Ο δεύτερος παράγοντας, κατά τον Erich Hintzsche ήταν η μεγάλη σημασία που απέδιδε στην αναισθησία και κυρίως η παρακολούθησή της από τον ίδιο. Χρησιμοποιούσε ειδική αναισθητική μάσκα και αργότερα εφάρμοσε την τοπική αναισθησία για την επέμβαση βρογχοκήλης, αποφεύγοντας έτσι τους κινδύνους της γενικής αναισθησίας. Ως τρίτο παράγοντα επιτυχίας ο Hintzsche αναφέρει την ελαχιστοποίηση της απώλειας αίματος που επετύγχανε ο Κόχερ. Ακόμα και η μικρότερη πηγή αιμορραγίας κατά την επέμβαση ελεγχόταν με ακρίβεια και αναστελλόταν από τον Κόχερ, επειδή αρχικώς πίστευε ότι το αποσυντιθέμενο αίμα αποτελούσε παράγοντα μολύνσεως για τον ασθενή.
Ο Κόχερ αναγνωρίσθηκε παγκοσμίως για πρώτη φορά εξαιτίας της τεχνικής που ανέπτυξε για την ανάταξη της εξαρθρώσεως του ώμου, που δημοσίευσε το 1870. Η νέα μέθοδος ήταν πολύ λιγότερο οδυνηρή και ασφαλέστερη από την παραδοσιακή, και μπορούσε να εκτελεσθεί από έναν μόνο ιατρό.
Την ίδια εποχή ο Κόχερ μελέτησε τις πληγές και την πρόκληση καταγμάτων από σφαίρες. Από αυτές τις μελέτες προήλθε η δημόσια διάλεξη του Κόχερ Die Verbesserung der Geschosse vom Standpunkt der Humanitaet (= «Η βελτίωση των σφαιρών των όπλων από ανθρωπιστικής απόψεως», 1874) και το χειρόγραφο Ueber die Sprengwirkung der modernen Kriegsgewehrgeschosse (= «Επί του εκρηκτικού αποτελέσματος των σφαιρών των σύγχρονων πολεμικών τυφεκίων»). Συνέστησε τη χρήση σφαιρών που είχαν μικρότερη ταχύτητα.
Συνεισφορές στη χειρουργική του θυρεοειδούς
Η χειρουργική του θυρεοειδούς αδένα, που συνήθως γινόταν για τη θεραπεία της βρογχοκήλης με πλήρη θυρεοειδεκτομή όταν αυτό ήταν δυνατό, θεωρείτο πριν τον Κόχερ επικίνδυνη επέμβαση. Κάποιες εκτιμήσεις ανέβαζαν τη θνησιμότητα της θυρεοειδεκτομής το έτος 1872 μέχρι και το 75%.
Πράγματι, η εγχείρηση θεωρείτο τότε μία από τις πλέον επικίνδυνες και απαγορευόταν στη Γαλλία από την εκεί Ακαδημία Ιατρικής. Με την εφαρμογή σύγχρονων χειρουργικών μεθόδων, όπως την αντισηψία και την ελαχιστοποίηση της απώλειας αίματος, καθώς και με την αργή και λεπτή τεχνική του, ο Κόχερ κατόρθωσε να μειώσει το ποσοστό των θανάτων από αυτή την επέμβαση από το 18% σε λιγότερο από 0,5% μέχρι το 1912. Ο Κόχερ είχε πραγματοποιήσει έως τότε περισσότερες από 5 χιλιάδες αφαιρέσεις θυρεοειδούς. Η επιτυχία του ήταν εκπληκτική, ιδίως συγκρινόμενη με εκείνη των επεμβάσεων του ονομαστού χειρουργού Τέοντορ Μπίλροτ, που επίσης εκτελούσε θυρεοειδεκτομές εκείνη την περίοδο.
Αργότερα ο Κόχερ και άλλοι ανεκάλυψαν ότι η πλήρης αφαίρεση του θυρεοειδούς μπορούσε να προκαλέσει κρετινισμό (ονομασμένο από τον Κόχερ cachexia strumipriva), εξαιτίας της ελλείψεως των ορμονών του αδένα. Το φαινόμενο είχε πρωτοαναφερθεί στον Κόχερ το 1874 από τον παθολόγο Άουγκουστ Φετσέριν και μεταγενέστερα, το 1882, από τον Ζακ-Λουί Ρεβερντέν. Ο Ρεβερντέν συνάντησε τον Κόχερ στη Γενεύη κατά τη διάρκεια του διεθνούς συνεδρίου υγιεινής και τού εξέφρασε τις ανησυχίες του σχετικώς με την πλήρη αφαίρεση του θυρεοειδούς. Τότε ο Κόχερ κατόρθωσε να επικοινωνήσει με τους 77 από τους 102 πρώην ασθενείς του έως τότε και διεπίστωσε συμπτώματα σωματικής και διανοητικής «παρακμής» στις περιπτώσεις πλήρους αφαιρέσεως του αδένα. Συμπέρανε ότι η πλήρης αφαίρεση (όπως ήταν τότε ο κανόνας, καθώς η λειτουργία του θυρεοειδούς δεν ήταν ακόμα επαρκώς γνωστή) δεν έπρεπε να ενδείκνυται, κάτι που γνωστοποίησε στις 4 Απριλίου 1883, σε μια διάλεξή του στη Γερμανική Εταιρεία Χειρουργικής και δημοσίευσε το ίδιο έτος με τον τίτλο «Ueber Kropfexstirpation und ihre Folgen» (= «Περί των θυρεοειδεκτομών και των συνεπειών αυτών»).[
Ο Ρεβερντέν είχε ήδη δημοσιοποιήσει τα ευρήματά του από τον Σεπτέμβριο του 1882 και δημοσίευσε επιπλέον εργασίες του επί του θέματος το 1883. Ωστόσο ο Κόχερ δεν αναγνώρισε ποτέ την πρωτιά του Ρεβερντέν σε αυτή την ανακάλυψη. Οι τότε αντιδράσεις στις ανακοινώσεις του Κόχερ ήταν ανάμικτες, με κάποιους να ισχυρίζονται ότι η βρογχοκήλη και ο κρετινισμός ήταν διαφορετικά στάδια της ίδιας ασθένειας, και ότι ο κρετινισμός θα είχε εμφανισθεί ανεξαρτήτως της αφαιρέσεως ή μη του αδένα στις περιπτώσεις που είχε περιγράψει ο Κόχερ. Μακροπρόθεσμα ωστόσο αυτές οι παρατηρήσεις συνεισέφεραν σε μια πληρέστερη κατανόηση του ρόλου του θυρεοειδούς και υπήρξαν μία από τις πρώτες υπόνοιες για σύνδεσμο μεταξύ του αδένα και του συγγενούς κρετινισμού. Αυτά τα ευρήματα κατέστησαν τελικώς δυνατές θεραπείες αναπληρώσεως των ορμονών του θυρεοειδούς για μια ποικιλία σχετικών παθήσεων.
Ονομάσθηκαν προς τιμή του
Ο κρατήρας Κόχερ κοντά στον νότιο πόλο της Σελήνης.
Ο αστεροειδής 2087 Κόχερα, που ανακαλύφθηκε το 1975
Το ηφαίστειο Κόχερ στην περιοχή Ουτζούν-Τσολντόνγκι της Μαντζουρίας
Το Ινστιτούτο Τέοντορ Κόχερ στη Βέρνη
Η οδός Κόχερ (Kochergasse) και το Πάρκο Κόχερ, επίσης στη Βέρνη.
Ιατρικοί όροι
Λαβίδα του Kocher – χειρουργικό εργαλείο για τον έλεγχο της αιμορραγίας
Σημείο του Κόχερ – συνηθισμένο σημείο εισόδου καθετήρα για την αφαίρεση εγκεφαλονωτιαίου υγρού από την πλευρική κοιλία του εγκεφάλου.
Χειρισμός Kocher – χειρουργικός χειρισμός για την αποκάλυψη δομών στο οπίσθιο περιτόναιο
Σύνδρομο Kocher–Debre–Semelaigne – υποθυρεοειδισμός στη νηπιακή ή την παιδική ηλικία, που χαρακτηρίζεται από μυϊκή υπερτροφία, μυξοίδημα, μικρό ύψος και κρετινισμό
Τομή του Kocher – στη χολοκυστεκτομή
Τομή του Kocher II – στη χειρουργική του θυρεοειδούς
Σημείο του Kocher – φαινόμενο στο βλέφαρο σε περιπτώσεις υπερθυρεοειδισμού και νόσου του Basedow
Τιμητικές διακρίσεις
Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής (1909)
Εκλογή ως επίτιμου εταίρου των Βασιλικών Κολεγίων Χειρουργών της Μ. Βρετανίας (25 Ιουλίου 1900)
Πρόεδρος της Ελβετικής Εταιρείας Χειρουργικής
Επίτιμο μέλος και Πρόεδρος της Γερμανικής Εταιρείας Χειρουργικής (1902)
Πρόεδρος του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Χειρουργικής (Βρυξέλλες 1905)
Ανακήρυξή του ως επίτιμου διδάκτορα από αρκετά πανεπιστήμια
0 Σχόλια