Εκθεση με 250 διάσημα κοστούμια, σκίτσα, φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα ξεχωριστών καλλιτεχνών στο Λονδίνο.
«Οταν ένας άντρας λέει τη γνώμη του, είναι απλώς ένας άντρας. Οταν μια γυναίκα λέει τη γνώμη της, είναι σκύλα». H δήλωση της Μπέτι Ντείβις σχετικά με την τροπή που πήρε η διαμάχη της με τον συνιδρυτή της Warner Bros Studios, Τζακ Γουόρνερ, τo 1936, ήταν αρκετή για να της χρεώσει τη φήμη της γοητευτικής αλλά δύσκολης, απρόσιτης και ανυποχώρητης καλλιτέχνιδος.
Το 1983, η Μπάρμπρα Στρέιζαντ είπε ακριβώς το ίδιο με άλλα λόγια, απαντώντας σε αυτούς που την κατηγορούσαν ως επιθετική πάνω στη δουλειά: «Μας κρίνουν με διαφορετικά μέτρα. Ενας άντρας είναι απλώς δοσμένος στον σκοπό του. Μια γυναίκα είναι εμμονική». Η Στρέιζαντ, βέβαια, ενοχλούσε ήδη και χωρίς να μιλάει. Η μύτη που πεισματικά αρνιόταν να διορθώσει ήταν η πιο ισχυρή απόδειξη πως δεν θα έμπαινε εύκολα στο καλούπι της γλυκιάς, λεπτοκαμωμένης αρτίστας με την αψεγάδιαστη ομορφιά. Για την ακρίβεια, δεν θα έκανε κανενός το χατίρι, σε κανένα επίπεδο. Αυτή και πολλές άλλες ομότεχνές της, Εντίθ Πιαφ, Σερ, Τίνα Τέρνερ, Μαντόνα, Αντέλ. Σε όλο τον 20ό αιώνα, η έννοια της «ντίβας» συνοψίζεται σε γυναίκες εντυπωσιακές, με ισχυρή προσωπικότητα, τολμηρές και ανεξάρτητες, που τόλμησαν να επιβληθούν σκηνικά και ύψωσαν το ανάστημα και τη φωνή τους απέναντι στις εντολές ή στις «για το καλό σου» προτροπές των άλλων.
Από τη φωνή ξεκινά ο χαρακτηρισμός της ντίβας τον 19ο αιώνα. Τον απένειμε για πρώτη φορά το 1835 ο Γάλλος τεχνοκριτικός Θεόφιλος Γκοτιέ στη σοπράνο Τζούλια Γκρίσι για την ερμηνεία της στη «Νόρμα». «Τραγούδι, πάθος και ομορφιά, τα έχει όλα», έγραφε εξυμνώντας τη θεϊκή φωνή της, το ταλέντο και τη σκηνική της παρουσία. Αυτό που ήταν προβληματικό στη κριτική του ήταν ότι απέδιδε τα χαρίσματά της στον Θεό, σαν μην είχε καταβάλει η ίδια καμία προσπάθεια για το εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Ο αιώνας αλλάζει και η δυναμική ηθοποιός Σάρα Μπερνάρ αναλαμβάνει να διευρύνει την εικόνα που έχει το κοινό για τις ντίβες. Αδιαμφισβήτητα όμορφη, δεν διστάζει να υποδυθεί αντρικούς ρόλους, κλονίζει τα κοινωνικά ήθη της εποχής, «παίζει» με την εικόνα της. Τους διαφορετικούς συνειρμούς που προκαλεί πλέον το άκουσμα της λατινικής λέξης, από σούπερ σταρ έως εκκεντρική περσόνα και από ακριβοθώρητη έως ανάγωγη και κακομαθημένη, επιχειρεί να φωτίσει η έκθεση «Diva», σε επιμέλεια της Κέιτ Μπέιλι. Ο «ευρύχωρος» ορισμός που επιχειρεί η εκθεσιακή παραγωγή του Victoria & Albert Museum στο Λονδίνο, ο οποίος υπερβαίνει το φύλο, τη φυλή ή και τον χώρο στον οποίο διαπρέπουν, όσοι και όσες αξίζουν τον τίτλο, τεκμηριώνεται μέσα από 250 διάσημα κοστούμια, σκίτσα, φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα καλλιτεχνών.
Μοντέρνα γυναίκα
Σε όλο τον 20ό αιώνα, η έννοια της «ντίβας» συνοψίζεται σε γυναίκες εντυπωσιακές, με ισχυρή προσωπικότητα, τολμηρές και ανεξάρτητες.
To πρώτο μέρος της έκθεσης μιλάει για ηθοποιούς όπως η Κλάρα Μπόου, η πρώτη αρχετυπικά μοντέρνα γυναίκα, αλλά και η Τέντα Μπάρα (Τheda Bara), από τις πρώτες που ενσάρκωσαν την Κλεοπάτρα στο πανί, έχοντας μάλιστα άποψη για τα κοστούμια και το μεϊκάπ της ηρωίδας της. Θα την ξεπερνούσε, ωστόσο, σε ιδιορρυθμία η Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1962, η οποία σήκωσε το τηλέφωνο λέγοντας πως θα αποδεχθεί τον ρόλο για 1 εκατομμύριο δολάρια. Ηταν η υψηλότερη αμοιβή που είχε δοθεί ποτέ στο Χόλιγουντ για γυναίκα.
Οι ντίβες έμπαιναν δυνατά στο παιχνίδι, η Τέιλορ είχε επίγνωση της σαγήνης και του υποκριτικού της ταλέντου και θα τα εξαργύρωνε. Είχαν προηγηθεί και άλλες καλλονές που είχαν ανοίξει τον δρόμο για ένα πιο απελευθερωμένο γυναικείο πρότυπο, όπως η Μέι Γουέστ, η Βίβιαν Λι, αλλά και η Μέριλιν Μονρόε, η οποία, μεταξύ άλλων, χρησιμοποίησε τη δημοτικότητά της για να επιβάλει στον κόσμο τη φίλη της, Ελα Φιτζέραλντ. Κοστούμια από ταινίες τους, όπως το διάσημο μαύρο φόρεμα με τα κρόσια από το «Μερικοί το προτιμούν καυτό», εικονογραφούν την αφήγηση. Φυσικά, από αυτήν την περίοδο δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα κοστούμια της Μαρίας Κάλλας. Στα ’50s και στα ’60s το άστρο της Ελληνίδας υψιφώνου λάμπει και έτσι δικαιωματικά ο τίτλος της ντίβας γυρνάει στον κόσμο της όπερας. Δεν μένει αλώβητη ούτε εκείνη από τα σχόλια, που τη θέλουν να είναι στρυφνή, αυστηρή, σνομπ. «Δεν είμαι άγγελος», εξηγεί. «Ούτε και υποκρίνομαι πως είμαι. Αλλά δεν είμαι ούτε και δαίμονας. Είμαι γυναίκα και σοβαρή καλλιτέχνις».
Σερ και Τέρνερ
Το δεύτερο σκέλος της έκθεσης είναι εστιασμένο στις ντίβες του σήμερα. Από τη Σερ και την εκλιπούσα Τίνα Τέρνερ, που βρήκαν το κουράγιο να απαλλαγούν από τα χειριστικά τους ταίρια και να κυνηγήσουν μια νέα καριέρα (τα κοστούμια τους, όπως το flame dress της Τέρνερ που συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση, λειτούργησαν ως οδηγοί για τη νέα τους ταυτότητα) έως την αειθαλή, fashion icon και παγερά αδιάφορη για τη γνώμη των άλλων Μαντόνα. «Σε όλους όσοι με βασάνισαν και έλεγαν πως δεν θα τα καταφέρω…
Η αντίσταση με έκανε δυνατότερη, με έκαναν τη γυναίκα που είμαι», είπε παραλαμβάνοντας ένα ακόμη μουσικό βραβείο το 2016. Το αφιέρωμα απλώνεται, βέβαια, πολύ σωστά και σε αντρικές μουσικές προσωπικότητες, όπως ο Ελτον Τζον, ο Πρινς και ο Φρέντι Μέρκιουρι με την έντονη σκηνική παρουσία, αλλά και θίγει το φαινόμενο της ανεπιτήδευτης Αντέλ ή της Μπίλι Αϊλις, που ασφυκτιούσε στα μέτρα της νέας ποπ ντίβας, και σαν φιγούρα και σαν συμπεριφορά.
Το αφιέρωμα κλείνει με τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου σ’ ένα πρόσωπο που λατρεύεται με όρους θεού. Τέτοια ήταν και η περίπτωση της Εϊμι Γουαϊνχάουζ ή και της Γουίτνεϊ Χιούστον. Την απάντηση, πάντως, για το πού θα έπρεπε να σταματήσει αυτή η αγάπη του κοινού την είχε δώσει η Εντίθ Πιαφ προφητικά, πολλά χρόνια νωρίτερα. «Στην αρχή είναι η φωνή. Το όργανο μια ντίβας… το οποίο μπολιάζεται με τη ζωή της, τους έρωτες, τις αποτυχίες, τις επιθυμίες, τους ολέθρους. Οταν τραγουδάει δεν χρειάζεται να ξέρουμε ακριβώς τι έχει συμβεί, η φωνή της τα αποκαλύπτει όλα».
Η έκθεση «Diva» θα παρουσιάζεται στο Victoria & Albert Museum από τις 24 Ιουνίου.
0 Σχόλια