Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ή Βολονάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 17 Μαρτίου 1837 - Πειραιάς, 29 Ιουνίου 1907) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Θεωρείται ο «πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας».
Οι γονείς του Βολανάκη κατάγονταν από τη Βολάνη, ένα μικρό χωριό της περιοχής του Ρεθύμνου. Σπούδασε στο Γυμνάσιο της Σύρου, απ' όπου αποφοίτησε το 1856. Την ίδια χρονιά, με παρότρυνση των μεγαλύτερων αδελφών του, πήγε στην Τεργέστη για να δουλέψει ως λογιστής κοντά στον μεγάλο οίκο εμπορίας ζαχάρεως Αφεντούλη. Ο Αφεντούλης, σύζυγος της αδελφής του Πολυξένης, εκτίμησε τις καλλιτεχνικές ικανότητες του νεαρού Βολανάκη από τα πάμπολλα σκαριφήματα με βάρκες, πλοία και λιμάνια που ο τελευταίος έφτιαχνε μέσα στις σελίδες των λογιστικών βιβλίων. Με έξοδα του Αφεντούλη στάλθηκε το 1860 στη Βαυαρία για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου, όπου φαίνεται να μαθήτευσε κοντά στον Καρλ φον Πιλότυ και τον Βίλχελμ φον Κάουλμπαχ.
Μετά την αποφοίτησή του από την Ακαδημία του Μονάχου, ο Βολανάκης εργάστηκε στο Μόναχο, τη Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Σε αυτό συνετέλεσε και η πίεση της γυναίκας του, «η οποία δεν άντεχε τον κρύο χειμώνα του Μονάχου». Όμως, ο Νικόλαος Γύζης, νονός της κόρης του, τον απέτρεψε από το να γυρίσει στήν Αθήνα, λέγοντάς του ότι «ἐκεῖ [στὴν Ἀθήνα] οἱ πίνακες ζωγραφικῆς πωλοῦνται ἐξευτελιστικῶς εἰς τὸν Κῆπο τῶν Τιτάνων». Από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στη Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας, αρχικά το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής και αργότερα το μάθημα της Αγαλματογραφίας.
Λόγω τόσο της πολυμελούς οικογένειάς του όσο και των χαμηλών τιμών πωλήσεως των πινάκων του, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός. Είναι χαρακτηριστικό, ότι λόγω της πενίας αντέστρεψε το σύνηθες, και αντί να αγοράζουν τους πίνακές του και μετά οι πελάτες να πηγαίνουν στον κορνιζά, αυτός συνεργάσθηκε με τον κορνιζά Λούτσο στον Πειραιά, και ζωγράφιζε πίνακες που να ταιριάζουν σε μέγεθος με τις ξυλόγλυπτες κορνίζες του. Ταλαιπωρημένος από μια κήλη, τελικά πέθανε στον Πειραιά το 1907. «Στην κηδεία του παρευρέθησαν μόνο 5-6 άτομα».
Είχε νυμφευθεί τη Φανή Χρηστίδου και απέκτησαν μαζί την Πολυξένη, τον Γεώργιο, τον Δημήτριο, τον Άγγελο, τη Μαίρη, τον Μιλτιάδη, δικηγόρο που έγραψε τη βιογραφία του πατέρα του και τον Σπυρίδωνα.
Η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια ήταν η μόνιμη πηγή έμπνευσης του Βολανάκη. Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο τα ιδιαιτέρως φωτεινά έργα του — όπως π.χ. το γνωστό Πανηγύρι του Μονάχου — δείχνουν κάποιες ιμπρεσιονιστικές τάσεις. Οι θαλασσογραφίες του κοσμούν τις επισημότερες αίθουσες της Αυστρίας και της Ελλάδας, ακόμη και του σταθμού του μετρό στον Πειραιά, ενώ κάποιοι άλλοι πίνακές του πωλήθηκαν σε διεθνείς δημοπρασίες σε πάρα πολύ υψηλές τιμές.
Σύμφωνα με την επίσημη γραμμή της Ακαδημίας Μονάχου, τότε που σπούδαζε ο Βολανάκης, οι καθηγητές συνιστούσαν «αποφυγή της τοπιογραφίας, γιατί αποτελεί την παρακμή της ζωγραφικής» και ενασχόληση με την προσωπογραφία. Φαίνεται ότι ο Βολανάκης δεν είχε ταλέντο στην προσωπογραφία, όπως ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ή ο Νικόλαος Γύζης. Έτσι προσπέρασε αυτή την απαγόρευση ενασχολούμενος με το αγαπημένο του θέμα, τη θαλασσογραφία. Το ταλέντο του αναγνωρίσθηκε νωρίς, αλλά στάθηκε τυχερός ύστερα από ένα ιστορικό γεγονός. Το 1866 έλαβε χώρα στην Αδριατική θάλασσα, κοντά στις Δαλματικές ακτές, η Ναυμαχία της Λίσσας μεταξύ των στόλων της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και της Ιταλίας. Νίκησε η Αυστρία. Ο Αυτοκράτορας τότε προκήρυξε ένα διαγωνισμό ζωγραφικής για την απεικόνιση αυτού του σημαντικού γεγονότος. Ο Βολανάκης κέρδισε το διαγωνισμό αυτό και έλαβε ως έπαθλο 1000 χρυσά φιορίνια και δωρεάν ταξίδια-κρουαζιέρες με το Πολεμικό Ναυτικό της Αυστρίας για 3 χρόνια. Εκμεταλλευόμενος αυτά τα ταξίδια ζωγράφισε μια δεκάδα περίπου άλλους πίνακες σχετικούς με πλοία και θάλασσα, όπως Το Πλοίο Kaiser κ.ά.[6] Σήμερα, ο πίνακας του Κ. Βολανάκη Η Ναυμαχία της Λίσσας βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βουδαπέστης.
Ένα από τα διάσημα έργα του Κωνσταντίνου Βολανάκη είναι Η Πυρπόληση της Τουρκικής Ναυαρχίδας, εκτελεσμένο τουλάχιστον δύο φορές (ιδιωτική συλλογή Stavros Michalarias Art, Αθήνα, και Πυρπόληση Τουρκικής Φρεγάτας 1882, Ναυτικό Μουσείο, Πειραιάς). Παρόμοιο είναι και το έργο του Η Πυρπόληση του Τουρκικού Δικρότου (δημοπρασία Christie's, Αθήνα 1994). Το ίδιο έργο ζωγράφισε και ο Νικηφόρος Λύτρας (βρίσκεται στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στο Μέτσοβο Ιωαννίνων). Με μια προσεκτική ματιά στους δύο πίνακες διαπιστώνεται εύκολα η διαφορετική τεχνοτροπία των δύο ζωγράφων. Ο μεν Βολανάκης εστιάζει στο γεγονός της πυρπόλησης δίνοντας σημασία στην απεικόνιση του πλοίου που το ζώνουν οι φλόγες ενώ σαν λεπτομέρειες διακρίνονται οι Τούρκοι ναυαγοί και ελάχιστα οι πυρπολητές. Αντίθετα, ο Νικηφόρος Λύτρας έχει στο πρώτο πλάνο την ομάδα των πυρπολητών να κωπηλατούν δυνατά για να απομακρυνθούν, με όρθιο τον Κανάρη να χαιρετά χαρούμενος, ενώ στο βάθος θολά και σκοτεινά φαίνεται πυρπολημένο το πλοίο μέσα στις φλόγες ενώ οι Τούρκοι ναυτικοί προσπαθούν να κατεβούν στις βάρκες με σχοινιά. Ο Βολανάκης είναι θεματοκεντρικός, ενώ ο Λύτρας ανθρωποκεντρικός.
Διάσημο είναι το έργο του Κ. Βολανάκη Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, το οποίο βρίσκεται στο Αρχηγείο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στην Αθήνα. Αρχικά θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για τη Ναυμαχία του Ακτίου, για αυτό και εκ παραδρομής μια φωτογραφία του πίνακα κοσμεί την αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Πρέβεζας. Όμως ο Μανώλης Βλάχος (1974) απέδειξε ότι πρόκειται για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, έργο που εκτελέστηκε επί παραγγελία του Ελληνικού Κράτους, και η βασίλισσα που απεικονίζεται στην πλώρη ενός σκάφους δεν είναι η Κλεοπάτρα, αλλά η βασίλισσα της Φρυγίας Αρτεμισία η οποία είχε συμμαχήσει με τον Ξέρξη
0 Σχόλια