Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης (Λαγκάδια Αρκαδίας, 19 Μαΐου 1824 ή 1820 - Αθήνα, 31 Μαΐου 1905) ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός, πληρεξούσιος, βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις και πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας.
Όσο ζούσε, και στα χρόνια αμέσως μετά το θάνατό του, ο Δηλιγιάννης ήταν εξαιρετικά δημοφιλής σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα όμως, η υστεροφημία του υπέφερε, καθώς βρέθηκε στο στόχαστρο τόσο των φιλελεύθερων, όσο και των μαρξιστών ιστορικών, που προτιμούσαν να αξιολογούν θετικά τον μεγάλο του αντίπαλο Χαρίλαο Τρικούπη.
Οι φιλελεύθεροι έβλεπαν τον Δηλιγιάννη ως λαϊκιστή και δημαγωγό που εμπόδιζε την απελευθέρωση οικονομίας και κοινωνίας, ενώ οι μαρξιστές ως εκφραστή των (κατά τη γνώμη τους) οπισθοδρομικών και «προ-καπιταλιστικών» κοινωνικών στρωμάτων.
Ο Δηλιγιάννης πράγματι ήταν αντιπαθής τόσο στην οικονομική ελίτ, όσο και στην (πολύ μικρή αριθμητικά τότε) εργατική τάξη. Κυρίως ήταν εκφραστής μιας ετερόκλητης συμμαχίας των κρατικών υπαλλήλων (στην πλειοψηφία τους Πελοποννήσιοι) με διάφορα μικροαστικά και μεσαία στρώματα αγροτών, αυτο-απασχολούμενων και μικροεμπόρων. Ο Δηλιγιάννης χρεώνεται σε μεγάλο βαθμό τον «ατυχή πόλεμο» του 1897 και τα επακόλουθά του, αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι προσπάθειές του στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας και της προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών.
Γόνος σημαντικής Πελοποννησιακής πολιτικής οικογένειας προκρίτων και αρχόντων, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης ήταν γιος του Πανάγου Δεληγιάννη, επαναστάτη του '21 και στη συνέχεια έπαρχου Ηλείας και διοικητή Κορίνθου, και εγγονός του Ιωάννη Δεληγιάννη, Μωρογιάννη (κοτζαμπάση όλου του Μωριά) επί Τουρκοκρατίας. Αδελφός του ήταν ο ανώτατος δικαστικός και πρόεδρος του Αρείου Πάγου Νικόλαος Δηλιγιάννης.
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης αποφοίτησε με Άριστα από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1843, αλλά δεν τον ενδιέφερε η ενασχόληση με τη δικηγορία, και έτσι αμέσως μετά την αποφοίτησή του διορίστηκε στο υπουργείο Εσωτερικών, του οποίου ανέβηκε πολύ γρήγορα την ιεραρχία, εν μέρει λόγω και του ονόματός του. Διετέλεσε ιδιαίτερος γραμματέας του υπουργού, διευθυντής Προσωπικού, γενικός επιθεωρητής Νομαρχιών και τελικά το 1859, σε ηλικία μόλις 35 ετών, έγινε γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών.
Έγινε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνοσυνέλευσης το 1862, και την ίδια χρονιά βουλευτής, ενώ το 1863 υπουργός Εξωτερικών. Χρημάτισε επίσης υπουργός Οικονομικών, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών (1877 και 1878) σε διάφορες κυβερνήσεις. Το 1883 αναδείχθηκε αρχηγός του Εθνικού Κόμματος και το 1885 χρίσθηκε για πρώτη φορά Πρωθυπουργός, αξίωμα στο οποίο ανήλθε άλλες τέσσερις φορές. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας τα διαστήματα 1885-1886, 1890-1892,1895-1897, 1902-1903 και 1904-1905.
Ως πρωθυπουργός, δημιούργησε ένα κλίμα προσδοκίας για εισβολή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εκείνη την εποχή κατέρρεε, και επέκταση των ελληνικών συνόρων προς τη Μακεδονία (τότε έφταναν μέχρι την Θεσσαλία).
Πρώτη συνέπεια των πράξεών του ήταν ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τους συμμάχους. Όταν στην συνέχεια ξεκίνησε εξωτερικό δανεισμό για να αντεπεξέλθει στην δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ο βασιλιάς με άκομψο τρόπο τον έπαυσε και ανέλαβε και πάλι ο Τρικούπης. Τα συσσωρευμένα χρέη ήταν τόσα που το 1893 η Ελλάδα πτώχευσε, με τον Τρικούπη και τον Δηλιγιάννη να κατηγορούν ο ένας τον άλλο.
Η Ελλάδα ενεπλάκη τελικά σε πόλεμο με τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1897, ο οποίος όμως είχε κριθεί πριν να αρχίσει. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να δανειστεί για να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία και για γίνει αποδεκτός ο δανεισμός συμφώνησε με τους δανειστές στην αποπληρωμή των χρεών - που το 1893 σταμάτησε να εξυπηρετεί με την τότε πτώχευση - και στο μηχανισμό του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου που κράτησε για 81 χρόνια, μέχρι το 1978.
Δολοφονία
Ο Δηλιγιάννης ήταν πολέμιος των χαρτοπαικτικών λεσχών οι οποίες ήταν μάστιγα για την εποχή. Δολοφονήθηκε στις 31 Μαΐου 1905 στις σκάλες της Βουλής, ολίγον προ της 5 μ.μ[8] από τον διαβόητο Μανιάτη χαρτοπαίκτη και μόνιμο θαμώνα χαρτοπαικτικών λεσχών Αντώνη Γερακάρη (που τον φώναζαν και Κωσταγερακάρη από το όνομα του πατέρα του) επειδή είχε απαγορεύσει τη λειτουργία τους.
Ο Γερακάρης εργαζόταν ως πορτιέρης και μπράβος σε χαρτοπαικτική λέσχη η οποία είχε κλείσει εξαιτίας του νόμου που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του δολοφονημένου Δηλιγιάννη. Ο Κωστογερακάρης, ηλικίας τριανταοκτώ ετών και πατέρας πέντε παιδιών τον δολοφόνησε από εκδίκηση. Συνελήφθη και δικάστηκε στο Κακουργοδικείο Αθηνών και τιμωρήθηκε με θανατική ποινή: καρατομήθηκε στο Παλαμήδι του Ναυπλίου.
Ο Τύπος της εποχής κάλυψε με λεπτομέρειες το δυσάρεστο γεγονός της Δολοφονίας όπως φαίνεται εδώ.
Κριτική - Αποτίμηση
Κατά τον Γιώργο Δερτιλή ο Δηλιγιάννης είχε σαφή ροπή προς την δημαγωγία, όμως οι ικανότητές του ήταν αναμφισβήτητες (τον χαρακτηρίζει ως "πολιτικό ολκής") ενώ επικρίνει την μανιχαϊκή απόρριψή του στην σύγκριση με τον Χαρίλαο Τρικούπη που έχει επικρατήσει.
Ο Γερμανός ιστορικός των ελληνικών πολιτικών κομμάτων Γκούναρ Χέρινγκ επίσης επέκρινε την «δημοσιογραφικού επιπέδου» κριτική που παραδοσιακά ασκείται στον Δηλιγιάννη:
«Η ελληνική δημοσιογραφία και ιστοριογραφία αντιπαραθέτει αυτόν τον πολιτικό [τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη] -ο οποίος έγινε τρεις φορές πρωθυπουργός νικώντας τον Τρικούπη και ο οποίος δρομολόγησε πολιτικές εξελίξεις την τελευταία εικοσιπενταετία του περασμένου αιώνα- στον Μεσολογγίτη πολιτικό, παρουσιάζοντας τον αδίκως άλλοτε ως ανερμάτιστο πολυλογά, άλλοτε ως διαλυτικό δημαγωγικό στοιχείο, σε κάθε περίπτωση ως αρνητικό σημείο αναφοράς. Αυτή η αρνητική κρίση δεν αντιστοιχεί στην προσωπικότητά του ούτε μπορεί να εξηγήσει τις μεγάλες πολιτικές επιτυχίες και ήττες, τις συμπάθειες των οπαδών του και τις εντάσεις στο κόμμα του [...]. Στον Δηλιγιάννη οφείλουμε -και οι ιστορικοί το ενθυμούνται σπάνια- τη μεγάλη έκδοση της ελληνικής νομοθεσίας από το 1833 μέχρι το 1876».
0 Σχόλια