Ο Γιάννης Βογιατζής, γεννημένος στις 20.12.1934, Έλληνας τραγουδιστής που δραστηριοποιήθηκε ως καλλιτέχνης σε όλους τους χώρους όπου λειτουργούσε το τραγούδι, στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στο ραδιόφωνο.
Βραβεύτηκε δυο φορές, με το 1ο βραβείο, στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1963 με το τραγούδι «Πέταξε ένα πουλί» (των Κώστα Κλάβα και Αλέξη Αλεξόπουλου) και το 1970 με το τραγούδι «Αδέρφια μου αλήτες πουλιά» (των Τόλη Βοσκόπουλου και Ηλία Λυμπερόπουλου).Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με το τραγούδι από τις βραδιές ταλέντων του Κορίνθιου.
Υπήρξε ένα από τα αστέρια της δεκαετίας του 1960.
Δηλωμένος "Παναθηναϊκός" (φίλαθλος, όχι οπαδός) και έχει τραγουδήσει και τον ύμνο του Παναθηναϊκού.
Από το 1958 έως το 1962 ήταν επίσημος τραγουδιστής των ανακτόρων.
Το 1970 πριν την εμφάνιση στο Φεστιβάλ έκανε εγχείρηση για πολύποδες και μετά τρία χρόνια σταμάτησε το τραγούδι.
Από το 1978 συνεχίζει να τραγουδάει ξανά.
Μετά από 28 χρόνια πολιτικού γάμου παντρεύτηκε το 2007, τη γυναίκα του, και με θρησκευτικό.
Συνεργάστηκε δισκογραφικά με τους γνωστότερους δημιουργούς του ελαφρού τραγουδιού , κι όχι μόνο, ερμηνεύοντας τραγούδια των :
Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Μίμη Πλέσσα, Γιώργου Μουζάκη, Γιώργου Θεοδοσιάδη, Κώστα Καπνίση, Αργύρη Κουνάδη, Γεράσιμου Λαβράνου, Τόλη Βοσκόπουλου κ.α.) σε στίχους των Νίκου Γκάτσου, Αλέκου Σακελλάριου, Κώστα Πρετεντέρη, Γιώργου Οικονομίδη, Θάνου Σοφού, Ηλία Λυμπερόπουλου (κ.α.)
Τα περισσότερα από τα τραγούδια του έγιναν πασίγνωστα.
Αναφέρουμε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του:
"Ένας ουρανός μ'αστέρια", "Η πρώτη μας νύχτα", "Σου τό'πα μια", "Σ'αγαπώ σ'όλες τις γλώσσες" , "Αδέρφια μου αλήτες πουλιά", "Ξέρω κάποιο στενό", "Ζήσε το σήμερα", "Φωκίωνος Νέγρη", "Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά", "Νύχτα καλοκαιριού", "Μορφονιά", "Θέλω κοντά σου να μείνω" κ.α.
Γιάννης Βογιατζής: «Έγινα τραγουδιστής για δυο τσιγάρα»
Συνέντευξή του στα Νέα
Απολαυστικός συζητητής, μ’ ένα χιούμορ πηγαίο που δύσκολα περνάει στο χαρτί. Από τις πίστες των νυχτερινών κέντρων πέρασε στον κινηματογράφο και στο θέατρο και αναδείχθηκε σ’ ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια της δεκαετίας του 1960 στη χώρα μας. Ένας άνθρωπος χορτασμένος από κάθε άποψη.
Τα τελευταία 14 χρόνια είναι μόνιμος κάτοικος Κερατέας. Ασχολείται καθημερινά με το αγρόκτημά του και τα ζωντανά του, ενώ εξακολουθεί να εμφανίζεται, επιλεκτικά πια, κυρίως σε συναυλίες. Το 2007 παντρεύτηκε τη γυναίκα του με θρησκευτικό γάμο γιατί, λέει, εκείνη ήθελε να τον «δεσμεύσει με ορθόδοξο μυστήριο» – ανορθόδοξα ίσως, 28 χρόνια μετά τον πολιτικό τους γάμο...
Πρόσφατα, στο αφιέρωμα στα ’60s που έκανε ο Διονύσης Σαββόπουλος στο κινηματοθέατρο «Παλλάς», ενθουσιάσατε το κοινό τραγουδώντας μαζί του δυο τραγούδια:ένα δικό σας, το «Σ’ αγαπώ σ’ όλες τις γλώσσες» ή, κατά κόσμον, «Σ’ αγαπώ ελληνικά», κι ένα δικό του, το «Σημαία από νάιλον». Μιλήστε μας γι’ αυτή την εμφάνιση...
Σε ανύποπτο χρόνο ο Σαββόπουλος με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να κάνουμε αυτή την κοινή εμφάνιση. Εννοείται πως δεν θα μπορούσα να αρνηθώ, αφού τα ’60s είναι η εποχή μου. Πραγματικά, μου άρεσε πολύ ο τρόπος που με παρουσίασε ο Διονύσης εκείνα τα δυο βράδια. Με δυο λόγια, είπε ότι εκείνη την εποχή το δικό του είδος δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το δικό μας, «με τις μεγάλες φωνές του Μαρούδα, του Βογιατζή, της Τζένης Βάνου, της Γιοβάνας. Και, καταλαβαίνοντας ότι εμείς δεν είχαμε την αξία τους για να μπορέσουμε να προβάλουμε το είδος μας, προσπαθήσαμε να “χαμηλώσουμε” αυτούς τους ανθρώπους. Κι ήρθε τώρα η στιγμή να παραδεχθούμε το λάθος μας». Μετά από όλα αυτά, δεν σας κρύβω ότι συγκινήθηκα.
Πείτε μας δυο λόγια για τα παιδικά σας χρόνια.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Παγκράτι, απέναντι ακριβώς από το Άλσος. Η μητέρα μου ήταν από την Ίμβρο κι ο πατέρας μου από το Αιτωλικό. Τρία χρόνια μετά από μένα γεννήθηκε κι ο μικρότερος αδερφός μου. O πατέρας μου πέθανε λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου το 1941, όταν εγώ ήμουν 7 ετών. Ως στρατιωτικός που ήταν, θαύμαζε το γερμανικό μοντέλο και δεν πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να «μπει» ο Γερμανός στην Ελλάδα – επιπλέον ήταν πολύ φιλόπατρις. Γι’ αυτό και, όταν τελικά έγινε η εισβολή, δεν το άντεξε – έπαθε διάτρηση στομάχου. Η μητέρα μου, χήρα πλέον, κατάφερε να μας μεγαλώσει με χίλιες δυσκολίες μέσα στη φλόγα του Εμφυλίου.
Θα ’ταν 10 ή 11 Ιουνίου, ημέρα Τετάρτη, του 1952. Μόλις είχα τελειώσει την τελευταία τάξη του γυμνασίου κι ετοιμαζόμουν να δώσω στη Σχολή Ευελπίδων για να ακολουθήσω το δρόμο του πατέρα μου. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, με κάποιους φίλους περάσαμε από το αναψυκτήριο του Άλσους, όπου ο Κορίνθιος έκανε βραδιά ταλέντων. O νικητής θα έπαιρνε ένα ρολόι και θα εμφανιζόταν στο Άλσος όλο το καλοκαίρι. Εννοείται πως λεφτά δεν υπήρχαν για να μπούμε μέσα, γι’ αυτό και καθόμασταν απέξω και χαζεύαμε. Μέχρι τότε μου άρεσε το κλασικό τραγούδι και τραγουδούσα μόνο ερασιτεχνικά, αλλά δεν είχα καθόλου το ψώνιο να γίνω τραγουδιστής. Κάποια στιγμή, ο «πλούσιος» της παρέας γυρίζει και μου λέει: «Αν βγεις να τραγουδήσεις, θα σου δώσω δυο τσιγάρα Pall Mall». Δέχτηκα. Δεν σκέφτηκα ούτε το ρολόι ούτε ότι θα ήταν ευκαιρία να γίνω τραγουδιστής – για τα δυο τσιγάρα ανέβηκα στη σκηνή. Ήμουν τότε ένα παιδάκι αδύνατο, μόλις 46 κιλά, αλλά, όταν άνοιξα το στόμα μου και τραγούδησα με μια φωνή τόσο ωραία και τόσο στρογγυλή, ο κόσμος τα έχασε. Άναψαν αναπτήρες, χειροκρότησαν και τελικά κέρδισα το ρολόι και με κρατήσανε στο μαγαζί. Έπαιρνα 36 δραχμές κάθε βράδυ και 26 από το Εργοστάσιο Λιπασμάτων όπου δούλευα τη μέρα. Για λογάριασε... πολλά λεφτά.
Όχι, ρε παιδί μου. Σταμάτησα μετά, όταν την ψώνισα... (Γέλια) Σιγά-σιγά άρχισαν να με αναγνωρίζουν. Ήμουν χαρακτηριστικός: αρκετά μοντέρνος σε μια μετα-Μαρούδα εποχή. Σταδιακά άρχισα να ανεβαίνω και τελικά το 1959 πήρα το τρίτο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού με το «Εσένα». Γι’ αυτό, αν στην καριέρα μου οφείλω πολλά σε κάποιον, είναι στον Γιάννη τον Σπάρτακο, ο οποίος με επέβαλε στο Φεστιβάλ, λέγοντας πως θα αποχωρούσε αν δεν τραγουδούσα εγώ το τραγούδι του. Από εκεί και πέρα πήρα φόρα και δεν με σταμάταγε τίποτα. Το ένα φεστιβάλ ερχόταν πίσω από το άλλο και φυσικά η δισκογραφία.
Τα καμπαρέ ήταν τότε καταπληκτικά μαγαζιά. Ήταν ο προπομπός για να μπει ένας τραγουδιστής στα καλά μαγαζιά. Επώνυμοι, ναύτες του αμερικανικού στόλου, μπαλέτα, στριπτίζ. Μη φανταστείτε, βέβαια, ότι το στριπτίζ ήταν αυτό που είναι σήμερα. Μέχρι το σουτιέν έφταναν τα κορίτσια. Τέλος πάντων, τραγούδησα σε όλα τα καμπαρέ της Ελλάδας: στο «Rich», στη «Mimosa» και φυσικά στα καμπαρέ της Τρούμπας, στο «American Bar» και στο «John Bull», αλλά από αυτό το τελευταίο με έδιωξε το αφεντικό.
Γιατί;
Γιατί τα έφτιαξα με την κοπέλα του χωρίς να το ξέρω (γέλια). Ήταν μια Oυγγαρέζα χορεύτρια του μπαλέτου, η Oυγκέτ. Βγήκα μια μέρα μαζί της, μας είδαν και το βράδυ που πήγα να πιάσω δουλειά το αφεντικό μού ανακοίνωσε ότι φεύγω.
Και μετά, από το 1958 έως το 1962, ήσασταν ο επίσημος τραγουδιστής των ανακτόρων. Τι σήμαινε, αλήθεια, αυτό για την εποχή εκείνη;
Κατ’ αρχάς, λιγότερα λεφτά από κάθε άλλη δουλειά που μας τύχαινε τότε. Κατά τ’ άλλα, το να είσαι η ορχήστρα των ανακτόρων ήταν μεγάλη υπόθεση. Σε κάθε εκδήλωση όπου ήταν καλεσμένα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας παίζαμε εμείς.
Ήσασταν λοιπόν το soundtrack των νεανικών χρόνων του τότε διαδόχου Κωνσταντίνου. Προφανώς θα έχετε γίνει μάρτυρας σε αρκετές ιστορίες με πρωταγωνιστή τον ίδιο...
O Κωνσταντίνος ήταν το καλύτερο παιδί, και πολύ λαϊκό μάλιστα. Να σας δώσω να καταλάβετε, ο Κωνσταντίνος χόρευε ζεϊμπέκικο με τον απόηχο της μουσικής που ερχόταν από τα «Πεύκα», ένα θέατρο που βρισκόταν απέναντι από το παλάτι. Γι’ αυτό και οι «κωλοσφουγγάριοι», η αυλή, για να το πούμε κι αλλιώς, το κλείσανε τελικά το θέατρο – για να μην επηρεάζεται ο Κωνσταντίνος από τα λαϊκά ακούσματα. Μια άλλη φορά θυμάμαι τραγουδούσα στο «Yachting Club». Εκείνο το βράδυ διασκέδαζε κι ο Κωνσταντίνος και το μαγαζί ήταν γεμάτο με νέα κορίτσια. Φυσικά, όπως πάντα, ήταν από δίπλα ο κύριος «τάδε» και η κυρία «τάδε» που είχαν αποστολή να παρακολουθούν τις κινήσεις του. Γιατί του άρεσαν οι γυναίκες του Κωνσταντίνου. Ήταν, πώς να το πούμε, «γκομενάκιας». Όταν λοιπόν οι «κωλοσφουγγάριοι» τον έβλεπαν να χορεύει με ένα κορίτσι λίγο παραπάνω, όταν δηλαδή το παιδί κολλούσε σε κάποια, η κυρία «τάδε» –να μη λέμε ονόματα γιατί τα παιδιά τους ζούνε– ερχόταν σε μένα και μου έλεγε: «Γιάννη, Γιάννη, μπάστα, μπάστα!» Κι όλα αυτά για να μη χαλάσει το βασιλικό πρεστίζ.
Το 1962 παρακολουθούσαμε έναν αγώνα του Παναθηναϊκού με μια σταθερή παρέα που είχαμε τότε και πηγαίναμε στο γήπεδο. Στην παρέα αυτή ήταν και ο Γιώργος Μουζάκης με τον Γιώργο Oικονομίδη. O πρώτος είχε γράψει τη μουσική του ύμνου και ο δεύτερος τους στίχους. Κάποια στιγμή γυρνάει ο Μουζάκης και μου λέει: «Βρε Γιάννη, θα μας πεις τον ύμνο;» Δέχτηκα. O ύμνος βέβαια είχε ήδη τραγουδηθεί τη δεκαετία του 1950 από τον Λέανδρο, τον πατέρα της Βίκυς Λέανδρος. Ωστόσο, έμελλε να ακουστεί πιο πολύ με τη δική μου φωνή. Ακόμα και σήμερα συνεχίζω να πηγαίνω στο γήπεδο όποτε μπορώ. Αγαπώ τον Παναθηναϊκό, αλλά δεν είμαι οπαδός – είμαι φίλαθλος. Αν δηλαδή παίζει ο Oλυμπιακός με μια ξένη ομάδα, εννοείται πως θα υποστηρίξω τον Oλυμπιακό.
Μαζί με το τραγούδι ήρθε και το σινεμά αλλά και το θέατρο. Γίνατε λοιπόν ένας σούπερ σταρ της εποχής, και μάλιστα σε πολύ νεαρή ηλικία. Φαντάζομαι πως ένας τόσο προβεβλημένος, νόστιμος άντρας θα είχε πολλές επιτυχίες στο γυναικείο φύλο...
Πέρασα πάρα πολύ ωραία. Μου άρεσαν οι γυναίκες και άρεσα κι εγώ σ’ αυτές. Υπήρξαν και πολλές επώνυμες στη ζωή μου, αλλά ό,τι έκανα το έκανα για μένα. Oνόματα δεν πρόκειται να πω ποτέ.
Πώς διατηρεί κανείς την ψυχραιμία του απέναντι στη λατρεία του κόσμου και δεν την «ψωνίζει»;
Μόνο αν είσαι προσγειωμένος και συνειδητοποιήσεις ότι αυτό που κάνεις είναι ένα επάγγελμα και τίποτε άλλο. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στη διάρκεια ενός φεστιβάλ, είχα την τύχη να μείνω στο ίδιο δωμάτιο με τον Νίκο Γούναρη. Τέσσερις νύχτες μείναμε και κοιμηθήκαμε ελάχιστα. Καθόμουν γονατιστός στα πόδια του και με συμβούλευε. Θυμάμαι, μου έλεγε: «Πρόσεχε, νεαρέ μου. Το τραγούδι δεν είναι ούτε φιγούρα ούτε γκόμενες. Είναι επάγγελμα. Γι’ αυτό να ’χεις το νου σου να παίρνεις βαθμούς, προαγωγές. Το τραγούδι είναι μια σκάλα, μια πλατφόρμα και μια κάθοδος. Φτάνεις στη σκάλα, ανεβαίνεις στην πλατφόρμα κι εκεί, αν είσαι έξυπνος, θα πρέπει να προχωράς αργά, γιατί μετά ακολουθεί η κάθοδος. Όσο πιο αργά προχωράς τόσο καθυστερείς την κάθοδο».
Υπάρχει κάποια άλλη συμβουλή που λειτούργησε ως πυξίδα για εσάς;
O Βασίλης ο Αυλωνίτης μού έλεγε: «Μεγάλη επιτυχία είναι να βγάζεις πέντε, να τρως τα τρία και να βάζεις τα δύο στην μπάντα για μια ώρα ανάγκης». Αυτό εγώ το εφάρμοζα από την πρώτη μέρα που τραγούδησα. Πάντα υπολόγιζα για πόσο διάστημα μπορώ να περάσω αν τύχαινε να πάθω τίποτα. Γιατί, ξέρεις, λαιμός είναι – μια μέρα κάτι παθαίνεις και κλείνει. Αν έχεις στην μπάντα, κανένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να σε εκμεταλλευτεί και να σου ρίξει την τιμή. Γιατί, αν αναγκαστείς και δεχτείς να ρίξεις την τιμή, ξέχασέ σε...
Κάποια στιγμή, πράγματι, αντιμετωπίσατε σοβαρό πρόβλημα με τη φωνή σας.
Ναι, είχα πολύποδες. Το 1970 έκανα την πρώτη εγχείρηση και μετά από δώδεκα μέρες τραγούδησα το «Αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά» στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης και πήρα το πρώτο βραβείο. Δυστυχώς, η μετεγχειρητική αγωγή που μου δόθηκε ήταν λάθος. Δεν έπρεπε να τραγουδήσω τόσο σύντομα και οι συνέπειες ήρθαν μετά από τρία χρόνια: το πρόβλημα επανήλθε και οι πολύποδες είχαν γίνει πλέον τρεις. Έτσι εξαφανίστηκα για ένα διάστημα. Πήγα στην Αμερική κι έβγαλα αρκετά λεφτά τραγουδώντας ως ο Άρμστρονγκ της Ελλάδας. Τόσο βραχνή είχε γίνει η φωνή μου... (Γέλια) Επίσης, εκείνη την εποχή χρωστούσα πολλά λεφτά και όχι από φταίξιμο δικό μου. O Σκυλίτσης, δήμαρχος Πειραιά επί χούντας, μου γκρέμισε σε μία νύχτα το μαγαζί που είχα φτιάξει στη σπηλιά του Παρασκευά, στην Καστέλα. Έτσι λοιπόν, με λαιμό ή χωρίς λαιμό, έπρεπε να δουλεύω. Πρόβαλα τη βραχνάδα μου για να επιβιώσω κι έτσι βγήκε η «βρόμα» ότι ο Βογιατζής έχασε τη φωνή του. Όταν γύρισα από την Αμερική, το 1978, βρήκα έναν εξαιρετικό γιατρό κι έκανα τη δεύτερη εγχείρηση. Από τότε μέχρι σήμερα, και με σαράντα πυρετό, τραγουδάω.
Είναι φανερό ότι το χιούμορ παίζει τεράστιο ρόλο στη ζωή σας.
Χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω. Ξέρετε, η μεγαλύτερη στενοχώρια μου διαρκεί πέντε λεπτά. Την έχω φιλοσοφήσει τη ζωή: περαστικοί είμαστε. Κι εγώ είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη ζωή μου. Κι αυτή τη στιγμή να φύγω, δεν με νοιάζει.
Κοιτώντας πίσω στην καριέρα σας, έχετε δεύτερες σκέψεις για τις επιλογές σας;
Μόνο για ένα πράγμα: νομίζω ότι θα μπορούσα να είχα κάνει περισσότερα πράγματα αν είχα μεγαλύτερα όνειρα, αν δεν ήμουν τόσο ολιγαρκής. Γιατί είχα τις ευκαιρίες...
0 Σχόλια