Ο Μανώλης Καλομοίρης (14 Δεκεμβρίου 1883 – 3 Απριλίου 1962) ήταν Έλληνας μουσικοσυνθέτης και μουσικοπαιδαγωγός.
Ο μουσικός γλωσσοπλάστης της νεότερης Ελλάδας, όπως χαρακτηρίστηκε, υπήρξε η επιβλητικότερη μορφή της Εθνικής Μουσικής Σχολής. Η μουσική του δημιουργία, αν και πνευματικό τέκνο του βαγκνερικού μουσικού δράματος και της ρωσικής εθνικής «σχολής των Πέντε», είναι δημιουργία βαθύτατα προσωπική, θεμελιωμένη κυρίως επάνω στο δημοτικό τραγούδι. Συνέθεσε πολλά έργα, μεταξύ αυτών πέντε όπερες, τρεις συμφωνίες, ένα κοντσέρτο για πιάνο, κύκλους τραγουδιών για φωνή και ορχήστρα ή για φωνή και πιάνο, έργα για πιάνο, μουσική δωματίου, χορωδιακά, καθώς και έργα για παιδιά. Υπήρξε ακόμη συγγραφέας παιδαγωγικών βιβλίων για τη θεωρία της μουσικής.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883 και ήταν γιος του φιλόλογου και φαρμακοποιού Γιάννη Καλομοίρη από τη Σάμο. Σε νεαρή ηλικία βρέθηκε στην Αθήνα, όπου μαζί με τις γυμνασιακές του σπουδές ξεκίνησε και συστηματικές σπουδές στο πιάνο. Το 1899 τον βρίσκει στην Κωνσταντινούπολη, όπου τελειώνει το γυμνάσιο. Μετά από μια μικρή σύγκρουση με την οικογένειά του (η μητέρα του τον προόριζε για γιατρό) φεύγει για τη Βιέννη όπου σπουδάζει πιάνο και ανώτερα θεωρητικά. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του και τον γάμο του με τη Χαρίκλεια Παπαμόσχου πηγαίνει στο Χάρκοβο της Ρωσίας (1906-1910) όπου διδάσκει για ένα χρονικό διάστημα μέχρι να πάρει την απόφαση να εγκατασταθεί για πάντα στην Ελλάδα το 1910.
Ερχόμενος στην Ελλάδα διορίζεται καθηγητής πιάνου και ανώτερων θεωρητικών στο Ωδείο Αθηνών. Σκοπός του ήταν η δημιουργία μιας «εθνικής σχολής» στα πρότυπα ανάλογων κινημάτων από άλλες χώρες, η οποία θα συνδύαζε τον γερμανικό ρομαντισμό με ελληνικά μοτίβα.
Παράλληλα, κατηγορούσε την Επτανησιακή Σχολή για «ιταλισμό» και για μη χρήση ελληνικών θεμάτων, δημιουργώντας ρήξη μεταξύ των εκπροσώπων των δύο «στρατοπέδων». Ακολούθησε μια πλούσια μουσική δημιουργία, όπου ο Καλομοίρης αντλεί έμπνευση από τη δημοτική νεοελληνική ποίηση κυρίως του Κωστή Παλαμά. Το 1919 ιδρύει το «Ελληνικό Ωδείο», το οποίο διεύθυνε μέχρι το 1926, οπότε και ιδρύει το «Εθνικό Ωδείο», το οποίο διηύθυνε ως το 1948.
Επίσης το 1919 διορίστηκε γενικός Επιθεωρητής, αρχιμουσικός, σε όλες τις στρατιωτικές μπάντες Αθηνών. 'Εκτοτε, παράλληλα με τη συνθετική του εργασία, ανέπτυξε ένα τεράστιο παιδαγωγικό έργο, σφραγίζοντας κάθε πτυχή της μουσικής ζωής του τόπου. Το 1945 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Εκτός των άλλων τιμήθηκε και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (1919) αλλά και με πολλά ελληνικά παράσημα.
Ο Μανώλης Καλομοίρης ήταν ανάμεσα στις μορφές που προσδιόρισαν την πολιτιστική φυσιογνωμία της Ελλάδας κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Πέθανε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου του 1962, σε ηλικία 79 ετών. Την Τετάρτη 4 Απριλίου κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη, με τιμές που άρμοζαν στο μέγεθος και στην προσφορά του. Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στον Μητροπολιτικό Ναό και την παρακολούθησε πλήθος κόσμου.
Γλωσσικό ζήτημα
Πολύ σημαντικό ρόλο στα έργα του Καλομοίρη είχε η νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Από τα νιάτα του ήταν θερμός υποστηρικτής του δημοτικισμού, παίρνοντας αρκετές φορές ακραίες θέσεις (το πρόγραμμα της πρώτης του συναυλίας στην Αθήνα είναι ένα από τα πρώτα επίσημα κείμενα που γράφτηκαν στη δημοτική και μάλιστα σε μια «σκληρή» δημοτική).
Μουσική εκπαίδευση
Ασχολήθηκε συστηματικά με την εκπαίδευση (ήταν ο ιδρυτής του «Ελληνικού» και του «Εθνικού Ωδείου»). Σε μια εποχή που μουσική παιδεία υπήρχε μόνο στην Αθήνα και τα προγράμματα του Ωδείου Αθηνών γράφονταν μόνο στα γαλλικά, ίδρυσε ωδεία σε όλη την Ελλάδα, έγραψε μουσικοπαιδαγωγικά έργα στη δημοτική και για τις ελληνικές ανάγκες. Πλήθος κορυφαίων μουσικών πέρασαν από το Εθνικό Ωδείο: από τη Μαρία Κάλλας και τον Μιλτιάδη Καρύδη μέχρι τον Δημήτρη Δραγατάκη και τον Φίλιππο Τσαλαχούρη. Για πολλές δεκαετίες η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιστών της Λυρικής Σκηνής προέρχονταν από το Εθνικό Ωδείο.
Συνθέσεις
Ο Μανώλης Καλομοίρης άφησε πίσω του πλούσιο και ποικίλο έργο, μεταξύ των οποίων όπερες, συμφωνικά έργα και ακόμη συνθέσεις μουσικής δωματίου, μπαλάντες, ενώ έχει μελοποιήσει πολλά ποιητικά κείμενα του Κωστή Παλαμά, του Άγγελου Σικελιανού, του Ιωάννη Γρυπάρη, του Διονύσιου Σολωμού κ.α.
0 Σχόλια