Ο Φρίντριχ Έμπερτ (Friedrich Ebert, Χαϊδελβέργη, Γερμανία, 4 Φεβρουαρίου 1871 – 28 Φεβρουαρίου 1925) ήταν Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919 – 1925).
Γιος ράφτη, ο ίδιος ακολούθησε το επάγγελμα του σαγματοποιού. Συνδικαλίσθηκε και σύντομα (1889) εντάχθηκε στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Αφού για ένα διάστημα είχε δουλέψει σαν εστιάτορας, εν συνεχεία έγινε δημοσιογράφος σε τοπική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα. Πολύ γρήγορα προήχθη σε ηγετικό στέλεχος της τοπικής οργάνωσης της Βρέμης (όπου διέμενε από το 1891), ανέλαβε πρόεδρος του επαγγελματικού του κλάδου και εξελέγη μέλος του τοπικού κοινοβούλιου.
Οι δραστηριότητές του αυξήθηκαν και στα 1905 μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου εκλέχθηκε πρόεδρος του Κόμματος (SPD) με τομέα ευθύνης τα οργανωτικά ζητήματα. Το 1905 ανέλαβε γενικός γραμματέας και το 1912 εκλέχθηκε στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Ένα χρόνο μετά (1913) μετά το θάνατο του προέδρου Άουγκουστ Μπέμπελ ο Έμπερτ έγινε πρόεδρος των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών (αρχικά από κοινού με τον Χούγκο Χάαζε) και προσπάθησε να διατηρήσει την ακεραιότητα του κόμματος. Κατά τη διάρκεια του Α΄Π.Π. ο Έμπερτ ακολούθησε φιλοπόλεμη στάση, αλλά συνάντησε αντιδράσεις από το εσωτερικό του κόμματος. Πρόμαχος του κοινοβουλευτισμού, ο Έμπερτ πέτυχε να αποτρέψει το ενδεχόμενο επιβολής των σοβιέτ στα πρότυπα της ΕΣΣΔ κατά τη Νοεμβριανή επανάσταση (1918) και αγωνίσθηκε για την εγκαθίδρυση φιλελεύθερου καθεστώτος.
Στην κορυφή
Με τη διαφαινόμενη στρατιωτική ήττα της Αυτοκρατορικής Γερμανίας ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ διόρισε στη θέση του καγκελαρίου τον Μαξιμιλιανό της Βάδης. Εκείνος, πίεσε τον Αυτοκράτορα να παραιτηθεί και στις 9 Νοεμβρίου του 1918 η παραίτηση ανακοινώθηκε επίσημα. Ο Μαξιμιλιανός έσπευσε με τη σειρά του να αποχωρήσει από την καγκελαρία την ίδια ημέρα, χρίζοντας σαν διάδοχό του τον Έμπερτ. Σαν πρόεδρος, ο Φρίντριχ Έμπερτ είχε να αντιμετωπίσει πολλαπλές δυσχέρειες, όπως την στρατιωτική ήττα, την οικονομική καταστροφή, τη λιμοκτονία του πληθυσμού και την αγανάκτηση των ενστόλων που επέστρεφαν κατησχυμένοι από τα πολεμικά μέτωπα. Το αρνητικό κλίμα επέτειναν διάφορες πολιτικές δολοφονίες, που δημιουργούσαν τις ιδανικές συνθήκες μιας εμφύλιας σύρραξης.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1919 ξέσπασε στη Γερμανία η Επανάσταση των Σπαρτακιστών, στην οποία ο Έμπερτ αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις. Η επανάσταση απέτυχε και οι ηγέτες της Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ δολοφονήθηκαν από τις παραστρατιωτικές ομάδες (Φράικορπς). Η θέση του Έμπερτ εδραιώθηκε και στις εκλογές της 19 Ιανουαρίου του 1919 οι Σοσιαλδημοκράτες (μαζί με άλλα συνασπισμένα κόμματα) κατέλαβαν την εξουσία, με ποσοστό 85% των ψήφων. Ο Έμπερτ έγινε έτσι ο πρώτος πρόεδρος της νεοπαγούς δημοκρατίας που πήρε, εμφαντικά το όνομα της πόλης όπου συνήλθε (για λόγους ασφαλείας) η αρχική της συνεδρίαση (Βαϊμάρη), στις 6 Φεβρουαρίου του 1919. Στις 11 Αυγούστου ψηφίστηκε το νέο γερμανικό σύνταγμα και δέκα μέρες αργότερα ο Έμπερτ δήλωσε σε αυτό την πίστη του. Το 1920 ο Έμπερτ αντιμετώπισε με επιτυχή τρόπο ένα στρατιωτικό κίνημα που οργάνωσαν τα μέλη των Φράικορπς με επικεφαλής τους Βόλφγκανγκ Καπ και Έριχ Λούντεντορφ.
Η κρίση του Ρουρ
Στα 1923, μετά την αδυναμία της Γερμανίας να ανταποκριθεί στην καταβολή των οικονομικών αποζημιώσεών της προς τους συμμάχους νικητές του πολέμου, η Γαλλία και το Βέλγιο εισέβαλλαν στην βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, καταλαμβάνοντάς την. Οι γερμανοί εργάτες της περιοχής αντέδρασαν προκηρύσσοντας απεργιακές κινητοποιήσεις, με συνέπεια η οικονομική κρίση να επιδεινωθεί δραματικά.
Το πραξικόπημα της μπιραρίας
Το φθινόπωρο του 1923 ο Αδόλφος Χίτλερ μαζί με ορισμένους στενούς συνεργάτες του και πολλούς υποστηρικτές από την SA επιχείρησαν να ανατρέψουν βίαια την κυβέρνηση, αρχικά αιχμαλωτίζοντας ανώτατους κυβερνητικούς παράγοντες, όπως τον Γκούσταβ φον Καρ και τους αδελφούς φον Λόσσοβ και στη συνέχεια ξεκινώντας πορεία από την μπιραρία του Μονάχου Λεβενμπροϊκέλλερ ("Löwenbräukeller"), αλλά η βαυαρική αστυνομία επενέβη άμεσα και κατέπνιξε στο αίμα την κίνηση (16 νεκροί). Ο Έμπερτ πέθανε πρόωρα, το Φεβρουάριο του 1925 από περιτονίτιδα από την οποία υπέφερε, δυο μήνες μετά την απόφαση γερμανικού δικαστηρίου το οποίο έκρινε ότι ήταν ένοχος έσχατης προδοσίας, με το αιτιολογικό πως στα 1918 είχε πάρει θέση υπέρ εργατών που απεργούσαν σε εργοστάσιο πυρομαχικών.
0 Σχόλια