Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904.
Ήρθε στην Ελλάδα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Εργάστηκε από παιδική ηλικία, όμως η ενασχόληση με την μουσική και το τραγούδι ήταν το μεγάλο του πάθος.
Σύντομα ήρθε σε επαφή με τους ρεμπέτες του Πειραιά. Μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Ανέστη Δελιά και Γιώργο Μπάτη έφτιαξαν την πρώτη αμιγώς ρεμπέτικη ορχήστρα. Ήταν γνωστή ως «Τετράς του Πειραιώς», στην καθαρευουσιάνικη εκδοχή του Μπάτη.
Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίζεται στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Στην κομπανία τραγουδούν όλοι, όμως ο Παγιουμτζής είναι ο κύριος τραγουδιστής. Την ίδια χρονιά, ο Βαμβακάρης ετοιμάζεται να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο. Πηγαίνει στην εταιρία για να παίξει τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει, καθώς η κομπανία είχε ως κύριο τραγουδιστή τον Παγιουμτζή, ενώ και ο ίδιος ο Βαμβακάρης δεν πίστευε στις φωνητικές του ικανότητες. Όμως, ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρίας, επιμένει να είναι ο Μάρκος ο ερμηνευτής των τραγουδιών του. Έτσι, λοιπόν, ενώ στο λαϊκό πάλκο τα τραγούδια του Βαμβακάρη ερμηνεύονταν από τον Παγιουμτζή, στη δισκογραφία τα τραγουδούσε ο ίδιος ο Βαμβακάρης.
Την ίδια περίοδο εμφανίζεται στη δισκογραφία και ο Γιώργος Μπάτης. Αρχικά ηχογραφεί το τραγούδι «Μπάτης ο δερβίσης», ενώ ετοιμάζεται να ηχογραφήσει και το «Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο». Η κομπανία προβάρει το τραγούδι, ο Μπάτης όμως δεν μπορεί να τραγουδήσει κι έτσι ηχογραφείται με τη φωνή του Παγιουμτζή. Ακολουθούν τα τραγούδια «Οι σφουγγαράδες» και «Μάγκες καραβοτσακισμένοι» και το 1936 ο Στράτος ερμηνεύει τραγούδια και του τέταρτου της κομπανίας, του Ανέστη Δελιά («Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Τον άντρα σου και μένα» κ.ά.).
Στα πρώτα χρόνια της δισκογραφικής παρουσίας των Πειραιωτών ο Παγιουμτζής συμμετέχει στις περισσότερες ηχογραφήσεις, ακόμα κι όταν δεν τραγουδάει. Σε πολλά απ' τα πρώτα τραγούδια του Βαμβακάρη παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση («Γεια σου Μάρκο με τις ζωντανές σου τις πενιές σου», «Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου» κ.ά.). Μάλιστα, κάποιες φορές χαιρετίζει και τον εαυτό του («Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου!»).
Στα μέσα της δεκαετίας του '30 η φωνή του Στράτου Παγιουμτζή είναι πλέον εμβληματική. Από τότε αναφέρεται μόνο με το μικρό του όνομα, ακόμα και σε ετικέτες δίσκων. Το 1935 τον χρησιμοποιεί ως ερμηνευτή ο Βαγγέλης Παπάζογλου («Σαν εγύριζα απ' την Πύλο») και από το 1937 και άλλοι μεγάλοι Μικρασιάτες δημιουργοί: Ο Παναγιώτης Τούντας («Περσεφόνη μου γλυκιά», «Είν' ευτυχής ο άνθρωπος» κ.ά.), ο Κώστας Σκαρβέλης («Σε γελάσανε», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά» κ.ά.) και ο Σπύρος Περιστέρης («Θαλασσινό μεράκι», «Για σένα μαυρομάτα μου» κ.ά.).
Το 1938 ο Παγιουμτζής θα τραγουδήσει Μανώλη Χιώτη («Δε λες το ναι και συ») και μερικά απ' τα πιο γνωστά τραγούδια του Μπαγιαντέρα («Γυρνώ σαν Νυχτερίδα», «Χατζηκυριάκειο»). Με τον Τσιτσάνη είχε γνωριστεί μερικούς μήνες νωρίτερα και μαζί του θα ξεκινήσει μια πολύχρονη συνεργασία. Δεκάδες γνωστά τραγούδια του Τσιτσάνη πρωτοηχογραφήθηκαν με τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή, κάτι που θεωρείται πως σχετίζεται και με την επιτυχία τους[εκκρεμεί παραπομπή].
Μετά την Γερμανική Κατοχή, ο Παγιουμτζής συνεχίζει τη συνεργασία του με τους παλιότερους λαϊκούς δημιουργούς (Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη κλπ.) και με νέους, όπως ο Απόστολος Καλδάρας («Πάνω σ' ένα βράχο») και ο Γιώργος Μητσάκης («Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»). Θα συνεχίσει στη δισκογραφία έως τα μέσα της δεκαετίας του '50, οπότε με την άνθηση του αρχοντορεμπέτικου η καριέρα του θα πάρει την κατιούσα.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 ο Γιώργος Ζαμπέτας τον ξαναφέρνει στο προσκήνιο, εκμεταλλευόμενος τη σημαντική του επιρροή στις εταιρίες. Ο Παγιουμτζής ηχογραφεί προπολεμικά ρεμπέτικα του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Τσιτσάνη και άλλων δημιουργών, τον περίφημο αμανέ «Μινόρε του Στράτου» καθώς και τον ύμνο του Ολυμπιακού «Ολυμπιακέ μεγάλε, Ολυμπιακέ τρανέ»[1]. Εκτός απ' τη δισκογραφία, ο Παγιουμτζής επανέρχεται στα λαϊκά πάλκα, όπου δούλευε ασταμάτητα απ' το 1934 έως το 1955.
Τον Οκτώβρη του 1971 καταφέρνει να βγάλει διαβατήριο (το 1937 είχε συλληφθεί για χρήση χασίς και πήγε εξορία με αποτέλεσμα να μην του εκδόσουν ποτέ διαβατήριο) και να πάει στη Νέα Υόρκη. Δούλεψε στη «Σπηλιά», όπου αποθεωνόταν απ' τους ομογενείς. Στις 16 Νοεμβρίου 1971 «έσβησε» πάνω στο πάλκο, σε ηλικία 67 ετών. Για να τον γυρίσουν στην πατρίδα και να τον κηδέψουν, χρειάστηκε να γίνει έρανος από παλιούς φίλους και συνεργάτες του, ενώ τα έξοδα της κηδείας κάλυψε ο Γιώργος Ζαμπέτας.
0 Σχόλια