Το όνομα του εμβληματικού Γάλλου σκηνοθέτη ταυτίζεται συχνά με τη νουβέλ βαγκ, ίσως το πιο σημαντικό κίνημα στην ιστορία του κινηματογράφου, καθώς υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της.
Ο Γκοντάρ ήταν ένας από τους διασημότερους σκηνοθέτες στον κόσμο, γνωστός για ταινίες κλασικές όπως οι «Με κομμένη την ανάσα» και «Περιφρόνηση», οι οποίες τάραξαν το κινηματογραφικό κατεστημένο και ενέπνευσαν εικονοκλάστες σκηνοθέτες δεκαετίες μετά την κορύφωση της καριέρας του στα χρόνια του 1960.
Συνολικά σκηνοθέτησε πάνω από 100 ταινίες.
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ τιμήθηκε με τον Ειδικό Χρυσό Φοίνικα στο 71οΦεστιβάλ των Καννών, τo 2018, για την ταινία του Le Livre d'Image (Το Βιβλίο της Εικόνας).
Το 2010 βραβεύτηκε με το Τιμητικό Όσκαρ, αλλά δεν παρέστη στην τελετή απονομής των βραβείων ενώ το 2015 κέρδισε για πρώτη φορά στην καριέρα του βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών.
Ο πολιτισμός μας έχει χάσει τους δεσμούς του με το χρόνο.
Το παρελθόν -που θέλουμε δεν θέλουμε, είναι η σημαντικότερη ζωοδότρια δύναμη του παρόντος αλλά και του μέλλοντος της Ελλάδος- μαζεύει σκόνη σε μουσεία που υπολειτουργούν, ασφυκτιά στη μέγγενη της πολιτικής διαφθοράς και της πολιτιστικής ερημοποίησης, του «ωχαδερφισμού» και της θρησκείας των χούλιγκαν.
Αν αληθεύει πως ο πολιτισμός εξαπλώνεται σαν τη φωτιά, από μία σπίθα σε μία πύρινη λαίλαπα, τότε στην Ελλάδα αυτό το καντήλι έχει σβήσει.
Το ζήτημα δεν είναι αν τόχουμε καταλάβει, αλλά το ότι δεν φαίνεται καν να μας ενδιαφέρε.
Ναι, η Ελλάδα έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στη Δύση και μακρινοί λαοί όπως, για παράδειγμα, οι Ιάπωνες, σπούδασαν το δυτικό πολιτισμό προκειμένου να να προστατέψουν το έθνος τους.
Τώρα, εμείς οι Ελληνες σβήσαμε μόνοι μας τα… φώτα του σπιτιού μας και κλείνουμε τ’ αυτιά μάς ακόμα και στις λίγες φιλικές φωνές που υψώνονται σε υπεράσπιση μας.
Βγήκε ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, που αρνήθηκε νά παραστεί στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών σε ένδειξη συμπαράστασης προς την Ελλάδα, και δήλωσε ότι η Δύση της χρωστάει τα πάντα.
Πότε όμως, αλήθεια, ήρθε τελευταία φορά στη χώρα μας ο Γκοντάρ για να δει από κοντά ποιους υπερασπίζεται; Να χαρεί βλέποντας τους απόγονους του Θεμιστοκλή και του Σοφοκλή (τους οποίους επικαλέστηκε); Στρογγυλοκαθισμένους με τις ώρες μπροστά στους φραπέδες των 5 ευρώ, να τους απασχολεί μόνο ποιο τζιπ θ’ αγοράσουν, ποιο διακοποδάνειο θα πάρουν, σε ποιο μπουζουκομάγαζο θα πάνε το βράδυ, μόνο και μόνο για να πουλήσουν….μούρη.
Κύριε Γκοντάρ, κάν’ τε μια βόλτα στη «γειτονιά» μας για να γνωρίσετε τη νεότερη ελληνική βερσιόν της έννοιας «πολιτισμός», της κουλτούρας του καναπέ και της λαμογιάς, της αυθαιρεσίας και της κακογουστιάς και μετά αναλογιστείτε, αν όλα αυτά σας σας θυμίζουν στο παραμικρό τις μεγάλες μορφές του πνεύματος που έχτισαν Παρθενώνες. Ελάτε να μας δείτε που προσκυνούμε μια τηλεόραση που απευθύνεται σε ασπόνδυλες μορφές ζωής, έναν ξενέρωτο κινηματογράφου-υπηρέτη» της φάρσας και του μίζερου μικροαστικού δράματος, ένα… μυρηκαστικό θέατρο που αναμασά ό,τι βρει στις αμέτρητες αυτοσχέδιες χωματερές της νεοελληνικής πράγματικότητας.
Ελάτε να σφίξετε το χέρι στις άνεργες γενιές των φροντιστηρίων, που αντιδρούν στο κατεστημένο λικνιζόμενες πάνω στα μπαρ της Μυκόνου και της Αράχοβας. Περάστε έξω από τις γκαλερί τέχνης που κλείνουν και ενημερωθείτε για ης εκκολαπτόμενες πορνοστάρ, οι οποίες μονοπωλούν το ενδιαφέρον μιας χώρας που βυθίζεται στο χάος. Δείτε από κοντά πώς, ενώ οι περισσότερες κουλτούρες σέβονται τα γηρατειά, εμείς τους πετάμε με ένα ξεροκόμματο και αυτοί διαδηλώνουν για μην πεινάσουν.
Καλέ μας κύριε Γκοντάρ, όπως γνωρίζετε, ο άνθρωπος που προσπαθει για την επιβίωση του δεν έχει χρόνο για τον πολιτισμό. Συμφωνώ ότι αυτή η δικαιολογία δεν ίσχυε στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα τουλάχιστον.
Είχαμε τα χρήματα και το χρόνο, αλλά προτιμήσαμε να τα σπαταλήσουμε στις Αννούλες και τις Δέσποινες, τους Καρβέλες, τους Φοίβους, «Κτήνη» της κατανάλωσης, μάθαμε να πετάμε τα σκουπίδια της στο δρόμο και να ζηλεύουμε όσα αγαθά δεν χρειαζόμαστε, πάρτε ένα φραπέ σε πλαστικό ποτηράκι και πίνοντας τον περιδιαβείτε τα καμένα δάση μας, τους καταληστευμένους και παρατημένους αρχαιολογικούς χώρους μας, τα πανάκριβο νησιά της «αρπαχτής», της πλαστικής ξαπλώστρας και των μίζερων ενοικιαζόμενων δωματίων. Χαρείτε την ευγένεια των ταξιτζήδων μας, την επαγγελματική ευσυνειδησία των υπαλλήλων του Δημοσίου, την ακεραιότητα και το ήθος των πολιτικών μας. Παρατηρείστε πώς φερόμαστε στους ξένους που ήρθαν για να ζήσουν εδώ, στο γείτονα μας, στους συντρόφους μας και μετά μιλήστε ξανά για τον Ευριπίδη και την «παρέα» του…
Το παρελθόν -που θέλουμε δεν θέλουμε, είναι η σημαντικότερη ζωοδότρια δύναμη του παρόντος αλλά και του μέλλοντος της Ελλάδος- μαζεύει σκόνη σε μουσεία που υπολειτουργούν, ασφυκτιά στη μέγγενη της πολιτικής διαφθοράς και της πολιτιστικής ερημοποίησης, του «ωχαδερφισμού» και της θρησκείας των χούλιγκαν.
Αν αληθεύει πως ο πολιτισμός εξαπλώνεται σαν τη φωτιά, από μία σπίθα σε μία πύρινη λαίλαπα, τότε στην Ελλάδα αυτό το καντήλι έχει σβήσει.
Το ζήτημα δεν είναι αν τόχουμε καταλάβει, αλλά το ότι δεν φαίνεται καν να μας ενδιαφέρε.
Ναι, η Ελλάδα έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στη Δύση και μακρινοί λαοί όπως, για παράδειγμα, οι Ιάπωνες, σπούδασαν το δυτικό πολιτισμό προκειμένου να να προστατέψουν το έθνος τους.
Τώρα, εμείς οι Ελληνες σβήσαμε μόνοι μας τα… φώτα του σπιτιού μας και κλείνουμε τ’ αυτιά μάς ακόμα και στις λίγες φιλικές φωνές που υψώνονται σε υπεράσπιση μας.
Βγήκε ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, που αρνήθηκε νά παραστεί στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών σε ένδειξη συμπαράστασης προς την Ελλάδα, και δήλωσε ότι η Δύση της χρωστάει τα πάντα.
Πότε όμως, αλήθεια, ήρθε τελευταία φορά στη χώρα μας ο Γκοντάρ για να δει από κοντά ποιους υπερασπίζεται; Να χαρεί βλέποντας τους απόγονους του Θεμιστοκλή και του Σοφοκλή (τους οποίους επικαλέστηκε); Στρογγυλοκαθισμένους με τις ώρες μπροστά στους φραπέδες των 5 ευρώ, να τους απασχολεί μόνο ποιο τζιπ θ’ αγοράσουν, ποιο διακοποδάνειο θα πάρουν, σε ποιο μπουζουκομάγαζο θα πάνε το βράδυ, μόνο και μόνο για να πουλήσουν….μούρη.
Κύριε Γκοντάρ, κάν’ τε μια βόλτα στη «γειτονιά» μας για να γνωρίσετε τη νεότερη ελληνική βερσιόν της έννοιας «πολιτισμός», της κουλτούρας του καναπέ και της λαμογιάς, της αυθαιρεσίας και της κακογουστιάς και μετά αναλογιστείτε, αν όλα αυτά σας σας θυμίζουν στο παραμικρό τις μεγάλες μορφές του πνεύματος που έχτισαν Παρθενώνες. Ελάτε να μας δείτε που προσκυνούμε μια τηλεόραση που απευθύνεται σε ασπόνδυλες μορφές ζωής, έναν ξενέρωτο κινηματογράφου-υπηρέτη» της φάρσας και του μίζερου μικροαστικού δράματος, ένα… μυρηκαστικό θέατρο που αναμασά ό,τι βρει στις αμέτρητες αυτοσχέδιες χωματερές της νεοελληνικής πράγματικότητας.
Ελάτε να σφίξετε το χέρι στις άνεργες γενιές των φροντιστηρίων, που αντιδρούν στο κατεστημένο λικνιζόμενες πάνω στα μπαρ της Μυκόνου και της Αράχοβας. Περάστε έξω από τις γκαλερί τέχνης που κλείνουν και ενημερωθείτε για ης εκκολαπτόμενες πορνοστάρ, οι οποίες μονοπωλούν το ενδιαφέρον μιας χώρας που βυθίζεται στο χάος. Δείτε από κοντά πώς, ενώ οι περισσότερες κουλτούρες σέβονται τα γηρατειά, εμείς τους πετάμε με ένα ξεροκόμματο και αυτοί διαδηλώνουν για μην πεινάσουν.
Καλέ μας κύριε Γκοντάρ, όπως γνωρίζετε, ο άνθρωπος που προσπαθει για την επιβίωση του δεν έχει χρόνο για τον πολιτισμό. Συμφωνώ ότι αυτή η δικαιολογία δεν ίσχυε στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα τουλάχιστον.
Είχαμε τα χρήματα και το χρόνο, αλλά προτιμήσαμε να τα σπαταλήσουμε στις Αννούλες και τις Δέσποινες, τους Καρβέλες, τους Φοίβους, «Κτήνη» της κατανάλωσης, μάθαμε να πετάμε τα σκουπίδια της στο δρόμο και να ζηλεύουμε όσα αγαθά δεν χρειαζόμαστε, πάρτε ένα φραπέ σε πλαστικό ποτηράκι και πίνοντας τον περιδιαβείτε τα καμένα δάση μας, τους καταληστευμένους και παρατημένους αρχαιολογικούς χώρους μας, τα πανάκριβο νησιά της «αρπαχτής», της πλαστικής ξαπλώστρας και των μίζερων ενοικιαζόμενων δωματίων. Χαρείτε την ευγένεια των ταξιτζήδων μας, την επαγγελματική ευσυνειδησία των υπαλλήλων του Δημοσίου, την ακεραιότητα και το ήθος των πολιτικών μας. Παρατηρείστε πώς φερόμαστε στους ξένους που ήρθαν για να ζήσουν εδώ, στο γείτονα μας, στους συντρόφους μας και μετά μιλήστε ξανά για τον Ευριπίδη και την «παρέα» του…
0 Σχόλια