Η Gonda Van Steen μιλά για τη σκοτεινή ιστορία υιοθεσιών από εύπορα ζευγάρια Αμερικανών, από το 1950 έως το 1962, και το e-mail που... ξεκλείδωσε τη «φάμπρικα»
Το λιτό e-mail λίγων γραμμών με το οποίο ένας 20χρονος Αμερικανός φοιτητής αναζητούσε τις ελληνικές ρίζες του στάθηκε αφορμή ώστε η Βελγίδα αποδέκτριά του Γκόντα Φαν Στιν, κάτοχος της έδρας «Κοραή» στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου με ειδικότητα στις νεοελληνικές σπουδές, να φέρει στο φως ένα μέχρι πρότινος άγνωστο κομμάτι της νεοελληνικής Ιστορίας.
Πρόκειται για το μαζικό κύμα υιοθεσίας Ελληνόπουλων από εύπορα ζευγάρια Αμερικανών την περίοδο από το 1950 έως το 1962. Τα μωρά αυτά, που συνήθως αποτελούσαν τον καρπό ενός απαγορευμένου έρωτα, δίνονταν στα βρεφοκομεία και από εκεί διάφοροι δικηγόροι αναλάμβαναν τη «βρόμικη» δουλειά αντί αδρής αμοιβής, στέλνοντας φυλλάδια με τα μωρά σε οικογένειες Αμερικανών προκειμένου να διαλέξουν εκείνο που τους άρεσε περισσότερο.
Τα πρώτα χρόνια οι δικηγόροι λάμβαναν για κάθε υιοθεσία 500 δολάρια, ωστόσο από το 1955 και μετά, όταν αυξήθηκε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού η ζήτηση για λευκά, υγιή μωρά, καθώς τα άτεκνα ζευγάρια στιγματίζονταν κοινωνικά, το ποσό έφτανε ακόμη και τα 3.000 δολάρια.
«Με την ίδια λογική που ψώνιζε κάποιος ένα ρούχο το οποίο έβλεπε σε προσπέκτους διάλεγε και παιδί! Παράγγελνε εκείνο που του άρεσε πιο πολύ και, αν δεν του έκανε εν τέλει, είτε επειδή ήταν άρρωστο είτε επειδή δεν ταίριαζε με τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας, το επέστρεφε, όπως δηλαδή κάνουμε με ένα ρούχο που δεν μας αρέσει!» αποκαλύπτει στην «Εspresso» η Γκόντα Φαν Στιν και προσθέτει: «Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι δικηγόροι μεσάζοντες δεν έφερναν το παιδί στην Ελλάδα, αλλά έβρισκαν άλλη οικογένεια και έπαιρναν επιπλέον χρήματα. Υπήρχαν δηλαδή περιπτώσεις που για μια υιοθεσία λάμβαναν 6.000 δολάρια».
Έπειτα από επτά ολόκληρα χρόνια έρευνας, στη διάρκεια των οποίων ταξίδεψε αμέτρητες φορές στην Ελλάδα και «ξεσκόνισε» εκατοντάδες αρχεία δημόσιων υπηρεσιών που αφορούσαν την έκδοση διαβατηρίων και βίζας εκείνη την εποχή, η κυρία Στιν κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό βιβλίο με τίτλο «Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα: Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου», από τις εκδόσεις Ποταμός.
«Προσπαθώντας να απαντήσω στις ερωτήσεις του φοιτητή που η μητέρα του και η θεία του υιοθετήθηκαν από οικογένεια Αμερικανών, ήρθα αντιμέτωπη με ένα σοβαρό ζήτημα που δεν γνώριζα έπειτα από τόσα χρόνια σπουδών, καθώς κανένα βιβλίο δεν κάνει σχετική αναφορά» λέει και εξηγεί ότι ο νεαρός άντρας που της «άνοιξε την πόρτα» στην άγνωστη αυτή σελίδα της νεοελληνικής Ιστορίας ήταν εγγονός του Ηλία Αργυριάδη που εκτελέστηκε την ίδια μέρα με τον Νίκο Μπελογιάννη το 1952. «Η υιοθεσία των παιδιών του Αργυριάδη ήταν πολιτική, διότι τότε το ελληνικό κράτος δεν ήθελε παιδιά κομμουνιστών και τα έδινε, υπήρχαν κι αυτές οι περιπτώσεις» λέει.
Η πολυετής και ενδελεχής έρευνα της ελληνίστριας καθηγήτριας είχε ως αποτέλεσμα κάποια παιδιά να επανασυνδεθούν έπειτα από ολόκληρες δεκαετίες με τους φυσικούς γονείς τους. Ενδεικτική είναι η περίπτωση μιας 66χρονης γυναίκας που αναζητούσε μανιωδώς τη μητέρα της, καθώς είχε μάθει ότι δεν ήθελε να τη δώσει, αλλά αναγκάστηκε.
«Της εξήγησα πως οι ελπίδες να τη βρούμε ήταν λίγες, καθώς θα ήταν πάνω από 90 ετών. Τελικά τη βρήκαμε, μάνα και κόρη έσμιξαν και πάλι έπειτα από σχεδόν επτά δεκαετίες. Μάλιστα, η γυναίκα έφερε μαζί και την κόρη της και έτσι η 90χρονη γνώρισε και την εγγονή της» λέει με ένα χαμόγελο στα χείλη η κυρία Φαν Στιν και συνεχίζει: «Είναι πολύ συγκινητικό να φέρνω κοντά οικογένειες που έχουν χαθεί. Κατά κάποιον τρόπο γίνομαι κι εγώ μέλος της οικογένειας».
Ακόμη μία ιστορία που την έχει συγκλονίσει είναι εκείνη της Μαρία Χέκινγκερ, μιας γυναίκας που γεννήθηκε στην Πάτρα έπειτα από βιασμό που υπέστη η 17χρονη -τότε- μητέρα της. Τα κοινωνικά ταμπού και ο φόβος της δημόσιας κατακραυγής ανάγκασαν την ανήλικη μητέρα να αφήσει το μωρό της στο βρεφοκομείο της πόλης και από εκεί το παιδί κατέληξε στις ΗΠΑ. Οι δυο τους συναντήθηκαν αρκετές δεκαετίες αργότερα. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί ακόμη άνθρωποι που επιχείρησαν να βρουν τους γονείς τους, αλλά τα βρεφοκομεία αρνούνται να τους παραχωρήσουν πρόσβαση στους φακέλους τους.
Στόχος της Βελγίδας καθηγήτριας είναι να μεριμνήσει το κράτος προκειμένου να γίνει μια συστηματική έρευνα και οι 4.000 άνθρωποι όχι μόνο να γνωρίσουν τις οικογένειές τους, αλλά να αποκτήσουν και την ελληνική ιθαγένεια. «Έχουν επικοινωνήσει μαζί μου από το πρωθυπουργικό γραφείο και από το υπουργείο Εργασίας. Εχω εκφράσει την επιθυμία μου να συμμετάσχω εθελοντικά σε μια οργανωμένη έρευνα που θα φέρει τους ανθρώπους αυτούς σε επαφή με τους γονείς τους. Αλλά να ξέρετε πως ακόμη κι αν τελικά οι γονείς τους δεν βρίσκονται στη ζωή, διότι υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις, οι άνθρωποι αυτοί βγαίνουν κερδισμένοι, καθώς συνειδητοποιούν ότι δεν είναι μόνοι, υπάρχουν πολλοί σαν αυτούς» λέει και απευθύνει έκκληση: «Η Ελλάδα πάντα ψάχνει να συσφίξει δεσμούς με τη διασπορά και αυτή τη στιγμή η επιθυμία επανασύνδεσης από τους υιοθετημένους είναι πολύ έντονη. Ας γίνει το πρώτο βήμα».
0 Σχόλια