2 Απριλίου 1805 - 4 Αυγούστου 1875
Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1805 στο Όντενσε, στο νησί Φιονία της Δανίας.
Ο πατέρας του ξέπεσε και δούλευε τσαγκάρης, για να ζήσει την οικογένειά του. Αλλά, μην μπορώντας να αντέξει στη φτώχεια, πέθανε πολύ νέος, αφήνοντας το γιο του το Χανς ορφανό, με τη μητέρα του για μόνο στήριγμα.
Ο Χανς ήταν ένα περίεργο παιδί με εξαιρετική φαντασία.
Πολλές φορές τον έβλεπαν να περπατά στο δρόμο σαν ονειροπαρμένος και το μυαλό του δεν το είχε πουθενά αλλού, παρά μόνο στα ποιήματα και στο διάβασμα. Προσπάθησε άδικα να μάθει την τέχνη του πατέρα του.
Όταν τέλειωσε το σχολείο των άπορων παιδιών, μπήκε σε ένα ραφτάδικο, για να μάθει την τέχνη, αλλά ούτε και εκεί τα κατάφερε. Το ενδιαφέρον του κέρδισε το θέατρο, όπου αποστήθιζε ολόκληρες σκηνές από τα έργα που έβλεπε. Όταν ήταν με τους φίλους του, του άρεσε να απαγγέλλει και να τραγουδά. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν, κυνηγώντας μια καλύτερη τύχη, έφθασε στην Κοπεγχάγη, με μόνη του περιουσία 30 φράγκα με σκοπό να γίνει ηθοποιός.
Έδωσε εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή θεάτρου, αλλά ήταν τόσο άσχημος και αδύνατος, που δεν τον δέχτηκαν.
Επειδή είχε ωραία φωνή, άρχισε να σπουδάζει μουσική, αλλά αρρώστησε ξαφνικά και έχασε τη φωνή του. Έτσι, το μόνο ταλέντο που του έμεινε ήταν το ταλέντο της ποίησης. Οι στίχοι του άρεσαν και βρήκε έναν προστάτη, τον Κέλλαν, που τον έστειλε στο πανεπιστήμιο, όπου κέρδισε μια βασιλική επιχορήγηση. Το 1827 δημοσίευσε ποιήματά του και έπειτα εξέδωσε μια σειρά έργων που του εξασφάλισαν την παγκόσμια δόξα.
Αφού εξέδωσε αρκετά βιβλία, άρχισε τα ταξίδια του. Γύρισε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Τουρκία και ταξίδεψε στην Ανατολή. Απόκτησε μεγάλη δόξα και η μεγαλύτερη ευτυχία του ήταν η υποδοχή που του έκανε η ιδιαίτερη πατρίδα του, το Όντενσε, που τον κάλεσε στα 1867. Πέθανε στις 4 Αυγούστου 1875 στην Κοπεγχάγη.
Ταξίδι στην Ελλάδα
Στις 15 Μαρτίου 1841, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έφυγε από την Νάπολη της Ιταλίας με το πολεμικό ατμόπλοιο Λεωνίδας για την Ελλάδα και την Ανατολή. «Το πολεµικό ατµόπλοιο Λεωνίδας µε γαλλική σηµαία βρισκόταν στο λιµάνι της Νάπολης. Ο Χολστ µε συνόδεψε στο πλοίο. Θα ταξίδευα μόνος μου. Ξένος ανάµεσα σε ξένους. Ένας άρρωστος Τούρκος ήταν ξαπλωµένος σε κάτι κουρελούδες, που τις είχαν στρώσει επάνω σε τσουβάλια από κάρβουνο. Κοντά του καθόταν ένας άντρας ντυµένος µ’ ένα πράσινο καφτάνι κι ένα λευκό τουρµπάνι, που τις τελευταίες µέρες στη Νάπολη είχε τραβήξει την προσοχή του κόσµου µε την ανατολίτικη φορεσιά του. Ήταν, όπως έµαθα αργότερα, Πέρσης από τη Χεράτ. Ο ένας µετά τον άλλον, όλοι οι επιβάτες ανέβηκαν στο πλοίο. Αµερικανοί και Ιταλοί µοναχοί, κυρίες και κύριοι από τη Γαλλία, άνθρωποι απ’ όλα τα µέρη του κόσµου, αλλά κανένας από το Βορρά», Την κορυφή ενός βουνού, κοντά στο Ναβαρίνο, σκεπασμένη με χιόνι ήταν το πρώτο που αντίκρισε από την Ελλάδα, πρώτος ανάμεσα σε όλους τους επιβάτες του πλοίου.
Το πρώτο ελληνικό λιμάνι που έπιασε το πλοίο ήταν στη Σύρο. «Η αποβάθρα ήταν γεµάτη Έλληνες. Φορούσαν εφαρµοστά σακάκια, άσπρα φαρδιά παντελόνια κι ένα κόκκινο φέσι στο κεφάλι. Από παντού ακούγονταν φωνές! Ένας ηλικιωµένος άντρας µού άπλωσε το χέρι του για να µε βοηθήσει ν’ ανέβω στην αποβάθρα – και να! Πατούσα σε χώµα ελληνικό! Ευγνωµοσύνη στο Θεό, χαρά που βρισκόµουν εκεί κι ένα αίσθηµα λύπης, όλα µαζί συνυπήρχαν µέσα µου εκείνη τη στιγµή», θα γράψει. Στη Σύρο περιπλανήθηκε στην πόλη, μέχρι ψηλά στην πλαγιά του βουνού, όπου χτίζονταν νέα σπίτια. Απόλαυσε τη θέα προς την απέναντι πλευρά του λιμανιού, που βρισκόταν το Λαζαρέτο και η ματιά του μπόρεσε να ξεχωρίσει την Τήνο, τη Δήλο, τη Νάξο και την Άνδρο. Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, επιβάτης στο γαλλικό πολεμικό ατμόπλοιο Λυκούργος, που είχε ολοκληρώσει την καραντίνα του στη Σύρο, απέπλευσε για τον Πειραιά.
«Μέτρησα περίπου εκατό σπίτια στον Πειραιά. Πίσω τους και πίσω από µια χλωµή πετρώδη έκταση και γκριζοπράσινες ελιές υψωνόταν ο Λυκαβηττός και πιο χαµηλά, η Ακρόπολη. Ο Υµηττός και το Πεντελικό έκλειναν το τοπίο, που ήταν ξερό και άγονο», περιγράφει ο Άντερσεν στο ιστορικό μυθιστόρημα Το Νησί Πέρα από την Ακτή την πρώτη εικόνα του αττικού τοπίου που αντίκρισε από το πλοίο.
Στο λιμάνι του Πειραιά τον υποδέχτηκαν Δανοί και Γερµανοί, που ζούσαν τότε στην Αθήνα. Ανάµεσά τους ο πρόξενος της Ολλανδίας και της Δανίας, ο Δανός εφηµέριος του Όθωνα, ο συµπατριώτης του καθηγητής Κέπεν, οι αρχιτέκτονες Χάνσεν και ο Δανός καθηγητής Ρος. Στην Αθήνα έμεινε στο ξενοδοχείο Μόναχο. Στις 2 Απριλίου, την ημέρα των γενεθλίων του, περιπλανήθηκε στην Αθήνα, πέρασε από τον Πύργο των Ανέμων και ανέβηκε στο Βράχο της Ακρόπολης. Η εικόνα που αντίκρισε με τα λεηλατημένα μάρμαρα τον συγκλόνισε. Όσο καιρό έμεινε στην Αθήνα, ο Άντερσεν ανέβαινε κάθε μέρα στην Ακρόπολη, είτε με ήλιο είτε με βροχή.
Οι συμπατριώτες του τον ξενάγησαν στην πόλη της Αθήνας, στον Πειραιά, στη μονή του Δαφνίου, την Ελευσίνα, στα περίχωρα του Υμηττού, στο Φάληρο και στις 6 Απριλίου επισκέφθηκε τα κοντινότερα χωριά της Αττικής, το Μαρούσι και την Κηφισιά. Έφυγε από την Αθήνα για Πειραιά με προορισμό το λιμάνι της Σύρου και από εκεί την Κωνσταντινούπολη στις 20 Απριλίου 1841 με το γαλλικό ατμόπλοιο Ευρώτας. «Θα έρθω και πάλι στην Ελλάδα! είπα στους φίλους µου που είχαν έρθει να µε αποχαιρετήσουν στο λιµάνι του Πειραιά. Μακάρι ο Θεός να έδινε τα λόγια µου να ήταν προφητικά», γράφει στο βιβλίο του και αφηγείται στο ιστορικό μυθιστόρημα Το Νησί Πέρα από την Ακτή ο Άντερσεν, χωρίς δυστυχώς να πραγματοποιήσει την επιθυμία του αυτή.
Έργο
Οι κυριότεροι ήρωες των παραμυθιών του είναι φτωχοί και αδικημένοι άνθρωποι, που όμως έχουν ασυνήθιστα ψυχικά χαρίσματα, ευγένεια, ταλέντο, μεγαλοψυχία. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από δράση, χιούμορ και λεπτή σάτιρα. Η δημιουργία του Άντερσεν αποτελεί την κορυφή στις ρεαλιστικές τάσεις της δανικής φιλολογίας του 19ου αιώνα. Διηγήματα, δράματα, αλλά προπάντων παραμύθια, όλα του τα έργα διαπνέονται από γλυκιά μελαγχολία, συγκίνηση και ειλικρίνεια.
Μερικά από τα πολύ γνωστά παραμύθια του είναι:
Den lille havfrue (Η μικρή γοργόνα)
Kejserens nye klæder (Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα)
De vilde svaner (Οι αγριόκυκνοι)
Snedronningen (Η Βασίλισσα του χιονιού)
Prinsessen på ærten (Η Βασιλοπούλα και το ρεβίθι)
Tommelise (Η Τοσοδούλα)
Den grimme ælling (Το ασχημόπαπο)
De røde sko (Τα κόκκινα παπούτσια)
Holger Danske (Χόλγκερ ο Δανός)
Den lille pige med svovlstikkerne (Το κοριτσάκι με τα σπίρτα)
Den standhaftige tinsoldat (Το μολυβένιο στρατιωτάκι)
Dyndkongens datter (Η δύναμη της αγάπης)
En rose fra Homers grav (Ένα τριαντάφυλλο από τον τάφο του Ομήρου)
Πολλά από τα παραμύθια του είναι πασίγνωστα παγκοσμίως, μεταφράστηκαν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και υπερέβησαν τα πλαίσια του απλού λογοτεχνήματος (Τα καινούρια ρούχα του αυτοκράτορα, Η Βασιλοπούλα και το ρεβίθι, Το ασχημόπαπο, Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, Ο μολυβένιος στρατιώτης). Επιλογή των παραμυθιών του δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις "ΑΤΛΑΝΤΙΣ" σε μετάφραση Ν.&Δ. Βοσταντζή. Αρκετά από αυτά εμφανίστηκαν και στα Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα.
0 Σχόλια