Mία νέα φιλοσοφία που προσεγγίζει τη διατροφή με διαφορετικό τρόπο, εστιάζοντας στην ψυχολογία και την εν συναίσθηση.
Είμαστε ό,τι τρώμε ή τρώμε για να ξεφύγουμε αυτό που είμαστε; Γιατί αποτυγχάνουν οι δίαιτες και πώς η ψυχογαστρονομία μπορεί να αλλάξει τη σχέση μας με το φαγητό;
Πώς το άγχος σχετίζεται με τον φαύλο κύκλο συναισθηματικής υπερφαγίας-ενοχών-στέρησης;
Τι ζημιά έκανε η πανδημία στο σώμα και την ψυχολογία μας;
Tι είναι η διαισθητική διατροφή;
Πώς η ψυχολογία μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το φαγητό και να δούμε αλλιώς τον εαυτό και τη ζωή μας;
Τι ρόλο έχουν παίξει για την ψυχοσύνθεσή μας τα φίλτρα του Instagram, τα ρετουσαρισμένα πρότυπα των γυναικείων περιοδικών του μεταπολεμικού κόσμου και η κουλτούρα τoυ Photoshop;
Μήπως η πολιτική ορθότητα, στο άλλο άκρο, μάς κάνει κακό προτάσσοντας μη υγιή πρότυπα, απενοχοποιώντας την επικίνδυνη για τη ζωή μας παχυσαρκία;
Πώς η αισθητική του foodporn στα social media μπορεί να υποσκάψει τη σχέση με το ίδιο μας το σώμα;
Η ψυχολόγος Καλλιόπη Εμμανουηλίδου (με διδακτορικό στη νοημοσύνη και τον συναισθηματικό κόσμο των χαρισματικών ατόμων και μεταπτυχιακά στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία, τη Συμβουλευτική στην Εκπαίδευση και την Εκπαιδευτική Έρευνα) και συγγραφέας του βιβλίου «Ψυχο-γαστρονομία: Απολαμβάνοντας τη μαγειρική, τη διατροφή, τη ζωή» (εκδ. Μεταίχμιο), μας λύνει όλες τις απορίες.
Τι είναι η ψυχογαστρονομία, ποιο είναι το επιστημονικό της υπόβαθρο και πώς το φαγητό μπορεί να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά την ψυχολογία μας;
Η ψυχογαστρονομία αποτελεί μια φιλοσοφία διατροφής αλλά και ζωής, κατά την οποία μαθαίνουμε να τρώμε ενσυνείδητα και διαισθητικά (δηλαδή με συγκεντρωμένη την προσοχή στη διατροφική εμπειρία και σύμφωνα με τις ανάγκες του σώματός μας), αλλά και να επωφελούμαστε και της ψυχοθεραπευτικής διάστασης που έχει η προετοιμασία της τροφής μας. Πρόκειται και για φιλοσοφία ζωής, γιατί, παραδειγματιζόμενοι από τη νέα σχέση με την τροφή και το σώμα μας, υιοθετούμε την ενσυνειδητότητα και τη σύνδεση με το σώμα μας και στην υπόλοιπη ζωή μας. Βασίζεται στη θετική ψυχολογία, είναι επηρεασμένη από τη θεωρία της αυτοσυμπονετικότητας και διατροφικά συνάδει με τις νεότερες διατροφολογικές προσεγγίσεις της ενσυνείδητης και διαισθητικής διατροφής. Το φαγητό μπορεί να μας επηρεάσει θετικά, γιατί πρώτον μας θρέφει και μας δίνει ενέργεια για να ζούμε και δεύτερον βιοχημικά προσφέρει με απίστευτη και θαυμαστή πολυπλοκότητα συναισθηματική ικανοποίηση μέσα από τις ιδιότητές του (γεύσεις, υφές, αρώματα, εικόνα). Αν όμως έχουμε διαμορφώσει μια αρνητική σχέση μαζί του, βασισμένη στις ενοχές ή στη μηχανική κατανάλωσή του, τότε μπορεί να αποτελέσει αρνητικό ερέθισμα και να μας γεμίσει άγχος, λύπη και σύγχυση.
«Οι διατροφικές διαταραχές δεν είναι θέμα διατροφής, αλλά απλώς αντανακλούν τον συναισθηματικό μας κόσμο» αναφέρετε στο βιβλίο σας, εξηγώντας πως αν το αντιστρέψουμε αυτό, αν δηλαδή μάθουμε να έχουμε μια πιο καλή και δημιουργική σχέση με το φαγητό, θα ζήσουμε καλύτερα. Εξηγήστε μας πώς λειτουργεί στην πράξη αυτός ο μηχανισμός.
Η διατροφή μας αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, γιατί απασχολεί πολύ τη σκέψη μας. Αν για παράδειγμα τρώμε από άγχος, τότε δεν μας φταίει το φαγητό, αλλά η άλυτη συναισθηματική μας κατάσταση. Οπότε δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την τροφή ούτε φυσικά εμάς τους ίδιους. Οι διατροφικές διαταραχές αποτελούν έναν ψευδή μηχανισμό άμυνας -έναν τρόπο να αποσπαστεί η προσοχή μας από τα πραγματικά μας προβλήματα- και δίνουν ενδείξεις ότι μας λείπει αγάπη, ότι δεν ξέρουμε να εκφραζόμαστε συναισθηματικά (πόσο μάλλον να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας) και ότι έχουμε επικοινωνιακό έλλειμμα με τους δικούς μας ανθρώπους.
Στο βιβλίο δεν εννοώ ότι, αν μάθουμε να μαγειρεύουμε και να τρώμε συνειδητά και διαισθητικά, θα λυθούν αυτόματα τα συναισθηματικά μας ζητήματα. Όμως η επιδιόρθωση της σχέσης μας με τη διατροφή θα μας εκπαιδεύσει να ζούμε πιο ενσυνείδητα, πιο θετικά και να εμπιστευόμαστε και να σεβόμαστε το σώμα μας και τον εαυτό μας γενικότερα. Έτσι, καλλιεργούνται δεξιότητες μεταβιβάσιμες και σε άλλους τομείς της ζωής μας. Μαθαίνω να απολαμβάνω το φαγάκι μου και άρα μαθαίνω πώς να χρησιμοποιώ όλες τις αισθήσεις μου και στον περίπατο στη φύση. Μαθαίνω να σέβομαι τον φυσικό μηχανισμό της πείνας μου και άρα μαθαίνω να αφουγκράζομαι και να σέβομαι και τις ευρύτερες ανάγκες του σώματός μου.
Πώς η πανδημία άλλαξε τη σχεση μας με το φαγητό και το σώμα μας
Η πανδημία πόσο πολύ επηρέασε τη σχέση μας με το φαγητό και ποιοι είναι οι νέοι κίνδυνοι για την ψυχολογία μας που δημιούργησε;
Η πανδημία άσκησε αντιφατικές επιδράσεις ως προς τη σχέση μας με το φαγητό. Από τη μια ενεργοποιήθηκαν πρωτόγονα ένστικτα και στραφήκαμε στην προετοιμασία της τροφής μας ως μηχανισμό επιβίωσης: ζυμώσαμε, δημιουργήσαμε, ασχοληθήκαμε με την τροφή μας, για να προσφέρουμε αφθονία ως μηχανισμό αντίδρασης απέναντι στην πανδημική απειλή. Από την άλλη όμως, ελλείψει κίνησης αλλά και αναζητώντας παρηγοριά, απόλαυση και χαρά, όταν όλες οι άλλες χαρές της ζωής (με κυριότερη την κοινωνική) απουσίαζαν, παρατηρήθηκε μια υπερφαγική τάση, καθώς προσπαθήσαμε να μουδιάσουμε δύσκολες συναισθηματικές καταστάσεις (φόβο, άγχος, μοναξιά, αβεβαιότητα) τρώγοντας. Μια τρίτη επίπτωση παρατηρήθηκε ιδίως σε εφήβους, που εμφάνισαν σημάδια νευρικής ανορεξίας ως μια απόπειρα άσκησης ελέγχου μέσα σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και εγκλεισμού σε μια τόσο ευαίσθητη ηλικία.
«Η έννοια της δίαιτας έρχεται σε σύγκρουση με την ίδια μας τη φύση»
Γιατί αποτυγχάνουν οι δίαιτες; Τι λάθος κάνουμε και ποια είναι η σωστή ψυχολογική οπτική για να καταφέρουμε να συνομιλήσουμε διαφορετικά με το σώμα μας και να το κάνουμε να ανθίσει;
Να συνομιλήσουμε, να ανθίσει, τι ωραίες λέξεις! Μπορούμε να τα καταφέρουμε αυτά! Δεν κάνουμε εμείς κάτι λάθος, το όλο σύστημα της έννοιας της δίαιτας έρχεται σε σύγκρουση με την ίδια μας τη φύση. Η απότομη αποστέρηση εκλαμβάνεται από τον εγκέφαλο ως συναγερμός για υποσιτισμό και μας κάνει πιο ευαίσθητους στο να αποκλίνουμε από το αυστηρό διατροφικό πρόγραμμα. Επίσης η κουλτούρα της δίαιτας δαιμονοποιεί ορισμένες κατηγορίες τροφίμων και τα καθιστά απαγορευμένα, πράγμα που οδηγεί σε ενοχές που βλάπτουν την αυτοεκτίμηση και διαταράσσουν τη σχέση με την τροφή.
Η ψυχικά υγιής αλλά και επιστημονικά ορθή διατροφολογική προσέγγιση έχει να κάνει με μια διατροφική επανεκπαίδευση του διαιτώμενου, έτσι ώστε να μάθει να τρώει όχι ακολουθώντας αυστηρές οδηγίες αλλά καλλιεργώντας μια καλύτερη σύνδεση με το σώμα του και τους φυσικούς του μηχανισμούς (π.χ. σεβασμό του κορεσμού), αποκτώντας γνώσεις για τα συστατικά των τροφίμων, τις αναλογίες και τα θρεπτικά τους συστατικά και κατανοώντας την ομορφιά της διατροφικής πράξης. Εκτός από αυτήν τη διατροφική εκπαίδευση, συχνά προκύπτουν ψυχολογικής φύσης δυσκολίες που χρειάζονται παρέμβαση από ειδικό: είτε επανεκπαίδευση στο κομμάτι της διατροφικής συμπεριφοράς (π.χ. τι κάνω όταν θέλω να φάω από πλήξη ή άγχος) είτε αντιμετώπιση βαθύτερων προβλημάτων, όπως είναι διαχείριση παλαιότερων τραυμάτων, συναισθηματικών ελλειμμάτων και πιο σοβαρών ψυχικών καταστάσεων.
Καλλιόπη Εμμανουιλίδου
0 Σχόλια