Ο Φρανθίσκο Γκόγια (Francisco José de Goya y Lucientes, 30 Μαρτίου 1746 – 16 Απριλίου 1828) ήταν Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Υπήρξε ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε τρεις γενιές μοναρχών και θεωρείται ο σπουδαιότερος Ισπανός καλλιτέχνης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου.
Το έργο του περιλαμβάνει περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από καινοτομίες και ρηξικέλευθα στοιχεία σύνθεσης.
Αν και υπήρξε διακεκριμένος και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία, η φήμη του εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετές δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Κατά τον 19ο αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από τους ζωγράφους του ρομαντισμού, με κύριο θαυμαστή του τον Ντελακρουά, ενώ την ίδια στάση τήρησαν καλλιτέχνες, όπως ο Πάμπλο Πικάσο, και θεωρητικοί της τέχνης του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών, ο σημαντικότερος της εποχής του καθώς και ένας εκ των πρώτων «μοντέρνων» καλλιτεχνών.
Βασική επιρροή στα πρώιμα έργα του Γκόγια ήταν οι Ιταλοί ζωγράφοι ροκοκό όπως ο Κοράντο Τζιακουίντο και ο Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο τον οποίο είναι πιθανό πως ο Γκόγια συνάντησε στη Μαδρίτη, πριν αναχωρήσει για την Ιταλία. Η επόμενη σημαντική επιρροή προέρχεται από τον Γερμανό νεοκλασικιστή Άντον Ράφαελ Μενγκς ο οποίος ήταν και προϊστάμενός του κατά την εργασία του για τους τοιχοτάπητες του ισπανικού παλατιού.
Στη συνέχεια, ο Γκόγια επηρεάστηκε σημαντικά, όπως και ο ίδιος αναγνώριζε, από τους Ντιέγο Βελάθκεθ και Ρέμπραντ. Από τον Βελάθκεθ, ο Γκόγια πήρε την προσέγγιση στη Φύση και το πρότυπο για την «ιμπρεσιονιστική» τεχνική την οποία ανέπτυξε περισσότερο από κάθε ζωγράφο της εποχής του. Από τον Ρέμπραντ, του οποίου το έργο ο Γκόγια πρέπει να γνώρισε σχεδόν αποκλειστικά από χαρακτικά, έμαθε την οικονομία στον φωτισμό η οποία προκαλεί ευχάριστα ακόμη και τον πιο αμύητο θεατή.
Τα πρώτα έργα του Γκόγια, ως επί το πλείστον νωπογραφίες για εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς της Σαραγόσας, αποτύπωναν θρησκευτικά θέματα και ήταν επηρεασμένα από την κυρίαρχη τεχνοτροπία του ροκοκό. Μετά την εγκατάστασή του στη Μαδρίτη, το 1774, τού ανατέθηκε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας, με το οποίο ανέπτυξε μία σταθερή συνεργασία. Αυτό το είδος της ζωγραφικής δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, ωστόσο αποτελούσε πιθανότατα μία ευκαιρία διάκρισης για τον νεαρό Γκόγια, ο οποίος παρουσίασε τα προσχέδια για τους τοιχοτάπητες το 1780, μπροστά στον βασιλιά. Συνολικά συνέθεσε 62 προσχέδια, αντλώντας τα θέματά του με βάση τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των μελών της βασιλικής οικογένειας, των οποίων τα δωμάτια θα διακοσμούσαν, αποδίδοντας κυρίως σκηνές της καθημερινότητας, όπως στιγμιότυπα από κυνήγι ή διασκεδάσεις. Αρκετά προσχέδια του αποτύπωσαν επίσης τους άνδρες (μάχος) και τις γυναίκες (μάχας) των λαϊκών τάξεων, που διακρίνονταν για την προκλητική τους συμπεριφορά και την ιδιαίτερη ενδυμασία τους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνθέσεις Ο Γάμος και Η Μαριονέτα, στις οποίες διαφαίνεται η κριτική διάθεση του Γκόγια. Η πρώτη αποτελεί ένα σχόλιο αποδοκιμασίας για τους γάμους που πραγματοποιούνταν από οικονομικό συμφέρον, ενώ η δεύτερη σατιρίζει την ικανότητα των γυναικών να χειραγωγούν τους άνδρες.
Από το 1786, χρονιά κατά την οποία έλαβε τον τίτλο του «ζωγράφου του βασιλιά», ο Γκόγια ξεχώρισε και έγινε περισσότερο γνωστός μέσα από τις προσωπογραφίες του, φιλοτεχνώντας κυρίως πορτρέτα εκπροσώπων της άρχουσας τάξης και πλούσιων αστών. Στο ομαδικό πορτρέτο Η Οικογένεια του Καρόλου Δ΄, ακολούθησε το παράδειγμα του Ντιέγο Βελάθκεθ, απεικονίζοντας τον εαυτό του σε μία άκρη του πίνακα, όπως είχε κάνει και ο Βελάθκεθ στον πίνακα Las Meninas.
Ο Γκόγια είχε μελετήσει το έργο του Βελάθκεθ, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως προσωπογράφος, και πιθανώς επηρεάστηκε από αυτό. Ενδεικτικό είναι ακόμα το γεγονός πως επέλεξε να απεικονίσει με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, χωρίς διάθεση κολακείας. Ανάμεσα στους διακεκριμένους παραγγελιοδότες του Γκόγια, ανήκε επίσης ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Μανουέλ Γοδόι.
Το γεγονός της βαριάς ασθένειάς του, που εκδηλώθηκε το 1792 και προκάλεσε μεταξύ άλλων την απώλεια της ακοής του, αποτέλεσε πιθανά την αφορμή για την έντονη διαφοροποίηση των καλλιτεχνικών προσανατολισμών του και την απεικόνιση των προσωπικών του οραμάτων, πέρα από τις επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε. Την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε ένα νέο κύκλο έργων μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένα σε πλάκες λευκοσίδηρου, που διακρίνονταν για την πρωτοτυπία, τη φαντασία αλλά και την εφιαλτική ατμόσφαιρα τους. Σε ένα από αυτά, με τίτλο Το προαύλιο των τρελών, ο Γκόγια απεικόνισε μία ομάδα τρελών, μερικοί από τους οποίους παλεύουν μεταξύ τους ενώ άλλοι χαμογελούν ή ειρωνεύονται προς τον θεατή. Στον πίνακα φαίνεται αμυδρά μία περίφραξη, ενώ ο φωτισμός εντείνει με τη σειρά του τη ζοφερή ατμόσφαιρα που μεταδίδεται. Στα πλαίσια των «οραματικών» έργων του, ο Γκόγια κυκλοφόρησε το 1799 μία σειρά 80 χαρακτικών, με τον γενικό τίτλο Καπρίτσια (όρος που απέδιδε περισσότερο την έννοια φαντασιώσεις). Για τη δημιουργία των χαρακτικών, υιοθέτησε τη μέθοδο της οξυγραφίας, κυρίως της γραμμικής, αλλά και της τονικής. Οι συνθέσεις σατίριζαν ή καυτηρίαζαν τα ανθρώπινα πάθη ή τα ήθη της κοινωνίας της εποχής, ειδικότερα την εξουσία της Ιεράς Εξέτασης και γενικά του κλήρου,[20] τη στιγμή που ο ίδιος ο Γκόγια αποτελούσε οπαδό του Διαφωτισμού. Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία τους, τα Καπρίτσια έπαψαν να διατίθενται, πιθανά υπό το βάρος πιέσεων που ασκήθηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους, ενώ το 1803 οι μήτρες των χαρακτικών δόθηκαν ως δώρο στον Κάρολο Δ' και μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό Χαλκογραφείο. Τυπώθηκαν εκ νέου πολύ μεταγενέστερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενισχύοντας σημαντικά τη φήμη του Γκόγια εκτός των ισπανικών συνόρων.
Στα δημοφιλέστερα έργα του Γκόγια ανήκει ο πίνακας Η γυμνή μάχα (La maja desnuda), που φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1800 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής τέχνης. Απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα που σε αντίθεση με ανάλογους παλαιότερους πίνακες (όπου ακολουθείται συνήθως η «αιδήμονα» στάση), δεν επιχειρεί να καλύψει τα επίμαχα σημεία του σώματός της αλλά στρέφει προκλητικά το βλέμμα προς το θεατή. Παραγγελιοδότης του έργου ήταν πιθανώς ο Μάνουελ Γκοντόυ, εκδοχή που εξηγεί ενδεχομένως την ύπαρξη του έργου, καθώς μόνο κάποιος με ανάλογη εξουσία θα μπορούσε να παραγγείλει ένα τόσο προκλητικό θέμα, με δεδομένο πως το γυναικείο γυμνό ήταν απαγορευμένο στη Ισπανία εκείνη την εποχή. Σχετικά με την ταυτότητα του μοντέλου έχουν διατυπωθεί διάφορες πιθανές εκδοχές, ωστόσο καμία δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα. Ο Γκόγια ζωγράφισε επίσης ένα πανομοιότυπο έργο, στο οποίο το μοντέλο απεικονίζεται ντυμένο, με τίτλο Η ντυμένη μάχα (La Maja Vestida). Η πρώτη αναφορά σε αυτό τον πίνακα χρονολογείται στα 1800 και βρέθηκε στο ημερολόγιο ενός χαράκτη και ακαδημαϊκού που επισκέφτηκε το παλάτι του Γκοντόυ.
Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται η Γυμνή μάχα, οδηγεί ενδεχομένως στο συμπέρασμα πως αποτελεί μεταγενέστερο πίνακα. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο Γκοντόυ παρήγγειλε την Ντυμένη μάχα λίγο μετά το γυναικείο γυμνό, έτσι ώστε να εμφανίζει στους καλεσμένους του έναν από τους δύο πίνακες, ανάλογα με την ηθική τους. Οι πίνακες κατασχέθηκαν από την Ιερά Εξέταση το 1815 και τον Νοέμβριο του 1814 ο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί για το «άσεμνο» περιεχόμενό τους. Η υπόθεση τελικά θα «κουκουλωθεί» - πιθανώς χάρη σε παρέμβαση του Antonio Maria Galarza, μέλους του συμβουλίου της Ιεράς Εξέτασης και συγγενή της πεθεράς του γιου του, Χαβιέ.
Η ενασχόλησή του με τη χαρακτική συνεχίστηκε, όταν με αφορμή την εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων ολοκλήρωσε ένα κύκλο έργων που ονομάστηκε Οι Συμφορές του Πολέμου, αποτελούμενος από 82 συνθέσεις που αποτύπωναν τις θηριωδίες του πολέμου. Ο Γκόγια επέλεξε να φιλοτεχνήσει τα έργα από μία μάλλον ουδέτερη οπτική γωνία, χωρίς διάθεση να εξυμνήσει τα κατορθώματα μίας πλευράς ή να αναδείξει στοιχεία ηρωισμού, ενώ τα θέματά τους δεν βασίστηκαν σε προσωπικές του εμπειρίες, αλλά αποτέλεσαν προϊόν της φαντασίας του. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, ο Γκόγια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Φερδινάνδο Ζ' και το 1814 ολοκλήρωσε δύο παραγγελίες για τους πίνακες 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, στους οποίους αποτύπωσε την εξέγερση που είχε ξεσπάσει το 1808 στη Μαδρίτη. Στα έργα αυτά, ο Γκόγια επιχείρησε να αποδώσει τα ιστορικά γεγονότα δίνοντας στην ισπανική εξέγερση μία θρησκευτική διάσταση, χωρίς να δώσει έμφαση στη ρεαλιστική απεικόνιση των σκηνών.
Τον χειμώνα του 1819, ο Γκόγια ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία σειρά 14 ελαιογραφιών, έργα που έμειναν γνωστά με την ονομασία Μαύροι Πίνακες λόγω των σκοτεινών τόνων που τα χαρακτηρίζουν. Οι πίνακες προορίζονταν για τη διακόσμηση της νέας κατοικίας του, στα περίχωρα της Μαδρίτης, και συνέπεσαν χρονικά με μία σοβαρή επιδείνωση της υγείας του. Οι «Μαύροι πίνακες», όπως και άλλοι που ανήκουν στο ύστερο έργο του, διακρίνονται για την ζοφερή και απαισιόδοξη ατμόσφαιρά τους. Ένας από τους δημοφιλέστερους πίνακες της σειράς αυτής, με τίτλο Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του, απεικονίζει τον ομώνυμο θεό της μυθολογίας να καταβροχθίζει ένα από τα παιδιά του. Το ίδιο θέμα απεικόνισε περίπου το 1636 ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, ο οποίος ωστόσο απέδωσε τον Κρόνο με λιγότερο τερατώδη χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με το αντίστοιχο έργο του Γκόγια που διακρίνεται για την ωμότητα του. Οι «Μαύροι πίνακες» ήταν αρχικά τοιχογραφίες, οι οποίες μεταγενέστερα «μεταφέρθηκαν» σε μουσαμά και από το 1881 ανήκουν στο Μουσείο Πράδο.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά την εγκατάστασή του στο Μπορντώ της Γαλλίας, ο Γκόγια φιλοτέχνησε κυρίως προσωπογραφίες φιλικών του προσώπων και άλλες μικρογραφίες, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την τεχνική της λιθογραφίας, που είχε ανακαλυφθεί περίπου το 1798. Μεταξύ των τελευταίων έργων του Γκόγια ξεχωρίζουν οι τέσσερις λιθογραφίες της σειράς Οι Ταύροι του Μπορντώ, που απεικονίζουν σκηνές από ταυρομαχίες, αγαπημένο θέμα του Γκόγια από τα νεανικά του χρόνια. Την περίοδο 1815-16, παράλληλα με τις Συμφορές του πολέμου, είχε φιλοτεχνήσει επίσης μία σειρά 33 χαρακτικών με γενικό τίτλο Ταυρομαχία, στις οποίες απεικονίζονται αρκετές βίαιες σκηνές ή ριψοκίνδυνες ενέργειες των ταυρομάχων. Αντίθετα, στους Ταύρους του Μπορντώ, ο Γκόγια εστιάζει περισσότερο στην ταυρομαχία ως είδος λαϊκής διασκέδασης και αναψυχής.
Η ζωή του Γκόγια ενέπνευσε άλλους δημιουργούς και αποδόθηκε τόσο σε κινηματογραφικές ταινίες όσο και σε έργα όπερας. Το 1986 ο Τζιαν Κάρλο Μενότι συνέθεσε την βιογραφική όπερα Γκόγια, κατά παραγγελία του Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο οποίος υποδύθηκε τον Ισπανό ζωγράφο. Η όπερα Facing Goya (2000) του Μάικλ Νάιμαν, σχετίζεται επίσης με τον Γκόγια, πραγματευόμενη μία ιστορία αναζήτησης του κρανίου του, το οποίο δεν είχε βρεθεί κατά την μεταφορά των λείψανών του στη Μαδρίτη. Στις κινηματογραφικές παραγωγές με θέμα τον Γκόγια ή πτυχές της ζωής του, ανήκουν επίσης οι ταινίες Goya en Burdeos και Goya's Ghosts (2006).
0 Σχόλια