Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου, γνωστότερος ως Ιωάννης Μακρυγιάννης (Κροκύλειο Φωκίδας, 1797 - Αθήνα, 27 Απριλίου 1864), ήταν Έλληνας οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, στρατιωτικός, πολιτικός και συγγραφέας.
Το 1820, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, άγνωστο από ποιόν, αφού ο ίδιος δεν τον ονομάζει στα Απομνημονεύματά του, είχε δε την ιδιότητα του κληρικού-οικονόμου.Το Σεπτέμβριο του 1820 φτάνει στην Άρτα ο βοεβόδας της Ναυπάκτου Μπαμπά πασάς και συλλαμβάνει τον Θανάση Λιδωρίκη και τον έμπιστό του Μακρυγιάννη, αλλά ο πρώτος κινητοποιώντας το δίκτυο των γνωριμιών του στο αληπασάδικο και σουλτανικό περιβάλλον της Άρτας, κατόρθωσε να απελευθερωθεί ο ίδιος και ο πρώην υποτακτικός του.
Από την Άρτα ο Μακρυγιάννης έφυγε στις 13 Μαρτίου 1821 και με ενδιάμεσο σταθμό το Μεσολόγγι έφτασε στην Πάτρα, με σκοπό να πραγματοποιήσει εμπορικό ταξίδι, αλλά κυρίως να πληροφορηθεί την όλη κατάσταση στην περιοχή για λογαριασμό των Φιλικών της Άρτας. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Βακαλόπουλος για την αποστολή αυτή του Μακρυγιάννη, λειτουργούσε ως ο «πρώτος επίσημος Έλληνας κατάσκοπος της Επαναστάσεως». Στην Πάτρα έγινε αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές και κινώντας υποψίες, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο ρωσικό προξενείο και μετά από ανθρωποκυνηγητό διαφεύγει με μια φελούκα. Επιστρέφοντας όμως στην Άρτα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή ήταν «ένα πρόσωπο του αληπασάδικου περιβάλλοντος που είχε ύποπτες επαφές και μόλις γύρισε από έναν εξεγερμένο τόπο.». Τελικά απελευθερώθηκε, με τη βοήθεια του Ισμαήλ μπέη από την Κόνιτσα, Αλβανού αξιωματούχου και εξαδέλφου του Αλή πασά.
Πέθανε στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα, εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως, σε ηλικία 67 ετών. Την επομένη έγινε η κηδεία στο μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης. Τον επικήδειο εκφώνησε ο γιατρός Αναστάσιος Γούδας και τον επιτάφιο ο Οδυσσέας Ιάλεμος, δημοκρατικός δημοσιογράφος από τη Λέσβο. Ποίημα απήγγειλε ο Αχιλλέας Παράσχος.
Οικογενειακή κατάσταση
Ο Μακρυγιάννης είχε παντρευτεί την αρχοντοπούλα Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ (1810-1877), κόρη του Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ, από την οποία είχε αποκτήσει συνολικά 12 παιδιά: 10 αγόρια και 2 κορίτσια. Τέσσερα από τα αγόρια του πέθαναν ενώ ο ίδιος ζούσε.
Την αρραβωνιάστηκε τον Ιούνιο του 1825 και τη νυμφεύθηκε στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους με κουμπάρο τον Γιάννη Γκούρα, ενώ εκείνη ήταν 16 ετών.
Το πρώτο παιδί του γεννήθηκε στα 1826 και έλαβε το αρχαιοελληνικό όνομα Λεωνίδας. Το δεύτερο το όνομα του πατέρα του Μακρυγιάννη, Δημήτρη. Το τρίτο βαφτίστηκε Γιώργης (1844-1873), παίρνοντας το όνομα του πατέρα της Κατίγκως, αλλά και του δευτερότοκου αδελφού του Μακρυγιάννη. Το όνομα του τέταρτου παιδιού του ήταν Όθων (1833-1901).[54] Τα υπόλοιπα παιδιά ήταν ο Νικόλαος (1837-1860), η Βασιλική (1839-1911), ο Θρασύβουλος (1842-1865), ο Κίτσος (1848-1928) και η Ελένη (1850-1910).
Ο γιος του Δημήτρης πέθανε σε ηλικία 3,5 ετών, ίσως από κάποιο συστηματικό νόσημα (συγγενής ανοσοανεπάρκεια, σακχαρώδης διαβήτης, συγγενής αιμοσφαιρινοπάθεια), επειδή πάθαινε συχνά φλεγμονές, όπως τρικούκουλο (δοθιήνωση), λίγερη (ιλαροειδές εξάνθημα), φλεγμονή στον τράχηλο (λεμφαδενίτιδα;) και στο γοφό (οστεομυελίτις του ισχίου;).
Οι μαρτυρίες και τα τεκμήρια που μας άφησε ο Μακρυγιάννης κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες:
Τα Απομνημονεύματα, το πρώτο Ιστορικό.
Τα Ιστορικά Έγγραφα, που περιλαμβάνουν εκθέσεις του Μακρυγιάννη προς τη Διοίκηση και τις εφημερίδες της εποχής, επιστολές, όρκους κλπ., αλλά και τεκμήρια των εμπορικών και λοιπών του δραστηριοτήτων στην Άρτα, πριν την επανάσταση.
Τα «κάδρα του πολέμου», και η περιγραφή του λιθόστρωτου της αυλής του Μακρυγιάννη, που περιγράφονται στο πρώτο Ιστορικό.
Τα Οράματα και θάματα, το δεύτερο Ιστορικό.
Τα κάδρα του πολέμου
Αρχικά ο Μακρυγιάννης, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στα Απομνημονεύματά του, είχε ζητήσει από έναν φράγκο ζωγράφο να του εικονογραφήσει διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις από την Ελληνική Επανάσταση. Επειδή όμως δεν άρεσαν στον Μακρυγιάννη και δεν γνώριζε τη γλώσσα του, τον έδιωξε, αντικαθιστώντας τον από τον Παναγιώτη Ζωγράφο. Η συνεργασία μαζί του ξεκίνησε το 1836 και διήρκεσε έως το 1839. Συνολικά δημιουργήθηκαν 25 πίνακες με θέματα από τους απελευθερωτικούς αγώνες.
Οι εικόνες "υπαγορεύονται", φορτισμένες με τις κρίσεις και τις αξιολογήσεις του Μακρυγιάννη.
Στις αρχές του 1839, σε συμπόσιο, παρουσίασε τις εικόνες στους πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, καθώς και σε φιλέλληνες, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Προσέφερε τις επόμενες ημέρες μια σειρά αντιγράφων στον Όθωνα και στους παραπάνω πρέσβεις, με σκοπό να τις στείλουν στους ηγεμόνες τους. Οι σειρές που δόθηκαν στον Γάλλο και στον Ρώσο πρέσβη δεν έχουν βρεθεί, ενώ εκείνη στον Όθωνα ήταν αυτή που πιθανώς βρήκε ο Ιωάννης Γεννάδιος στη Βενετία και σήμερα βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Τέλος μια πλήρης σειρά βρίσκεται στη Βασιλική Βιβλιοθήκη του Κάστρου του Ουίνδσορ (Windsor Castle) και ήταν αυτή που δόθηκε στον Άγγλο πρέσβη.
Η αποστολή των εικόνων σήμαινε την έκφραση ευγνωμοσύνης προς τις ξένες Δυνάμεις για τη συμβολή τους αλλά και την επισήμανση με τον πιο παραστατικό τρόπο πως ο ελληνικός λαός με το αίμα του κέρδισε την ελευθερία του και είχε δικαιώματα σε αυτήν.
Για τον Άγγλο πρέσβη, οι πίνακες αυτοί χαρακτηρίζονταν από απλοϊκότητα, ενώ για τον Γάλλο συνάδελφό του ήταν κάτι περισσότερο από κακοί, ήταν ολωσδιόλου γελοίοι. Μάλιστα το γαλλικό Υπουργείο των Εξωτερικών ζήτησε από τον Γάλλο πρέσβη στην Ελλάδα ν' απορρίψει την προσφορά. Είναι όμως άγνωστο αν επιστράφηκαν στον Μακρυγιάννη ή παρέμειναν στην πρεσβεία της Γαλλίας στην Αθήνα.
Η κατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας του Μακρυγιάννη
Λόγω των πολεμικών περιπετειών και των άλλων συγκυριών στις οποίες μετείχε ο Μακρυγιάννης, η νεώτερη έρευνα έχει ασχοληθεί με την κατάσταση της σωματικής και ψυχικής του υγείας και πώς αυτή υπήρξε καθοριστική για την προσωπικότητά του, τη σκέψη και τη δράση του. Πρώτη φορά τραυματίζεται το Σεπτέμβριο του 1821 στην περιοχή του Πέτα (όχι στην ομώνυμη μάχη). Ήταν τραύμα από πυροβόλο όπλο στην πρόσθια επιφάνεια της δεξιάς κνήμης, κοντά στο ύψος των σφυρών. Το βλήμα πιθανώς έμεινε μέσα χωρίς να αφαιρεθεί. Η δεύτερη φορά που τραυματίστηκε ήταν στις 13 Ιουνίου 1825 στους Μύλους Αργολίδος, στο μέσον του πήχη του δεξιού χεριού του. Μπήκε λοξά από έξω και κάτω και βγήκε προς τα μέσα και πάνω, αποσπώντας πιθανώς μερικά κομμάτια της κερκίδας.
Καθώς όμως υπέφερε οι γιατροί θέλησαν να τον ακρωτηριάσουν από το ύψος του ώμου, αλλά ο Μακρυγιάννης αντέδρασε και τελικά η επέμβαση δεν έγινε. Το χέρι βέβαια δεν γιατρεύτηκε τελείως αλλά του έμεινε στον δείκτη μια μικρή δυσχέρεια.
Ο πιο σημαντικός τραυματισμός, που επηρέασε την ψυχική του υγεία, σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1826 στην πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Δέχθηκε σε μια συμπλοκή τραύμα στο πλάγιο του τραχήλου. Πέφτοντας κάτω ποδοπατήθηκε από τους υποχωρούντες συμπολεμιστές του. Σηκώνεται και ξανατραυματίζεται στο αριστερό βρέγμα και αιμορραγεί πάλι στην ινιακή χώρα. Αφαίρεση του βλήματος από τον τράχηλο δεν επιχειρήθηκε ούτε η ανάταξη των σπασμένων οστών του κρανίου, αφού θα αύξανε την πιθανότητα ενδοκρανιακού αιματώματος.
Η μόνη ασθένεια που αναφέρει ότι πέρασε ο Μακρυγιάννης ήταν κάποια λοίμωξη, ίσως του αναπνευστικού, που επιπλέχθηκε από ρινορραγία και αρθρίτιδα των γονάτων. Κυρίως τα τραύματα είναι αυτά που επιτείνουν τις μελλοντικές ασθένειές του. Τον Ιανουάριο του 1832 έχει έντονους πόνους στην κοιλιά ή τη μέση και μάλλον είναι αιματηρές κενώσεις.
Το 1837 υποφέρει, σύμφωνα με ιατρικά πιστοποιητικά του βασιλικού αρχίατρου Βαυαρού Λίνερμάγιερ (Linermayer), από μεγάλο απόστημα στην περιοχή του τραύματος του δεξιού αντιβραχίου και από επίμονη εμπύρετη γαστρεντερίτιδα.
Με το πέρασμα των χρόνων η κατάσταση επιδεινώνεται. Ο ίδιος αναφέρει επεισόδια ζάλης και μια κρίση απώλειας συνείδησης. Στα 1849 αντιμετωπίζει περιστατικό εντεροκήλης στη δεξιά βουβωνική χώρα, που ο Μακρυγιάννης την αποδίδει στο ποδοπάτημα της κοιλιάς του από τους στρατιώτες του στην Ακρόπολη. Σίγουρα έπασχε από αιμορροΐδες που αντιμετώπιζε με βδέλλες.
Η πρώτη φορά που ετέθη ζήτημα ψυχικής υγείας του Μακρυγιάννη ήταν με έγγραφο του Υπουργού Στρατιωτικών Σπυρομήλιου προς τον ανακριτή, την 1η Απριλίου 1852.
Κατά τη διάρκεια της δίκης του Μακρυγιάννη, κλήθηκαν να καταθέσουν και γιατροί σχετικά με το αν εβλάφθη τας φρένας ο Μακρυγιάννης. Έτσι κατέθεσαν ο δόκιμος ιατρός Περικλής Σούτσος, ότι ο άνθρωπος δεν είναι εις κατάστασιν μανίας, αλλ' εις κατάστασιν μονομανίας προελθούσης από θρησκευτικά αίτια,[69] ο οικογενειακός ιατρός Αλέξανδρος Βενιζέλος, ο οποίος τόνισε ότι η σειρά της ομιλίας του ήτο ενίοτε συγκεχυμένη, ο Ερρίκος Τράιμπερ, ο οποίος υπήρξε επιφυλακτικός τονίζοντας πως έπρεπε να παρακολουθηθεί συστηματικά, κάτι που επανέλαβε και ο αρχίατρος του Όθωνα, Βερνάρδος Ρέζερ. Μόνο ο Νικόλαος Κωστής επιφυλάχθηκε θεωρώντας πως δεν παρουσιάζει κάτι έκτακτο η συμπεριφορά του Μακρυγιάννη, αφού αυτό είναι το συνηθισμένο ύφος του προφορικού του λόγου.
Σημαντική είναι η μαρτυρία της γυναίκας του, η οποία συμπίπτει με όσα ο σύζυγός της κατέγραψε στο Οράματα και θάματα και όσα κατέθεσαν άλλοι μάρτυρες.
Ο ψυχίατρος Νίκος Σιδέρης αποδίδει τη συμπεριφορά του Μακρυγιάννη σε επιληψία του κροταφικού λοβού.
Για τον Αθανάσιο Μπασδρά, «η προσωπικότητα του Μακρυγιάννη άλλαξε και απέκτησε κάποια χαρακτηριστικά οργανικά». Δηλαδή συνδέονται αιτιολογικά τα τραύματα στο κεφάλι με την ψυχοπαθολογία. Έπασχε από ψυχοπαθολογικά συμπτώματα τα οποία παρουσίασαν έξαρση από τα μέσα του 1844 έως τα μέσα του 1846, συμπτώματα τα οποία θα μπορούσαν να ανήκουν «στην κλινική εικόνα της εστιακής επιληψίας, χωρίς όμως να τεκμηριώνεται κάτι τέτοιο» Στις 9 Μαρτίου 1852 παρουσίασε εικόνα ντελίριου (λατ. delirium) που είναι άγνωστο πόσο διήρκεσε.
0 Σχόλια