Είχε ομολογήσει τους φόνους στον «αέρα»: «Τι στον διάβολο έκανα..; Τους σκότωσα όλους, φυσικά» - Η ιστορία του μεταφέρθηκε στην ταινία «Μοιραία σχέση» (All Good Things)
Ο Ρόμπερτ Ντερστ, ο πολυεκατομμυριούχος κληρονόμος και μεγιστάνας του real estate, ο οποίος εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης για δολοφονία στην Καλιφόρνια και ήταν ύποπτος για άλλους δύο φόνους τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, πέθανε στη φυλακή σε ηλικία 78 ετών, ανακοίνωσε τις τελευταίες ώρες το δικηγορικό γραφείο που τον εκπροσωπούσε.
Ο θάνατός του προήλθε από φυσικά αίτια, σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Reuters, ενώ το δικηγορικό γραφείο ανέφερε στην εφημερίδα New York Times ότι ο Ντερστ υπέστη καρδιακή ανακοπή και άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Σαν Χοακίν όπου διακομίστηκε.
Ο Ντερστ ήταν κάποτε έτοιμος να αναλάβει την Durst Organization, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Νέας Υόρκης στην αγορά ακινήτων, αλλά πέρασε μεγάλο τμήμα της ζωής του αποφεύγοντας την τσιμπίδα του νόμου και τα τελευταία χρόνια βρισκόταν πίσω από τα σίδερα της φυλακής.
Για πολλά χρόνια κατάφερε να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τις διωκτικές αρχές, ωσότου συνελήφθη να μονολογεί στο μικρόφωνο στη διάρκεια γυρισμάτων της σειράς ντοκιμαντέρ The Jinx του ΗΒΟ (2015): «Τι στον διάβολο έκανα..; Τους σκότωσα όλους, φυσικά». Τέθηκε υπό κράτηση πριν προβληθεί το τελευταίο επεισόδιο της σειράς.
Η σύζυγός του, η Κάθλιν ΜακΚόρμακ Ντερστ, εξαφανίστηκε στη Νέα Υόρκη το 1982, αλλά δεν του απαγγέλθηκαν κατηγορίες μέχρι που δικαστήριο του Λος Άντζελες έκρινε ένοχο και καταδίκασε τον Ντερστ για τη δολοφονία της καλύτερης του φίλης, της Σούζαν Μπέρμαν, το 2000.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, η Μπέρμαν ήταν έτοιμη να αποκαλύψει πως βοήθησε τον Ντερστ να κατασκευάσει τη σκηνοθετημένη ιστορία σχετικά με την εξαφάνιση της συζύγου του.
Στη Νέα Υόρκη, μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας στο Λος Άντζελες, δικαστήριο της κομητείας Γουέστσετσερ απήγγειλε κατηγορίες σε βάρος του Ντερστ για τη δολοφονία της συζύγου του.
Εισαγγελείς κατηγόρησαν επίσης τον Ντερστ για τον φόνο γείτονά του, του Μόρις Μπλακ, στο Γκάλβεστον του Τέξας, το 2001, επειδή ο Μπλακ φερόταν να αποκάλυψε την ταυτότητά του σε μία περίοδο που ο Ντερστ κρυβόταν από τον νόμο, ορισμένες φορές μεταμφιεσμένος σε… κωφάλαλη.
Δικαστήριο του Γκάλβεστον αθώωσε τον Ντερστ, ο οποίος υποστήριξε ότι βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα, αν και ο ίδιος παραδέχθηκε ότι διαμέλισε στη συνέχεια το άψυχο σώμα του Μόρις Μπλακ.
Ο Ρόμπερτ Ντερστ επικαλέστηκε κατά την απολογία του τα πολλά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, μεταξύ αυτών καρκίνο στον οισοφάγο και στην ουροδόχο κύστη, υψηλή αρτηριακή πίεση, οστεοπόρωση, νευροπάθεια, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ).
Ο εισαγγελέας του Λος Άντζελες, ο Τζον Λιβάιν, απέδωσε τα εύσημα στους παραγωγούς του ντοκιμαντέρ The Jinx, Άντριου Τζαρέκι και Μαρκ Σμέρλινγκ για τις αποκαλυπτικές συνεντεύξεις που πήραν από τον Ντερστ, δηλώνοντας στους δημοσιογράφους μετά την καταδικαστική ετυμηγορία: «Χωρίς αυτές τις συνεντεύξεις, δεν θα βρισκόμασταν εδώ που είμαστε σήμερα».
Η ιστορία του Ντερστ μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, στην ταινία «Μοιραία σχέση» (All Good Things), με πρωταγωνιστή τον Ράιαν Γκόσλινγκ, την οποία σκηνοθέτησε ο Τζαρέκι.
Ο Ρόμπερτ Ντερστ ήταν εγγονός του Τζόζεφ Ντερστ και γιος του Σίμορ Ντερστ, ο οποίος ανέδειξε την εταιρεία Durst Organization σε κολοσσό του τομέα των ακινήτων στη Νέα Υόρκη και κατασκεύασε ορισμένους από τους πιο εμβληματικούς ουρανοξύστες στο Μανχάταν. Η εταιρεία διευθύνεται σήμερα από τον αδερφό του εκλιπόντος, τον Ντάγκλας Ντερστ, ο οποίος είχε καταθέσει στη δίκη και είπε για τον αδερφό του: «Θα ήθελε να με δολοφονήσει».
0 Σχόλια