Τι έκανες;
Ο σεισμός της Αθήνας της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 είναι για όλους όσοι τον έζησαν τότε στην πρωτεύουσα μια συλλογική τραυματική εμπειρία, η οποία, παρά τα χρόνια δεν δείχνει και τόσο μακρινή.
Ο σεισμός της Πάρνηθας του 1999, ευρύτερα γνωστός ως σεισμός της Αθήνας του 1999, με μέγεθος 5,9 στην Κλίμακα Ρίχτερ, έλαβε χώρα στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, 14:56:50 τοπική ώρα, και προκάλεσε 143 θανάτους και ζημιές που έφτασαν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Είναι ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 ετών και η φυσική καταστροφή με το μεγαλύτερο κόστος σε υλικές ζημιές που έχει συμβεί ποτέ στην Ελλάδα. Ο σεισμός, αν και όχι ιδιαίτερα ισχυρός και με συνολική διάρκειά μόλις 15 δευτερόλεπτα, προκάλεσε πολλές καταστροφές εξαιτίας της εγγύτητάς του στην Αθήνα, με επίκεντρο 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, ανάμεσα στις Αχαρνές και τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας, καθώς και του μικρού εστιακού βάθους, από 9 μέχρι 14 χιλιόμετρα. Στην επιφάνεια του εδάφους υπήρξαν ελάχιστες ρηγματώσεις και ήταν δύσκολο να βρεθεί η προέλευση του σεισμού.
Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών ανακοίνωσε αρχικά πως ο σεισμός προκλήθηκε από ρήγμα μήκους 15 χιλιομέτρων που καλύπτει την περιοχή μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας. Με βάση τη μελέτη δορυφορικών δεδομένων που εξετάζουν την παραμόρφωση καθ' ύψος του εδάφους που επιβεβαιώθηκε αργότερα από σεισμολογική μελέτη, και έγινε το 2008 αποδεκτή και από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο βρέθηκε ότι έγιναν δύο σεισμοί, μεγέθους 5,8 και 5,5 ρίχτερ, σε διαφορετικά ρήγματα και με διαφορά 3,5 δευτερολέπτων ο ένας από τον άλλο.
Γεωλογία και χαρακτηριστικά σεισμού
Ο σεισμός προήλθε από τεκτονική δράση. Το μέγεθός του υπολογίστηκε σε 5,9 με 6,0 βαθμούς της κλίμακας ρίχτερ. Έλαβε χώρα στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, 14:56:50 τοπική ώρα και διήρκεσε συνολικά 15 δευτερόλεπτα. Το επίκεντρο βρισκόταν 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στις Αχαρνές Αττικής και τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας. Το εστιακό βάθος του σεισμού ήταν από 9 μέχρι 14 χιλιόμετρα. Το νέο ρήγμα που δημιουργήθηκε έχει διεύθυνση ανατολική - νοτιοανατολική και κλίση προς τα νοτιοανατολικά, δηλαδή με κλίση προς την Αθήνα. Η διάρρηξη έφτασε μέχρι 1,2 χιλιόμετρα από την επιφάνεια στην περιοχή της Μονής Κυπριανού στη Φυλή.
Σεισμολογική μελέτη και μελέτη με όρους συμβολομετρίας που αξιοποιεί δορυφορικά δεδομένα απέδειξαν ότι στην περίπτωση του σεισμού της Αθήνας ενεργοποιήθηκαν δύο ρήγματα που οδήγησαν στην εκδήλωση δύο σεισμών. Τα ρήγματα εκτείνονταν μέχρι τον κόλπο της Ελευσίνας. Ο λόγος των ενεργειών των δύο σεισμών ήταν 5/1. Το γεγονός ότι οι δύο σεισμοί εκδηλώθηκαν τελικά με χρονική απόσταση 3,5 δευτερολέπτων συνέτεινε να γίνει αντιληπτός ένας σεισμός.
Τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν συνάδουν με την βύθιση του ρήγματος της Φυλής και μιας πιθανής επέκτασης μέχρι τα Άνω Λιόσια που έχει μήκος μέχρι πέντε χιλιόμετρα.
Γεωφυσικό υπόβαθρο
Η Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερα σεισμογενής χώρα, καθώς βρίσκεται σε μία σύνθετη τεκτονική ζώνη, ανάμεσα στην Αφρικανική, στην Ευρασιατική και στην τεκτονική πλάκα της Ανατολίας, ενώ μέρος της νότιας Ελλάδας βρίσκεται στην πλάκα του Αιγαίου. Η πλάκα της Ανατολίας σπρώχνει την πλάκα του Αιγαίου προς τα νοτιοδυτικά με ταχύτητα 3 εκατοστών το χρόνο ως προς την Ευρασιατική πλάκα, ενώ η Αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από την πλάκα του Αιγαίου με ρυθμό 4 εκατοστών το χρόνο.
Η σεισμική δραστηριότητα στην κεντρική Ελλάδα θεωρείται λιγότερο έντονη, καθώς σεισμοί με ένταση μεγαλύτερη από 7 βαθμούς της κλίμακας ρίχτερ είναι σπάνιοι, καθώς σύμφωνα με στοιχεία των τελευταίων 500 χρόνων κανένας τέτοιος σεισμός δεν έχει λάβει χώρα στη περιοχή.
Η Αττική θεωρούταν μέχρι τότε περιοχή χωρίς σημαντικά ενεργά σεισμικά ρήγματα και γερό υπόβαθρο, και έτσι τοποθετήθηκε στις ζώνες σεισμικότητα Ι και ΙΙ με βάση την τετραβάθμια κλίμακα που χρησιμοποιούταν τότε, αν και ο Γαλανόπουλος, που εντόπισε ρήγματα γύρω από την Πάρνηθα, στην Πεντέλη και τον Υμηττό, διαφωνούσε.
Οι σεισμοί που έχουν λάβει χώρα στην κεντρική Ελλάδα συνήθως έχουν μέτρια ισχύ και μικρό εστιακό βάθος και γι' αυτό το λόγο προκαλούν μόνο τοπικές καταστροφές. Η ίδια η Αθήνα δεν έχει υποστεί σημαντικές καταστροφές από τέτοιους σεισμούς, καθώς οι περισσότεροι είχαν επικέντρο μακριά από τη πόλη, τουλάχιστον 40 χιλιόμετρα. Από αυτούς, πιο καταστροφικός θεωρείται ο σεισμός που έλαβε χώρα στις 24 Φεβρουαρίου 1981 με επίκεντρο κοντά στις Αλκυονίδες, στο ανατολικό άκρο του Κορινθιακού κόλπου.[9] Αντίθετα με όλους αυτούς, ο σεισμός του 1999 είχε επίκεντρο κοντά στους πρόποδες της Πάρνηθας, μόλις 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Ο προηγούμενος σεισμός με επίκεντρο στην Αττική που προκάλεσε σημαντικές καταστροφές, έλαβε χώρα το 1938, βόρεια της Πάρνηθας, κοντά στον Ωρωπό.
Στις νότιες πλαγιές της Πάρνηθας έχουν αναγνωριστεί με βάση γεωλογικές και δορυφορικές παρατηρήσεις τρία παράλληλα ρήγματα: το ρήγμα του Ασπρόπυργου που χωρίζει το στρώμα ασβεστόλιθου από τα ιζήματα στα οποία βρίσκεται η Αθήνα και τα ρήγματα F2 και F3, γνωστό και ως ρήγμα της Φυλής.
Το ρήγμα που έδωσε το σεισμό της Πάρνηθας είναι επέκταση του παλαιότερου και εκτείνεται από το κάστρο της Φυλής μέχρι τα Άνω Λιόσια και στο παρελθόν δεν έχει δώσει ξανά τόσο δυνατό σεισμό.
Ο προηγούμενος σεισμός με επίκεντρο ρήγμα στη Πάρνηθα έλαβε χώρα το 1705.
Η περιοχή έχει σύνθετο γεωλογικό ανάγλυφο, στο οποίο κυριαρχεί ο αθηναϊκός σχιστόλιθος.
Γεωφυσικά αποτελέσματα
Κοντά στο επίκεντρο του σεισμού παρατηρήθηκαν γραμμικές επιταχύνσεις που ξεπέρασαν το 0,5 g κοντά στο κέντρο της Αθήνας, αλλά δεν υπήρχαν επιταχυνσιόμετρα εγγύτερα στο επίκεντρο. Δεδομένα που εξήχθησαν με βάση παρατηρήσεις σχετικά με το αναποδογύρισμα ή με την ολίσθηση αντικειμένων σε κοιμητήρια κοντά στο επίκεντρο δείχνουν ότι η γραμμική επιτάχυνση σε σκληρά χώματα ξεπέρασε το 0,5 g και μπορεί να έφτασε μέχρι και τα 0,7 g, ενώ σε περιοχές με έδαφος από άργιλο υπολογίστηκαν ακόμη μεγαλύτερες επιταχύνσεις.
Οι κατακόρυφες επιταχύνσεις κοντά στο επίκεντρο ήταν ακόμη μεγαλύτερες και έφταναν το 1 g. Οι επιταχύνσεις είναι δυνατόν να ενισχύθηκαν από διάφορους τοπογραφικούς παράγοντες, όπως ρέματα ή πρανή. Αυτοί οι παράγοντες σε συνδυασμό με τη γεωλογία του υπεδάφους και τις πλαγιές της Πάρνηθας και του όρους Αιγάλεω είχαν ως αποτέλεσμα οι ζώνες με αυξημένη καταστροφή να έχουν σχεδόν γραμμική κατανομή. Οι ταλαντώσεις είχαν συχνότητα 1,5 μέχρι 10 Hz. Οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από το σεισμό, ήταν τα Άνω Λιόσια, το Μενίδι, οι Θρακομακεδόνες και η Φυλή Αττικής, όπου υπολογίζεται ότι τοπικά ο σεισμός είχε ισχύ IX (9, με μέγιστο επίπεδο το 12) στην κλίμακα Μερκάλι, ήταν δηλαδή «πολύ καταστροφικός».
Η διάρρηξη δεν έφτασε μέχρι την επιφάνεια. Παρατηρήθηκε μόνο μια μικρή διάρρηξη βορειοδυτικά της Φυλής, η οποία συνοδευόταν από πτώσεις βράχων με γραμμική κατεύθυνση σε μήκος εκατοντάδων μέτρων. Αυτή η διάρρηξη είχε ίδια διεύθυνση με την υπόγεια διάρρηξη, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι το βύθισμα βρίσκεται προς την άλλη πλευρά σε σχέση με το ρήγμα. Άλλες διαρρήξεις που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του σεισμού, ήταν αποτέλεσμα τοπικών ασυνεχειών στα πετρώματα ή ασταθών πρανών από χώμα και δε σχετίζονται άμεσα με το σεισμό.
Ο σεισμός προκάλεσε μεγαλύτερη μετατόπιση του εδάφους στη πλευρά του ρήγματος που βυθίστηκε, δηλαδή αυτή προς το Θριάσιο πεδίο και το λεκανοπέδιο Αττικής. Στο Θριάσιο πεδίο η μετατόπιση του εδάφους έφτασε τα εφτά εκατοστά στην επιφάνεια, ενώ σε περιοχές στο λεκανοπέδιο Αττικής, όπως το Μενίδι, η Νέα Φιλαδέλφεια, τα Άνω Λιόσια, το Περιστέρι, η Μεταμόρφωση, οι Θρακομακεδόνες και η Πετρούπολη, η μετατόπιση ήταν 3-4 εκατοστά.
Προσεισμοί και μετασεισμοί
Σεισμικές δονήσεις με επίκεντρο εντός 30 χιλιόμετρων από αυτό του κύριου σεισμού άρχισαν να παρατηρούνται το 1994. Σύμφωνα τον Γεράσιμο Παπαδόπουλο, πρώην αντιπρόεδρο του ΟΑΣΠ και διευθυντή ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, είχαν καταγραφεί πρόδρομες σεισμικές δονήσεις στο ρήγμα από τον Νοέμβριο του 1997, αλλά στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι το φαινόμενο επιταχύνθηκε εξαιτίας του σεισμού στο Ιζμίτ το 1999 και έτσι ο μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα πριν το αναμενόμενο.
Δεκαοχτώ με δύο λεπτά πριν την κύρια σεισμική δόνηση κατεγράφησαν τέσσερις προσεισμοί με ένταση από 2,5 μέχρι 3,2 ρίχτερ. Μέσα στις επόμενες 24 ώρες σημειώθηκαν εκατοντάδες μετασεισμοί, από τους οποίος ο ισχυρότερος ήταν αυτός που εκδηλώθηκε τις 7 Σεπτεμβρίου 1999 τις 22:44 τοπική ώρα το βράδυ, με μέγεθος 4,4 ρίχτερ.
Οι μετασεισμοί που παρατηρήθηκαν τις πρώτες 20 μέρες, σχημάτιζαν δύο ομάδες στα άκρα του σεισμού, οι οποίες στη συνέχεια συνενώθηκαν. Υπολογίστηκε ότι το σεισμό ακολούθησαν συνολικά μέσα στα επόμενα δύο χρόνια 4.000 μετασεισμοί.
Για 2,5 χρόνια μετά το σεισμό το ρήγμα συνέχισε να ολισθαίνει, ως αποτέλεσμα της στατικής πίεσης, με μέγιστη μετατόπιση που έφτασε τα τρία εκατοστά στην επιφάνεια. Μάλιστα η διάρρηξη που παρατηρήθηκε μετά το σεισμό είχε εμβαδόν 146,5 χλμ², ήταν δηλαδή 42% μεγαλύτερη από τη διάρρηξη που προκλήθηκε από τη κύρια σεισμική δόνηση. Αν αυτή η διάρρηξη λάμβανε χώρα μονομιάς θα ισοδυναμούσε με ένα σεισμό 5,7 βαθμών Ρίχτερ.
Στις 19 Ιουλίου 2019, στις 14:13:14, σεισμός 5,1 βαθμών σημειώθηκε στο δυτικό τμήμα του ρήγματος της Πάρνηθας, το οποίο δεν είχε ενεργοποιηθεί από τον σεισμό του 1999, με επίκεντρο την Μαγούλα, έχοντας εστιακό βάθος μόλις 5 χιλιομέτρων. Ο σεισμός αυτός δεν συνοδεύτηκε από ανθρώπινες απώλειες ή σοβαρές υλικές ζημιές.
Θύματα
Ο αριθμός των θυμάτων του σεισμού υπολογίζεται 145, γεγονός που κατατάσσει τον σεισμό ως τον πιο θανατηφόρο που έλαβε χώρα στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια. Με βάση αυτοψία σε 111 από τα θύματα του σεισμού, 36 άνθρωποι πέθαναν από τραύματα, 38 άνθρωποι έφεραν τραύματα από τα οποία κινδύνευε η ζωή τους ενώ 31 πέθαναν από ασφυξία. Οι περισσότεροι από τους θανάτους (102/111) οφείλονται σε καταρρεύσεις κτιρίων, τρία από αυτά εργοστάσια. Από τους υπόλοιπους, έξι έχασαν τη ζωή τους λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου, δύο από τραύματα όταν πήδηξαν από το κτίριο στο οποίο βρίσκονταν και ένας όταν χτυπήθηκε από ένα αντικείμενο.
Υπολογίστηκε ότι τουλάχιστον άλλοι 85 σώθηκαν μέσα από τα συντρίμια, 2.000 τραυματίστηκαν και 50.000 έμειναν άστεγοι. Οι καταυλισμοί που δημιουργήθηκαν για την προσωρινή στέγαση των αστέγων εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται 10 χρόνια μετά.
Στο εξαώροφο κτίριο της Ρικομέξ, στο Μενίδι, που στεγάζονταν οι εταιρείες Ρικομέξ και Εστία εμπορική, πέθαναν 39 άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους δύο έγκυες γυναίκες.
Η επιχείρηση κήρυξε πτώχευση το 2004. Από την εκδίκαση της υπόθεσης το 2007, από τους 33 κατηγορούμενους για την κατάρρευση του εργοστασίου όλοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες με ασαφή αιτιολογία. Σε συγγενείς μερικών από τα θύματα δόθηκαν αποζημιώσεις που έφταναν 17.000 € για νεκρό αδελφό, 30.000 € για νεκρό γονιό και 40.000 € για κάθε νεκρό παιδί. Το Μάιο του 2010 αποφασίστηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι η Νομαρχία έχει αυτοτελείς ευθύνες, καθώς δεν διενήργησε σωστά τους προληπτικούς και κατασταλτικούς ελέγχους στην κατασκευή του εργοστασίου και πρέπει να αποζημιώσει τα θύματα με 18 εκατομμύρια ευρώ. Τελικά το 2012 αποφασίστηκε από το Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής η καταβολή 13 εκατομμυρίων € σε συγγενείς των θυμάτων από τους πόρους της περιφέρειας.
Άλλες υποθέσεις καταρρεύσεων που εκδικάστηκαν, ήταν η κατάρρευση πολυκατοικίας στη Νέα Φιλαδέλφια, όπου άλλοι εφτά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Για την κατάρρευση κατηγορήθηκαν τεχνικοί εκπρόσωποι του DIA και του Continent (πολυκαταστήματα της εποχής), οι οποίο αθωώθηκαν σε α΄ βαθμό. Ο ιδιοκτήτης της ΦΙΑΛΟΠΛΑΣΤ, όπου πέθαναν 3 γυναίκες, βρέθηκε ένοχος σε α΄ βαθμό για ανθρωποκτονία από αμέλεια, με ποινή φυλάκισης οχτώ μηνών, αλλά πέθανε πριν αυτή πραγματοποιηθεί. Για την κατάρρευση του εργοστασίου Faran, όπου έχασαν τη ζωή τους 4 άνθρωποι, οι τέσσερις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Για την κατάρρευση πολυκατοικίας στην οδό Ψυχάρη, στη Μεταμόρφωση τα αδικήματα παραγράφηκαν. Εκεί πέθαναν οχτώ άνθρωποι, ενώ πυροσβέστες ανέσυραν ζωντανά δύο μικρά παιδιά στην αγκαλιά του νεκρού πατέρα τους.
Η δίωξη του ιδιοκτήτη, του πολιτικού μηχανικού και του αρχιτέκτονα του εργοστασίου Φουρλής, όπου έχασαν τη ζωή τους 6 εργαζόμενοι, για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, παύθηκε το 2001 ύστερα από βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών.
Καταστροφές
Ο σεισμός του 1999 ήταν η πιο καταστροφική και δαπανηρή φυσική καταστροφή που έπληξε ποτέ την Ελλάδα, με υλικές ζημιές που αποτιμήθηκαν σε 3 δις δολάρια ΗΠΑ. Εκτός από την εγγύτητά του στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, ο σεισμός είχε μικρό εστιακό βάθος, σε συνδυασμό με ασυνήθιστα υψηλές επιταχύνσεις εδάφους. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έλαβαν χώρα εντός 10 χιλιομέτρων από το επίκεντρο, με τοπικές διαφορές που οφείλονταν σε διάφορους τοπογεωγραφικούς παράγοντες. Οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από το σεισμό ήταν τα Άνω Λιόσια, το Μενίδι, οι Θρακομακεδόνες και η Φυλή Αττικής, όπου υπολογίζεται ότι τοπικά ο σεισμός είχε ισχύ IX (9) στην κλίμακα Μερκάλι, ενώ κατά τόπους έφτασε και την ισχύ Χ (10, με μέγιστο επίπεδο το 12), με το 30% των καλά κατασκευασμένων κτιρίων να έχει καταρρεύσει, ήταν δηλαδή «εξαιρετικά καταστροφικός», ενώ μεγάλες επιταχύνσεις παρατηρήθηκαν και στη περιοχή Αδάμες, λόγω του αργιλώδους εδάφους και της εγγύτητας στη κοίτη του Κηφισού. Δεν αναφέρθηκαν σημαντικές υλικές καταστροφές στο Δήμο Αθηνών και στα νότια και ανατολικά προάστια.
Την επόμενη ημέρα του σεισμού, το ΥΠΕΧΩΔΕ όρισε ομάδες που αποτελούνταν από δύο μηχανικούς να ερευνήσουν τις καταστροφές στις περιοχές που επηρεάστηκαν από το σεισμό. Ύστερα από οπτική έρευνα τα κτίρια χαρακτηρίζονταν πράσινα αν η φέρουσα δομή δεν είχε ζημιές, κίτρινα αν η φέρουσα δομή είχε υποστεί επιδιορθώσιμες ζημιές και κόκκινα αν τα κτίρια είχαν υποστεί τόσες πολλές ζημιές που δεν μπορούσαν να επισκευαστούν και έτσι έπρεπε να κατεδαφιστούν.
Στους Θρακομακεδόνες το 84% των σπιτιών χαρακτηρίστηκε κόκκινο ή κίτρινο, στα Άνω Λιόσια το 64% και στη Φυλή το 56%. Τα περισσότερα «κόκκινα» κτίρια βρίσκονταν στις Αχαρνές και τα Άνω Λιόσια.
Μεγάλα εργοστάσια που βρίσκονταν στη περιοχή και υπέστησαν σοβαρές ζημιές από το σεισμό, ήταν των Ricomex ΑΕ, Αφοί Φουρλή ΑΕΒΕ, Παπουτσάνης ΑΒΕΕ και Φαράν ΑΒΕΕ, οι οποίες όλες είχαν σημαντικές οικονομικές απώλειες λόγω του σεισμού.
Ο σεισμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο καζίνο Mont Parnes, στην Πάρνηθα, με αποτέλεσμα το κέντρο διασκέδασης να κατεδαφιστεί, ενώ το μισό κτίριο τέθηκε εκτός λειτουργίας εξαιτίας της μετατόπισής του από την κατακόρυφο. Το κτίριο αποφασίστηκε τελικά να κατεδαφιστεί και στη θέση του να ανεγερθεί ένα νέο.
Το Στάδιο Νίκος Γκούμας στη Νέα Φιλαδέλφεια, έδρα της ΑΕΚ υπέστη τόσες ζημιές, ιδίως στις θύρες 3 και 16, από το σεισμό ώστε να έπρεπε να κατεδαφιστεί.
Συνολικά από το σεισμό κατέρρευσαν 110 κτίρια, 5.222 κρίθηκαν κατεδαφιστέα και 38.165 επισκευάσιμα.
Η Ακρόπολη και τα άλλα μνημεία της Αθήνας είτε έμειναν αλώβητα είτε είχαν μικρές υλικές ζημιές. Στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο παρατηρήθηκε ελαφρά περιστροφή κάποιων κιόνων, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Αρκετά από τα κτίρια με πλίνθινη τοιχοποιία που χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα δεν υπέστησαν ζημίες, αν και κάποια από αυτά τα κτίρια χαρακτηρίστηκαν κόκκινα, μερικά διατηρητέα (δηλαδή κτίρια τα οποία δεν πρέπει να κατεδαφιστούν).
Η Μητρόπολη Αθηνών, η οποία είχε υποστεί ζημιές και από το σεισμό του 1981, χρειάστηκε να αναστηλωθεί.
Μνημεία στα οποία προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές από το σεισμό ήταν η μονή Δαφνίου και το κάστρο της Φυλής, που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ., όπου στους τοίχους εμφανίστηκαν μεγάλες ρωγμές.
Όσον αφορά τις υποδομές, μια κατολίσθηση καθώς και αρκετές ρωγμές αναφέρθηκαν κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στην κορυφή της Πάρνηθας και βρισκόταν κοντά στο επίκεντρο, αλλά κατά τα άλλα οι ζημιές στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν μικρές. Στον σταθμό του Αμαρουσίου στην γραμμή 1 του Μετρό της Αθήνας τα υποστυλώματα των στεγάστρων των υπερυψωμένων αποβαθρών του σταθμού υπέστησαν ρωγμώσεις και αποφασίστηκε η καθαίρεσή τους και η αντικατάστασή τους με προκατασκευασμένα με μεταλλικό σκελετό, ενώ δεν παρατηρήθηκαν ζημιές στις υπό κατασκευή γραμμές 2 και 3 του Μετρό της Αθήνας. Μικρές ζημιές αναφέρθηκαν επίσης στο δίκτυο υδροδότησης κοντά στο επίκεντρο, με μικρές διαρροές σε υψηλής πίεσης σωλήνες. Το δίκτυο παροχής φυσικού αερίου και το δίκτυο αποχέτευσης δεν υπέστησαν καταστροφές. Στα λιμάνια της Ελευσίνας και του Πειραιά οι ζημιές ήταν μικρές, καθώς οι μόνες που παρατηρήθηκαν ήταν η μετακίνηση κατά 10 εκατοστά μερικών τοίχων στις αποβάθρες, επειδή κατακάθισαν, με αποτέλεσμα την ελαφρά παραμόρφωση των σιδηροτροχιών των γερανών και κάποιες διακοπές στο ηλεκτρικό δίκτυο.
Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών ανακοίνωσε αρχικά πως ο σεισμός προκλήθηκε από ρήγμα μήκους 15 χιλιομέτρων που καλύπτει την περιοχή μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας. Με βάση τη μελέτη δορυφορικών δεδομένων που εξετάζουν την παραμόρφωση καθ' ύψος του εδάφους που επιβεβαιώθηκε αργότερα από σεισμολογική μελέτη, και έγινε το 2008 αποδεκτή και από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο βρέθηκε ότι έγιναν δύο σεισμοί, μεγέθους 5,8 και 5,5 ρίχτερ, σε διαφορετικά ρήγματα και με διαφορά 3,5 δευτερολέπτων ο ένας από τον άλλο.
Γεωλογία και χαρακτηριστικά σεισμού
Ο σεισμός προήλθε από τεκτονική δράση. Το μέγεθός του υπολογίστηκε σε 5,9 με 6,0 βαθμούς της κλίμακας ρίχτερ. Έλαβε χώρα στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, 14:56:50 τοπική ώρα και διήρκεσε συνολικά 15 δευτερόλεπτα. Το επίκεντρο βρισκόταν 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στις Αχαρνές Αττικής και τον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας. Το εστιακό βάθος του σεισμού ήταν από 9 μέχρι 14 χιλιόμετρα. Το νέο ρήγμα που δημιουργήθηκε έχει διεύθυνση ανατολική - νοτιοανατολική και κλίση προς τα νοτιοανατολικά, δηλαδή με κλίση προς την Αθήνα. Η διάρρηξη έφτασε μέχρι 1,2 χιλιόμετρα από την επιφάνεια στην περιοχή της Μονής Κυπριανού στη Φυλή.
Σεισμολογική μελέτη και μελέτη με όρους συμβολομετρίας που αξιοποιεί δορυφορικά δεδομένα απέδειξαν ότι στην περίπτωση του σεισμού της Αθήνας ενεργοποιήθηκαν δύο ρήγματα που οδήγησαν στην εκδήλωση δύο σεισμών. Τα ρήγματα εκτείνονταν μέχρι τον κόλπο της Ελευσίνας. Ο λόγος των ενεργειών των δύο σεισμών ήταν 5/1. Το γεγονός ότι οι δύο σεισμοί εκδηλώθηκαν τελικά με χρονική απόσταση 3,5 δευτερολέπτων συνέτεινε να γίνει αντιληπτός ένας σεισμός.
Τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν συνάδουν με την βύθιση του ρήγματος της Φυλής και μιας πιθανής επέκτασης μέχρι τα Άνω Λιόσια που έχει μήκος μέχρι πέντε χιλιόμετρα.
Γεωφυσικό υπόβαθρο
Η Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερα σεισμογενής χώρα, καθώς βρίσκεται σε μία σύνθετη τεκτονική ζώνη, ανάμεσα στην Αφρικανική, στην Ευρασιατική και στην τεκτονική πλάκα της Ανατολίας, ενώ μέρος της νότιας Ελλάδας βρίσκεται στην πλάκα του Αιγαίου. Η πλάκα της Ανατολίας σπρώχνει την πλάκα του Αιγαίου προς τα νοτιοδυτικά με ταχύτητα 3 εκατοστών το χρόνο ως προς την Ευρασιατική πλάκα, ενώ η Αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από την πλάκα του Αιγαίου με ρυθμό 4 εκατοστών το χρόνο.
Η σεισμική δραστηριότητα στην κεντρική Ελλάδα θεωρείται λιγότερο έντονη, καθώς σεισμοί με ένταση μεγαλύτερη από 7 βαθμούς της κλίμακας ρίχτερ είναι σπάνιοι, καθώς σύμφωνα με στοιχεία των τελευταίων 500 χρόνων κανένας τέτοιος σεισμός δεν έχει λάβει χώρα στη περιοχή.
Η Αττική θεωρούταν μέχρι τότε περιοχή χωρίς σημαντικά ενεργά σεισμικά ρήγματα και γερό υπόβαθρο, και έτσι τοποθετήθηκε στις ζώνες σεισμικότητα Ι και ΙΙ με βάση την τετραβάθμια κλίμακα που χρησιμοποιούταν τότε, αν και ο Γαλανόπουλος, που εντόπισε ρήγματα γύρω από την Πάρνηθα, στην Πεντέλη και τον Υμηττό, διαφωνούσε.
Οι σεισμοί που έχουν λάβει χώρα στην κεντρική Ελλάδα συνήθως έχουν μέτρια ισχύ και μικρό εστιακό βάθος και γι' αυτό το λόγο προκαλούν μόνο τοπικές καταστροφές. Η ίδια η Αθήνα δεν έχει υποστεί σημαντικές καταστροφές από τέτοιους σεισμούς, καθώς οι περισσότεροι είχαν επικέντρο μακριά από τη πόλη, τουλάχιστον 40 χιλιόμετρα. Από αυτούς, πιο καταστροφικός θεωρείται ο σεισμός που έλαβε χώρα στις 24 Φεβρουαρίου 1981 με επίκεντρο κοντά στις Αλκυονίδες, στο ανατολικό άκρο του Κορινθιακού κόλπου.[9] Αντίθετα με όλους αυτούς, ο σεισμός του 1999 είχε επίκεντρο κοντά στους πρόποδες της Πάρνηθας, μόλις 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Ο προηγούμενος σεισμός με επίκεντρο στην Αττική που προκάλεσε σημαντικές καταστροφές, έλαβε χώρα το 1938, βόρεια της Πάρνηθας, κοντά στον Ωρωπό.
Στις νότιες πλαγιές της Πάρνηθας έχουν αναγνωριστεί με βάση γεωλογικές και δορυφορικές παρατηρήσεις τρία παράλληλα ρήγματα: το ρήγμα του Ασπρόπυργου που χωρίζει το στρώμα ασβεστόλιθου από τα ιζήματα στα οποία βρίσκεται η Αθήνα και τα ρήγματα F2 και F3, γνωστό και ως ρήγμα της Φυλής.
Το ρήγμα που έδωσε το σεισμό της Πάρνηθας είναι επέκταση του παλαιότερου και εκτείνεται από το κάστρο της Φυλής μέχρι τα Άνω Λιόσια και στο παρελθόν δεν έχει δώσει ξανά τόσο δυνατό σεισμό.
Ο προηγούμενος σεισμός με επίκεντρο ρήγμα στη Πάρνηθα έλαβε χώρα το 1705.
Η περιοχή έχει σύνθετο γεωλογικό ανάγλυφο, στο οποίο κυριαρχεί ο αθηναϊκός σχιστόλιθος.
Γεωφυσικά αποτελέσματα
Κοντά στο επίκεντρο του σεισμού παρατηρήθηκαν γραμμικές επιταχύνσεις που ξεπέρασαν το 0,5 g κοντά στο κέντρο της Αθήνας, αλλά δεν υπήρχαν επιταχυνσιόμετρα εγγύτερα στο επίκεντρο. Δεδομένα που εξήχθησαν με βάση παρατηρήσεις σχετικά με το αναποδογύρισμα ή με την ολίσθηση αντικειμένων σε κοιμητήρια κοντά στο επίκεντρο δείχνουν ότι η γραμμική επιτάχυνση σε σκληρά χώματα ξεπέρασε το 0,5 g και μπορεί να έφτασε μέχρι και τα 0,7 g, ενώ σε περιοχές με έδαφος από άργιλο υπολογίστηκαν ακόμη μεγαλύτερες επιταχύνσεις.
Οι κατακόρυφες επιταχύνσεις κοντά στο επίκεντρο ήταν ακόμη μεγαλύτερες και έφταναν το 1 g. Οι επιταχύνσεις είναι δυνατόν να ενισχύθηκαν από διάφορους τοπογραφικούς παράγοντες, όπως ρέματα ή πρανή. Αυτοί οι παράγοντες σε συνδυασμό με τη γεωλογία του υπεδάφους και τις πλαγιές της Πάρνηθας και του όρους Αιγάλεω είχαν ως αποτέλεσμα οι ζώνες με αυξημένη καταστροφή να έχουν σχεδόν γραμμική κατανομή. Οι ταλαντώσεις είχαν συχνότητα 1,5 μέχρι 10 Hz. Οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από το σεισμό, ήταν τα Άνω Λιόσια, το Μενίδι, οι Θρακομακεδόνες και η Φυλή Αττικής, όπου υπολογίζεται ότι τοπικά ο σεισμός είχε ισχύ IX (9, με μέγιστο επίπεδο το 12) στην κλίμακα Μερκάλι, ήταν δηλαδή «πολύ καταστροφικός».
Η διάρρηξη δεν έφτασε μέχρι την επιφάνεια. Παρατηρήθηκε μόνο μια μικρή διάρρηξη βορειοδυτικά της Φυλής, η οποία συνοδευόταν από πτώσεις βράχων με γραμμική κατεύθυνση σε μήκος εκατοντάδων μέτρων. Αυτή η διάρρηξη είχε ίδια διεύθυνση με την υπόγεια διάρρηξη, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι το βύθισμα βρίσκεται προς την άλλη πλευρά σε σχέση με το ρήγμα. Άλλες διαρρήξεις που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του σεισμού, ήταν αποτέλεσμα τοπικών ασυνεχειών στα πετρώματα ή ασταθών πρανών από χώμα και δε σχετίζονται άμεσα με το σεισμό.
Ο σεισμός προκάλεσε μεγαλύτερη μετατόπιση του εδάφους στη πλευρά του ρήγματος που βυθίστηκε, δηλαδή αυτή προς το Θριάσιο πεδίο και το λεκανοπέδιο Αττικής. Στο Θριάσιο πεδίο η μετατόπιση του εδάφους έφτασε τα εφτά εκατοστά στην επιφάνεια, ενώ σε περιοχές στο λεκανοπέδιο Αττικής, όπως το Μενίδι, η Νέα Φιλαδέλφεια, τα Άνω Λιόσια, το Περιστέρι, η Μεταμόρφωση, οι Θρακομακεδόνες και η Πετρούπολη, η μετατόπιση ήταν 3-4 εκατοστά.
Προσεισμοί και μετασεισμοί
Σεισμικές δονήσεις με επίκεντρο εντός 30 χιλιόμετρων από αυτό του κύριου σεισμού άρχισαν να παρατηρούνται το 1994. Σύμφωνα τον Γεράσιμο Παπαδόπουλο, πρώην αντιπρόεδρο του ΟΑΣΠ και διευθυντή ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου, είχαν καταγραφεί πρόδρομες σεισμικές δονήσεις στο ρήγμα από τον Νοέμβριο του 1997, αλλά στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι το φαινόμενο επιταχύνθηκε εξαιτίας του σεισμού στο Ιζμίτ το 1999 και έτσι ο μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα πριν το αναμενόμενο.
Δεκαοχτώ με δύο λεπτά πριν την κύρια σεισμική δόνηση κατεγράφησαν τέσσερις προσεισμοί με ένταση από 2,5 μέχρι 3,2 ρίχτερ. Μέσα στις επόμενες 24 ώρες σημειώθηκαν εκατοντάδες μετασεισμοί, από τους οποίος ο ισχυρότερος ήταν αυτός που εκδηλώθηκε τις 7 Σεπτεμβρίου 1999 τις 22:44 τοπική ώρα το βράδυ, με μέγεθος 4,4 ρίχτερ.
Οι μετασεισμοί που παρατηρήθηκαν τις πρώτες 20 μέρες, σχημάτιζαν δύο ομάδες στα άκρα του σεισμού, οι οποίες στη συνέχεια συνενώθηκαν. Υπολογίστηκε ότι το σεισμό ακολούθησαν συνολικά μέσα στα επόμενα δύο χρόνια 4.000 μετασεισμοί.
Για 2,5 χρόνια μετά το σεισμό το ρήγμα συνέχισε να ολισθαίνει, ως αποτέλεσμα της στατικής πίεσης, με μέγιστη μετατόπιση που έφτασε τα τρία εκατοστά στην επιφάνεια. Μάλιστα η διάρρηξη που παρατηρήθηκε μετά το σεισμό είχε εμβαδόν 146,5 χλμ², ήταν δηλαδή 42% μεγαλύτερη από τη διάρρηξη που προκλήθηκε από τη κύρια σεισμική δόνηση. Αν αυτή η διάρρηξη λάμβανε χώρα μονομιάς θα ισοδυναμούσε με ένα σεισμό 5,7 βαθμών Ρίχτερ.
Στις 19 Ιουλίου 2019, στις 14:13:14, σεισμός 5,1 βαθμών σημειώθηκε στο δυτικό τμήμα του ρήγματος της Πάρνηθας, το οποίο δεν είχε ενεργοποιηθεί από τον σεισμό του 1999, με επίκεντρο την Μαγούλα, έχοντας εστιακό βάθος μόλις 5 χιλιομέτρων. Ο σεισμός αυτός δεν συνοδεύτηκε από ανθρώπινες απώλειες ή σοβαρές υλικές ζημιές.
Θύματα
Ο αριθμός των θυμάτων του σεισμού υπολογίζεται 145, γεγονός που κατατάσσει τον σεισμό ως τον πιο θανατηφόρο που έλαβε χώρα στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια. Με βάση αυτοψία σε 111 από τα θύματα του σεισμού, 36 άνθρωποι πέθαναν από τραύματα, 38 άνθρωποι έφεραν τραύματα από τα οποία κινδύνευε η ζωή τους ενώ 31 πέθαναν από ασφυξία. Οι περισσότεροι από τους θανάτους (102/111) οφείλονται σε καταρρεύσεις κτιρίων, τρία από αυτά εργοστάσια. Από τους υπόλοιπους, έξι έχασαν τη ζωή τους λόγω εμφράγματος του μυοκαρδίου, δύο από τραύματα όταν πήδηξαν από το κτίριο στο οποίο βρίσκονταν και ένας όταν χτυπήθηκε από ένα αντικείμενο.
Υπολογίστηκε ότι τουλάχιστον άλλοι 85 σώθηκαν μέσα από τα συντρίμια, 2.000 τραυματίστηκαν και 50.000 έμειναν άστεγοι. Οι καταυλισμοί που δημιουργήθηκαν για την προσωρινή στέγαση των αστέγων εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται 10 χρόνια μετά.
Στο εξαώροφο κτίριο της Ρικομέξ, στο Μενίδι, που στεγάζονταν οι εταιρείες Ρικομέξ και Εστία εμπορική, πέθαναν 39 άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους δύο έγκυες γυναίκες.
Η επιχείρηση κήρυξε πτώχευση το 2004. Από την εκδίκαση της υπόθεσης το 2007, από τους 33 κατηγορούμενους για την κατάρρευση του εργοστασίου όλοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες με ασαφή αιτιολογία. Σε συγγενείς μερικών από τα θύματα δόθηκαν αποζημιώσεις που έφταναν 17.000 € για νεκρό αδελφό, 30.000 € για νεκρό γονιό και 40.000 € για κάθε νεκρό παιδί. Το Μάιο του 2010 αποφασίστηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι η Νομαρχία έχει αυτοτελείς ευθύνες, καθώς δεν διενήργησε σωστά τους προληπτικούς και κατασταλτικούς ελέγχους στην κατασκευή του εργοστασίου και πρέπει να αποζημιώσει τα θύματα με 18 εκατομμύρια ευρώ. Τελικά το 2012 αποφασίστηκε από το Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής η καταβολή 13 εκατομμυρίων € σε συγγενείς των θυμάτων από τους πόρους της περιφέρειας.
Άλλες υποθέσεις καταρρεύσεων που εκδικάστηκαν, ήταν η κατάρρευση πολυκατοικίας στη Νέα Φιλαδέλφια, όπου άλλοι εφτά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Για την κατάρρευση κατηγορήθηκαν τεχνικοί εκπρόσωποι του DIA και του Continent (πολυκαταστήματα της εποχής), οι οποίο αθωώθηκαν σε α΄ βαθμό. Ο ιδιοκτήτης της ΦΙΑΛΟΠΛΑΣΤ, όπου πέθαναν 3 γυναίκες, βρέθηκε ένοχος σε α΄ βαθμό για ανθρωποκτονία από αμέλεια, με ποινή φυλάκισης οχτώ μηνών, αλλά πέθανε πριν αυτή πραγματοποιηθεί. Για την κατάρρευση του εργοστασίου Faran, όπου έχασαν τη ζωή τους 4 άνθρωποι, οι τέσσερις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Για την κατάρρευση πολυκατοικίας στην οδό Ψυχάρη, στη Μεταμόρφωση τα αδικήματα παραγράφηκαν. Εκεί πέθαναν οχτώ άνθρωποι, ενώ πυροσβέστες ανέσυραν ζωντανά δύο μικρά παιδιά στην αγκαλιά του νεκρού πατέρα τους.
Η δίωξη του ιδιοκτήτη, του πολιτικού μηχανικού και του αρχιτέκτονα του εργοστασίου Φουρλής, όπου έχασαν τη ζωή τους 6 εργαζόμενοι, για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, παύθηκε το 2001 ύστερα από βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών.
Καταστροφές
Ο σεισμός του 1999 ήταν η πιο καταστροφική και δαπανηρή φυσική καταστροφή που έπληξε ποτέ την Ελλάδα, με υλικές ζημιές που αποτιμήθηκαν σε 3 δις δολάρια ΗΠΑ. Εκτός από την εγγύτητά του στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, ο σεισμός είχε μικρό εστιακό βάθος, σε συνδυασμό με ασυνήθιστα υψηλές επιταχύνσεις εδάφους. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έλαβαν χώρα εντός 10 χιλιομέτρων από το επίκεντρο, με τοπικές διαφορές που οφείλονταν σε διάφορους τοπογεωγραφικούς παράγοντες. Οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από το σεισμό ήταν τα Άνω Λιόσια, το Μενίδι, οι Θρακομακεδόνες και η Φυλή Αττικής, όπου υπολογίζεται ότι τοπικά ο σεισμός είχε ισχύ IX (9) στην κλίμακα Μερκάλι, ενώ κατά τόπους έφτασε και την ισχύ Χ (10, με μέγιστο επίπεδο το 12), με το 30% των καλά κατασκευασμένων κτιρίων να έχει καταρρεύσει, ήταν δηλαδή «εξαιρετικά καταστροφικός», ενώ μεγάλες επιταχύνσεις παρατηρήθηκαν και στη περιοχή Αδάμες, λόγω του αργιλώδους εδάφους και της εγγύτητας στη κοίτη του Κηφισού. Δεν αναφέρθηκαν σημαντικές υλικές καταστροφές στο Δήμο Αθηνών και στα νότια και ανατολικά προάστια.
Την επόμενη ημέρα του σεισμού, το ΥΠΕΧΩΔΕ όρισε ομάδες που αποτελούνταν από δύο μηχανικούς να ερευνήσουν τις καταστροφές στις περιοχές που επηρεάστηκαν από το σεισμό. Ύστερα από οπτική έρευνα τα κτίρια χαρακτηρίζονταν πράσινα αν η φέρουσα δομή δεν είχε ζημιές, κίτρινα αν η φέρουσα δομή είχε υποστεί επιδιορθώσιμες ζημιές και κόκκινα αν τα κτίρια είχαν υποστεί τόσες πολλές ζημιές που δεν μπορούσαν να επισκευαστούν και έτσι έπρεπε να κατεδαφιστούν.
Στους Θρακομακεδόνες το 84% των σπιτιών χαρακτηρίστηκε κόκκινο ή κίτρινο, στα Άνω Λιόσια το 64% και στη Φυλή το 56%. Τα περισσότερα «κόκκινα» κτίρια βρίσκονταν στις Αχαρνές και τα Άνω Λιόσια.
Μεγάλα εργοστάσια που βρίσκονταν στη περιοχή και υπέστησαν σοβαρές ζημιές από το σεισμό, ήταν των Ricomex ΑΕ, Αφοί Φουρλή ΑΕΒΕ, Παπουτσάνης ΑΒΕΕ και Φαράν ΑΒΕΕ, οι οποίες όλες είχαν σημαντικές οικονομικές απώλειες λόγω του σεισμού.
Ο σεισμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές στο καζίνο Mont Parnes, στην Πάρνηθα, με αποτέλεσμα το κέντρο διασκέδασης να κατεδαφιστεί, ενώ το μισό κτίριο τέθηκε εκτός λειτουργίας εξαιτίας της μετατόπισής του από την κατακόρυφο. Το κτίριο αποφασίστηκε τελικά να κατεδαφιστεί και στη θέση του να ανεγερθεί ένα νέο.
Το Στάδιο Νίκος Γκούμας στη Νέα Φιλαδέλφεια, έδρα της ΑΕΚ υπέστη τόσες ζημιές, ιδίως στις θύρες 3 και 16, από το σεισμό ώστε να έπρεπε να κατεδαφιστεί.
Συνολικά από το σεισμό κατέρρευσαν 110 κτίρια, 5.222 κρίθηκαν κατεδαφιστέα και 38.165 επισκευάσιμα.
Η Ακρόπολη και τα άλλα μνημεία της Αθήνας είτε έμειναν αλώβητα είτε είχαν μικρές υλικές ζημιές. Στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο παρατηρήθηκε ελαφρά περιστροφή κάποιων κιόνων, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Αρκετά από τα κτίρια με πλίνθινη τοιχοποιία που χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα δεν υπέστησαν ζημίες, αν και κάποια από αυτά τα κτίρια χαρακτηρίστηκαν κόκκινα, μερικά διατηρητέα (δηλαδή κτίρια τα οποία δεν πρέπει να κατεδαφιστούν).
Η Μητρόπολη Αθηνών, η οποία είχε υποστεί ζημιές και από το σεισμό του 1981, χρειάστηκε να αναστηλωθεί.
Μνημεία στα οποία προκλήθηκαν σημαντικές ζημιές από το σεισμό ήταν η μονή Δαφνίου και το κάστρο της Φυλής, που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ., όπου στους τοίχους εμφανίστηκαν μεγάλες ρωγμές.
Όσον αφορά τις υποδομές, μια κατολίσθηση καθώς και αρκετές ρωγμές αναφέρθηκαν κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στην κορυφή της Πάρνηθας και βρισκόταν κοντά στο επίκεντρο, αλλά κατά τα άλλα οι ζημιές στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν μικρές. Στον σταθμό του Αμαρουσίου στην γραμμή 1 του Μετρό της Αθήνας τα υποστυλώματα των στεγάστρων των υπερυψωμένων αποβαθρών του σταθμού υπέστησαν ρωγμώσεις και αποφασίστηκε η καθαίρεσή τους και η αντικατάστασή τους με προκατασκευασμένα με μεταλλικό σκελετό, ενώ δεν παρατηρήθηκαν ζημιές στις υπό κατασκευή γραμμές 2 και 3 του Μετρό της Αθήνας. Μικρές ζημιές αναφέρθηκαν επίσης στο δίκτυο υδροδότησης κοντά στο επίκεντρο, με μικρές διαρροές σε υψηλής πίεσης σωλήνες. Το δίκτυο παροχής φυσικού αερίου και το δίκτυο αποχέτευσης δεν υπέστησαν καταστροφές. Στα λιμάνια της Ελευσίνας και του Πειραιά οι ζημιές ήταν μικρές, καθώς οι μόνες που παρατηρήθηκαν ήταν η μετακίνηση κατά 10 εκατοστά μερικών τοίχων στις αποβάθρες, επειδή κατακάθισαν, με αποτέλεσμα την ελαφρά παραμόρφωση των σιδηροτροχιών των γερανών και κάποιες διακοπές στο ηλεκτρικό δίκτυο.
0 Σχόλια