Απεβίωσε: 16 Ιουλίου 1874, Βουκουρέστι, Ρουμανία
Ο Απόστολος Αρσάκης (Χοταχόβο Πρεμετής, 6 Ιανουαρίου 1792 - Βουκουρέστι 16 Ιουλίου 1874) ήταν Έλληνας βλάχικης καταγωγής ευεργέτης και πολιτικός στη Ρουμανία, όπου διετέλεσε και πρωθυπουργός.
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους ευεργέτες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, ενώ την ίδια στιγμή έγινε μία ηγετική πολιτική προσωπικότητα στη Ρουμανία.Βιογραφία
Ο μέγας ευεργέτης της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Απόστολος Αρσάκης, γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1792 στο χωριό Χοταχόβο της Πρεμετής της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν γιος του Κυριάκου Αρσάκη, ο οποίος ήταν ξάδερφος με τους αδερφούς Τοσίτσα. Σε ηλικία 8 ετών πήγε στο Βουκουρέστι και μετά από τέσσερα χρόνια, το 1804, στάλθηκε σε ένα Γυμνάσιο στη Βιέννη, ενώ συγχρόνως μάθαινε ελληνικά από τον μεγάλο διδάσκαλο Νεόφυτο Δούκα. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χάλλης της Σαξονίας. Το 1813 πήρε το πτυχίο του και το 1814 εγκατάσταθηκε στο Βουκουρέστι, όπου άσκησε το επάγγελμα του ιατρού.
Από πολύ νέος ο Αρσάκης έδωσε δείγματα της μεγάλης φιλολογικής του μορφώσεως και της πρώιμης διανοητικής ωριμότητάς του. Όταν ήταν φοιτητής, σε ηλικία 19 ετών, το 1811, έγραψε με την ευκαιρία της γεννήσεως του παιδιού του Μέγα Ναπολέοντα βουκολικό ειδύλλιο, σε δωρική διάλεκτο, κατ' απομίμηση των ειδυλλίων αυτών του Θεοκρίτου. Με το ποίημά του αυτό, παρακαλούσε τον πανίσχυρο τότε αυτοκράτορα να βοηθήσει την υπόδουλη Ελλάδα για να αποκτήσει την ελευθερία της από τους Τούρκους.
Το 1813, σε ηλικία 21 ετών, ο Αρσάκης έγραψε περισπούδαστη διατριβή, επί διδακτορία, σε λατινική γλώσσα «Περί του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού των ιχθύων», η οποία σχολιάστηκε εγκωμιαστικά. Η διατριβή αυτή μεταφράσθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες θεωρούμενη ότι προήγε τη συγκριτική ανατομία. Παράλληλα, δημοσίευσε στον «Λόγιο Ερμή» άρθρα σχετικά με την ιστορία της Ιατρικής και συνέγραψε πολλές ακόμα επιστημονικές εργασίες, τις οποίες δημοσίευσε σε επιστημονικά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες.
Το 1822 προσλήφθηκε ως ιδιαίτερος γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας, ενώ από το 1836 μέχρι το 1839 διετέλεσε γραμματέας επικρατείας του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Γκίκα. Το 1857 πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής και την περίοδο 1857-1859 χρημάτισε μέλος της τετραμελούς επιτροπής για την ένωση της Βλαχίας και της Μολδαβίας, οι οποίες αποτέλεσαν αργότερα τη Ρουμανία. Το 1862 έγινε Υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας και λίγο καιρό αργότερα διετέλεσε προσωρινός πρωθυπουργός, αντικαθιστώντας τον δολοφονημένο πρωθυπουργό Καρατζίο. Στον πρωθυπουργικό θώκο παρέμεινε μέχρι τις 23 Ιουνίου του 1862.
Το όνομα, όμως, του Αρσάκη δεν έγινε ένδοξο ούτε από τα πρώιμα πνευματικά προϊόντα της εξαιρετικής διανοίας του, ούτε από την αξιόλογη δράση του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αλλά από τις μεγάλες δωρεές του στην Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Οι δωρεές αυτές είχαν αποσπάσει την αγάπη, την εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη όλου του ελληνισμού, ο οποίος καταλάβαινε ότι το νόημα των δωρεών αυτών ήταν η μόρφωση κατάλληλων μητέρων και παιδαγωγών. Μετά την αποτίναξη της δουλείας, χρειαζόταν εξυγιαντική πνοή για σωστή εκπαίδευση και αγωγή.
Με δικές του δαπάνες βοήθησε στην αποπεράτωση του Μεγάρου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας επί της οδού Πανεπιστημίου, ενώ διέθεσε μεγάλα ποσά για τη συντήρησή του. Το 1850 το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη και ονόμασε τα σχολεία της Αρσάκεια. Εκτός από αυτές τις δωρεές, μεγάλα ποσά και πολύτιμα αντικείμενα δώρησε ο Αρσάκης και στην εκκλησία του Αρσακείου, η οποία ετιμάτο, χάριν της συζύγου του Αναστασίας, επ' ονόματι της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας. Επίσης δώρισε σημαντικά ποσά για την ανέγερση στη πατρίδα του, σχολείων και ναών. Επιπλέον, δημοσίευσε την αρχαιολογική πραγματεία «Περί του ει εξήν ταις γυναιξί ταις δραματικαίς επιδείξεσι παρείναι».
Ο Αρσάκης υπήρξε αγαθός και ευτυχής οικογενειάρχης και απέκτησε έναν γιο, τον Γεώργιο, και δύο κόρες: την Ελένη, σύζυγο Καντακουζηνού, και την Ολυμπία, σύζυγο Λαχοβάρη, πρεσβευτή της Ρουμανίας. Δύο μήνες προ του θανάτου του αφιέρωσε στην εκκλησία του Αρσακείου έναν Επιτάφιο και ένα χρυσοκέντητο Σταυρό.
Όταν απεβίωσε ο Αρσάκης, στις 16 Ιουλίου του 1874 στο Βουκουρέστι, το συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας όρισε πένθος 40 ημερών σε όλο το προσωπικό του Αρσακείου και του έκανε μνημόσυνο στη Μητρόπολη Αθηνών, κατά το οποίο εξεφώνησε ιστορικό λόγο ο Κωνσταντίνος Κοντογόνης. Όρισε, επίσης, όπως σε κάθε εορτή να ευλογεί το όνομά του στην εκκλησία του Αρσακείου ο εκκλησιαστικός χορός των Αρσακειάδων ψάλλοντας το τροπάριο "Αποστόλου και Αναστασίας, των αοιδίμων ιδρυτών του ιερού τούτου τεμένους, αιωνία η μνήμη" και κάθε χρόνο, στις εξετάσεις, οι μαθήτριες ψάλλουν τον "Αρσάκειο Ύμνο", που γράφτηκε και μελοποιήθηκε προς τιμή του από το 1866.
0 Σχόλια