Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να πει τη λέξη “αγάπη”.
Όχι ότι δεν έκανε “πράξεις αγάπης”.
Τη λέξη “αγάπη” δεν μπορούσε να ξεστομίσει μα ούτε και τα παράγωγά της για να λέμε την αλήθεια. Μόνο να τη γράφει μπορούσε.
Και έγραφε πολύ.
Έγραφε μέρες και νύχτες.
Έπειτα, πήγαινε και κάρφωνε τις λέξεις του στα πιο απίθανα σημεία της πόλης:μέσα στους βρώμικους υπονόμους, κάτω από ετοιμόρροπες γέφυρες, πάνω σε κατεδαφισμένα σπίτια…
Εκεί πολλές φορές βρέθηκε η λέξη “αγάπη”, γραμμένη πάντα με μαύρο και σαν να κατηφόριζαν τα γράμματά της έτσι όπως ήταν βαλμένα άτακτα το ένα δίπλα στ’ άλλο.
Θαρρείς και ξέφευγε η “αγάπη” κι έπεφτε από το δεύτερο άλφα της και μετά.
Αυτό, εθεωρήθη κάπως ανάρμοστο.
Αυτό και το μαύρο χρώμα.
Πού ακούστηκε να γράφεται η “αγάπη” ,με μαύρο χρώμα;
Έγινε σούσουρο στην γκρίζα πολιτεία
Ποιος ήταν αυτός που τόλμησε να προσβάλει την αγάπη του για την αγάπη με τις πράξεις του;
Στο δικαστήριο που μαζεύτηκε όλη η πόλη, είπαν όλοι πολλές φορές την λέξη “αγάπη” δια το πιστόν. Πρώτα ένας ένας κι εν συνεχεία όλοι μαζί, δυνατά και καθαρά, κοιτάζοντας στα μάτια τον ένοχο. Εκείνος όμως στάθηκε αμετανόητος. Δεν την ξεστόμισε ούτε για μια φορά.
Οι δικαστές φοβήθηκαν πως η δίκη θα έπαιρνε εις μάκρος.
Του απεδόθη το ακαταλόγιστο και αφέθη ελεύθερος υπό όρους περιοριστικούς: θα παρακολουθούσε μαθήματα “πράξεων αγάπης προς τον συνάνθρωπο” τα οποία προέβλεπε ένα πρωτοποριακό κοινοτικό πρόγραμμα.
Πήγαινε τακτικά στα μαθήματα αυτά, σάμπως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;
Ωστόσο δεν μιλούσε ποτέ.
Μόνο άκουγε και πού και πού χαμογελούσε με πίκρα, κάτι που οι συμπολίτες του έβρισκαν ιδιαζόντως ανάρμοστο.
Σε λίγο καιρό κουράστηκαν ν’ ασχολούνται με την περίπτωσή του.
Απεφάνθησαν τελικώς πως ήταν ένας τρελός.
Κι έτσι απέκτησε κι η πόλη τον τρελό της που δεν είχε.
Γιατί, κάθε πόλη έχει ανάγκη από έναν τρελό ώστε να αποδεικνύει “την αδιασάλευτη κι επικρατούσα και ισχύουσα και ακλόνητη και απαρασάλευτη και ανώτερη και ανθρώπινη λογική της”.
…Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να πει τη λέξη “αγάπη”.
Οι άλλοι άνθρωποι τον λέγανε δυνατά τρελό.
Εκείνος δεν τους είπε ποτέ υποκριτές γιατί σιγά σιγά έπαψε εντελώς να μιλάει.
Κάπου άκουσε πως τα πάντα είναι “θέμα οπτικής γωνίας” και χαμογέλασε. Απ’ το χαμόγελό του έσταξε μια στάλα πίκρα που κύλησε στο δρόμο και σχημάτισε με μαύρα γράμματα τη λέξη αγάπη.
Το πρωί που την είδαν οι κάτοικοι, ταράχτηκαν. Δεν καθάριζε με τίποτα. Απεφάνθησαν πως έπρεπε να ασφαλτώσουν εκ νέου. Έτσι η πόλη μας απέκτησε καινούργιους δρόμους.
Όχι ότι δεν έκανε “πράξεις αγάπης”.
Τη λέξη “αγάπη” δεν μπορούσε να ξεστομίσει μα ούτε και τα παράγωγά της για να λέμε την αλήθεια. Μόνο να τη γράφει μπορούσε.
Και έγραφε πολύ.
Έγραφε μέρες και νύχτες.
Έπειτα, πήγαινε και κάρφωνε τις λέξεις του στα πιο απίθανα σημεία της πόλης:μέσα στους βρώμικους υπονόμους, κάτω από ετοιμόρροπες γέφυρες, πάνω σε κατεδαφισμένα σπίτια…
Εκεί πολλές φορές βρέθηκε η λέξη “αγάπη”, γραμμένη πάντα με μαύρο και σαν να κατηφόριζαν τα γράμματά της έτσι όπως ήταν βαλμένα άτακτα το ένα δίπλα στ’ άλλο.
Θαρρείς και ξέφευγε η “αγάπη” κι έπεφτε από το δεύτερο άλφα της και μετά.
Αυτό, εθεωρήθη κάπως ανάρμοστο.
Αυτό και το μαύρο χρώμα.
Πού ακούστηκε να γράφεται η “αγάπη” ,με μαύρο χρώμα;
Έγινε σούσουρο στην γκρίζα πολιτεία
Ποιος ήταν αυτός που τόλμησε να προσβάλει την αγάπη του για την αγάπη με τις πράξεις του;
Στο δικαστήριο που μαζεύτηκε όλη η πόλη, είπαν όλοι πολλές φορές την λέξη “αγάπη” δια το πιστόν. Πρώτα ένας ένας κι εν συνεχεία όλοι μαζί, δυνατά και καθαρά, κοιτάζοντας στα μάτια τον ένοχο. Εκείνος όμως στάθηκε αμετανόητος. Δεν την ξεστόμισε ούτε για μια φορά.
Οι δικαστές φοβήθηκαν πως η δίκη θα έπαιρνε εις μάκρος.
Του απεδόθη το ακαταλόγιστο και αφέθη ελεύθερος υπό όρους περιοριστικούς: θα παρακολουθούσε μαθήματα “πράξεων αγάπης προς τον συνάνθρωπο” τα οποία προέβλεπε ένα πρωτοποριακό κοινοτικό πρόγραμμα.
Πήγαινε τακτικά στα μαθήματα αυτά, σάμπως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;
Ωστόσο δεν μιλούσε ποτέ.
Μόνο άκουγε και πού και πού χαμογελούσε με πίκρα, κάτι που οι συμπολίτες του έβρισκαν ιδιαζόντως ανάρμοστο.
Σε λίγο καιρό κουράστηκαν ν’ ασχολούνται με την περίπτωσή του.
Απεφάνθησαν τελικώς πως ήταν ένας τρελός.
Κι έτσι απέκτησε κι η πόλη τον τρελό της που δεν είχε.
Γιατί, κάθε πόλη έχει ανάγκη από έναν τρελό ώστε να αποδεικνύει “την αδιασάλευτη κι επικρατούσα και ισχύουσα και ακλόνητη και απαρασάλευτη και ανώτερη και ανθρώπινη λογική της”.
…Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να πει τη λέξη “αγάπη”.
Οι άλλοι άνθρωποι τον λέγανε δυνατά τρελό.
Εκείνος δεν τους είπε ποτέ υποκριτές γιατί σιγά σιγά έπαψε εντελώς να μιλάει.
Κάπου άκουσε πως τα πάντα είναι “θέμα οπτικής γωνίας” και χαμογέλασε. Απ’ το χαμόγελό του έσταξε μια στάλα πίκρα που κύλησε στο δρόμο και σχημάτισε με μαύρα γράμματα τη λέξη αγάπη.
Το πρωί που την είδαν οι κάτοικοι, ταράχτηκαν. Δεν καθάριζε με τίποτα. Απεφάνθησαν πως έπρεπε να ασφαλτώσουν εκ νέου. Έτσι η πόλη μας απέκτησε καινούργιους δρόμους.
0 Σχόλια