Μισώ το καλοκαίρι. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγα στον εαυτό μου τα πρώτα 33 χρόνια της ζωής μου κάθε φορά που άνοιγε ο καιρός και ξεκινούσε η υποχρεωτική κάθοδος των Δωριέων (και μερικών Ιώνων) σε νησιά και παραλίες.
Έχω πει στον εαυτό μου ότι μισώ το καλοκαίρι σε παραλίες των Κυκλάδων, των Σποράδων, στο Κρητικό πέλαγος, μέχρι και στη Χαλκιδική, που ομολογουμένως σαν αυτή δεν έχει. Κάποια στιγμή, απλά το πήρα απόφαση και είπα στον εαυτό μου ότι μπορώ να μισώ το καλοκαίρι και από το σαλόνι μου με τις γάτες αγκαλιά.Τα δύο τελευταία χρόνια, όμως, συχνάζοντας αποκλειστικά πλέον σε νορβηγικά φιόρδ και σουηδικές λίμνες, συνειδητοποίησα πως δεν είναι το καλοκαίρι και οι παραλίες που μισώ: είναι το καλοκαίρι και οι παραλίες στην Ελλάδα. Όχι από κάποιο περίεργο ελιτισμό ή ξενομανία. Συνεχίζω να πιστεύω πως τα νερά μας είναι τα πιο καταγάλανα στον κόσμο και πως σαν τη Χαλκιδική δεν έχει. Όχι, εκείνο που για μένα μετατρέπει τις αντικειμενικά πανέμορφες παραλίες της Ελλάδας σε υποκειμενικό σκηνικό ταινίας τρόμου είναι οι άνθρωποι που συχνάζουν σε αυτές. Συγκεκριμένα, τα βλέμματα που ρίχνουν οι άνθρωποι που συχνάζουν σε αυτές σε plus size σώματα σαν το δικό μου.
Φυσικά, δεν ήταν πάντα έτσι. Ως χοντρά παιδάκια όλοι μας έβρισκαν χαριτωμένα: τρώγαμε όλο μας το φαγητό, κατευνάζαμε το κατοχικό σύνδρομο των παππούδων μας και τέλος πάντων αυτή η κοιλίτσα θα γινόταν «μπόι». Με το που φτάσαμε όμως στην εφηβεία και έγινε ξεκάθαρο ότι το σώμα μας δεν θα τιθασευτεί ποτέ σε ένα ταπεινό medium, ούτε καν σε ένα οριακά αποδεκτό large, άρχισε σιγά αλλά σταθερά η μεταμόρφωσή μας σε πολίτες β’ κατηγορίας. Βλέπεις, η… χοντροφοβία στην Ελλάδα είναι σαν εκείνο τον ανεμιστήρα στο γραφείο: έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ στην ύπαρξή του που δεν τον ακούμε παρά μόνο όταν πάψει να λειτουργεί. Δεν με πιστεύεις; Ας πάρουμε για παράδειγμα την τελευταία φορά που με προσέβαλαν, πριν από δύο χρόνια.
Πριν από δύο χρόνια, λοιπόν, όταν ετοιμαζόμουν για τη μετανάστευση, ήρθε ο Σουηδός καλός μου να με βοηθήσει.Θέλοντας να τον περιποιηθώ, καθότι ήταν η πρώτη του φορά στην Αθήνα, και ξέροντας πόσο πολύ του αρέσουν οι λιχουδιές, πήγα στον φούρνο ένα πρωί να πάρω μια ποικιλία από τυροπιτάκια και μπουγάτσες για να δοκιμάσει. Η κοπέλα στον φούρνο κοίταξε το κουτί μου, μετά κοίταξε εμένα και μου είπε: «Σαν πολλά δε θα φας;». Όταν της εξήγησα πως ήταν για το αγόρι μου κοκκίνισε και μου έδωσε ένα τυροπιτάκι δωρεάν – γιατί δεν ήταν κακός άνθρωπος.Από τη δική της οπτική γωνία, δεν έκανε κάτι το μεμπτό. Όπως ένα σωρό επαγγελματίες σε έναν σωρό κλάδους (που σημειωτέον δεν έχουν καμία σχέση με Διαιτολογία ή Ιατρική), η κοπέλα στο φούρνο έδειξε απλά το «ενδιαφέρον» της για έναν άνθρωπο με παραπανίσια κιλά.Το σχόλιό της σίγουρα δεν με ενόχλησε περισσότερο από τα εκάστοτε σχόλια της μαμάς μου («με τιμώρησε ο Θεός με ένα χοντρό παιδί») ή τα σχόλια διάφορων πρώην μου («θα ήσουν πανέμορφη αν έχανες χ κιλά» – όπου χ αριθμός από το 4 ως το 40, ανάλογα με τη χρονική συγκυρία και το πόσο καλός ήταν ο εκάστοτε πρώην στα Μαθηματικά).Ο Σουηδός καλός μου, όμως, έγινε έξαλλος. Όχι επειδή του… προσβάλλουν την κοπέλα, αλλά επειδή γεννήθηκε σε μια κοινωνία που θεωρείται αδιανόητο ο οποιοσδήποτε υπάλληλος να προσβάλει τον οποιοδήποτε πελάτη και να μην απολυθεί επιτόπου.Ακόμα και σήμερα, όταν ξεμένουμε από λεφτά με ρωτάει πού και πού αν μπορούμε να κάνουμε μήνυση σε εκείνο τον φούρνο.
Αλλά ας επανέρθουμε στο θέμα μας. Αυτό δεν είναι ένα άρθρο για το πόσο δύσκολο είναι να υπάρχεις ως plus size άνθρωπος στην Ελλάδα (κυρίως γιατί μου έχουν δώσει όριο λέξεων). Είναι ένα άρθρο για το πόσο δύσκολο είναι να υπάρχεις ως plus size άνθρωπος στην Ελλάδα το καλοκαίρι στην παραλία.
Ας ξεκινήσουμε από το τι θα φορέσεις στην εν λόγω παραλία. Τουλάχιστον μέχρι πολύ πρόσφατα, αν το νούμερό σου ήταν από ΙX και πάνω οι επιλογές που είχες για beachwear ήταν οι εξής δύο: κάποιο βαρετό ολόσωμο σε χρώμα μπλαβί (όχι τυχαία, καθότι το μαγιό αρχικά σχεδιάστηκε με target group τις άνω των -ήντα συνταξιούχες ατυχήσασες) και κάποιο tribal τραπεζομάντιλο ως παρεό. Ρούχα δηλαδή που θα σου επιτρέψουν να παραμείνεις κρυμμένη όσο τον δυνατόν περισσότερο, μην τυχόν και χαλάσεις την αισθητική των παραδίπλα λουομένων.Αν η Ελλάδα δεν ήταν μια χριστιανοκρατούμενη κοινωνία, πιστεύω ακράδαντα ότι το μπουρκίνι θα έκανε θραύση ως… κολακευτική λύση για παχουλές.
Καταλαβαίνω πως αν δεν έχεις αντιμετωπίσει «χοντροφοβία» και discrimination από πρώτο χέρι, αν δεν έχεις ακούσει ποτέ από πωλήτρια με το που μπαίνεις σ’ ένα μαγαζί «δεν έχουμε κάτι στο νουμεράκι σας», είναι πολύ εύκολο να σκεφτείς πως είμαι απλά υπερβολική.Στο κάτω-κάτω, πού είναι το κακό στο να φοράμε ρούχα που μας κολακεύουν; Γιατί να θέλω να εκθέσω δημόσια τις ραγάδες, την κυτταρίτιδα και τις ατέλειές μου όταν μπορώ να επιλέξω ένα μαγιό που… δεν θα προκαλεί; Δεν έχω συναίσθηση της εικόνας μου; Έχω. Και παραέχω μάλιστα.Και αυτό είναι το κακό.Αλλά για να σου δώσω να το καταλάβεις, θα πρέπει να σου μιλήσω λιγάκι για την πατριαρχία. Προκαταβολικά συγγνώμη.
Στις πατριαρχικές κοινωνίες σαν αυτή που ζούμε μεγαλώνουμε τα κορίτσια μας με δύο (συνειδητές ή υποσυνείδητες) αποστολές: να γίνουν όμορφα και να παραμείνουν αδύνατα. Το ιδανικό φυσικά είναι να καταφέρουν και τα δύο – το Ιερό Δισκοπότηρο της θηλυκότητας.Αν όμως πρέπει οπωσδήποτε να συμβιβαστούν με μία από τις δύο αρετές, τότε ένα αδύνατο σώμα με μέτριο πρόσωπο είναι κοινωνικά προτιμητέο από ένα όμορφο πρόσωπο με υπέρβαρο σώμα.Και κάπως έτσι πορευόμαστε στην καθημερινότητά μας, στις σχέσεις και στις δουλειές μας, βαθμολογώντας τις γυναίκες που συναντάμε με αυτά τα κριτήρια.Με βοήθεια από τις σειρές, τις ταινίες, και ναι, τα γυναικεία περιοδικά, περιγράφουμε κάποια σώματα ως ελκυστικά και κάποια άλλα ως «μωρέ δεν έχω πρόβλημα, αρκεί να μην προκαλούν».Φυσικά αυτό δεν το κάνουμε μόνο με το σωματικό βάρος.Απλά προς τους plus size θεωρείται ακόμα «αθώο αστείο», ενώ το discrimination προς τις σεξουαλικές προτιμήσεις, το χρώμα της επιδερμίδας και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις όχι και τόσο. Ίσως αν διοργανώναμε ετήσιο Fat Parade; Δεν ξέρω, αλλά είμαι ανοιχτή σε προτάσεις.
Στις πατριαρχικές κοινωνίες σαν αυτή που ζούμε, λοιπόν, το να εμφανιστούμε ως γυναίκες στην παραλία κουβαλάει περίπου το ίδιο social pressure με το να εμφανιζόμασταν μπροστά σε κριτική επιτροπή ριάλιτι – και όχι του «RuPaul’s Drag Race», αφού εκεί τουλάχιστον υπάρχει σεβασμός among queens. Προετοιμαζόμαστε όλη τη σεζόν για να… χτίσουμε σώμα για την παραλία λες και είμαστε κάποιο αρχιτεκτονικό πρότζεκτ. Λες και το γεγονός ότι έχουμε ένα σώμα και το έχουμε πάει στην παραλία δεν είναι αρκετό. Κρινόμαστε και κρίνουμε, ατομικά και ως ensemble, το στυλ, το χρώμα και το κόψιμο του μαγιό μας, την ύπαρξη ή όχι τατουάζ, τη χρήση ή όχι μακιγιάζ και, φυσικά, την ύπαρξη ή όχι περιττών κιλών και κυτταρίτιδας. Και μέχρι να τελειώσει όλη αυτή η διαδικασία της αλληλο-κρίσης, ειδικά αν κουβαλάμε και τα περιττά κιλά που προανέφερα (ή νομίζουμε πως τα κουβαλάμε), είμαστε πια τόσο self conscious και εξαντλημένες που καλύτερα να είχαμε μείνει σπίτι. Τουλάχιστον οι γάτες μας, μας κρίνουν μόνο όταν πεινάνε.
Ευτυχώς, ο κόσμος αλλάζει. Όταν ήμουν στην εφηβεία δεν υπήρχε καμία γυναίκα στην τηλεόραση ή το σινεμά που να δείχνει σαν εμένα και να μην είναι υποχρεωμένη να κάνει αστεία κάθε 5 λεπτά για το βάρος της για να γελάνε οι «κανονικοί» άνθρωποι («Είσαι το ταίρι μου», δεν ξεχνώ). Δεν υπήρχε καμία plus size γυναίκα που να δείχνει σέξι και ευτυχισμένη στις σελίδες των γυναικείων περιοδικών όπως τώρα η Tess Holliday και η Ashley Graham. Και σίγουρα δεν υπήρχε body positivity κίνημα στο Instagram (ίσως γιατί δεν υπήρχε Instagram, δεν ξέρω) και ένα σωρό brands που να σχεδιάζουν κομψά και σέξι swimwear για μεγάλα μεγέθη. Η κάποτε επαναστατική ιδέα πως μπορούμε να είμαστε ΟΚ με τον εαυτό μας ακριβώς όπως είμαστε τώρα, πως το να έχουμε ένα σώμα και να το πάμε στην παραλία είναι αρκετό ευτυχώς κερδίζει συνέχεια έδαφος. Ζω για τη μέρα που θα είναι κοινή λογική. Ως τότε, αν τύχει να συναντηθούμε σε κάποια παραλία, εύχομαι να αντισταθείς στον πειρασμό να με κρίνεις. Κι εγώ σου υπόσχομαι πως τα μόνα λόγια κριτή ριάλιτι που θα ξεστομίσω είναι αυτά του «RuPaul’s»: «If you don’t love yourself, how the hell are you gonna love anybody else? Can I get an Amen?».
FOtini Tikkou
0 Σχόλια