Απεβίωσε: 27 Ιουνίου 2009, Αθήνα
Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που ταυτίστηκε με τον ρόλο του κακού στην μεγάλη οθόνη. Χαρακτηριστική ήταν η τρεμάμενη φωνή του και το άγριο παρουσιαστικό του.
Μετά το δημοτικό τελείωσε την Σεβαστουπούλειο Εργατική Σχολή, όπου γράφτηκε για το φαγητό που προσέφεραν στους σπουδαστές μιας και η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή.
Από τα εφηβικά του χρόνια εργαζόταν ως φωτογράφος και διατηρούσε ένα φωτογραφείο μαζί με τον αδερφό του, το οποίο του εξασφάλιζε ικανοποιητικά κέρδη. Παράλληλα ασχολούνταν ερασιτεχνικά με το θέατρο και έγραφε και στίχους, τους οποίους διάβαζε στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Εκεί τον άκουσε κάποτε ένας σκηνοθέτης και τον προέτρεψε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την ηθοποιία και να γραφτεί σε μια σχολή υποκριτικής. Όταν ο Καλογήρου αρνήθηκε, ο σκηνοθέτης της ΥΕΝΕΔ επέμεινε και τελικά τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
Εκεί εκτός από τα εφόδια που πήρε για την μετέπειτα καριέρα του, είχε την τύχη να γνωρίσει το 1952 και την γυναίκα της ζωής του, την κατά 13 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό Ευαγγελία Σαμιωτάκη (1935-2017).
Καριέρα
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1955, με τον θίασο του Ν. Χατζίσκου στον «Ερωτόκριτο» και ακολούθησε ο «Άμλετ». Η θεατρική του σταδιοδρομία άρχισε ουσιαστικά να διαμορφώνεται με την ένταξή του στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, το 1960, με το οποίο έπαιξε σε ιστορικές παραστάσεις (π.χ. «Όρνιθες», «Πέρσες») σε Ελλάδα και εξωτερικό. Συνεργάστηκε με τους θιάσους των Λαιμού, Ροντήρη, Μινωτή, Σολωμού, Κουν, Κατράκη, Μυράτ, Λαμπέτη, Κατερίνας κ.ά.
Έπαιξε σε πολλές ταινίες, και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, και όταν έκανε αντίστοιχους ρόλους ήταν πολύ πειστικός. Συμμετείχε και σε πολλές θεατρικές παραστάσεις αλλά δεν είχε πολλές συνεργασίες με την γυναίκα του, καθώς εκείνη ήταν στο Εθνικό Θέατρο και ο ίδιος ασχολούνταν με το ελεύθερο θέατρο. Μετά το '80 έκαναν τον δικό τους θίασο, ανέβασαν παραστάσεις και πραγματοποίησαν περιοδείες.
Έπαιξε σε περίπου διακόσια θεατρικά έργα και σε όλα τα είδη του θεάτρου, κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, από θέατρο του παραλόγου (Ιονέσκο) μέχρι επιθεώρηση, αλλά και σε πολλά του ελληνικού δραματολογίου.
Από τους τελευταίους, χαρακτηριστικούς ρόλους του στη σκηνή, στον οποίο υπήρξε απολαυστικός, ήταν αυτός του Λουκά στο «Λόγω Φάτσας» του Γιώργου Διαλεγμένου, που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας στο «Απλό Θέατρο» (1993-1995). Το καλοκαίρι του 1996 εμφανίστηκε με τον Θύμιο Καρακατσάνη στο «Καραγκιόζη-Ντριμ», ερμηνεύοντας τον Μπάρμπα-Γιώργο, ενώ το 1999 έπαιξε στο πλευρό της Μιμή Ντενίση στο «Εγώ η Λασκαρίνα».
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 στην ταινία του Ντίμη Δαδήρα «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Έκτοτε συμμετείχε σε περισσότερες από 60 ταινίες, μαζί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού σινεμά. Εμφανίστηκε σε περίπου 55 ταινίες, ανάμεσά τους οι: «Η Αθήνα τη νύχτα», «Στεφανία», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Η νεράιδα και το παλικάρι», «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», «Στάκαμαν». Όμως, η ταινία που άφησε εποχή ήταν η «Λόλα», στην οποία ο Σπύρος Καλογήρου είχε πει την αξέχαστη φράση «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη», προς τον τότε συμπρωταγωνιστή του Νίκο Κούρκουλο, για τα «μάτια» της Τζένης Καρέζη.
Το 1966, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση για την ερμηνεία του στη μικρού μήκους ταινία «Τζίμης ο Τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη και οι κριτικοί κινηματογράφου τού απένειμαν το 1971 τον Αργυρό Απόλλωνα για τον ρόλο του στην ταινία «Κατάχρηση εξουσίας». Τιμήθηκε με τη Χρυσή Κεφαλή του «Θεάτρου Βαχτάγκοφ» της Μόσχας. Εμφανίστηκε και σε τηλεοπτικές σειρές («Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή»).
Προσωπική ζωή
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε υιοθετήσει την τακτική «να τα πουλάς και να τα αγοράζεις όλα. Να τον ξεγελάσεις, να τον κλέψεις, να τον φέρεις βόλτα τον Γερμανό». Ο ίδιος υποστήριζε ότι υπήρξε σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων και λωποδύτης, χωρίς ποτέ κανείς να μάθει αν έλεγε αλήθεια ή όχι.
Αν και με την σύζυγό του είχαν αρκετά χρόνια διαφορά όταν πρωτογνωρίστηκαν (εκείνος ήταν 30 και εκείνη 18), συνέχισαν την γνωριμία τους και λίγο αργότερα παντρεύτηκαν. Το ζευγάρι έμεινε μαζί για περισσότερα από 50 χρόνια και απέκτησαν έναν γιο, ο οποίος τους χάρισε στην συνέχεια μια εγγονή, την μικρή Ευαγγελία.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχαν αποσυρθεί από το χώρο του θεάματος και περνούσαν τις περισσότερες ημέρες στο εξοχικό τους. Πέθανε στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν από την Πρωτομαγιά.
Εκεί εκτός από τα εφόδια που πήρε για την μετέπειτα καριέρα του, είχε την τύχη να γνωρίσει το 1952 και την γυναίκα της ζωής του, την κατά 13 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό Ευαγγελία Σαμιωτάκη (1935-2017).
Καριέρα
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1955, με τον θίασο του Ν. Χατζίσκου στον «Ερωτόκριτο» και ακολούθησε ο «Άμλετ». Η θεατρική του σταδιοδρομία άρχισε ουσιαστικά να διαμορφώνεται με την ένταξή του στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, το 1960, με το οποίο έπαιξε σε ιστορικές παραστάσεις (π.χ. «Όρνιθες», «Πέρσες») σε Ελλάδα και εξωτερικό. Συνεργάστηκε με τους θιάσους των Λαιμού, Ροντήρη, Μινωτή, Σολωμού, Κουν, Κατράκη, Μυράτ, Λαμπέτη, Κατερίνας κ.ά.
Έπαιξε σε πολλές ταινίες, και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, και όταν έκανε αντίστοιχους ρόλους ήταν πολύ πειστικός. Συμμετείχε και σε πολλές θεατρικές παραστάσεις αλλά δεν είχε πολλές συνεργασίες με την γυναίκα του, καθώς εκείνη ήταν στο Εθνικό Θέατρο και ο ίδιος ασχολούνταν με το ελεύθερο θέατρο. Μετά το '80 έκαναν τον δικό τους θίασο, ανέβασαν παραστάσεις και πραγματοποίησαν περιοδείες.
Έπαιξε σε περίπου διακόσια θεατρικά έργα και σε όλα τα είδη του θεάτρου, κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, από θέατρο του παραλόγου (Ιονέσκο) μέχρι επιθεώρηση, αλλά και σε πολλά του ελληνικού δραματολογίου.
Από τους τελευταίους, χαρακτηριστικούς ρόλους του στη σκηνή, στον οποίο υπήρξε απολαυστικός, ήταν αυτός του Λουκά στο «Λόγω Φάτσας» του Γιώργου Διαλεγμένου, που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας στο «Απλό Θέατρο» (1993-1995). Το καλοκαίρι του 1996 εμφανίστηκε με τον Θύμιο Καρακατσάνη στο «Καραγκιόζη-Ντριμ», ερμηνεύοντας τον Μπάρμπα-Γιώργο, ενώ το 1999 έπαιξε στο πλευρό της Μιμή Ντενίση στο «Εγώ η Λασκαρίνα».
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 στην ταινία του Ντίμη Δαδήρα «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Έκτοτε συμμετείχε σε περισσότερες από 60 ταινίες, μαζί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού σινεμά. Εμφανίστηκε σε περίπου 55 ταινίες, ανάμεσά τους οι: «Η Αθήνα τη νύχτα», «Στεφανία», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Η νεράιδα και το παλικάρι», «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», «Στάκαμαν». Όμως, η ταινία που άφησε εποχή ήταν η «Λόλα», στην οποία ο Σπύρος Καλογήρου είχε πει την αξέχαστη φράση «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη», προς τον τότε συμπρωταγωνιστή του Νίκο Κούρκουλο, για τα «μάτια» της Τζένης Καρέζη.
Το 1966, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση για την ερμηνεία του στη μικρού μήκους ταινία «Τζίμης ο Τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη και οι κριτικοί κινηματογράφου τού απένειμαν το 1971 τον Αργυρό Απόλλωνα για τον ρόλο του στην ταινία «Κατάχρηση εξουσίας». Τιμήθηκε με τη Χρυσή Κεφαλή του «Θεάτρου Βαχτάγκοφ» της Μόσχας. Εμφανίστηκε και σε τηλεοπτικές σειρές («Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή»).
Προσωπική ζωή
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε υιοθετήσει την τακτική «να τα πουλάς και να τα αγοράζεις όλα. Να τον ξεγελάσεις, να τον κλέψεις, να τον φέρεις βόλτα τον Γερμανό». Ο ίδιος υποστήριζε ότι υπήρξε σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων και λωποδύτης, χωρίς ποτέ κανείς να μάθει αν έλεγε αλήθεια ή όχι.
Αν και με την σύζυγό του είχαν αρκετά χρόνια διαφορά όταν πρωτογνωρίστηκαν (εκείνος ήταν 30 και εκείνη 18), συνέχισαν την γνωριμία τους και λίγο αργότερα παντρεύτηκαν. Το ζευγάρι έμεινε μαζί για περισσότερα από 50 χρόνια και απέκτησαν έναν γιο, ο οποίος τους χάρισε στην συνέχεια μια εγγονή, την μικρή Ευαγγελία.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχαν αποσυρθεί από το χώρο του θεάματος και περνούσαν τις περισσότερες ημέρες στο εξοχικό τους. Πέθανε στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν από την Πρωτομαγιά.
0 Σχόλια