Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση ο Αρτάβαν (ή Αρνταβάν ή Παρχάμ ή Μαχαβάν) ήταν ο τέταρτος Μάγος στη Γέννηση του Χριστού.
Ο Αρτάβαν καταγόταν από τα Εκβάτανα της Περσίας και ήταν φίλος των τριών άλλων Μάγων, του Μελχιώρ, του Γάσπαρ και του Βαλτάσαρ, που προσκύνησαν τον Χριστό στη Βηθλεέμ. Και αυτός ήταν μάγος - αστρονόμος της εποχής εκείνης που είχε δει και αυτός τη συζυγία των πλανητών, σημείο γέννησης βασιλέως.
Έτσι μετέβη προς συνάντηση των φίλων του που κατοικούσαν στη Βορσίπη της Βαβυλώνας προκειμένου να οδοιπορήσουν μαζί προς το σημείο που η συζυγία αυτή θα φαινόταν καλλίτερα όπου και θα συνέβαινε η γέννηση του νέου Βασιλιά.
Φτάνοντας ο Αρταβάν στη Βορσίππα και διαπιστώνοντας ότι οι φίλοι του είχαν ήδη αναχωρήσει, ξεκίνησε το επίπονο και κοπιαστικό ταξίδι μόνος του. Έφτασε στη Βηθλεέμ όταν είχε ξεκινήσει η σφαγή των νηπίων από το στρατό του βασιλιά Ηρώδη και η Αγία Οικογένεια ήταν ήδη καθ' οδόν για την Αίγυπτο. Στη Βηθλεέμ έδωσε το πρώτο διαμάντι για να σώσει ένα νήπιο από τη σφαγή. Το νήπιο αυτό σύμφωνα με την παράδοση ήταν ο ξάδελφος του Χριστού, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Αποφασισμένος να προσκυνήσει το Θείο Βρέφος, ακολούθησε την Αγία Οικογένεια στην Αίγυπτο. Τριαντατρία χρόνια αναζητούσε ο Αρταβάν τον Ιησού, βοηθώντας φτωχούς, αρρώστους και δυστυχισμένους. Τότε ήταν που πούλησε το δεύτερο διαμάντι για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες των.
Υπέργηρος πλέον μεταβαίνει στην Ιερουσαλήμ, ακολουθώντας τις φήμες για τον Μέγα Διδάσκαλο, το Υιό του Θεού. Φτάνοντας μαθαίνει ότι αυτός που αναζητά, σταυρώνεται εκείνη την ώρα. Βαδίζοντας με τρεμάμενα πόδια προς το λόφο του Γολγοθά, συναντά μια ομάδα ανθρώπων που τραβούσαν μια ταλαιπωρημένη νεανίδα και την πήγαιναν για πούλημα. Αν και γνώριζε ότι η όποια καθυστέρηση μπορεί να ήταν μοιραία και να μην του επέτρεπε να συναντήσει ζωντανό Αυτόν που αναζητά, ο φιλάνθρωπος Αρταβάν, απελευθερώνει τη δυστυχισμένη νεανίδα δίνοντας το τρίτο και τελευταίο διαμάντι του λέγοντας :" Να κόρη μου τα λύτρα σου.Είναι ο τελευταίος θησαυρός μου, που τον φύλαγα για τον Βασιλιά".
Εκείνη την ώρα μέγας σεισμός εγένετο (Ο δε Ιησούς πάλιν κράξας μετά φωνής μεγάλης, αφήκε το πνεύμα.Και ιδού, το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν…) κι ένα κεραμίδι από την οροφή του Πραιτωρίου πέφτει πάνω στον Αρταβάν.
Ο γέροντας λιποθυμά και η νεανίς σκύβει και τον παίρνει στην αγκαλιά της. Μια μελωδία ακούγεται, σαν να μιλούσε η ίδια η φύση αλλά με λέξεις που η νεάνιδα δεν μπορούσε να καταλάβει αν και η καρδιά της γέμιζε με αγαλλίαση. Τότε τα χείλη του γέροντα κινούνται και η νεανίς τον ακούει να λέγει "Όχι έτσι Κύριε. Διατί πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και εφιλοξενήσαμεν, ή γυμνόν και ενεδύσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε. Τρίαντα και τρία έτη σ' αναζητώ, αλλά δεν είδα ποτέ το πρόσωπο σου, ούτε σε υπηρέτησα, Βασιλέα μου"
Και η μελωδία ακούστηκε ξανά, ένας ψίθυρος που ερχόταν από μακρυά, αλλα τώρα η νεανίς μπορούσε να καταλάβει τις λέξεις. " Αληθώς σας λέγω, καθ' όσον εκάμετε εις ένα τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε" .
Το πρόσωπο του γέροντα Αρταβάν έλαμψε και άφατη χαρά ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Τα δώρα του είχαν γίνει αποδεκτά και θα συναντούσε πλέον Αυτόν που τόσα χρόνια έψαχνε. Και ξεψύχησε.
Ή δεν έπεσε πάνω του το κεραμίδι από το Πραιτώριο. Και έφυγε απογοητευμένος από την Ιερουσαλήμ. Ίσως να μην μπορούσε να δεχτεί αυτό που συνέβαινε, να σταυρώνουν οι άνθρωποι τον σωτήρα Βασιλιά τους. Ίσως κιόλας δεν το πίστευε. Και συνέχισε το ταξίδι του. Μα όλο και κάποιος δυστυχισμένος μπλεκόταν στα βήματά του. Κι η δυστυχία περίσσευε χρόνο με τον χρόνο. Κι έβλεπε ανθρώπους να σκοτώνουν ανθρώπους στ’ όνομα του Θεού και της πίστης. Κι έβλεπε πολέμους να μαίνονται στ’ όνομα της ειρήνης. Κι είδε συγκρούσεις για λίγα μέτρα γης να ποτίζουν κάμπους ολόκληρους μ’ ανθρώπινο αίμα. Κι άκουσε θρήνους μανάδων που ’χασαν άντρες και παιδιά, και κλάματα παιδιών που ’χασαν τους γονείς τους. Κι απορούσε πώς τόση σοφία που είχαν μαζέψει οι άνθρωποι δεν τους έμαθε τίποτε για την αξία της ζωής και τη δύναμη της αγάπης. Κι αυτό δεν το χωρούσε ο νους του. Κι ο μάγος κρύωσε. Και πείνασε. Και στήθηκε σε ουρές μαζί με πεινασμένους, κοιμήθηκε σε πεζοδρόμια μαζί με αστέγους, μπήκε σε βάρκες μαζί με πρόσφυγες. Κι ακόμη, λένε, ψάχνει τον Θεό. Κι όσο Τον ψάχνει, τόσο βρίσκει τον άνθρωπο μπροστά, γύρω και μέσα του.
Αν λοιπόν κάποιος σας ρωτήσει ποιός ήταν ο Αρταβάν ή Αρνταβάν ή Παρχάμ ή Μαχαβάν πείτε του ότι ήταν εκείνος που δεν έφτασε στην Φάτνη να συναντήσει τον Βασιλιά των Βασιλέων. Γιατι ο δρόμος του για τον Θεό, πέρασε μέσα από τους ανθρώπους…
Φτάνοντας ο Αρταβάν στη Βορσίππα και διαπιστώνοντας ότι οι φίλοι του είχαν ήδη αναχωρήσει, ξεκίνησε το επίπονο και κοπιαστικό ταξίδι μόνος του. Έφτασε στη Βηθλεέμ όταν είχε ξεκινήσει η σφαγή των νηπίων από το στρατό του βασιλιά Ηρώδη και η Αγία Οικογένεια ήταν ήδη καθ' οδόν για την Αίγυπτο. Στη Βηθλεέμ έδωσε το πρώτο διαμάντι για να σώσει ένα νήπιο από τη σφαγή. Το νήπιο αυτό σύμφωνα με την παράδοση ήταν ο ξάδελφος του Χριστού, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Αποφασισμένος να προσκυνήσει το Θείο Βρέφος, ακολούθησε την Αγία Οικογένεια στην Αίγυπτο. Τριαντατρία χρόνια αναζητούσε ο Αρταβάν τον Ιησού, βοηθώντας φτωχούς, αρρώστους και δυστυχισμένους. Τότε ήταν που πούλησε το δεύτερο διαμάντι για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες των.
Υπέργηρος πλέον μεταβαίνει στην Ιερουσαλήμ, ακολουθώντας τις φήμες για τον Μέγα Διδάσκαλο, το Υιό του Θεού. Φτάνοντας μαθαίνει ότι αυτός που αναζητά, σταυρώνεται εκείνη την ώρα. Βαδίζοντας με τρεμάμενα πόδια προς το λόφο του Γολγοθά, συναντά μια ομάδα ανθρώπων που τραβούσαν μια ταλαιπωρημένη νεανίδα και την πήγαιναν για πούλημα. Αν και γνώριζε ότι η όποια καθυστέρηση μπορεί να ήταν μοιραία και να μην του επέτρεπε να συναντήσει ζωντανό Αυτόν που αναζητά, ο φιλάνθρωπος Αρταβάν, απελευθερώνει τη δυστυχισμένη νεανίδα δίνοντας το τρίτο και τελευταίο διαμάντι του λέγοντας :" Να κόρη μου τα λύτρα σου.Είναι ο τελευταίος θησαυρός μου, που τον φύλαγα για τον Βασιλιά".
Εκείνη την ώρα μέγας σεισμός εγένετο (Ο δε Ιησούς πάλιν κράξας μετά φωνής μεγάλης, αφήκε το πνεύμα.Και ιδού, το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν…) κι ένα κεραμίδι από την οροφή του Πραιτωρίου πέφτει πάνω στον Αρταβάν.
Ο γέροντας λιποθυμά και η νεανίς σκύβει και τον παίρνει στην αγκαλιά της. Μια μελωδία ακούγεται, σαν να μιλούσε η ίδια η φύση αλλά με λέξεις που η νεάνιδα δεν μπορούσε να καταλάβει αν και η καρδιά της γέμιζε με αγαλλίαση. Τότε τα χείλη του γέροντα κινούνται και η νεανίς τον ακούει να λέγει "Όχι έτσι Κύριε. Διατί πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και εφιλοξενήσαμεν, ή γυμνόν και ενεδύσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε. Τρίαντα και τρία έτη σ' αναζητώ, αλλά δεν είδα ποτέ το πρόσωπο σου, ούτε σε υπηρέτησα, Βασιλέα μου"
Και η μελωδία ακούστηκε ξανά, ένας ψίθυρος που ερχόταν από μακρυά, αλλα τώρα η νεανίς μπορούσε να καταλάβει τις λέξεις. " Αληθώς σας λέγω, καθ' όσον εκάμετε εις ένα τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε" .
Το πρόσωπο του γέροντα Αρταβάν έλαμψε και άφατη χαρά ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Τα δώρα του είχαν γίνει αποδεκτά και θα συναντούσε πλέον Αυτόν που τόσα χρόνια έψαχνε. Και ξεψύχησε.
Ή δεν έπεσε πάνω του το κεραμίδι από το Πραιτώριο. Και έφυγε απογοητευμένος από την Ιερουσαλήμ. Ίσως να μην μπορούσε να δεχτεί αυτό που συνέβαινε, να σταυρώνουν οι άνθρωποι τον σωτήρα Βασιλιά τους. Ίσως κιόλας δεν το πίστευε. Και συνέχισε το ταξίδι του. Μα όλο και κάποιος δυστυχισμένος μπλεκόταν στα βήματά του. Κι η δυστυχία περίσσευε χρόνο με τον χρόνο. Κι έβλεπε ανθρώπους να σκοτώνουν ανθρώπους στ’ όνομα του Θεού και της πίστης. Κι έβλεπε πολέμους να μαίνονται στ’ όνομα της ειρήνης. Κι είδε συγκρούσεις για λίγα μέτρα γης να ποτίζουν κάμπους ολόκληρους μ’ ανθρώπινο αίμα. Κι άκουσε θρήνους μανάδων που ’χασαν άντρες και παιδιά, και κλάματα παιδιών που ’χασαν τους γονείς τους. Κι απορούσε πώς τόση σοφία που είχαν μαζέψει οι άνθρωποι δεν τους έμαθε τίποτε για την αξία της ζωής και τη δύναμη της αγάπης. Κι αυτό δεν το χωρούσε ο νους του. Κι ο μάγος κρύωσε. Και πείνασε. Και στήθηκε σε ουρές μαζί με πεινασμένους, κοιμήθηκε σε πεζοδρόμια μαζί με αστέγους, μπήκε σε βάρκες μαζί με πρόσφυγες. Κι ακόμη, λένε, ψάχνει τον Θεό. Κι όσο Τον ψάχνει, τόσο βρίσκει τον άνθρωπο μπροστά, γύρω και μέσα του.
Αν λοιπόν κάποιος σας ρωτήσει ποιός ήταν ο Αρταβάν ή Αρνταβάν ή Παρχάμ ή Μαχαβάν πείτε του ότι ήταν εκείνος που δεν έφτασε στην Φάτνη να συναντήσει τον Βασιλιά των Βασιλέων. Γιατι ο δρόμος του για τον Θεό, πέρασε μέσα από τους ανθρώπους…
0 Σχόλια