Η ψυχολογική σχέση με την ιδιοκτησία, η αγάπη για τα πράγματα που μας ανήκουν, είναι μια από τις λιγότερο μελετημένες περιοχές της ανθρώπινης ψυχής.
Σήμερα αυτή η σχέση δοκιμάζεται: η αγοραστική μας δύναμη μειώνεται και παράλληλα εντείνονται οι εκδηλώσεις καταστροφικότητας και βανδαλισμού.
Ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους που ασχολήθηκε με την αγάπη για τα πράγματα ήταν ο Γκέοργκ Ζίμελ, ο συγγραφέας του βιβλίου: "Η φιλοσοφία του χρήματος". Αν και δεν ανέφερε πουθενά τον Ροβινσώνα Κρούσο, στο κείμενό του βρίσκουμε το κλειδί της συμπεριφοράς του Ροβινδώνα, ο οποίος στο ερημονήσι αναζητεί πράγματα που να μπορούν να του χρησιμεύσουν και σημαδεύει την επικράτειά του όπως κάνουν τα σκυλιά.
Όταν λοιπόν αποκτάμε κάτι, ακόμα και συμβολικά (όπως ο Ροβινσώνας στο νησί του), το πράγμα γίνεται περιουσία μας. Αυτή δε η κίνηση της ενσωμάτωσης είναι αμφίδρομη: πηγαίνει από μένα προς τα πράγματα και από τα πράγματα προς εμένα. Όπως σημείωσε ο Ζίμελ, η ιδιοκτησία ή η κατοχή είναι μια "επέκταση του εγώ μας" μέσω των αντικειμένων.
Τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, τα "δικά μας" αντικείμενα, λειτουργούν σαν μέρος του εαυτού μας. Τα ρούχα που φοράμε δίνουν στην προσωπικότητά μας μια εμφάνιση - μια εικόνα - για μας τους ίδιους. Το αυτοκίνητο που οδηγούμε μας προσδίδει επίσης μια εικόνα που έχει νόημα τόσο για μας όσο και για τους άλλους. Αυτού του τύπου οι προτιμήσεις μας απαρτίζουν ένα εμφανές κομμάτι της ταυτότητάς μας: Οδηγώ Πόρσε ή Σμαρτ; Φοράω Ρόλεξ ή Τάιμεξ; Έχω χτένισμα πανκ; Οι ταυτότητες αποκαλύπτονται από μια σειρά τέτοιων επιλογών.
Ο Ροβινσώνας δεν έχει τύπο εμφάνισης, αλλά επεκτείνει την ταυτότητά του - όπως έχει περιγράψει ο Ζίμελ - αποκτώντας αντικείμενα. Χτίζει μια καλύβα και υπερηφανεύεται γι αυτή. Υπερηφανεύεται επίσης όταν πιάνει και εξημερώνει κατσίκες. Κάθε φορά ο Ροβινσώνας συνθέτει μια εικόνα για τον εαυτό του μέσω των πραγμάτων που κατέχει: η αυτοεκτίμησή του αυξάνεται καθώς εκείνος οικειοποιείται όλο και περισσότερα πράγματα.
Τα άτομα φτάνουν σε ένα είδος αυτοπραγμάτωσης μέσω των αντικειμένων που αποκτούν: η απόκτηση είναι σπουδαιότερη από την κατοχή, η οποία στο τέλος φαίνεται κάπως άνοστη. Για τον Ζίμελ, μάλιστα, η "επέκταση του εγώ" στα πράγματα άρχισε με τα πρώτα εργαλεία και όπλα των κυνηγών και των τροφοσυλλεκτών.
Όμως είναι πια μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στις ανεπτυγμένες χώρες. Έτσι εξηγείται γιατί άλλες πηγές απόλαυσης - η θρησκεία, ο έρωτας - δεν είναι πια ό τι ήταν. Εφόσον ο έρωτας δεν είναι μακροπρόθεσμα εγγυημένος, στρεφόμαστε στα καταναλωτικά αγαθά, τα οποία είναι πιο αξιόπιστα.
Φυσικά, η υπερβολική κατανάλωση είναι σημάδι υπαρξιακού φόβου ή επιλογής της εύκολης λύσης ή και των δύο μαζί. Όταν ο συναισθηματικός κόσμος του άλλου παραείναι περίπλοκος, προτιμάμε τον λιγότερο άτακτο κόσμο των αντικειμένων. Μια Μερσέντες είναι ανταλλάξιμη: ακόμα κι αν χαλάσει ή καεί, θεωρητικά μπορεί να αντικατασταθεί από μια καινούργια. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ανθρώπους.
Γενικότερα, καμιά κοινωνία - δεν μιλάω εδώ για αιρέσεις - δεν αμφισβήτησε την ιδιοκτησία. Ακόμα και ο κομμουνισμός αποδέχτηκε την προσωπική ιδιοκτησία - βεβαίως απαγόρευσε την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η οποία δημιουργεί την υπεραξία και άρα την ανισότητα του καπιταλισμού.
Ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ κοινωνία τόσο δεμένη με την απόκτηση αντικειμένων όσο η δική μας. Έτσι, η καταστροφική μανία ενάντια στα αντικείμενα δεν οφείλεται στην απόρριψή τους , αλλά στον φθόνο, στη νευρωτική ανάγκη απόκτησής τους: όποιος καίει μια Μερσέντες, δηλώνει πόσο πολύ την επιθυμεί.
Σώτη Τριανταφύλλου.
Σήμερα αυτή η σχέση δοκιμάζεται: η αγοραστική μας δύναμη μειώνεται και παράλληλα εντείνονται οι εκδηλώσεις καταστροφικότητας και βανδαλισμού.
Ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους που ασχολήθηκε με την αγάπη για τα πράγματα ήταν ο Γκέοργκ Ζίμελ, ο συγγραφέας του βιβλίου: "Η φιλοσοφία του χρήματος". Αν και δεν ανέφερε πουθενά τον Ροβινσώνα Κρούσο, στο κείμενό του βρίσκουμε το κλειδί της συμπεριφοράς του Ροβινδώνα, ο οποίος στο ερημονήσι αναζητεί πράγματα που να μπορούν να του χρησιμεύσουν και σημαδεύει την επικράτειά του όπως κάνουν τα σκυλιά.
Όταν λοιπόν αποκτάμε κάτι, ακόμα και συμβολικά (όπως ο Ροβινσώνας στο νησί του), το πράγμα γίνεται περιουσία μας. Αυτή δε η κίνηση της ενσωμάτωσης είναι αμφίδρομη: πηγαίνει από μένα προς τα πράγματα και από τα πράγματα προς εμένα. Όπως σημείωσε ο Ζίμελ, η ιδιοκτησία ή η κατοχή είναι μια "επέκταση του εγώ μας" μέσω των αντικειμένων.
Τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, τα "δικά μας" αντικείμενα, λειτουργούν σαν μέρος του εαυτού μας. Τα ρούχα που φοράμε δίνουν στην προσωπικότητά μας μια εμφάνιση - μια εικόνα - για μας τους ίδιους. Το αυτοκίνητο που οδηγούμε μας προσδίδει επίσης μια εικόνα που έχει νόημα τόσο για μας όσο και για τους άλλους. Αυτού του τύπου οι προτιμήσεις μας απαρτίζουν ένα εμφανές κομμάτι της ταυτότητάς μας: Οδηγώ Πόρσε ή Σμαρτ; Φοράω Ρόλεξ ή Τάιμεξ; Έχω χτένισμα πανκ; Οι ταυτότητες αποκαλύπτονται από μια σειρά τέτοιων επιλογών.
Ο Ροβινσώνας δεν έχει τύπο εμφάνισης, αλλά επεκτείνει την ταυτότητά του - όπως έχει περιγράψει ο Ζίμελ - αποκτώντας αντικείμενα. Χτίζει μια καλύβα και υπερηφανεύεται γι αυτή. Υπερηφανεύεται επίσης όταν πιάνει και εξημερώνει κατσίκες. Κάθε φορά ο Ροβινσώνας συνθέτει μια εικόνα για τον εαυτό του μέσω των πραγμάτων που κατέχει: η αυτοεκτίμησή του αυξάνεται καθώς εκείνος οικειοποιείται όλο και περισσότερα πράγματα.
Τα άτομα φτάνουν σε ένα είδος αυτοπραγμάτωσης μέσω των αντικειμένων που αποκτούν: η απόκτηση είναι σπουδαιότερη από την κατοχή, η οποία στο τέλος φαίνεται κάπως άνοστη. Για τον Ζίμελ, μάλιστα, η "επέκταση του εγώ" στα πράγματα άρχισε με τα πρώτα εργαλεία και όπλα των κυνηγών και των τροφοσυλλεκτών.
Όμως είναι πια μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στις ανεπτυγμένες χώρες. Έτσι εξηγείται γιατί άλλες πηγές απόλαυσης - η θρησκεία, ο έρωτας - δεν είναι πια ό τι ήταν. Εφόσον ο έρωτας δεν είναι μακροπρόθεσμα εγγυημένος, στρεφόμαστε στα καταναλωτικά αγαθά, τα οποία είναι πιο αξιόπιστα.
Φυσικά, η υπερβολική κατανάλωση είναι σημάδι υπαρξιακού φόβου ή επιλογής της εύκολης λύσης ή και των δύο μαζί. Όταν ο συναισθηματικός κόσμος του άλλου παραείναι περίπλοκος, προτιμάμε τον λιγότερο άτακτο κόσμο των αντικειμένων. Μια Μερσέντες είναι ανταλλάξιμη: ακόμα κι αν χαλάσει ή καεί, θεωρητικά μπορεί να αντικατασταθεί από μια καινούργια. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ανθρώπους.
Γενικότερα, καμιά κοινωνία - δεν μιλάω εδώ για αιρέσεις - δεν αμφισβήτησε την ιδιοκτησία. Ακόμα και ο κομμουνισμός αποδέχτηκε την προσωπική ιδιοκτησία - βεβαίως απαγόρευσε την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η οποία δημιουργεί την υπεραξία και άρα την ανισότητα του καπιταλισμού.
Ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ κοινωνία τόσο δεμένη με την απόκτηση αντικειμένων όσο η δική μας. Έτσι, η καταστροφική μανία ενάντια στα αντικείμενα δεν οφείλεται στην απόρριψή τους , αλλά στον φθόνο, στη νευρωτική ανάγκη απόκτησής τους: όποιος καίει μια Μερσέντες, δηλώνει πόσο πολύ την επιθυμεί.
Σώτη Τριανταφύλλου.
0 Σχόλια