'Ηταν πολύ ψηλός, γιγαντόσωμος, με μεγάλη μυική δύναμη, κι όμως σ αυτόν τον δύσμορφο και βάρβαρο άνδρα, τον Ρέπροβο, όπως ονομαζόταν, κατοικούσε μια αγαθή και καλοπροαίρετη ψυχή που, σαν γνώρισε την Αλήθεια, τη δέχθηκε και την υπερασπίσθηκε μέχρι θανάτου.
Ζούσε στα χρόνια του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Δεκίου (3ος αι.) σε μια εκστρατεία τους οι Ρωμαίοι στρατιώτες συνέλαβαν τον Ρέπροβο.
Ως δούλος σε κάποιους Ρωμαίους αξιωματούχους, γνώρισε από τους χριστιανούς τη μοναδική Αλήθεια, το Χριστό, και θέλησε να τον υπηρετεί ισόβια.
Μάλιστα αναφέρεται ότι με την παρακίνηση κάποιου χριστιανού γέροντα ανέλαβε να μεταφέρει στους ώμους του τους ταξιδιώτες από τη μία όχθη στην άλλη κάποιου ποταμού, όπου δεν υπήρχε γεφύρι, πράγμα που γι αυτόν, λόγω του υψηλού του αναστήματος και της μεγάλης του δύναμης, ήταν πολύ εύκολο.
Το έργο αυτό το επιτελούσε με μεγάλη αγάπη και ταπείνωση.
Κάποια μέρα μέσα στα φυλλώματα της όχθης του ποταμού διέκρινε ένα παιδάκι που ήθελε να περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού, το σήκωσε στους ώμους του και άρχισε να βαδίζει στο νερό.
Σαν έφθασε στη μέση του ποταμού, ένιωσε το βάρος του μικρού παιδιού νάναι ασήκωτο. στράφηκε, το κοίταξε με απορία και του είπε:
"Νιώθω σα να σηκώνω στον ώμο μου ολόκληρο τον κόσμο".
- Και βέβαια σηκώνεις τον κόσμο ολόκληρο του απάντησε το παιδί, γιατί εγώ είμαι ο Παντοκράτορας Κύριος.
Με δέος κατάλαβε ο άγιος ότι στους ώμους του είχε σηκώσει το Σωτήρα Χριστό, που ως μικρό παιδί ήρθε να ευλογήσει το θεάρεστο έργο που επιτελούσε, μεταφέροντας τους ταξιδιώτες από τη μία όχθη στην άλλη του ποταμού.
Γι αυτό και όταν βαπτίσθηκε έλαβε το όνομα Χριστόφορος.
Επί πλέον ο άγιος έλεγχε τους ειδωλολάτρες για την πλάνη τους και για το ότι αδίκως κατεδίωκαν τους χριστιανούς.
Επειδή ο άγιος προκαλούσε το φόβο με τη δυσμορφία του και επί πλέον είχε ανυπέρβλητη σωματική δύναμη, ο αυτοκράτορας έστειλε διακόσιους στρατιώτες να τον συλλάβουν.
Ο άγιος την ώρα εκείνη κρατούσε ένα ξερό ραβδί, το οποίο παραδόξως έβγαλε φύλλα και βλαστούς.
Επειδή δε γνώριζε τη λατινική γλώσσα των στρατιωτών, προσευχήθηκε στον Κύριο και τότε απεστάλη Άγγελος Κυρίου, ο οποίος, αφού του είπε "έχει θάρρος", έπειτα του άγγιξε τα χείλη και του έδωσε το χάρισμα να μιλήσει τη γλώσσα των εχθρών του.
Στη διαδρομή τους οι στρατιώτες πείνασαν, το ψωμί όμως που είχαν ήταν πολύ λίγο.
Ο άγιος Χριστόφορος προσευχήθηκε και τα λιγοστά εκείνα ψωμιά πολλαπλασιάσθηκαν, ώστε έφαγαν όλοι και χόρτασαν.
Όλα αυτά κέρδισαν τις καρδιές των στρατιωτών.
Έτσι ο δύσμορφος, ο αποκρουστικός και πρώην βάρβαρος, τώρα με τα χριστιανικά του αισθήματα, της ευγένειας και της αγάπης, σαγήνευσε τους διώκτες του.
Άκουσαν τα λόγια του και μετανόησαν, έγιναν χριστιανοί και μάλιστα αποκεφαλίσθηκαν όλοι.
Ο άγιος οδηγήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα, ο οποίος, σαν τον αντίκρισε, τρόμαξε τόσο πολύ, ώστε έπεσε από το θρόνο του.
Όταν σηκώθηκε προσπάθησε να δελεάσει τον Άγιο Χριστόφορο, κι αφού δεν το πέτυχε, τον έκλεισε στη φυλακή. Εκεί πρόσταξε να πάνε δυο διεφθαρμένες γυναίκες,η Καλλινίκη και η Ακυλίνα, για να τον φέρουν στην αμαρτία.
Όμως κι αυτές, όπως και οι στρατιώτες, γρήγορα σαγηνεύθηκαν από τη δύναμη της αρετής του και με παρρησία ομολόγησαν ότι είναι χριστιανές.
Την ομολογία τους αυτή και οι δύο γυναίκες την επισφράγισαν με το μαρτυρικό τους τέλος.
Ύστερα από όλα αυτά ο αυτοκράτορας, αφού εξύβρισε άσχημα τον άγιο λόγω της δυσμορφίας του, τον οδήγησε στα βασανιστήρια.
Τον κάρφωσαν σ ένα χάλκινο όργανο και κάτω από αυτό άναψαν φωτιά για να ψηθεί.
Η χάρις του Θεού όμως τον διεφύλαξε αβλαβή, με αποτέλεσμα πολλοί να πιστέψουν στο Χριστό. Στη συνέχεια, δεμένο μ έναν ογκόλιθο τον έριξαν σε βαθύ πηγάδι απ όπου εντελώς σώο τον έβγαλε Άγγελος Κυρίου.
Τέλος, του απέκοψαν με ξίφος την κεφαλή κι έτσι τελείωσε η ζωή του θαυμαστού Μεγαλομάρτυρα Αγίου Χριστοφόρου, που όλη η ζωή του ήταν ένα συνεχές θαύμα.
Καινή κτίσις
Ζούσε στα χρόνια του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Δεκίου (3ος αι.) σε μια εκστρατεία τους οι Ρωμαίοι στρατιώτες συνέλαβαν τον Ρέπροβο.
Ως δούλος σε κάποιους Ρωμαίους αξιωματούχους, γνώρισε από τους χριστιανούς τη μοναδική Αλήθεια, το Χριστό, και θέλησε να τον υπηρετεί ισόβια.
Μάλιστα αναφέρεται ότι με την παρακίνηση κάποιου χριστιανού γέροντα ανέλαβε να μεταφέρει στους ώμους του τους ταξιδιώτες από τη μία όχθη στην άλλη κάποιου ποταμού, όπου δεν υπήρχε γεφύρι, πράγμα που γι αυτόν, λόγω του υψηλού του αναστήματος και της μεγάλης του δύναμης, ήταν πολύ εύκολο.
Το έργο αυτό το επιτελούσε με μεγάλη αγάπη και ταπείνωση.
Κάποια μέρα μέσα στα φυλλώματα της όχθης του ποταμού διέκρινε ένα παιδάκι που ήθελε να περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού, το σήκωσε στους ώμους του και άρχισε να βαδίζει στο νερό.
Σαν έφθασε στη μέση του ποταμού, ένιωσε το βάρος του μικρού παιδιού νάναι ασήκωτο. στράφηκε, το κοίταξε με απορία και του είπε:
"Νιώθω σα να σηκώνω στον ώμο μου ολόκληρο τον κόσμο".
- Και βέβαια σηκώνεις τον κόσμο ολόκληρο του απάντησε το παιδί, γιατί εγώ είμαι ο Παντοκράτορας Κύριος.
Με δέος κατάλαβε ο άγιος ότι στους ώμους του είχε σηκώσει το Σωτήρα Χριστό, που ως μικρό παιδί ήρθε να ευλογήσει το θεάρεστο έργο που επιτελούσε, μεταφέροντας τους ταξιδιώτες από τη μία όχθη στην άλλη του ποταμού.
Γι αυτό και όταν βαπτίσθηκε έλαβε το όνομα Χριστόφορος.
Επί πλέον ο άγιος έλεγχε τους ειδωλολάτρες για την πλάνη τους και για το ότι αδίκως κατεδίωκαν τους χριστιανούς.
Επειδή ο άγιος προκαλούσε το φόβο με τη δυσμορφία του και επί πλέον είχε ανυπέρβλητη σωματική δύναμη, ο αυτοκράτορας έστειλε διακόσιους στρατιώτες να τον συλλάβουν.
Ο άγιος την ώρα εκείνη κρατούσε ένα ξερό ραβδί, το οποίο παραδόξως έβγαλε φύλλα και βλαστούς.
Επειδή δε γνώριζε τη λατινική γλώσσα των στρατιωτών, προσευχήθηκε στον Κύριο και τότε απεστάλη Άγγελος Κυρίου, ο οποίος, αφού του είπε "έχει θάρρος", έπειτα του άγγιξε τα χείλη και του έδωσε το χάρισμα να μιλήσει τη γλώσσα των εχθρών του.
Στη διαδρομή τους οι στρατιώτες πείνασαν, το ψωμί όμως που είχαν ήταν πολύ λίγο.
Ο άγιος Χριστόφορος προσευχήθηκε και τα λιγοστά εκείνα ψωμιά πολλαπλασιάσθηκαν, ώστε έφαγαν όλοι και χόρτασαν.
Όλα αυτά κέρδισαν τις καρδιές των στρατιωτών.
Έτσι ο δύσμορφος, ο αποκρουστικός και πρώην βάρβαρος, τώρα με τα χριστιανικά του αισθήματα, της ευγένειας και της αγάπης, σαγήνευσε τους διώκτες του.
Άκουσαν τα λόγια του και μετανόησαν, έγιναν χριστιανοί και μάλιστα αποκεφαλίσθηκαν όλοι.
Ο άγιος οδηγήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα, ο οποίος, σαν τον αντίκρισε, τρόμαξε τόσο πολύ, ώστε έπεσε από το θρόνο του.
Όταν σηκώθηκε προσπάθησε να δελεάσει τον Άγιο Χριστόφορο, κι αφού δεν το πέτυχε, τον έκλεισε στη φυλακή. Εκεί πρόσταξε να πάνε δυο διεφθαρμένες γυναίκες,η Καλλινίκη και η Ακυλίνα, για να τον φέρουν στην αμαρτία.
Όμως κι αυτές, όπως και οι στρατιώτες, γρήγορα σαγηνεύθηκαν από τη δύναμη της αρετής του και με παρρησία ομολόγησαν ότι είναι χριστιανές.
Την ομολογία τους αυτή και οι δύο γυναίκες την επισφράγισαν με το μαρτυρικό τους τέλος.
Ύστερα από όλα αυτά ο αυτοκράτορας, αφού εξύβρισε άσχημα τον άγιο λόγω της δυσμορφίας του, τον οδήγησε στα βασανιστήρια.
Τον κάρφωσαν σ ένα χάλκινο όργανο και κάτω από αυτό άναψαν φωτιά για να ψηθεί.
Η χάρις του Θεού όμως τον διεφύλαξε αβλαβή, με αποτέλεσμα πολλοί να πιστέψουν στο Χριστό. Στη συνέχεια, δεμένο μ έναν ογκόλιθο τον έριξαν σε βαθύ πηγάδι απ όπου εντελώς σώο τον έβγαλε Άγγελος Κυρίου.
Τέλος, του απέκοψαν με ξίφος την κεφαλή κι έτσι τελείωσε η ζωή του θαυμαστού Μεγαλομάρτυρα Αγίου Χριστοφόρου, που όλη η ζωή του ήταν ένα συνεχές θαύμα.
Καινή κτίσις
0 Σχόλια