Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που 'ν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που 'ν' το στόμα μου, σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα ΒάγιαΉρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’ Άγια
Ήρθε ο Χριστός απ’ την Καισαρία
Εκεί έβρισκε Μάρθα και Μαρία
Μάρθα, που ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λένε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά να δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε:
Αν είναι με το θέλημα
και με τον ορισμό σας,
Λαζάρου την Ανάσταση
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Έβγατε παρακαλούμε,
για να σας διηγηθούμε,
για να μάθετε τι εγίνη,
σήμερα στην Παλαιστίνη.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία·
Λάζαρον τον αδερφό τους
τον γλυκύ και καρδιακό τους,
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθη.
Και εβγήκεν κι η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ κλει,
και τους πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω,
και καλότατα εξεύρω,
ότι δύνασ’ αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
’Κείνοι παρευθύς επήγαν
και τον τάφο του εδείξαν.
Τον τάφο να μου δείξετε
και ’γω θε να πηγαίνω.
Τραπέζι να ’τοιμάσετε,
και ’γω τον ανασταίνω.
Επήγαν και του έδειξαν
τον τάφο του Λαζάρου.
Τους είπε και εκύλισαν
τον λίθο, πούχε απάνου.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο.
Λάζαρον θα σου τον πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη,
ως εξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος απενεκρώθη,
ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος
και με το κηρί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία,
εκεί κι όλη η Βηθανία.
Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι,
δόξα τω Θεώ φωνάζουν,
και το Λάζαρο εξετάζουν.
####
-Λάζαρε, πες μας τι είδες,
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
Της καρδούλας μου το λέω,
και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε.
Στον οίκο σας χαρούμενοι,
τον Λάζαρο να πούμε.
Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο
πέτρα να μη ραϊσει.
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό,
και να τα ξεπεράσει.
Το τραγούδι του Λαζάρου (Παραδοσιακό Κυπριακό)
Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον
την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον.
Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε,
και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.
Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου
και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου,
δια να καταλάβετε τι είναι θεία Αγάπη
και πώς ψυχή λυτρώννεται από πικρόν τον Άδην,
ως και αυτός ο Λάζαρος, όστις είχεν αγάπην
με τον Δεσπότην τον Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ακροασθείτε
με πόθον και με προσοχήν,για να ωφεληθήτε.
Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν
και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν.
Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν,
είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν.
Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην
και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην.
Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν
με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι.
Τοις μαθηταίς του έλεγεν με την βραχυλογίαν,
«σηκούτε να υπάγωμεν πάλιν στην Βηθανίαν,
ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω,
δια να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνήσω.»
Οι μαθηταίς δεν εννοούν το τί ’θελεν να είπη,
ο Λάζαρος απέθανεν, κι είναι μεγάλη λύπη,
ημέρες είναι τέσσερεις, που είναι πεθαμμένος
και εις τον τάφον βρίσκεται κ’ είναι λαζαρωμένος.
Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν να παν στην Βηθανίαν
οι αποστόλοι κι ο Χριστός και όλ’ η συνοδεία.
Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους
και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους:
«Άν ήσο ώδε, Κύριε, o Λάζαρος, ο φίλος
ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.»
Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μην κλαίτε, μόνον έχετε πίστιν
ο γαρ πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσει.»
Λεγ’ η Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, όσ’ αν αιτήσης,
Σου τα χαρίζει ο Θεός, αν θέλης και ορίσης».
Της λέγει «που τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον,
υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατέ μοι εκείνον».
Και παρευθύς επρόσταξεν τούτον να ποιήσουν,
τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν.
Επάνωθεν του μνήματος εστάθην και δακρύζει.
Κι ως άνθρωπος εδάκρυσεν με ευσπλαχνίαν,
να δείξει την συμπάθειαν και την επιεικείαν,
και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εις τον Άδην.
Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον,
ως ήκουσεν του Ιησού την θεϊκήν φωνήν του
τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφίνει
και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί απομείνη.
Εξήλθεν ουν ο Λάζαρος έξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος.
Επρόσταξεν κι ελύσαν του τας χείρας και τας πόδας,
και πήγεν εις τον oίκον του μονάχος...
Αρβανίτικα Κάλαντα του Λαζάρου (περιοχής Θίσβης Βοιωτίας)
Τσιράν τσιράν γκιτόνεζα
ντιλj μόι νούσεζα ερέ
ιπι ντjάλjετe νj βε
πeρ τε βαπς νe κουκj μπογιά
τε χάι Πασχ τeμπeδά
Απόδοση στα Ελληνικά
Τσιράνι* τσιράνι γειτόνισσα
βγες καλέ νύφη μου καινούργια
και δώσε στο παιδί ένα αβγό
για να το βάψει σε κόκκινη μπογιά
να το φάει το Μεγάλο Πάσχα.
* τσιράνι=κίτρινα λουλουδάκια, με τα οποία τα παιδιά στόλιζαν τα καλαθάκια τους για να τραγουδήσουν τα κάλαντα.
0 Σχόλια