Ούτε ένας ούτε δύο, αλλά 38 αυτόπτες μάρτυρες άκουσαν τις κραυγές απελπισίας της 28χρονης Κίτι Γενοβέζε έξω από το νεοϋορκέζικο διαμερισματάκι της το 1964 την ώρα που μαχαιρωνόταν, κι όμως οι «37 Που Είδαν τον Φόνο Δεν Τηλεφώνησαν στην Αστυνομία», όπως το είπε με πηχαίους τίτλους το σχετικό πρωτοσέλιδο των «New York Times».
Την ώρα που οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί επιστήμονες καυτηρίαζαν την απάθεια της κοινωνίας και την αποξένωση που συνεπάγεται η ζωή στη μεγαλούπολη, κάποιοι άρχισαν να σκέφτονται για τον τρόπο με τον οποίο καλούσε το κοινό τις κρατικές υπηρεσίες επείγουσας ανάγκης!
Η μπαργούμαν Κίτι επέστρεφε στο σπίτι της στις 14 Μαρτίου έπειτα από μια κουραστική νύχτα, όταν και έμελλε να ζήσει τον εφιάλτη στις 3:00 τα ξημερώματα: δέχτηκε δυο διαφορετικές επιθέσεις από τον ίδιο άνδρα, ο οποίος τη μαχαίρωσε, τη βίασε και στο τέλος τη σκότωσε.
Η τραγική κοπέλα πάρκαρε έξω από το διαμέρισμά της στο υποβαθμισμένο Κουίνς της Νέας Υόρκης, αν και δυστυχώς για κείνη, εκεί είχε στήσει το δολοφονικό του καρτέρι ο Γουίνστον Μόσλεϊ. Ο οποίος, όπως και η Κίτι, ζούσε μια φυσιολογική -εξωτερικά τουλάχιστον- ζωή, περνώντας την ήσυχη καθημερινότητά του με τη σύζυγο και τα δυο του παιδιά. Μόνο που είχε αυτό που διαγνώστηκε αργότερα ως «ψυχωσική παρόρμηση».
Ο καθημερινός άνθρωπος που μετατράπηκε σε ανηλεή φονιά σηκώθηκε από το κρεβάτι του στις 2:00 τα ξημερώματα, μπήκε στο αμάξι του και έκανε τη μοιραία παγανιά του θανάτου, μέχρι που είδε τη Γενοβέζε να κατεβαίνει από το αμάξι της. Την πρόλαβε στο πεζοδρόμιο και χωρίς να πει λέξη, τη μαχαίρωσε δύο φορές στον λαιμό.
Η Κίτι ούρλιαζε, αν και μάταια. Κάποια στιγμή ένας γείτονας έβαλε τις φωνές μέσα από τα κλειδαμπαρωμένα παντζούρια του και ο Μόσλεϊ τράπηκε σε φυγή. Θανάσιμα χτυπημένη, η Κίτι κατάφερε να φτάσει αιμόφυρτη ως την πυλωτή της πολυκατοικίας της, ουρλιάζοντας συνεχώς για βοήθεια.
Ο Μόσλεϊ επέστρεψε στο αμάξι του για να κρυφτεί, μιας και περίμενε το ανθρωποκυνηγητό της αστυνομίας, όταν όμως 10 λεπτά αργότερα δεν είδε ίχνος αστυνομικού να περικυκλώνει την περιοχή, αποφάσισε να επιστρέψει για να ολοκληρώσει το ζοφερό του έργο.
Τη βρήκε λοιπόν στον προθάλαμο του συγκροτήματος, όπου τη μαχαίρωσε ξανά, τη βίασε και μετά το έβαλε ανενόχλητος στα πόδια, κλέβοντας και τα 49 δολάρια που είχε στην τσέπη της. Όλη αυτή την ώρα της διπλής επίθεσης, κάπου 30 μαρτυρικά λεπτά δηλαδή(!), η Κίτι καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια, αν και κανείς δεν προσέτρεξε. Ούτε την αστυνομία δεν κάλεσαν! Και, ακόμα χειρότερα, ένας γείτονας της Κίτι άνοιξε κάποια στιγμή την πόρτα και είδε με τα μάτια του την επίθεση, αν και το μόνο που έκανε ήταν να την ξανακλείσει κοπανώντας τη. Όπως είπε μετά στην κατάθεσή του, δεν ήθελε να μπλέξει.
Λίγες μέρες αργότερα (27 Μαρτίου), η εφημερίδα «New York Times» ανέφερε ότι 38 μάρτυρες είχαν ακούσει τους λυγμούς της Κίτι, ενώ αργότερα η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι άκουσε τις μαρτυρίες 49 περίοικων. Το γεγονός πάντως παρέμενε: κανείς δεν βγήκε να βοηθήσει και μόλις ένας κάλεσε την αστυνομία όταν όλα φαινόταν να έχουν τελειώσει. Ο Μόσλεϊ πιάστηκε αρκετά αργότερα και μάλιστα από σπόντα, όταν έκλεψε μια τηλεόραση και τον τσάκωσαν ομολογώντας αναπάντεχα τον φόνο της Γενοβέζε, δύο ακόμα ανθρωποκτονίες και καμιά ντουζίνα διαρρήξεις! Όσο για τον λόγο που τη σκότωσε, ήθελε απλά «να σκοτώσω μια γυναίκα», όπως είπε ψυχρά.
Το αμερικανικό κοινό έμοιαζε σοκαρισμένο και εξοργισμένο από το γεγονός ότι μια νεαρή κοπέλα κακοποιήθηκε και δολοφονήθηκε μέσα σε τόσους μάρτυρες. Η κοινωνική ψυχολογία, παίρνοντας πάσα από το γεγονός, κατέληξε σε μια θεωρία («φαινόμενο της απάθειας του θεατή») ότι όσο λιγότεροι είναι οι μάρτυρες, τόσο πιθανότερο είναι να παρέμβει κάποιος και να δράσει σε μια τέτοια περίσταση.
Μέσα στη γενικευμένη κατακραυγή του κόσμου, ένα ακόμα κοινωνικό κίνημα αναδύθηκε στον απόηχο του τραγικού θανάτου της Κίτι, που θα κατέληγε στη δημιουργία του τριψήφιου αριθμού άμεσης δράσης. Κι αυτό γιατί την εποχή εκείνη στις ΗΠΑ (και στον κόσμο ολόκληρο λίγο-πολύ) ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσεις με την αστυνομία ήταν να καλέσεις το αστυνομικό τμήμα της περιοχής σου ή να ζητήσεις από το τηλεφωνικό κέντρο να σε συνδέσει. Ό,τι ακολούθησε, είναι μια ιστορία που θα άλλαζε λίγο πολύ τον κόσμο…
Το έγκλημα που τα άλλαξε όλα
Σήμερα είναι δύσκολο να ανασυγκροτηθεί ο αντίκτυπος που είχε το στυγερό έγκλημα κατά της Κίτι Γενοβέζε στην αμερικανική αρχικά και κατόπιν στην ευρύτερη δυτική κοινωνία. Εξοργισμένο κοινό, ταραγμένοι πολιτικοί και ανήσυχοι ακαδημαϊκοί συζητούσαν επί μακρόν τόσο την απάθεια της κοινωνίας όσο και το δυσλειτουργικό του τρόπου με τον οποίο επικοινωνούσε ο κόσμος με την αστυνομία.
Η κατακλυσμιαία κοινωνική απήχηση του τραγικού περιστατικού πυροδότησε ταυτοχρόνως ανυπόστατες φήμες και μύθους με το τσουβάλι, αν και όλοι τροφοδότησαν ιδανικά το κοινωνικό φαντασιακό ότι ο πολίτης ήταν αποκομμένος από τις πολιτειακές δομές για την ασφάλεια και την προστασία του.
Αν κανείς δεν είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία, τότε η κοινωνία βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης: κανείς δεν νοιαζόταν για κανέναν και αυτό θα ήταν το τέλος του κοινωνικού συμβολαίου. Αν, από την άλλη, νοιάστηκαν κάποιοι αλλά δεν κατόρθωσαν να επικοινωνήσουν με την αστυνομία (είτε γιατί χάθηκε η κλήση τους ανάμεσα στα τηλεφωνικά κέντρα είτε γιατί αποθαρρύνθηκαν από το κοπιώδες της διαδικασίας), τότε χρειάζονταν γενναίες αλλαγές στα παρωχημένα συστήματα επικοινωνίας πολίτη και κρατικών δομών.
H προϊστορία του αριθμού επείγουσας κλήσης
Μια σύντομη αναφορά στην ιστορία των αριθμών έκτακτων κλήσεων είναι επιβεβλημένη για να αποκαλυφθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε -ή καλύτερα, καθιερώθηκε- το νούμερο της άμεσης δράσης. Στα περισσότερα μέρη της Δύσης, αν και όχι σε όλα όπως θα δούμε, το κοινό έπρεπε να καλέσει το τηλεφωνικό κέντρο και να ζητήσει από τον χειριστή να τον συνδέσει με το οικείο αστυνομικό τμήμα. Σπανίως καλούσε κάποιος κατευθείαν στην αστυνομία, την πυροσβεστική ή το σύστημα υγείας, ακόμα και στις μεγαλουπόλεις της Δύσης.
Όταν αντικαταστάθηκαν τα χειροκίνητα κέντρα ελέγχου με αυτοματοποιημένες δομές, η μεγαλύτερη ανησυχία ήταν πως οι θεάρεστες υπηρεσίες που προσέφεραν οι ανθρώπινοι χειριστές σε τέτοιου είδους επείγουσες καταστάσεις θα χάνονταν. Και καθώς κάθε αστυνομική, πυροσβεστική και υγειονομική δομή είχε τον δικό της τηλεφωνικό αριθμό, το πράγμα άρχισε να γίνεται εφιαλτικό.
Βρετανία, ΗΠΑ και Καναδάς, αρχικά, βρήκαν μια πρώτη λύση: το κοινό καλούσε το «0» για έκτακτη ανάγκη και στην άλλη άκρη της γραμμής συνέχισε να βγαίνει άνθρωπος, ο οποίος άκουγε το περιστατικό και σε συνέδεε με την αντίστοιχη υπηρεσία. Αυτός ο τρόπος παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτος μέχρι και τα μέσα-τέλη της δεκαετίας του 1960, παρά το γεγονός ότι σε αρκετές χώρες υπήρχαν τριψήφιοι αριθμοί έκτακτης ανάγκης!
Το Λονδίνο, για παράδειγμα, είχε ήδη από το 1937 τον αριθμό επείγουσας κλήσης «999». Όταν τον καλούσες, ένα κόκκινο φως αναβόσβηνε στο τηλεφωνικό κέντρο ενημερώνοντας τον χειριστή ότι αυτή η κλήση έπρεπε να πάρει προτεραιότητα. Τηλεφωνικός πάροχος της Καλιφόρνια παρείχε ήδη από το 1946 τον αριθμό «116» για επείγουσες κλήσεις και το 1959 αντίστοιχος αριθμός («911») εμφανίστηκε στη Μανιτόμπα του Καναδά.
Στη Γαλλία, που τα περισσότερα τηλεφωνικά κέντρα έκλειναν το βράδυ, ένα αυτοματοποιημένο σύστημα εγκαταστάθηκε το 1913 που σε συνέδεε με την αστυνομία καλώντας το «17» και με την πυροσβεστική με το «18». Παρά την ύπαρξή τους όμως, σπανίως χρησιμοποιούνταν οι αριθμοί αυτοί από το κοινό, αφού ήταν πάντα ευκολότερο να καλέσεις το «0» από το διψήφιο ή τριψήφιο νούμερο, το οποίο παρέμενε εν πολλοίς άγνωστο στον κόσμο. Και βέβαια την καθοριστικότερη επίδραση στην καθιέρωση των τριψήφιων αριθμών θα είχε η υπόθεση της Κίτι Γενοβέζε, που έγινε παγκόσμια είδηση και απασχόλησε το κοινό του πλανήτη…
Ο φόνος που έπεισε τον κόσμο να καλεί γρήγορα την αστυνομία
Πενήντα δύο χρόνια πριν, ο βιασμός και η στυγερή δολοφονία της Κίτι Γενοβέζε άλλαξε τη στάση των πληθυσμών της Δύσης απέναντι στις κλήσεις έκτακτης ανάγκης. Ο αποτροπιασμός του κόσμου για το γεγονός ότι κανείς δεν κάλεσε την αστυνομία έφερε μοιραία τον δημόσιο διάλογο στον τρόπο με τον οποίο γίνονταν οι επείγουσες κλήσεις στα τηλεφωνικά κέντρα.
Ο τρόπος όπως είπαμε ήταν ή να καλέσεις το «0» και να σε συνδέσει κατόπιν η τηλεφωνήτρια με το οικείο αστυνομικό τμήμα ή να πάρεις κατευθείαν το πενταψήφιο νούμερο των αστυνομικών τμημάτων. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν μιλούσες κατευθείαν με το αστυνομικό τμήμα της περιοχής σου: η κλήση πήγαινε πρώτα στο κέντρο επικοινωνίας της αστυνομίας και περνούσε κατόπιν στο αστυνομικό τμήμα, λες και ήταν ένα σύστημα φτιαγμένο να αποθαρρύνει τον κόσμο να επικοινωνεί με τις Αρχές!
Η χρονοβόρα και επίπονη αυτή διαδικασία καθυστερούσε όσο να πεις τους χρόνους απόκρισης των αστυνομικών στις επείγουσες περιστάσεις και μετά τον φόνο της Γενοβέζε, τόσο ο Τύπος όσο και οι πολίτες άρχισαν να συζητούν για το πώς γίνονταν οι κλήσεις στην αστυνομία. Μόνο που τώρα (και αρκετά μαγικά!) όλοι συμφωνούσαν ότι το σύστημα ήταν παρωχημένο, καθώς κλήσεις χάνονταν ή μπλέκονταν μεταξύ των τηλεφωνικών κέντρων, κάνοντας την αστυνομία να αργοπορεί θανάσιμα αλλά και τον κόσμο να πρέπει να το θέλει πολύ για να επικοινωνήσει με τις Αρχές.
Λάδι στη φωτιά έριξε σαφώς το ότι σύντομα κυκλοφόρησε η φήμη ότι κάποιοι από τους γείτονες της Κίτι είχαν τηλεφωνήσει στην αστυνομία και το γεγονός ότι αυτή δεν ήρθε ποτέ θεωρήθηκε τραγικό υποπροϊόν του δυσλειτουργικού τρόπου επικοινωνίας κοινού και πολιτειακών Αρχών.
Τρία χρόνια μετά το διαβόητο περιστατικό, προεδρική επιτροπή του Λίντον Τζόνσον γνωμοδότησε για την ανάπτυξη ενός συστήματος επείγουσας αναφοράς που θα βασιζόταν σε έναν μοναδικό αριθμό πανεθνικής εμβέλειας. Η τροπολογία πέρασε εσπευσμένα, καθώς αντιρρήσεις δεν υπήρξαν, και στις 16 Φεβρουαρίου 1968 έγινε η πρώτη κλήση στο «911» των ΗΠΑ, σε μια κωμόπολη της Αλαμπάμα. Και πάλι όμως θα έπρεπε να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 για να γενικευτούν τα τριψήφια νούμερα έκτακτης ανάγκης.
Όσο για τη χώρα μας, το «100» καθιερώθηκε ως αριθμός άμεσης δράσης το 1984, ταυτόχρονα με την ίδρυση της Ελληνικής Αστυνομίας δηλαδή (από την ενοποίηση των σωμάτων της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής)…
Την ώρα που οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί επιστήμονες καυτηρίαζαν την απάθεια της κοινωνίας και την αποξένωση που συνεπάγεται η ζωή στη μεγαλούπολη, κάποιοι άρχισαν να σκέφτονται για τον τρόπο με τον οποίο καλούσε το κοινό τις κρατικές υπηρεσίες επείγουσας ανάγκης!
Η μπαργούμαν Κίτι επέστρεφε στο σπίτι της στις 14 Μαρτίου έπειτα από μια κουραστική νύχτα, όταν και έμελλε να ζήσει τον εφιάλτη στις 3:00 τα ξημερώματα: δέχτηκε δυο διαφορετικές επιθέσεις από τον ίδιο άνδρα, ο οποίος τη μαχαίρωσε, τη βίασε και στο τέλος τη σκότωσε.
Η τραγική κοπέλα πάρκαρε έξω από το διαμέρισμά της στο υποβαθμισμένο Κουίνς της Νέας Υόρκης, αν και δυστυχώς για κείνη, εκεί είχε στήσει το δολοφονικό του καρτέρι ο Γουίνστον Μόσλεϊ. Ο οποίος, όπως και η Κίτι, ζούσε μια φυσιολογική -εξωτερικά τουλάχιστον- ζωή, περνώντας την ήσυχη καθημερινότητά του με τη σύζυγο και τα δυο του παιδιά. Μόνο που είχε αυτό που διαγνώστηκε αργότερα ως «ψυχωσική παρόρμηση».
Ο καθημερινός άνθρωπος που μετατράπηκε σε ανηλεή φονιά σηκώθηκε από το κρεβάτι του στις 2:00 τα ξημερώματα, μπήκε στο αμάξι του και έκανε τη μοιραία παγανιά του θανάτου, μέχρι που είδε τη Γενοβέζε να κατεβαίνει από το αμάξι της. Την πρόλαβε στο πεζοδρόμιο και χωρίς να πει λέξη, τη μαχαίρωσε δύο φορές στον λαιμό.
Η Κίτι ούρλιαζε, αν και μάταια. Κάποια στιγμή ένας γείτονας έβαλε τις φωνές μέσα από τα κλειδαμπαρωμένα παντζούρια του και ο Μόσλεϊ τράπηκε σε φυγή. Θανάσιμα χτυπημένη, η Κίτι κατάφερε να φτάσει αιμόφυρτη ως την πυλωτή της πολυκατοικίας της, ουρλιάζοντας συνεχώς για βοήθεια.
Ο Μόσλεϊ επέστρεψε στο αμάξι του για να κρυφτεί, μιας και περίμενε το ανθρωποκυνηγητό της αστυνομίας, όταν όμως 10 λεπτά αργότερα δεν είδε ίχνος αστυνομικού να περικυκλώνει την περιοχή, αποφάσισε να επιστρέψει για να ολοκληρώσει το ζοφερό του έργο.
Τη βρήκε λοιπόν στον προθάλαμο του συγκροτήματος, όπου τη μαχαίρωσε ξανά, τη βίασε και μετά το έβαλε ανενόχλητος στα πόδια, κλέβοντας και τα 49 δολάρια που είχε στην τσέπη της. Όλη αυτή την ώρα της διπλής επίθεσης, κάπου 30 μαρτυρικά λεπτά δηλαδή(!), η Κίτι καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια, αν και κανείς δεν προσέτρεξε. Ούτε την αστυνομία δεν κάλεσαν! Και, ακόμα χειρότερα, ένας γείτονας της Κίτι άνοιξε κάποια στιγμή την πόρτα και είδε με τα μάτια του την επίθεση, αν και το μόνο που έκανε ήταν να την ξανακλείσει κοπανώντας τη. Όπως είπε μετά στην κατάθεσή του, δεν ήθελε να μπλέξει.
Λίγες μέρες αργότερα (27 Μαρτίου), η εφημερίδα «New York Times» ανέφερε ότι 38 μάρτυρες είχαν ακούσει τους λυγμούς της Κίτι, ενώ αργότερα η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι άκουσε τις μαρτυρίες 49 περίοικων. Το γεγονός πάντως παρέμενε: κανείς δεν βγήκε να βοηθήσει και μόλις ένας κάλεσε την αστυνομία όταν όλα φαινόταν να έχουν τελειώσει. Ο Μόσλεϊ πιάστηκε αρκετά αργότερα και μάλιστα από σπόντα, όταν έκλεψε μια τηλεόραση και τον τσάκωσαν ομολογώντας αναπάντεχα τον φόνο της Γενοβέζε, δύο ακόμα ανθρωποκτονίες και καμιά ντουζίνα διαρρήξεις! Όσο για τον λόγο που τη σκότωσε, ήθελε απλά «να σκοτώσω μια γυναίκα», όπως είπε ψυχρά.
Το αμερικανικό κοινό έμοιαζε σοκαρισμένο και εξοργισμένο από το γεγονός ότι μια νεαρή κοπέλα κακοποιήθηκε και δολοφονήθηκε μέσα σε τόσους μάρτυρες. Η κοινωνική ψυχολογία, παίρνοντας πάσα από το γεγονός, κατέληξε σε μια θεωρία («φαινόμενο της απάθειας του θεατή») ότι όσο λιγότεροι είναι οι μάρτυρες, τόσο πιθανότερο είναι να παρέμβει κάποιος και να δράσει σε μια τέτοια περίσταση.
Μέσα στη γενικευμένη κατακραυγή του κόσμου, ένα ακόμα κοινωνικό κίνημα αναδύθηκε στον απόηχο του τραγικού θανάτου της Κίτι, που θα κατέληγε στη δημιουργία του τριψήφιου αριθμού άμεσης δράσης. Κι αυτό γιατί την εποχή εκείνη στις ΗΠΑ (και στον κόσμο ολόκληρο λίγο-πολύ) ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσεις με την αστυνομία ήταν να καλέσεις το αστυνομικό τμήμα της περιοχής σου ή να ζητήσεις από το τηλεφωνικό κέντρο να σε συνδέσει. Ό,τι ακολούθησε, είναι μια ιστορία που θα άλλαζε λίγο πολύ τον κόσμο…
Το έγκλημα που τα άλλαξε όλα
Σήμερα είναι δύσκολο να ανασυγκροτηθεί ο αντίκτυπος που είχε το στυγερό έγκλημα κατά της Κίτι Γενοβέζε στην αμερικανική αρχικά και κατόπιν στην ευρύτερη δυτική κοινωνία. Εξοργισμένο κοινό, ταραγμένοι πολιτικοί και ανήσυχοι ακαδημαϊκοί συζητούσαν επί μακρόν τόσο την απάθεια της κοινωνίας όσο και το δυσλειτουργικό του τρόπου με τον οποίο επικοινωνούσε ο κόσμος με την αστυνομία.
Η κατακλυσμιαία κοινωνική απήχηση του τραγικού περιστατικού πυροδότησε ταυτοχρόνως ανυπόστατες φήμες και μύθους με το τσουβάλι, αν και όλοι τροφοδότησαν ιδανικά το κοινωνικό φαντασιακό ότι ο πολίτης ήταν αποκομμένος από τις πολιτειακές δομές για την ασφάλεια και την προστασία του.
Αν κανείς δεν είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία, τότε η κοινωνία βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης: κανείς δεν νοιαζόταν για κανέναν και αυτό θα ήταν το τέλος του κοινωνικού συμβολαίου. Αν, από την άλλη, νοιάστηκαν κάποιοι αλλά δεν κατόρθωσαν να επικοινωνήσουν με την αστυνομία (είτε γιατί χάθηκε η κλήση τους ανάμεσα στα τηλεφωνικά κέντρα είτε γιατί αποθαρρύνθηκαν από το κοπιώδες της διαδικασίας), τότε χρειάζονταν γενναίες αλλαγές στα παρωχημένα συστήματα επικοινωνίας πολίτη και κρατικών δομών.
H προϊστορία του αριθμού επείγουσας κλήσης
Μια σύντομη αναφορά στην ιστορία των αριθμών έκτακτων κλήσεων είναι επιβεβλημένη για να αποκαλυφθούν οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε -ή καλύτερα, καθιερώθηκε- το νούμερο της άμεσης δράσης. Στα περισσότερα μέρη της Δύσης, αν και όχι σε όλα όπως θα δούμε, το κοινό έπρεπε να καλέσει το τηλεφωνικό κέντρο και να ζητήσει από τον χειριστή να τον συνδέσει με το οικείο αστυνομικό τμήμα. Σπανίως καλούσε κάποιος κατευθείαν στην αστυνομία, την πυροσβεστική ή το σύστημα υγείας, ακόμα και στις μεγαλουπόλεις της Δύσης.
Όταν αντικαταστάθηκαν τα χειροκίνητα κέντρα ελέγχου με αυτοματοποιημένες δομές, η μεγαλύτερη ανησυχία ήταν πως οι θεάρεστες υπηρεσίες που προσέφεραν οι ανθρώπινοι χειριστές σε τέτοιου είδους επείγουσες καταστάσεις θα χάνονταν. Και καθώς κάθε αστυνομική, πυροσβεστική και υγειονομική δομή είχε τον δικό της τηλεφωνικό αριθμό, το πράγμα άρχισε να γίνεται εφιαλτικό.
Βρετανία, ΗΠΑ και Καναδάς, αρχικά, βρήκαν μια πρώτη λύση: το κοινό καλούσε το «0» για έκτακτη ανάγκη και στην άλλη άκρη της γραμμής συνέχισε να βγαίνει άνθρωπος, ο οποίος άκουγε το περιστατικό και σε συνέδεε με την αντίστοιχη υπηρεσία. Αυτός ο τρόπος παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτος μέχρι και τα μέσα-τέλη της δεκαετίας του 1960, παρά το γεγονός ότι σε αρκετές χώρες υπήρχαν τριψήφιοι αριθμοί έκτακτης ανάγκης!
Το Λονδίνο, για παράδειγμα, είχε ήδη από το 1937 τον αριθμό επείγουσας κλήσης «999». Όταν τον καλούσες, ένα κόκκινο φως αναβόσβηνε στο τηλεφωνικό κέντρο ενημερώνοντας τον χειριστή ότι αυτή η κλήση έπρεπε να πάρει προτεραιότητα. Τηλεφωνικός πάροχος της Καλιφόρνια παρείχε ήδη από το 1946 τον αριθμό «116» για επείγουσες κλήσεις και το 1959 αντίστοιχος αριθμός («911») εμφανίστηκε στη Μανιτόμπα του Καναδά.
Στη Γαλλία, που τα περισσότερα τηλεφωνικά κέντρα έκλειναν το βράδυ, ένα αυτοματοποιημένο σύστημα εγκαταστάθηκε το 1913 που σε συνέδεε με την αστυνομία καλώντας το «17» και με την πυροσβεστική με το «18». Παρά την ύπαρξή τους όμως, σπανίως χρησιμοποιούνταν οι αριθμοί αυτοί από το κοινό, αφού ήταν πάντα ευκολότερο να καλέσεις το «0» από το διψήφιο ή τριψήφιο νούμερο, το οποίο παρέμενε εν πολλοίς άγνωστο στον κόσμο. Και βέβαια την καθοριστικότερη επίδραση στην καθιέρωση των τριψήφιων αριθμών θα είχε η υπόθεση της Κίτι Γενοβέζε, που έγινε παγκόσμια είδηση και απασχόλησε το κοινό του πλανήτη…
Ο φόνος που έπεισε τον κόσμο να καλεί γρήγορα την αστυνομία
Πενήντα δύο χρόνια πριν, ο βιασμός και η στυγερή δολοφονία της Κίτι Γενοβέζε άλλαξε τη στάση των πληθυσμών της Δύσης απέναντι στις κλήσεις έκτακτης ανάγκης. Ο αποτροπιασμός του κόσμου για το γεγονός ότι κανείς δεν κάλεσε την αστυνομία έφερε μοιραία τον δημόσιο διάλογο στον τρόπο με τον οποίο γίνονταν οι επείγουσες κλήσεις στα τηλεφωνικά κέντρα.
Ο τρόπος όπως είπαμε ήταν ή να καλέσεις το «0» και να σε συνδέσει κατόπιν η τηλεφωνήτρια με το οικείο αστυνομικό τμήμα ή να πάρεις κατευθείαν το πενταψήφιο νούμερο των αστυνομικών τμημάτων. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν μιλούσες κατευθείαν με το αστυνομικό τμήμα της περιοχής σου: η κλήση πήγαινε πρώτα στο κέντρο επικοινωνίας της αστυνομίας και περνούσε κατόπιν στο αστυνομικό τμήμα, λες και ήταν ένα σύστημα φτιαγμένο να αποθαρρύνει τον κόσμο να επικοινωνεί με τις Αρχές!
Η χρονοβόρα και επίπονη αυτή διαδικασία καθυστερούσε όσο να πεις τους χρόνους απόκρισης των αστυνομικών στις επείγουσες περιστάσεις και μετά τον φόνο της Γενοβέζε, τόσο ο Τύπος όσο και οι πολίτες άρχισαν να συζητούν για το πώς γίνονταν οι κλήσεις στην αστυνομία. Μόνο που τώρα (και αρκετά μαγικά!) όλοι συμφωνούσαν ότι το σύστημα ήταν παρωχημένο, καθώς κλήσεις χάνονταν ή μπλέκονταν μεταξύ των τηλεφωνικών κέντρων, κάνοντας την αστυνομία να αργοπορεί θανάσιμα αλλά και τον κόσμο να πρέπει να το θέλει πολύ για να επικοινωνήσει με τις Αρχές.
Λάδι στη φωτιά έριξε σαφώς το ότι σύντομα κυκλοφόρησε η φήμη ότι κάποιοι από τους γείτονες της Κίτι είχαν τηλεφωνήσει στην αστυνομία και το γεγονός ότι αυτή δεν ήρθε ποτέ θεωρήθηκε τραγικό υποπροϊόν του δυσλειτουργικού τρόπου επικοινωνίας κοινού και πολιτειακών Αρχών.
Τρία χρόνια μετά το διαβόητο περιστατικό, προεδρική επιτροπή του Λίντον Τζόνσον γνωμοδότησε για την ανάπτυξη ενός συστήματος επείγουσας αναφοράς που θα βασιζόταν σε έναν μοναδικό αριθμό πανεθνικής εμβέλειας. Η τροπολογία πέρασε εσπευσμένα, καθώς αντιρρήσεις δεν υπήρξαν, και στις 16 Φεβρουαρίου 1968 έγινε η πρώτη κλήση στο «911» των ΗΠΑ, σε μια κωμόπολη της Αλαμπάμα. Και πάλι όμως θα έπρεπε να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 για να γενικευτούν τα τριψήφια νούμερα έκτακτης ανάγκης.
Όσο για τη χώρα μας, το «100» καθιερώθηκε ως αριθμός άμεσης δράσης το 1984, ταυτόχρονα με την ίδρυση της Ελληνικής Αστυνομίας δηλαδή (από την ενοποίηση των σωμάτων της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής)…
0 Σχόλια