Ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της Μυκηναϊκής Εποχής, τον «Θρόνο του Αγαμέμνονα» παρουσίασε την Τρίτη το μεσημέρι, στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, ο καθηγητής αρχαιολογίας και πρόεδρος του Μυκηναϊκού Ιδρύματος, υπεύθυνος ανασκαφής Κάτω Πόλης των Μυκηνών, Χριστοφίλης Μαγγίδης.
Το λίθινο εύρημα, εντοπίστηκε σε απόσταση 80 μέτρων από την Ακρόπολη των Μυκηνών, ακριβώς κάτω από το μυκηναϊκό ανάκτορο, στην ίδια περιοχή που είχε βρεθεί τη δεκαετία του 50, λίθινη βάση κίονα του μυκηναϊκού μεγάρου, από τον φημισμένο αρχαιολόγο Ορλάνδο.
Σύμφωνα με τον Χριστοφίλη Μαγγίδη «Το εύρημα είναι μόνο θρόνος που μοιάζει με τον «θρόνο της Κνωσσού».
Η σπουδαία αυτή αρχαιολογική ανακάλυψη, έρχεται για ακόμα μια φορά να αποδείξει πως η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μας είναι ανεκτίμητη.
Υπενθυμίζεται πως οι ισχυρισμοί του καθηγητή πως ανακάλυψε τον θρόνο του Αγαμέμνονα, είχαν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια αλλά και την αμφισβήτηση πολλών αρχαιολόγων, τον Νοέμβριο του 2015, μετά από σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου.
Παρουσιάζεται ένα απόσπασμα από τις ανακοινώσεις του καθηγητή:
B. Ο «ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ»
Η αρχαιολογική ανακάλυψη και η διεπιστημονική τεκμηρίωση αναγνώρισης και ταύτισης του ανακτορικού θρόνου των Μυκηνών
Το χρονικό της αρχαιολογικής ανακάλυψης
Στις 12 Ιουνίου 2014, κατά τη διάρκεια παλαιο-υδρολογικών μετρήσεων στην κοίτη και τις όχθες του Χάβου στα πλαίσια της συστηματικής γεωφυσικής έρευνας στην Κάτω Πόλη των Μυκηνών, εντοπίσθηκε από μέλη της επιστημονικής ομάδος του καθηγητή Χριστοφίλη Μαγγίδη (συγκεκριμένα από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές αρχαιολογίας Erik DeMarche και Dan Fallu) μεγάλο θραύσμα ογκώδους λίθινου καθίσματος που, αφού φωτογραφήθηκε και μετρήθηκε επί τόπου, μεταφέρθηκε αμέσως στο Μουσείο Μυκηνών για να περισωθεί και να μελετηθεί, όπου και εισήχθη στον κατάλογο της ανασκαφής της Κάτω Πόλης ως επιφανειακό εύρημα (με τον αύξοντα αριθμό 2014/001 και αριθμό καταλόγου υλικών ΑΜ 657). Κατά τη διάρκεια της μελέτης (Αύγουστος 2015) ενημερώθηκε με σύντομη έγγραφη αναφορά μου ο γ.γ. της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η έφορος αρχαιοτήτων Αργολίδας, η ηγεσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η γ.γ. του ΥΠΠΟ και ο υπουργός πολιτισμού.
Το σημαντικό αυτό εύρημα εξετάσθηκε από διεπιστημονική ομάδα μελετητών επί δύο χρόνια, αναγνωρίσθηκε και τεκμηριώθηκε ως τμήμα του θρόνου του ανακτόρου των Μυκηνών. Το εύρημα παρουσιάζεται επίσημα πρώτα στην Αθήνα, κατόπιν δε θα παρουσιασθεί σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια και διεξοδικά σε εκτενές επιστημονικό άρθρο σε διεθνές αρχαιολογικό περιοδικό (2017).
Διεπιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση
Ι. Τόπος εύρεσης και τοπογραφικές/αρχαιολογικές ενδείξεις
Ο θρόνος του ανακτόρου των Μυκηνών κατακρημνίσθηκε στον Χάβο (μαζί με μικρό τμήμα της κεντρικής κυκλικής εστίας και της μίας, της νοτιοανατολικής, εκ των τεσσάρων λίθινων βάσεων κιόνων που την περιέβαλαν), όταν κατέρρευσε το νοτιοανατολικό τμήμα του δαπέδου του μεγάρου, θεμελιωμένου επί τεχνητού ανδήρου σε προεξοχή του οχυρωματικού κυκλώπειου τείχους, εξ αιτίας του καταστροφικού σεισμού που έπληξε τις Μυκήνες στα τέλη του 13ου αιώνα, περί το 1200 πΧ (ΥΕ ΙΙΙΒ2).
Το τμήμα του λίθινου θρόνου εντοπίσθηκε (out of context) στην κοίτη του ρέματος του Χάβου (37°43'44 North, 22°45'28 East), περί τα 80 μέτρα νοτίως του μυχού της ακροπόλεως των Μυκηνών που βρίσκεται κάτω ακριβώς από το μυκηναϊκό ανάκτορο. Το σημείο ανεύρεσης του σε συνδυασμό με ποικίλα, αλληλένδετα τεκμήρια (που συμπεριλαμβάνουν τη μορφή του, τις μεγάλες διαστάσεις του, τις αναλογίες του, τεχνικά στοιχεία και το υλικό κατασκευής του) συνηγορούν πως πρόκειται πιθανότατα για τον θρόνο (to-no στην Γραμμική Β) της τελευταίας φάσης του μυκηναϊκού ανακτόρου των Μυκηνών. Πράγματι, στην ίδια περιοχή που ανακαλύφθηκε το λίθινο θραύσμα του θρόνου το 2014, δηλ. μέσα στην κοίτη του Χάβου και ακριβώς κάτω από το ανάκτορο, είχε εντοπισθεί και περισυλλεγεί η απωλεσθείσα λίθινη βάση κίονα του μεγάρου στα πλαίσια των εργασιών στερέωσης και αναστύλωσης του ανακτόρου το 1950-1955 από τον τότε γ.γ. της Αρχαιολογικής Εταιρείας Α. Ορλάνδο.
II. Ταφονομία και μελέτη ιχνών πρόσκρουσης
Η μελέτη των ιχνών πρόσκρουσης, ρηγμάτων θραύσης, φθορών και διάβρωσης στο σωζόμενο τμήμα του λίθινου θρόνου καταδεικνύει πως ο θρόνος κατακρημνίσθηκε από μεγάλο ύψος (περ. 70 μ) και θρυμματίσθηκε με βίαιη πρόσκρουση στο έδαφος στην κοίτη του άνω Χάβου, ενώ, στη συνέχεια, το συγκεκριμένο θραύσμα του θρόνου παρασύρθηκε από τα υδατορρεύματα εντός της κοίτης του χειμάρρου περί τα 35 μ έως τον δεύτερο καταρράκτη, απ’ όπου κατέπεσε στην κοίτη του κάτω Χάβου και μετακυλίσθηκε για άλλα 50 μ μέχρι την τελική του εναπόθεση επάνω σε στρώση χαλικιών και βοτσάλων, μέσα σε φυσικό βύθισμα υδρολογικής λεκάνης απορροής στο βόρειο πρανές της κοίτης. Εκεί επιχώσθηκε σχετικά σύντομα από φυσικές προσχώσεις, γεγονός το οποίο προστάτευσε το θραύσμα από περαιτέρω φθορές και διαβρώσεις.
Συγκεκριμένα:
(1) Το έντονο, επικλινές ρήγμα θραύσης στη σωζόμενη κάτω επιφάνεια του λίθινου τμήματος και η οξεία γωνία απόκλισης του ρήγματος από τον ορίζοντα της λειασμένης άνω επιφάνειας (έδρας) υποδηλώνουν πτώση από μεγάλο ύψος (free fall) και βίαιη πρόσκρουση κατά την οποία αποκρούσθηκε και αποκολλήθηκε το σωζόμενο θραύσμα από το άνω τμήμα του ογκώδους λίθινου θρόνου.
(2) Οι αποστρογγυλευμένες γωνίες και η καμπυλόκυρτη διατομή του θραύσματος είναι αποτέλεσμα τριβής κατά το σύρσιμο και την μετακύλιση του θραύσματος από τα υδατορρεύματα εντός της κοίτης του χειμάρρου (rolling damage).
(3) Μικρότερα παράλληλα ή εγκάρσια ρήγματα θραύσης με οδοντωτές ακμές οφείλονται σε επάλληλες αποκρούσεις κατά την μετατόπιση του θραύσματος ή προσκρούσεις με άλλα φερτά υλικά εντός της κοίτης του χειμάρρου (high energy transport).
(4) Η πολύ καλή διατήρηση της λειασμένης άνω επιφάνειας του θραύσματος (έδρας) υποδηλώνει πως το θραύσμα, σύντομα μετά την πτώση και μετακύλισή του, επιχώσθηκε στο λεπτόκοκκο κιτρινόφαιο ίζημα που εντοπίζεται στα πρανή της κοίτης του χειμάρρου, όπου το θραύσμα εναποτέθηκε και επιχώσθηκε στην τελική του θέση, γεγονός που μείωσε σημαντικά την έκθεσή του στις καιρικές συνθήκες, περιόρισε την διάβρωσή του από τα όμβρια ύδατα και υδατορρεύματα και συνετέλεσε στην καλή διατήρησή του.
III. Μορφολογικά στοιχεία (σχήμα, τύπος, μορφή)
Πρόκειται για τμήμα μεγάλου λιθίνου καθίσματος, η έδρα του οποίου αποτελείται από ρηχό, λειασμένο βύθισμα πλαισιωμένο από ελαφρώς υπερυψωμένο, πλατύ περιχείλωμα στις τρείς παρυφές του (η συμβολή δύο εκ των οποίων σώζεται αποσπασματικά). Η εσωτερική παρειά του περιχειλώματος είναι ομαλά επικλινής προς το βύθισμα της έδρας και σχηματίζει ελαφρώς αποστρογγυλευμένη γωνία στο περίγραμμά της. Στην άνω επιφάνεια του σωζόμενου περιχειλώματος σώζονται ζώνη διαφοροποιημένης φθοράς και διάβρωσης με ευθύγραμμα ίχνη αποκεκρουσμένης πρόσφυσης λεπτής, επίπεδης λίθινης πλάκας που προφανώς αποτελούσε το ερεισίνωτο του καθίσματος.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνιστούν ασφαλή διαγνωστικά χαρακτηριστικά καθίσματος και συνδυαστικά συνηγορούν πως πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μεγάλο λίθινο θρόνο (και βεβαίως απορρίπτουν κατηγορηματικά την εκδοχή «λεκάνης», όπως εσφαλμένα και πρόχειρα ερμηνεύθηκε από την επιτροπή Πετράκου), πιο συγκεκριμένα
(1) το σχήμα του περιχειλώματος (τυπικό για λίθινα μινωικά καθίσματα και πανομοιότυπο μ’ αυτό του θρόνου της Κνωσσού),
(2) τα ίχνη πρόσφυσης του ερεισίνωτου (πλάτης),
(3) το πολύ ρηχό βύθισμα της έδρας (βάθους 3 εκ. – μόνον 0,5 εκ. ρηχότερο του αντίστοιχου βυθίσματος της έδρας του θρόνου της Κνωσού), το οποίο βεβαίως είναι πρακτικά ακατάλληλο για «λεκάνη»
(4) η μικρή κλίση του βυθίσματος που βαθαίνει ελαφρά προς την πίσω πλευρά, δηλ. προς την πλάτη (ακριβώς όπως του θρόνου της Κνωσού), κλίση η οποία παραπέμπει μόνον σε κάθισμα (κι όχι σε «λεκάνη» που συνήθως βαθαίνει προς το κέντρο).
Τρία ακόμη τμήματα που ανευρέθησαν σε διάφορα σημεία των Μυκηνών ίσως αποτελούσαν τμήμα της διακόσμησης της βάσης του θρόνου.[1] Πρόκειται για δύο συνανήκοντα και συνενούμενα τμήματα δόμου από πρασινωπό σερπεντίνη με ημιτελή ανάγλυφη διακόσμηση τρέχουσας σπείρας (Μουσείο Μυκηνών ΜΜ 2274), προερχόμενα το ένα εξ αυτών από ΥΕΙΙΙΒ2 στρώμα καταστροφής (Υπόγειο II κάτω από το Δωμάτιο 2 ή «μέγαρον» στον ανατολικό τομέα του Θρησκευτικού Κέντρου των Μυκηνών), ενώ το άλλο ως επιφανειακό εύρημα από την περιοχή βορείως ή βορειοανατολικώς της Πύλης των Λεόντων, τα οποία πιθανώς προορίζονταν ως διακόσμηση της βάσης του θρόνου των Μυκηνών, όπως ίσως και ένα παρόμοιο θραύσμα από πράσινο σερπεντίνη προερχόμενο από τον Θολωτό της Κλυταιμνήστρας (Μουσείο Μυκηνών ΜΜ 2373). Συνεπώς, η υπερυψωμένη βάση του θρόνου ήταν πιθανώς διαμορφωμένη και διακοσμημένη με σπείρες, όπως η σωζόμενη βάση του θρόνου της γειτονικής Τίρυνθας (εκτεθειμένη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).[2]
IV. Υλικό κατασκευής και η σημειολογία του
Ο θρόνος είναι κατασκευασμένος από ντόπιο, φαιόχρωμο, ποτάμιο κροκαλοπαγές ολιγομικτικό πέτρωμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβεστολιθικό υλικό και χαμηλή περιεκτικότητα σε πυριτόλιθο και φλύσχη (<5 br="">
Στο σωζόμενο λίθινο θραύσμα του θρόνου διακρίνεται επιφάνεια επαφής (κλίσης 60°) ανάμεσα σε ανώτερη ιζηματογενή στρώση χονδρόκοκκης άμμου και ομοιόμορφων μικρών βοτσάλων και σε κατώτερη στρώση ανομοιόμορφων αποστρογγυλευμένων, ελλειψοειδών ή πεπλατυσμένων, ποτάμιων εγκλεισμάτων. Η απόκλιση της επιφάνειας επαφής των δύο ιζηματογενών στρώσεων από τους βασικούς άξονες του αντικειμένου υποδηλώνει πως ο θρόνος λαξεύθηκε πιθανώς από ογκόλιθο αποκολλημένο από τον φυσικό βράχο, και μάλλον όχι από πέτρωμα λατομείου (όπου η λατόμηση του λίθου συνήθως παρακολουθεί τις φλέβες και ρωγμές του πετρώματος και παράγει λαξεύσεις σχεδόν παράλληλες προς τις ιζηματογενείς στρώσεις και δομές του πετρώματος).
Η χρήση ντόπιου πετρώματος για τον θρόνο δημιουργεί σημειολογικούς συνειρμούς και συμβολισμούς αυτοχθονίας και αρχαιότητας, καθώς ο ογκώδης λίθινος θρόνος θα έδινε την εντύπωση της φυσικής προέκτασης του βράχου των Μυκηνών μέσα στην αίθουσα του ανακτόρου.[3] Εάν, μάλιστα, ο θρόνος λαξεύθηκε από βράχο αποκολλημένο εξ αιτίας φυσικής καταστροφής (κατολίσθησης ή σεισμού, όπως του τρομερού σεισμού του 1250 πΧ που κατέστρεψε το ανάκτορο και μεγάλο τμήμα της ακρόπολης και της πόλης των Μυκηνών), τότε υπεισέρχεται και ο υπερβατικός συμβολισμός του ‘θεϊκού σημείου’ ή ‘άνωθεν υπόδειξης’ στην επιλογή του συγκεκριμένου υλικού για τον θρόνο του άνακτα.
Η χρήση λαξευμένων κροκαλοπαγών πετρωμάτων αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μυκηναϊκής ανακτορικής αρχιτεκτονικής του 14ου/13ου αιώνα πΧ. (και όχι υλικό για «βιοτεχνικά σκεύη» και «λεκάνες», όπως θεωρήθηκε εσφαλμένα από την επιτροπή Πετράκου, τα οποία, ως γνωστόν, κατασκευάζονταν από σκληρότερα, υδατοστεγή, μη πορώδη πετρώματα). Κροκαλοπαγή πετρώματα χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για την επένδυση και διακόσμηση προσόψεων βασιλικών θολωτών τάφων, τειχών, εισόδων και πυλών κυρίως στις Μυκήνες (π.χ. Πύλη Λεόντων), στην Τίρυνθα και την Κνωσό. Εκτός από τα εμφανή πρακτικά πλεονεκτήματα της χρήσης τους σε σχέση με τον σκληρότερο ασβεστόλιθο (ευκολία λάξευσης και δυνατότητα λατόμευσης μεγάλων δόμων σε κανονικότερα σχήματα), η χωροταξική διασπορά τους και η επικέντρωσή τους σε συγκεκριμένα κτίσματα υποδηλώνουν πως η επιλεκτική χρήση κροκαλοπαγών πετρωμάτων ίσως σημασιοδοτεί ορισμένα αρχιτεκτονικά μνημεία με συμβολισμούς πολιτικο-οικονομικής δύναμης και εικόνα μεγαλοπρέπειας.[4]
Τέλος, ο ίδιος συνδυασμός κροκαλοπαγούς ασβεστόλιθου ή αμυγδαλίτη λίθου με πρασινωπό μάρμαρο ή σερπεντίνη λίθο χρησιμοποιήθηκε κατά την ίδια περίοδο (μέσα 13ου αιώνα πΧ) όχι μόνον για τον βασιλικό θρόνο των Μυκηνών (εφόσον η διακοσμημένη βάση από πρασινωπό σερπεντίνη όντως συνδέεται με τον θρόνο), αλλά και για τη διακόσμηση προσόψεων βασιλικών θολωτών τάφων στις Μυκήνες (π.χ. Θολωτός Ατρέως) και τη βάση του θρόνου του ανακτόρου της Τίρυνθας.
V. Διαστάσεις/αναλογίες
Διαστάσεις του σωζόμενου λίθινου τμήματος του θρόνου: 23 εκ. (μέγιστο σωζόμενο ύψος), 54 εκ. (μέγιστο σωζόμενο μήκος), 30-35 εκ. (μέγιστο σωζόμενο πλάτος), περιχείλωμα (πάχους 9-10 εκ.), και βάρος περίπου 70-80 κιλών.
Ο λίθινος θρόνος, συνεπώς, στην αρχική του μορφή υπολογίζεται πως είχε διαστάσεις 50 εκ. (ύψος χωρίς το ερεισίνωτο), περίπου 50 εκ (μήκος), 70 εκ (πλάτος), με βύθισμα έδρας μεγίστου βάθους 3 εκ., και είχε συνολικό βάρος άνω των 250 κιλών.
Η μελέτη των διαστάσεων και των αναλογιών του θρόνου των Μυκηνών κατέδειξε μεγάλες ομοιότητες με τον θρόνο της Κνωσού. Η αναγνώριση και ταυτοποίηση διαγνωστικών χαρακτηριστικών καθίσματος στο σωζόμενο θραύσμα του θρόνου (επικλινές βύθισμα έδρας, πλατύ περιχείλωμα έδρας, ίχνη ερεισίνωτου) αποτέλεσε τη βάση για τη συγκριτική ψηφιακή φωτογραμμετρική απεικόνιση και μέτρηση των θρόνων των Μυκηνών και της Κνωσού με χρήση των λογισμικών JMicrovision Image Analysis Suite (Roduit 2007), GIMP 2.0 (Gnu Image Manipulation Program), και τρισδιάστατη ψηφιακή σάρωση. Συγκεκριμένα,
(1) Ο θρόνος των Μυκηνών (50 εκ Χ 70 εκ) είναι πιο ογκώδης απ’ αυτόν της Κνωσού (32,2 εκ Χ 45,1 εκ), όμως η αναλογία μήκους/πλάτους είναι ακριβώς η ίδια (0,71) και για τους δύο θρόνους.
(2) Το βύθισμα της έδρας του θρόνου των Μυκηνών παρουσιάζει μικρή κλίση που βαθαίνει ελαφρά προς την πίσω πλευρά της πλάτης (ακριβώς όπως του θρόνου της Κνωσού), όπου και έχει μέγιστο βάθος 3 εκ. (μόνον 0,5 εκ. ρηχότερο του αντίστοιχου βυθίσματος της έδρας του θρόνου της Κνωσού).
(3) Το μέγιστο σωζόμενο μήκος του λειασμένου βυθίσματος της έδρας του θραύσματος είναι 40,1 εκ, με το αρχικό μήκος του βυθίσματος της έδρας του θρόνου να υπολογίζεται σε 44.8 εκ (μετρώντας μέχρι το σημείο σύγκλισης των νοητών προεκτάσεων της επικλινούς επιφάνειας του βυθίσματος και του ορίζοντα της επίπεδης επιφάνειας του περιχειλώματος). Το μήκος του βυθίσματος του θρόνου των Μυκηνών (44,8 εκ) είναι είναι μεγαλύτερο του αντίστοιχου του θρόνου της Κνωσού (30,2 εκ), αλλά είναι απολύτως συμβατό με τον μέσο όρο μήκους των μηριαίων οστών των βασιλικών ταφών στους λακκοειδείς τάφους του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών,[5] έχοντας προφανώς κατασκευασθεί για άτομα μεγαλύτερου σωματότυπου (το οποίο συμφωνεί με τα πορίσματα συγκριτικών ανθρωπομετρικών ερευνών για τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους).
(4) Η ζώνη πρόσφυσης του ερεισίνωτου (5,8-6,2 εκ) καταλαμβάνει περίπου το 63% του συνολικού πλάτος του πίσω περιχειλώματος (8,9-10 εκ) (με την αντίστοιχη αναλογία στο θρόνο της Κνωσού στο 65%).
(5) Η αναλογία μήκους βυθίσματος έδρας (44,8 εκ) προς την απόσταση από το περιχείλωμα έως το μέγιστο βύθισμα/nadir (10,6 εκ) είναι 4,23 (με την αντίστοιχη αναλογία στο θρόνο της Κνωσού στο 3,23).
(6) Τέλος, το βάθρο της υπερυψωμένης βάσης του θρόνου των Μυκηνών (η οποία ήταν πιθανώς διαμορφωμένη και διακοσμημένη με σπείρες, όπως η σωζόμενη βάση του θρόνου της γειτονικής Τίρυνθας) έχει ακριβώς τις ίδιες αναλογίες με τη βάση του θρόνου της Τίρυνθας (αναλογία μήκους/πλάτους = 1.32) και ελαφρώς μεγαλύτερες των αναλογιών της βάσης της Πύλου (1.19) και της Κνωσού (1.24).
VI. Τεχνικές κατεργασίας
Ο θρόνος λαξεύθηκε από δύο διαφορετικούς ογκόλιθους, έναν μονόλιθο για το κάθισμα και άλλον για την πλάκα του ερεισίνωτου (πλάτης), ενώ τα δύο μονολιθικά τμήματα συνδέθηκαν με αρμό. Η λεπτή πλάκα του ερεισίνωτου είχε προφανώς σφηνωθεί ανάμεσα στην οπίσθια όψη του καθίσματος και τον τοίχο του ανακτόρου (όπως ακριβώς στον θρόνο της Κνωσού) με μία οριζόντα προεξοχή της (ledge) να επικάθηται στην άνω επιφάνεια του πίσω περιχειλώματος του καθίσματος, όπου και δημιούργησε εμφανή ζώνη διαφοροποιημένης λείανσης και φθοράς.
Η λάξευση των ογκόλιθων πρέπει να έγινε με λίθινα εργαλεία σε πρώτη φάση (λίθινα σφυριά και καλέμια), ενώ η λεπτομερής κατεργασία του σε δεύτερη φάση έγινε με μπρούτζινα και λίθινα εργαλεία (καλέμια, σμίλες, λίμες, ξέστρα). Τέτοια εργαλεία έχουν έλθει στο φως από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην ακρόπολη και την Κάτω Πόλη των Μυκηνών. Για τη λείανση των ορατών επιφανειών πρέπει να χρησιμοποιήθηκε σμυρίδα ή άλλα λειαντικά υλικά (βασάλτης, χαλαζίας, ή αμμόλιθος) με επαναλαμβανόμενες κυκλικές κινήσεις.
Η εξαιρετική κατεργασία (λάξευση και λείανση) της σωζόμενης επιφάνειας του θρόνου συνιστά διαγνωστικό γνώρισμα μυκηναϊκής ανακτορικής τέχνης και τεχνικής. Η λείανση της έδρας του θρόνου είναι τόσο καλή που δεν έχει αφήσει ευδιάκριτα ίχνη κατεργασίας.
VII. Συγκριτικά παράλληλα
Ο συγκεκριμένος τύπος καθίσματος βρίσκει ακριβές παράλληλο στον αλαβάστρινο θρόνο της Κνωσσού αλλά και μεγάλες ομοιότητες με σπάνια λίθινα καθίσματα της μινωικής και μυκηναϊκής εποχής.
Άλλα εικονογραφικά παράλληλα περιλαμβάνουν γραπτές, ανάγλυφες και ολόγλυφες παραστάσεις θρόνων (παραστάσεις σε τοιχογραφίες, αγγειογραφία και σφραγιδόλιθους, μικρά πήλινα ομοιώματα, αγάλματα διαφόρων μεγεθών) από τη μινωική Κρήτη και τη μυκηναϊκή Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή (Sumer, Babylon, Assyria, Mittani, Canaan, Levant) κατά τη διάρκεια της 3ης και 2ης χιλιετίας πΧ.
VIII. Ιστορικές και λογοτεχνικές πηγές
Η λέξη «to-no» (θρόνος) αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σειρά πινακίδων Ta από την Πύλο (Tablets 707, 708, 714, 721) όπου σε κατάλογο απογραφής κινητών επίπλων του ανακτόρου, αγγείων και σκευών για συμπόσια και ιεροτελεστίες συμπεριλαμβάνονται 11 τράπεζες, 6 θρόνους ή πολυτελή καθίσματα («to-no») και 16 υποπόδια («ta-ra-nu-we», «θρήνυς»), με περιληπτική περιγραφή των υλικών κατασκευής και πολυτελούς διακόσμησης (ξύλο με ένθετη διακόσμηση από ορεία κρύσταλλο, χρυσό, ασήμι, ημιπολύτιμους λίθους και κυανή υαλόμαζα).
Στην Ιλιάδα η λέξη «θρόνος» χρησιμοποιείται 14 φορές ως όρος για πολυτελές κάθισμα θεών (Ζεύς, Ήρα, Αθηνά, Άρης, Θέτις, και Αιδωνεύς ή Άδης), ενώ 4 φορές εμφανίζεται ο όρος «κλισμός». Στην Οδύσσεια η λέξη «θρόνος» χρησιμοποιείται 39 φορές, ενώ 12 φορές, εναλλακτικά ή ενίοτε συνδυαστικά, εμφανίζεται ο όρος «κλισμός» (κάθισμα), τόσο για θρόνους θεών αλλά και για ανακτορικούς θρόνους (Μενέλαος, Νέστωρ, Οδυσσεύς) ή πολυτελή καθίσματα ευγενών (μνηστήρες στην Ιθάκη).
Τόσο οι πινακίδες Γραμμικής Β όσο και τα ομηρικά έπη παρουσιάζουν τον πολυτελή, διακοσμημένο ξύλινο «θρόνο» ως σύμβολο δύναμης, πλούτου και εξουσίας, συνδεδεμένο με το θείον, τον άνακτα και την αριστοκρατία. Ένας μόνιμος, μνημειώδης, λίθινος θρόνος, όπως αυτός των Μυκηνών ή της Κνωσού, αποτελεί ένα πολύ πιο αποελεσματικό και εμφατικό σύμβολο αρχαιότητας, διαχρονικότητας, σταθερότητας και δύναμης.
Σπουδαιότητα ευρήματος
Η επιστημονική αξία του ευρήματος (ο μοναδικός έως τώρα ανακαλυφθείς θρόνος μυκηναϊκού ανακτόρου στην ηπειρωτική Ελλάδα) και η σημειολογική του βαρύτητα ως συμβόλου συνδεδεμένου με τον μύθο και την αρχαία λογοτεχνική παράδοση (ο «θρόνος του Αγαμέμνονα», του τελευταίου μυθικού βασιλέα των Μυκηνών) είναι προφανώς μεγάλη. Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά και εμβληματικά ευρήματα της μυκηναϊκής εποχής.
5>
Το λίθινο εύρημα, εντοπίστηκε σε απόσταση 80 μέτρων από την Ακρόπολη των Μυκηνών, ακριβώς κάτω από το μυκηναϊκό ανάκτορο, στην ίδια περιοχή που είχε βρεθεί τη δεκαετία του 50, λίθινη βάση κίονα του μυκηναϊκού μεγάρου, από τον φημισμένο αρχαιολόγο Ορλάνδο.
Σύμφωνα με τον Χριστοφίλη Μαγγίδη «Το εύρημα είναι μόνο θρόνος που μοιάζει με τον «θρόνο της Κνωσσού».
Η σπουδαία αυτή αρχαιολογική ανακάλυψη, έρχεται για ακόμα μια φορά να αποδείξει πως η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μας είναι ανεκτίμητη.
Υπενθυμίζεται πως οι ισχυρισμοί του καθηγητή πως ανακάλυψε τον θρόνο του Αγαμέμνονα, είχαν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια αλλά και την αμφισβήτηση πολλών αρχαιολόγων, τον Νοέμβριο του 2015, μετά από σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου.
Παρουσιάζεται ένα απόσπασμα από τις ανακοινώσεις του καθηγητή:
B. Ο «ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ»
Η αρχαιολογική ανακάλυψη και η διεπιστημονική τεκμηρίωση αναγνώρισης και ταύτισης του ανακτορικού θρόνου των Μυκηνών
Το χρονικό της αρχαιολογικής ανακάλυψης
Στις 12 Ιουνίου 2014, κατά τη διάρκεια παλαιο-υδρολογικών μετρήσεων στην κοίτη και τις όχθες του Χάβου στα πλαίσια της συστηματικής γεωφυσικής έρευνας στην Κάτω Πόλη των Μυκηνών, εντοπίσθηκε από μέλη της επιστημονικής ομάδος του καθηγητή Χριστοφίλη Μαγγίδη (συγκεκριμένα από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές αρχαιολογίας Erik DeMarche και Dan Fallu) μεγάλο θραύσμα ογκώδους λίθινου καθίσματος που, αφού φωτογραφήθηκε και μετρήθηκε επί τόπου, μεταφέρθηκε αμέσως στο Μουσείο Μυκηνών για να περισωθεί και να μελετηθεί, όπου και εισήχθη στον κατάλογο της ανασκαφής της Κάτω Πόλης ως επιφανειακό εύρημα (με τον αύξοντα αριθμό 2014/001 και αριθμό καταλόγου υλικών ΑΜ 657). Κατά τη διάρκεια της μελέτης (Αύγουστος 2015) ενημερώθηκε με σύντομη έγγραφη αναφορά μου ο γ.γ. της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η έφορος αρχαιοτήτων Αργολίδας, η ηγεσία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η γ.γ. του ΥΠΠΟ και ο υπουργός πολιτισμού.
Το σημαντικό αυτό εύρημα εξετάσθηκε από διεπιστημονική ομάδα μελετητών επί δύο χρόνια, αναγνωρίσθηκε και τεκμηριώθηκε ως τμήμα του θρόνου του ανακτόρου των Μυκηνών. Το εύρημα παρουσιάζεται επίσημα πρώτα στην Αθήνα, κατόπιν δε θα παρουσιασθεί σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια και διεξοδικά σε εκτενές επιστημονικό άρθρο σε διεθνές αρχαιολογικό περιοδικό (2017).
Διεπιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση
Ι. Τόπος εύρεσης και τοπογραφικές/αρχαιολογικές ενδείξεις
Ο θρόνος του ανακτόρου των Μυκηνών κατακρημνίσθηκε στον Χάβο (μαζί με μικρό τμήμα της κεντρικής κυκλικής εστίας και της μίας, της νοτιοανατολικής, εκ των τεσσάρων λίθινων βάσεων κιόνων που την περιέβαλαν), όταν κατέρρευσε το νοτιοανατολικό τμήμα του δαπέδου του μεγάρου, θεμελιωμένου επί τεχνητού ανδήρου σε προεξοχή του οχυρωματικού κυκλώπειου τείχους, εξ αιτίας του καταστροφικού σεισμού που έπληξε τις Μυκήνες στα τέλη του 13ου αιώνα, περί το 1200 πΧ (ΥΕ ΙΙΙΒ2).
Το τμήμα του λίθινου θρόνου εντοπίσθηκε (out of context) στην κοίτη του ρέματος του Χάβου (37°43'44 North, 22°45'28 East), περί τα 80 μέτρα νοτίως του μυχού της ακροπόλεως των Μυκηνών που βρίσκεται κάτω ακριβώς από το μυκηναϊκό ανάκτορο. Το σημείο ανεύρεσης του σε συνδυασμό με ποικίλα, αλληλένδετα τεκμήρια (που συμπεριλαμβάνουν τη μορφή του, τις μεγάλες διαστάσεις του, τις αναλογίες του, τεχνικά στοιχεία και το υλικό κατασκευής του) συνηγορούν πως πρόκειται πιθανότατα για τον θρόνο (to-no στην Γραμμική Β) της τελευταίας φάσης του μυκηναϊκού ανακτόρου των Μυκηνών. Πράγματι, στην ίδια περιοχή που ανακαλύφθηκε το λίθινο θραύσμα του θρόνου το 2014, δηλ. μέσα στην κοίτη του Χάβου και ακριβώς κάτω από το ανάκτορο, είχε εντοπισθεί και περισυλλεγεί η απωλεσθείσα λίθινη βάση κίονα του μεγάρου στα πλαίσια των εργασιών στερέωσης και αναστύλωσης του ανακτόρου το 1950-1955 από τον τότε γ.γ. της Αρχαιολογικής Εταιρείας Α. Ορλάνδο.
II. Ταφονομία και μελέτη ιχνών πρόσκρουσης
Η μελέτη των ιχνών πρόσκρουσης, ρηγμάτων θραύσης, φθορών και διάβρωσης στο σωζόμενο τμήμα του λίθινου θρόνου καταδεικνύει πως ο θρόνος κατακρημνίσθηκε από μεγάλο ύψος (περ. 70 μ) και θρυμματίσθηκε με βίαιη πρόσκρουση στο έδαφος στην κοίτη του άνω Χάβου, ενώ, στη συνέχεια, το συγκεκριμένο θραύσμα του θρόνου παρασύρθηκε από τα υδατορρεύματα εντός της κοίτης του χειμάρρου περί τα 35 μ έως τον δεύτερο καταρράκτη, απ’ όπου κατέπεσε στην κοίτη του κάτω Χάβου και μετακυλίσθηκε για άλλα 50 μ μέχρι την τελική του εναπόθεση επάνω σε στρώση χαλικιών και βοτσάλων, μέσα σε φυσικό βύθισμα υδρολογικής λεκάνης απορροής στο βόρειο πρανές της κοίτης. Εκεί επιχώσθηκε σχετικά σύντομα από φυσικές προσχώσεις, γεγονός το οποίο προστάτευσε το θραύσμα από περαιτέρω φθορές και διαβρώσεις.
Συγκεκριμένα:
(1) Το έντονο, επικλινές ρήγμα θραύσης στη σωζόμενη κάτω επιφάνεια του λίθινου τμήματος και η οξεία γωνία απόκλισης του ρήγματος από τον ορίζοντα της λειασμένης άνω επιφάνειας (έδρας) υποδηλώνουν πτώση από μεγάλο ύψος (free fall) και βίαιη πρόσκρουση κατά την οποία αποκρούσθηκε και αποκολλήθηκε το σωζόμενο θραύσμα από το άνω τμήμα του ογκώδους λίθινου θρόνου.
(2) Οι αποστρογγυλευμένες γωνίες και η καμπυλόκυρτη διατομή του θραύσματος είναι αποτέλεσμα τριβής κατά το σύρσιμο και την μετακύλιση του θραύσματος από τα υδατορρεύματα εντός της κοίτης του χειμάρρου (rolling damage).
(3) Μικρότερα παράλληλα ή εγκάρσια ρήγματα θραύσης με οδοντωτές ακμές οφείλονται σε επάλληλες αποκρούσεις κατά την μετατόπιση του θραύσματος ή προσκρούσεις με άλλα φερτά υλικά εντός της κοίτης του χειμάρρου (high energy transport).
(4) Η πολύ καλή διατήρηση της λειασμένης άνω επιφάνειας του θραύσματος (έδρας) υποδηλώνει πως το θραύσμα, σύντομα μετά την πτώση και μετακύλισή του, επιχώσθηκε στο λεπτόκοκκο κιτρινόφαιο ίζημα που εντοπίζεται στα πρανή της κοίτης του χειμάρρου, όπου το θραύσμα εναποτέθηκε και επιχώσθηκε στην τελική του θέση, γεγονός που μείωσε σημαντικά την έκθεσή του στις καιρικές συνθήκες, περιόρισε την διάβρωσή του από τα όμβρια ύδατα και υδατορρεύματα και συνετέλεσε στην καλή διατήρησή του.
III. Μορφολογικά στοιχεία (σχήμα, τύπος, μορφή)
Πρόκειται για τμήμα μεγάλου λιθίνου καθίσματος, η έδρα του οποίου αποτελείται από ρηχό, λειασμένο βύθισμα πλαισιωμένο από ελαφρώς υπερυψωμένο, πλατύ περιχείλωμα στις τρείς παρυφές του (η συμβολή δύο εκ των οποίων σώζεται αποσπασματικά). Η εσωτερική παρειά του περιχειλώματος είναι ομαλά επικλινής προς το βύθισμα της έδρας και σχηματίζει ελαφρώς αποστρογγυλευμένη γωνία στο περίγραμμά της. Στην άνω επιφάνεια του σωζόμενου περιχειλώματος σώζονται ζώνη διαφοροποιημένης φθοράς και διάβρωσης με ευθύγραμμα ίχνη αποκεκρουσμένης πρόσφυσης λεπτής, επίπεδης λίθινης πλάκας που προφανώς αποτελούσε το ερεισίνωτο του καθίσματος.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνιστούν ασφαλή διαγνωστικά χαρακτηριστικά καθίσματος και συνδυαστικά συνηγορούν πως πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μεγάλο λίθινο θρόνο (και βεβαίως απορρίπτουν κατηγορηματικά την εκδοχή «λεκάνης», όπως εσφαλμένα και πρόχειρα ερμηνεύθηκε από την επιτροπή Πετράκου), πιο συγκεκριμένα
(1) το σχήμα του περιχειλώματος (τυπικό για λίθινα μινωικά καθίσματα και πανομοιότυπο μ’ αυτό του θρόνου της Κνωσσού),
(2) τα ίχνη πρόσφυσης του ερεισίνωτου (πλάτης),
(3) το πολύ ρηχό βύθισμα της έδρας (βάθους 3 εκ. – μόνον 0,5 εκ. ρηχότερο του αντίστοιχου βυθίσματος της έδρας του θρόνου της Κνωσού), το οποίο βεβαίως είναι πρακτικά ακατάλληλο για «λεκάνη»
(4) η μικρή κλίση του βυθίσματος που βαθαίνει ελαφρά προς την πίσω πλευρά, δηλ. προς την πλάτη (ακριβώς όπως του θρόνου της Κνωσού), κλίση η οποία παραπέμπει μόνον σε κάθισμα (κι όχι σε «λεκάνη» που συνήθως βαθαίνει προς το κέντρο).
Τρία ακόμη τμήματα που ανευρέθησαν σε διάφορα σημεία των Μυκηνών ίσως αποτελούσαν τμήμα της διακόσμησης της βάσης του θρόνου.[1] Πρόκειται για δύο συνανήκοντα και συνενούμενα τμήματα δόμου από πρασινωπό σερπεντίνη με ημιτελή ανάγλυφη διακόσμηση τρέχουσας σπείρας (Μουσείο Μυκηνών ΜΜ 2274), προερχόμενα το ένα εξ αυτών από ΥΕΙΙΙΒ2 στρώμα καταστροφής (Υπόγειο II κάτω από το Δωμάτιο 2 ή «μέγαρον» στον ανατολικό τομέα του Θρησκευτικού Κέντρου των Μυκηνών), ενώ το άλλο ως επιφανειακό εύρημα από την περιοχή βορείως ή βορειοανατολικώς της Πύλης των Λεόντων, τα οποία πιθανώς προορίζονταν ως διακόσμηση της βάσης του θρόνου των Μυκηνών, όπως ίσως και ένα παρόμοιο θραύσμα από πράσινο σερπεντίνη προερχόμενο από τον Θολωτό της Κλυταιμνήστρας (Μουσείο Μυκηνών ΜΜ 2373). Συνεπώς, η υπερυψωμένη βάση του θρόνου ήταν πιθανώς διαμορφωμένη και διακοσμημένη με σπείρες, όπως η σωζόμενη βάση του θρόνου της γειτονικής Τίρυνθας (εκτεθειμένη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο).[2]
IV. Υλικό κατασκευής και η σημειολογία του
Ο θρόνος είναι κατασκευασμένος από ντόπιο, φαιόχρωμο, ποτάμιο κροκαλοπαγές ολιγομικτικό πέτρωμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβεστολιθικό υλικό και χαμηλή περιεκτικότητα σε πυριτόλιθο και φλύσχη (<5 br="">
Στο σωζόμενο λίθινο θραύσμα του θρόνου διακρίνεται επιφάνεια επαφής (κλίσης 60°) ανάμεσα σε ανώτερη ιζηματογενή στρώση χονδρόκοκκης άμμου και ομοιόμορφων μικρών βοτσάλων και σε κατώτερη στρώση ανομοιόμορφων αποστρογγυλευμένων, ελλειψοειδών ή πεπλατυσμένων, ποτάμιων εγκλεισμάτων. Η απόκλιση της επιφάνειας επαφής των δύο ιζηματογενών στρώσεων από τους βασικούς άξονες του αντικειμένου υποδηλώνει πως ο θρόνος λαξεύθηκε πιθανώς από ογκόλιθο αποκολλημένο από τον φυσικό βράχο, και μάλλον όχι από πέτρωμα λατομείου (όπου η λατόμηση του λίθου συνήθως παρακολουθεί τις φλέβες και ρωγμές του πετρώματος και παράγει λαξεύσεις σχεδόν παράλληλες προς τις ιζηματογενείς στρώσεις και δομές του πετρώματος).
Η χρήση ντόπιου πετρώματος για τον θρόνο δημιουργεί σημειολογικούς συνειρμούς και συμβολισμούς αυτοχθονίας και αρχαιότητας, καθώς ο ογκώδης λίθινος θρόνος θα έδινε την εντύπωση της φυσικής προέκτασης του βράχου των Μυκηνών μέσα στην αίθουσα του ανακτόρου.[3] Εάν, μάλιστα, ο θρόνος λαξεύθηκε από βράχο αποκολλημένο εξ αιτίας φυσικής καταστροφής (κατολίσθησης ή σεισμού, όπως του τρομερού σεισμού του 1250 πΧ που κατέστρεψε το ανάκτορο και μεγάλο τμήμα της ακρόπολης και της πόλης των Μυκηνών), τότε υπεισέρχεται και ο υπερβατικός συμβολισμός του ‘θεϊκού σημείου’ ή ‘άνωθεν υπόδειξης’ στην επιλογή του συγκεκριμένου υλικού για τον θρόνο του άνακτα.
Η χρήση λαξευμένων κροκαλοπαγών πετρωμάτων αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μυκηναϊκής ανακτορικής αρχιτεκτονικής του 14ου/13ου αιώνα πΧ. (και όχι υλικό για «βιοτεχνικά σκεύη» και «λεκάνες», όπως θεωρήθηκε εσφαλμένα από την επιτροπή Πετράκου, τα οποία, ως γνωστόν, κατασκευάζονταν από σκληρότερα, υδατοστεγή, μη πορώδη πετρώματα). Κροκαλοπαγή πετρώματα χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για την επένδυση και διακόσμηση προσόψεων βασιλικών θολωτών τάφων, τειχών, εισόδων και πυλών κυρίως στις Μυκήνες (π.χ. Πύλη Λεόντων), στην Τίρυνθα και την Κνωσό. Εκτός από τα εμφανή πρακτικά πλεονεκτήματα της χρήσης τους σε σχέση με τον σκληρότερο ασβεστόλιθο (ευκολία λάξευσης και δυνατότητα λατόμευσης μεγάλων δόμων σε κανονικότερα σχήματα), η χωροταξική διασπορά τους και η επικέντρωσή τους σε συγκεκριμένα κτίσματα υποδηλώνουν πως η επιλεκτική χρήση κροκαλοπαγών πετρωμάτων ίσως σημασιοδοτεί ορισμένα αρχιτεκτονικά μνημεία με συμβολισμούς πολιτικο-οικονομικής δύναμης και εικόνα μεγαλοπρέπειας.[4]
Τέλος, ο ίδιος συνδυασμός κροκαλοπαγούς ασβεστόλιθου ή αμυγδαλίτη λίθου με πρασινωπό μάρμαρο ή σερπεντίνη λίθο χρησιμοποιήθηκε κατά την ίδια περίοδο (μέσα 13ου αιώνα πΧ) όχι μόνον για τον βασιλικό θρόνο των Μυκηνών (εφόσον η διακοσμημένη βάση από πρασινωπό σερπεντίνη όντως συνδέεται με τον θρόνο), αλλά και για τη διακόσμηση προσόψεων βασιλικών θολωτών τάφων στις Μυκήνες (π.χ. Θολωτός Ατρέως) και τη βάση του θρόνου του ανακτόρου της Τίρυνθας.
V. Διαστάσεις/αναλογίες
Διαστάσεις του σωζόμενου λίθινου τμήματος του θρόνου: 23 εκ. (μέγιστο σωζόμενο ύψος), 54 εκ. (μέγιστο σωζόμενο μήκος), 30-35 εκ. (μέγιστο σωζόμενο πλάτος), περιχείλωμα (πάχους 9-10 εκ.), και βάρος περίπου 70-80 κιλών.
Ο λίθινος θρόνος, συνεπώς, στην αρχική του μορφή υπολογίζεται πως είχε διαστάσεις 50 εκ. (ύψος χωρίς το ερεισίνωτο), περίπου 50 εκ (μήκος), 70 εκ (πλάτος), με βύθισμα έδρας μεγίστου βάθους 3 εκ., και είχε συνολικό βάρος άνω των 250 κιλών.
Η μελέτη των διαστάσεων και των αναλογιών του θρόνου των Μυκηνών κατέδειξε μεγάλες ομοιότητες με τον θρόνο της Κνωσού. Η αναγνώριση και ταυτοποίηση διαγνωστικών χαρακτηριστικών καθίσματος στο σωζόμενο θραύσμα του θρόνου (επικλινές βύθισμα έδρας, πλατύ περιχείλωμα έδρας, ίχνη ερεισίνωτου) αποτέλεσε τη βάση για τη συγκριτική ψηφιακή φωτογραμμετρική απεικόνιση και μέτρηση των θρόνων των Μυκηνών και της Κνωσού με χρήση των λογισμικών JMicrovision Image Analysis Suite (Roduit 2007), GIMP 2.0 (Gnu Image Manipulation Program), και τρισδιάστατη ψηφιακή σάρωση. Συγκεκριμένα,
(1) Ο θρόνος των Μυκηνών (50 εκ Χ 70 εκ) είναι πιο ογκώδης απ’ αυτόν της Κνωσού (32,2 εκ Χ 45,1 εκ), όμως η αναλογία μήκους/πλάτους είναι ακριβώς η ίδια (0,71) και για τους δύο θρόνους.
(2) Το βύθισμα της έδρας του θρόνου των Μυκηνών παρουσιάζει μικρή κλίση που βαθαίνει ελαφρά προς την πίσω πλευρά της πλάτης (ακριβώς όπως του θρόνου της Κνωσού), όπου και έχει μέγιστο βάθος 3 εκ. (μόνον 0,5 εκ. ρηχότερο του αντίστοιχου βυθίσματος της έδρας του θρόνου της Κνωσού).
(3) Το μέγιστο σωζόμενο μήκος του λειασμένου βυθίσματος της έδρας του θραύσματος είναι 40,1 εκ, με το αρχικό μήκος του βυθίσματος της έδρας του θρόνου να υπολογίζεται σε 44.8 εκ (μετρώντας μέχρι το σημείο σύγκλισης των νοητών προεκτάσεων της επικλινούς επιφάνειας του βυθίσματος και του ορίζοντα της επίπεδης επιφάνειας του περιχειλώματος). Το μήκος του βυθίσματος του θρόνου των Μυκηνών (44,8 εκ) είναι είναι μεγαλύτερο του αντίστοιχου του θρόνου της Κνωσού (30,2 εκ), αλλά είναι απολύτως συμβατό με τον μέσο όρο μήκους των μηριαίων οστών των βασιλικών ταφών στους λακκοειδείς τάφους του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών,[5] έχοντας προφανώς κατασκευασθεί για άτομα μεγαλύτερου σωματότυπου (το οποίο συμφωνεί με τα πορίσματα συγκριτικών ανθρωπομετρικών ερευνών για τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους).
(4) Η ζώνη πρόσφυσης του ερεισίνωτου (5,8-6,2 εκ) καταλαμβάνει περίπου το 63% του συνολικού πλάτος του πίσω περιχειλώματος (8,9-10 εκ) (με την αντίστοιχη αναλογία στο θρόνο της Κνωσού στο 65%).
(5) Η αναλογία μήκους βυθίσματος έδρας (44,8 εκ) προς την απόσταση από το περιχείλωμα έως το μέγιστο βύθισμα/nadir (10,6 εκ) είναι 4,23 (με την αντίστοιχη αναλογία στο θρόνο της Κνωσού στο 3,23).
(6) Τέλος, το βάθρο της υπερυψωμένης βάσης του θρόνου των Μυκηνών (η οποία ήταν πιθανώς διαμορφωμένη και διακοσμημένη με σπείρες, όπως η σωζόμενη βάση του θρόνου της γειτονικής Τίρυνθας) έχει ακριβώς τις ίδιες αναλογίες με τη βάση του θρόνου της Τίρυνθας (αναλογία μήκους/πλάτους = 1.32) και ελαφρώς μεγαλύτερες των αναλογιών της βάσης της Πύλου (1.19) και της Κνωσού (1.24).
VI. Τεχνικές κατεργασίας
Ο θρόνος λαξεύθηκε από δύο διαφορετικούς ογκόλιθους, έναν μονόλιθο για το κάθισμα και άλλον για την πλάκα του ερεισίνωτου (πλάτης), ενώ τα δύο μονολιθικά τμήματα συνδέθηκαν με αρμό. Η λεπτή πλάκα του ερεισίνωτου είχε προφανώς σφηνωθεί ανάμεσα στην οπίσθια όψη του καθίσματος και τον τοίχο του ανακτόρου (όπως ακριβώς στον θρόνο της Κνωσού) με μία οριζόντα προεξοχή της (ledge) να επικάθηται στην άνω επιφάνεια του πίσω περιχειλώματος του καθίσματος, όπου και δημιούργησε εμφανή ζώνη διαφοροποιημένης λείανσης και φθοράς.
Η λάξευση των ογκόλιθων πρέπει να έγινε με λίθινα εργαλεία σε πρώτη φάση (λίθινα σφυριά και καλέμια), ενώ η λεπτομερής κατεργασία του σε δεύτερη φάση έγινε με μπρούτζινα και λίθινα εργαλεία (καλέμια, σμίλες, λίμες, ξέστρα). Τέτοια εργαλεία έχουν έλθει στο φως από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην ακρόπολη και την Κάτω Πόλη των Μυκηνών. Για τη λείανση των ορατών επιφανειών πρέπει να χρησιμοποιήθηκε σμυρίδα ή άλλα λειαντικά υλικά (βασάλτης, χαλαζίας, ή αμμόλιθος) με επαναλαμβανόμενες κυκλικές κινήσεις.
Η εξαιρετική κατεργασία (λάξευση και λείανση) της σωζόμενης επιφάνειας του θρόνου συνιστά διαγνωστικό γνώρισμα μυκηναϊκής ανακτορικής τέχνης και τεχνικής. Η λείανση της έδρας του θρόνου είναι τόσο καλή που δεν έχει αφήσει ευδιάκριτα ίχνη κατεργασίας.
VII. Συγκριτικά παράλληλα
Ο συγκεκριμένος τύπος καθίσματος βρίσκει ακριβές παράλληλο στον αλαβάστρινο θρόνο της Κνωσσού αλλά και μεγάλες ομοιότητες με σπάνια λίθινα καθίσματα της μινωικής και μυκηναϊκής εποχής.
Άλλα εικονογραφικά παράλληλα περιλαμβάνουν γραπτές, ανάγλυφες και ολόγλυφες παραστάσεις θρόνων (παραστάσεις σε τοιχογραφίες, αγγειογραφία και σφραγιδόλιθους, μικρά πήλινα ομοιώματα, αγάλματα διαφόρων μεγεθών) από τη μινωική Κρήτη και τη μυκηναϊκή Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή (Sumer, Babylon, Assyria, Mittani, Canaan, Levant) κατά τη διάρκεια της 3ης και 2ης χιλιετίας πΧ.
VIII. Ιστορικές και λογοτεχνικές πηγές
Η λέξη «to-no» (θρόνος) αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σειρά πινακίδων Ta από την Πύλο (Tablets 707, 708, 714, 721) όπου σε κατάλογο απογραφής κινητών επίπλων του ανακτόρου, αγγείων και σκευών για συμπόσια και ιεροτελεστίες συμπεριλαμβάνονται 11 τράπεζες, 6 θρόνους ή πολυτελή καθίσματα («to-no») και 16 υποπόδια («ta-ra-nu-we», «θρήνυς»), με περιληπτική περιγραφή των υλικών κατασκευής και πολυτελούς διακόσμησης (ξύλο με ένθετη διακόσμηση από ορεία κρύσταλλο, χρυσό, ασήμι, ημιπολύτιμους λίθους και κυανή υαλόμαζα).
Στην Ιλιάδα η λέξη «θρόνος» χρησιμοποιείται 14 φορές ως όρος για πολυτελές κάθισμα θεών (Ζεύς, Ήρα, Αθηνά, Άρης, Θέτις, και Αιδωνεύς ή Άδης), ενώ 4 φορές εμφανίζεται ο όρος «κλισμός». Στην Οδύσσεια η λέξη «θρόνος» χρησιμοποιείται 39 φορές, ενώ 12 φορές, εναλλακτικά ή ενίοτε συνδυαστικά, εμφανίζεται ο όρος «κλισμός» (κάθισμα), τόσο για θρόνους θεών αλλά και για ανακτορικούς θρόνους (Μενέλαος, Νέστωρ, Οδυσσεύς) ή πολυτελή καθίσματα ευγενών (μνηστήρες στην Ιθάκη).
Τόσο οι πινακίδες Γραμμικής Β όσο και τα ομηρικά έπη παρουσιάζουν τον πολυτελή, διακοσμημένο ξύλινο «θρόνο» ως σύμβολο δύναμης, πλούτου και εξουσίας, συνδεδεμένο με το θείον, τον άνακτα και την αριστοκρατία. Ένας μόνιμος, μνημειώδης, λίθινος θρόνος, όπως αυτός των Μυκηνών ή της Κνωσού, αποτελεί ένα πολύ πιο αποελεσματικό και εμφατικό σύμβολο αρχαιότητας, διαχρονικότητας, σταθερότητας και δύναμης.
Σπουδαιότητα ευρήματος
Η επιστημονική αξία του ευρήματος (ο μοναδικός έως τώρα ανακαλυφθείς θρόνος μυκηναϊκού ανακτόρου στην ηπειρωτική Ελλάδα) και η σημειολογική του βαρύτητα ως συμβόλου συνδεδεμένου με τον μύθο και την αρχαία λογοτεχνική παράδοση (ο «θρόνος του Αγαμέμνονα», του τελευταίου μυθικού βασιλέα των Μυκηνών) είναι προφανώς μεγάλη. Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά και εμβληματικά ευρήματα της μυκηναϊκής εποχής.
5>
0 Σχόλια