Η προσφορά του τιμάται κάθε χρόνο στα Μιαούλεια, φεστιβάλ το οποίο είναι αφιερωμένο στη στρατιωτική δράση του Ανδρέα Μιαούλη κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων (1821-1827).
Πρώιμα χρόνια
Γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1769 στην Ύδρα και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βώκος. Ήταν το δεύτερο παιδί του Υδραίου πλοιοκτήτη και προεστού Δημήτριου Βώκου, γόνου αρχοντικής Υδραίικης οικογένειας, η οποία προερχόταν από τα Φύλλα, κοντά στη Χαλκίδα και ήταν εγκαταστημένη στην Ύδρα από το 1668. Οι Βώκοι εξαιτίας διαμάχης με τον Τούρκο Γκεζαΐρ Πασά, γνωστό και ως Χαζναντράραγα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν αρχικά στη Δοκό και στη συνέχεια στην ημιαυτόνομη Ύδρα.
Η μητέρα του λεγόταν Ανδριανή και ήταν χήρα του Ανδρέα Βόχα ή Βοχαΐτου.
Ο πατέρας του προσπάθησε ανεπιτυχώς να του μάθει γράμματα˙ ο νεαρός τότε Ανδρέας στράφηκε στη ναυτιλία, στην οποία είχε δείξει ιδιαίτερη κλίση από τα εφηβικά του χρόνια. Σε ηλικία μόλις 16 ετών και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του έγινε πλοίαρχος στο οικογενειακό πλοίο. Ανέλαβε να παραδώσει σιτάρι στη Νίκαια , παραλιακή πόλη της Γαλλίας. Το κέρδος ήταν τεράστιο για την εποχή. Αμέσως μετά πούλησε το πλοίο της οικογένειας και αγόρασε από έναν Οθωμανό της Χίου το εμπορικό πλοίο Μιαούλ. Από τότε εμφανίζεται με το επώνυμο Μιαούλης.
Στη συνέχεια, και αφού η περιουσία του συνεχώς αυξανόταν, ανέθεσε στον Υδραίο ναυπηγό Μαστρογεώργη την κατασκευή ενός νέου μεγάλου εμπορικού πλοίου. Η χωρητικότητα του νέου αυτού πλοίου ήταν 498 τόνοι, ήταν εφοδιασμένο με 22 κανόνια ενώ το πλήρωμα υπερέβαινε τα 100 άτομα. Με το ξέσπασμα του Αγγλογαλλικού πολέμου ο Ανδρέας Μιαούλης απέκτησε τεράστια περιουσία διασπώντας τους αγγλικούς αποκλεισμούς. Σε ένα ταξίδι όμως, περίπου το 1802, κοντά στο Κάδιξ συνελήφθη το πλοίο του από περιπολικό και ρυμουλκήθηκε στη ναυαρχίδα του Άγγλου ναύαρχου Νέλσωνα. Ο Ναύαρχος, ύστερα από την ειλικρινή ομολογία του και θαυμάζοντας τη τόλμη του τον άφησε ελεύθερο.
Μάλιστα έχει διασωθεί κατά τη ναυτική παράδοση η ακόλουθη στιχομυθία μεταξύ ναυάρχου Νέλσωνα και Μιαούλη που πιθανώς έγινε στην ισπανική γλώσσα, την οποία μιλούσε ο Μιαούλης:
-Είσαι Έλληνας;
-Μάλιστα Ναύαρχε!
-Το ξέρεις πως σ' αυτά τα μέρη εφαρμόζω αποκλεισμό;
-Το γνωρίζω πολύ καλά κύριε ναύαρχε!
-Και τότε γιατί τον παραβιάζεις;
-Για το συμφέρον μου ναύαρχε!
-Αν ήμουν εγώ στη θέση σου και εσύ στη δική μου τι θα έκανες;
-Θα σε κρεμούσα απ' το λαιμό, στο πινό της μαΐστρας, Ναύαρχέ μου! (=σημείο ανακρέμασης κυρίου ιστίου)
Άγαλμα του Ανδρέα Μιαούλη στο Πεδίον του Άρεως.
Έργο του Ανδρέα Ζαγγόπουλου, 1937
Είχε όμως την ατυχία λίγους μήνες αργότερα το πλοίο του να χτυπήσει σε ύφαλο κοντά στο Γιβραλτάρ και να βουλιάξει. Ύστερα από αυτό αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γένοβα και να ναυπηγήσει νέο πλοίο, χωρητικότητας 400 τόνων και αξίας 160.000 πιάστρων, ποσό που του στέρησε την πρωτιά μεταξύ των Υδραίων πλοιοκτητών. Ο ιστορικός Yemeniz αναφέρει ότι σε ένα από τα πρώτα του ταξίδια είχε συλληφθεί από Μαλτέζους πειρατές, οι οποίοι αρχικά είχαν σκοπό να τον σκοτώσουν, στη συνέχεια όμως τους έπεισε να τον πάνε στην Πελοπόννησο για να τους δώσει ένα χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Τελικά το πειρατικό, αφού αποβίβασε τον Μιαούλη και έξι πειρατές σε κάποιο χωριό αναγκάστηκε να αποχωρήσει, αφήνοντάς τον ελεύθερο, λόγω της εμφάνισης τουρκικού πλοίου.Ο Μιαούλης λόγω της γενναιότητας του αλλά και της ισχυρογνωμοσύνης του είχε εμπλακεί σε πολλές διαμάχες. Η πιο διάσημη ήταν αυτή με ένα γαλλικό πλοίο λίγο έξω από τις ακτές της Ιταλίας. Η ναυμαχία διήρκεσε τρεις ολόκληρες μέρες και τελικά είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του γαλλικού πλοίου.
Το 1807 αναγκάστηκε να διαμείνει στην Αθήνα για θεραπεία λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ και του υπερβολικού καπνίσματος. Από τότε σταμάτησε να πίνει και να καπνίζει. Το ίδιο έτος πρωταγωνίστησε στην εμφύλια διαμάχη που παραλίγο να ξεσπάσει στην Ύδρα. Αιτία ήταν η πρόσκληση των Ρώσων στους Υδραίους να επαναστατήσουν κατά των Τούρκων, κάτι που μεγάλη μερίδα των κοτζαμπάσηδων και των πλοιοκτητών αποστρεφόταν. Ο Γεώργιος Βούλγαρης, διοικητής του νησιού, κατέφυγε στην Αθήνα και έδωσε εντολή στον Μιαούλη να συγκροτήσει στρατιωτικό σώμα και να ανακαταλάβει την εξουσία. Ο Μιαούλης, όντας άνθρωπος με επιρροή, κατάφερε μυστικά να συγκεντρώσει Υδραίους στρατιώτες και να παραδώσει πάλι την εξουσία στον Βούλγαρη.
Μετά την πτώση του Ναπολέοντα ο Μιαούλης από το 1816 έπαψε να ταξιδεύει και αποσύρθηκε στην Ύδρα όπου και ασχολήθηκε με το εμπόριο παραδίδοντας ουσιαστικά τη ναυτιλιακή επιχείρηση στον γιό του, Δημήτριο. Παράλληλα τα πλοία του ταξίδευαν στις Ευρωπαϊκές ακτές.
Συμμετοχή στην επανάσταση του 1821
Ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν αντίθετος με την εθνική εξέγερση γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμα επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στρατό. Ήταν απολύτως λογικό να φοβάται λοιπόν μια επικείμενη επανάσταση αφού μια ενδεχόμενη αποτυχία θα έπληττε τα συμφέροντα της Ύδρας, η οποία ήταν ημιαυτόνομη, πλην όμως είδε με ευχαρίστηση την εκλογή του γιου του στη θέση του μοίραρχου - αρχηγού των υδραίικων πλοίων.
Σημασία έχει ότι στις 27 Μαρτίου του 1821 ο Αντώνιος Οικονόμου ξεσήκωσε τους Υδραίους, κήρυξε την επανάσταση στο νησί και ουσιαστικά ανάγκασε κάτω από την πίεση του λαού τους προεστούς, μεταξύ αυτών και τον Μιαούλη, να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα. Την επόμενη μέρα ο Μιαούλης προσέφερε υπέρ της ανεξαρτησίας 3.625 σπανικά τάλιρα ενώ στις 31 Μαρτίου υπέγραψε ως Αντώνη Βοκού την εκλογή του Οικονόμου ως διοικητή του νησιού. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη αποσύρθηκε στην οικία του και απλά παρακολουθούσε τα γεγονότα. Σύμφωνα με τους ιστορικούς δεν φαίνεται να ενεπλάκη καθόλου στη δολοφονία του Οικονόμου ενώ τον πρώτο χρόνο δεν πήρε μέρος σε καμία ναυμαχία σε αντίθεση με τον γιο του, Δημήτριο Μιαούλη (1794-1836), ο οποίος ήταν πλοίαρχος και συμμετείχε σε πολλές ναυμαχίες στον Κορινθιακό κόλπο, στις Σπέτσες κ.λπ.
Στις 20 Ιουλίου του 1821 ο Μιαούλης μαζί με τους Φραγκίσκο Βούλγαρη, Μανώλη Τομπάζη και Γεώργιο Κιβώτο έθεσαν με έγγραφο τους τα πλοία τους και τους εαυτούς τους στη διάθεση της πατρίδας.
Μέχρι τα τέλη Αυγούστου ο Μιαούλης απλώς προστάτευε τα ευρωπαϊκά πλοία και παρατηρούσε τις κινήσεις των τουρκικών. Στις 19 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε επικεφαλής 21 Υδραϊκών πλοίων να συναντηθεί με 9 Σπετσιώτικα για να κατευθυνθούν όλα μαζί στη Πύλο. Πράγματι στις 28 Σεπτεμβρίου έφτασαν και δύο μέρες αργότερα συγκρούστηκαν με τον τουρκικό στόλο. Όμως ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει αφού τα τουρκικά πλοία ήταν καλύτερα ενώ παράλληλα είχαν την υποστήριξη της Αγγλίας, η οποία τα τροφοδοτούσε από τα Ιόνια νησιά. Μετά από αυτή τη ναυμαχία επέστρεψε στις 10 Οκτωβρίου στην Ύδρα.
Τον Ιανουάριο του 1822 εκλέχθηκε, μετά την παραίτηση του Ιάκωβου Τομπάζη, ναύαρχος του στόλου της Ύδρας. Στις 8 Φεβρουαρίου, ως ναύαρχος πια, ξεκίνησε για τη Ζάκυνθο. Εκεί συναντήθηκε με τα Ψαριανά και τα Σπετσιώτικα και στις 20 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η ναυμαχία των Πατρών, όπου ο τουρκικός στόλος ηττήθηκε και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Η ιδέα της ναυμαχίας ανήκε στον Μιαούλη και σύμφωνα με τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο η νίκη ήταν δικό του επίτευγμα. Σημειώνει επίσης ότι από τότε αναγνωρίστηκε από όλους ως αρχηγός του ελληνικού στόλου.
Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, και αφού είχε λάβει μέρος σε μερικές αψιμαχίες στη Χίο, βρέθηκε στο Ναύπλιο. Εκεί αντιμετώπισε με επιτυχία το στόλο του Καπιτάν πασά που αριθμούσε πάνω από 80 πλοία, σε αντίθεση με τον ελληνικό που είχε μόλις 60. Ο Μιαούλης σε συνεργασία και με τους άλλους πλοιάρχους, και κυρίως με τον Υδραίο Αντώνη Κριεζή, κατάφερε να τρέψει σε φυγή τον τουρκικό στόλο και να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό του τουρκικού φρουρίου του Ναυπλίου, το οποίο πολιορκούνταν από τους Έλληνες. Στις 30 Σεπτεμβρίου ο Στάικος Σταϊκόπουλος κατέλαβε το κάστρο του Ναυπλίου και ο Μιαούλης παρέλαβε τον τουρκικό πληθυσμό για να τον μεταφέρει στη Μικρά Ασία, απ' όπου επέστρεψε τον Ιανουάριο του 1823.
Στις 11 Ιανουαρίου ανακηρύχτηκε αρχηγός των Υδραίων με τη σύμφωνη γνώμη προκρίτων και λαού. Στη συνέχεια απέπλευσε για τη Σαμοθράκη, όπου απλώς παρακολουθούσε τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. Επιστρέφοντας, τα πλοία του δέχθηκαν επίθεση στο Άγιο Όρος ενώ στις 20 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε ναυμαχία στη Σκιάθο. Εκεί ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή προκαλώντας όμως στον εχθρικό στόλο μεγάλες ζημιές. Στις 4 Ιουλίου του 1824 ο Μιαούλης έσπευσε καθυστερημένα στα Ψαρά, όπου βρήκε μια μικρή μοίρα του τούρκικου στόλου, την οποία και κατέστρεψε. Στις 24 Αυγούστου του 1824 ενεπλάκη με τον ενωμένο Τουρκοαιγυπτιακό στόλο, τον οποίο παρέσυρε στον κόλπο του Γέροντα. Στις 29 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η Ναυμαχία του Γέροντα, στην οποία ο εχθρικός στόλος έχασε 27 πολεμικά πλοία. Ο Μιαούλης επιτέθηκε στον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, ο οποίος αριθμούσε 101 πλοία και 50.000 ναύτες, και τον ανάγκασε να υποχωρήσει, αποτρέποντας έτσι τους Τούρκους από το να αποβιβαστούν στη Σάμο. Επί 20 ημέρες ο ελληνικός στόλος παρενοχλούσε τον εχθρικό με αποτέλεσμα ο τουρκικός να αποχωρήσει για τον Ελλήσποντο και ο Αιγυπτιακός να καθυστερήσει να αποβιβάσει στρατιωτικά σώματα στην Πελοπόννησο.
Τους επόμενους μήνες πραγματοποιήθηκαν διάφορες ναυμαχίες ήσσονος σημασίας κοντά στη Χίο, στην Ικαρία κ.α. Την 1η Νοεμβρίου του 1824 ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε στον Αιγυπτιακό κοντά στην Κρήτη. Η σφοδρότητα της μάχης ήταν μεγάλη και ο Αιγυπτιακός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει έχοντας τεράστιες απώλειες. Ο Παναγιώτης Ι. Καρατζάς γράφει από την Πίζα στον Μιαούλη για την επιτυχία του: «Μόνος ο Μιαούλης είναι ο μη θαυμάζων τον Μιαούλην».
Τους πρώτους μήνες του 1825 ο Μιαούλης βρισκόταν μεταξύ Πελοποννήσου και Κρήτης ανήμπορος να εμποδίσει την απόβαση στρατιωτικών σωμάτων από τον Αιγυπτιακό στόλο. Στις 2 Απριλίου βρέθηκε στο Ναυαρίνο ενώ λίγες μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός κατατροπώθηκε στη Σφακτηρία εξαιτίας της αδυναμίας του ελληνικού στόλου να τον ενισχύσει. Τις επόμενες μέρες όμως ο ελληνικός στόλος υπό τον Μιαούλη αιφνιδίασε τον Αιγυπτιακό στη Μεθώνη. Οι καταστροφές που προκάλεσε ήταν μεγάλες και καθυστέρησαν αρκετά τον Ιμπραήμ. Η σημασία της νίκης ήταν τεράστια για τους Έλληνες αφού ανυψώθηκε το ηθικό τους και παράλληλα κέρδισαν χρόνο για να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ.
Στις 31 Μαΐου συγκρούστηκε με τον τουρκικό στόλο στη Σούδα και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την Ύδρα. Στις 14 και 25 Νοεμβρίου συναντήθηκε με τον τουρκικό στόλο στη Γλαρέντζα και στο Μεσολόγγι αντίστοιχα, στον οποίο προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Στην πρώτη σύγκρουση φονεύθηκε και ο καπετάνιος Θεόδωρος Βώκος.
Σημαντική ήταν και η προσφορά του στην ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου. Ο Μιαούλης κατά την πρώτη πολιορκία κατάφερνε συνεχώς να διασπά τον ναυτικό αποκλεισμό. Τον Ιανουάριο του 1826 βρέθηκε στην πόλη την οποία και ανεφοδίασε. Η εντύπωση τότε που σχημάτισε ήταν θλιβερή. Σε γράμμα προς την κυβέρνηση ανέφερε ότι το Μεσολόγγι δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ καιρό ακόμα. Λόγω έλλειψης τροφίμων αναγκάστηκε να φύγει αλλά επανήλθε στις 25 Μαρτίου του ίδιου χρόνου. Στις 5 Απριλίου σε γράμμα του προς τους προκρίτους της Ύδρας αναφέρει: «Λογαριάσετε ως χαμένον το Μεσολόγγι». Πράγματι τα λόγια του επαληθεύθηκαν πέντε μέρες αργότερα οπότε και πραγματοποιήθηκε η ηρωική έξοδος. Μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου ο Μιαούλης αναχώρησε για το Αιγαίο, όπου στις 28-30 Αυγούστου, κοντά στη Μυτιλήνη συγκρούστηκε με τον τουρκικό στόλο. Στη συγκεκριμένη ναυμαχία και οι δύο πλευρές είχαν μεγάλες απώλειες.
Από πολιτικής πλευράς ο Μιούλης υποστήριζε ανοιχτά από το 1825 την Αγγλία. Ήταν ο πρώτος, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, που υπέγραψε την αίτηση αγγλικής προστασίας, την οποία στη συνέχεια υπέγραψαν όλοι οι Έλληνες ηγέτες.
Σύμφωνα με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη ο Μιαούλης αναφερόταν μέσα στο έγγραφο «ως πρόεδρος της θαλάσσης».
Η αγγλική επιρροή, συγκεκριμένα αυτή του Μαυροκορδάτου, θα ενισχύσει τους Υδραίους στην αντιπολίτευσή τους κατά του Καποδίστρια και θα οδηγήσει στην ανταρσία της Ύδρας. Ενδεικτικό της σχέσης του με το αγγλικό κόμμα είναι ότι την επιστολή της κυβέρνησης προς τον Άγγλο υπουργό εξωτερικών ανέλαβε να την παραδώσει ο Δημήτριος Μιαούλης. Σε τοπικό επίπεδο ο Μιαούλης είχε εναντιωθεί στην οικογένεια Κουντουριώτη. Η κόντρα μεταξύ των δύο οικογενειών ανάγκασε τον πρώτο στις 22 Νοεμβρίου του 1826 να εγκαταλείψει την Ύδρα ενώ παράλληλα το σπίτι του δεχόταν επίθεση από τον λαό, ο οποίος είχε υποκινηθεί από τους Κουντουριώτηδες.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης διαδραματίζονταν σε παρασκηνιακό επίπεδο διπλωματικά παιχνίδια εις βάρος της Ελλάδας αλλά και εις βάρος διαφόρων αγωνιστών. Ένα από αυτά είχε σχέση και με τον διορισμό του Κόχραν στη θέση του αντιναυάρχου του ελληνικού στόλου. Η Αγγλία εκβιάζοντας την ελληνική κυβέρνηση για το θέμα του δανείου, την ανάγκασε να διορίσει τον Κόχραν αντιναύαρχο του ελληνικού στόλου, διορισμός που επικυρώθηκε στις 16 Μαρτίου του 1827 από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Κόχραν ήδη από τις αρχές Μαρτίου είχε φθάσει στην Ελλάδα ως αρχηγός του στόλου με αποτέλεσμα ο Μιαούλης, προβλέποντας την απομάκρυνση του, να υποβάλλει την παραίτησή του χωρίς όμως να αφήσει τον παραμικρό υπαινιγμό για την πράξη της κυβέρνησης. Μετά την παραίτηση του περιορίστηκε στη διοίκηση του πολεμικού πλοίου Ελλάς.
Τελευταία χρόνια και προσωπική ζωή
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ο Μιαούλης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Τον Μάϊο του 1832 αρνήθηκε τη θέση του στολάρχου του ελληνικού στόλου, χωρίς ουσιαστικά να δικαιολογεί πειστικά την απόφαση του. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι η άρνηση του να αναλάβει στόλαρχος ήταν συνέπεια των τύψεων που τον βασάνιζαν για την πυρπόληση του στόλου και ότι δεν οφειλόταν στο αίσθημα της μετριοφροσύνης.
Τον Οκτώβριο του 1832, επιλέχθηκε από τη Βαυαρική αυλή ως ένας από τους τρεις Έλληνες που θα παρέδιδαν το στέμμα και το σχετικό ψήφισμα στον νεαρό τότε Όθωνα.
Η τριμελής επιτροπή αποτελείτο από τους Δημήτριο Πλαπούτα, Κωνσταντίνο Μπότσαρη και Ανδρέα Μιαούλη. Το 1833 με βασιλικό διάταγμα διορίστηκε αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου και πρόεδρος της επιτροπής απόδοσης τιμών σε ήρωες του ναυτικού της επανάστασης, του παραχωρήθηκε τιμητική σύνταξη και εθνική γή, περιλήφθηκε στους ναυτικούς ανωτέρας τάξης, τιμήθηκε με βασιλικό παράσημο και τέλος δόθηκε το όνομα του σε πολεμικό πλοίο. Με νέο βασιλικό διάταγμα του 1835 διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του στόλου και σύμβουλος επικρατείας ενώ προβιβάσθηκε και σε αντιναύαρχο.
Απεβίωσε, λόγω της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε μέρες, το απόγευμα της Κυριακής της 11ης Ιουνίου του 1835 στην οδό Αιόλου 9, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στον Πειραιά. Λίγες μέρες πριν πεθάνει, ο Όθωνας τον είχε επισκεφθεί δύο φορές και μάλιστα την πρώτη του είχε επιδώσει τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος. Η νεκρώσιμος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης παρουσία της Ιεράς Συνόδου, της κυβέρνησης, αρκετών ξένων διπλωματούχων και πλήθους λαού. Την πομπή προς την τελευταία του κατοικία συνόδευε ιππικό και πεζικό ενώ προπορευόντουσαν και έξι κανόνια. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο πολιτικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Περικλής Αργυρόπουλος.
Ενταφιάστηκε σε ακτή του Πειραιά, η οποία από τότε ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη. Ο τόπος ταφής δεν ήταν τυχαίος αφού σύμφωνα με την παράδοση εκεί βρισκόταν και ο τάφος του Θεμιστοκλή.'
Το 1952 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και το 1986 στην Ύδρα. Η καρδιά του τοποθετήθηκε σε ασημένια λήκυθο και φυλάσσεται στο Μουσείο Ύδρας, ενώ προς τιμήν του κόπηκαν αναμνηστικά μετάλλια που δόθηκαν τιμητικά σε αγωνιστές του 1821.
Ήταν παντρεμένος από το 1792 με την Ειρήνη Μπίκου, κόρη του ιερέα Ιωάννη. Παντρεύτηκε δεύτερη φορά την Ευαγγελίδου και το 1823, σε τρίτο γάμο, τη χήρα του Κωνσταντίνου Γκιούστου. Παιδιά του από τον πρώτο γάμο ήταν:
ο Δημήτριος Μιαούλης (1794-1836), αγωνιστής του 1821 και πλοίαρχος
ο Αντώνιος Μιαούλης(1800-1836), υπασπιστής του Όθωνα
ο Ιωάννης Μιαούλης (1803-1830), αγωνιστής του 1821, απεβίωσε στην Αθήνα από τύφο
ο Αθανάσιος Μιαούλης (1815-1867), πρωθυπουργός της Ελλάδας και ναύαρχος
ο Εμμανουήλ Μιαούλης(1812-1871), αξιωματικός του βασιλικού ναυτικού, γιος του οποίου ήταν ο ζωγράφος Νικόλαος Βώκος
ο Νικόλαος Μιαούλης (1818-1872), αξιωματικός του βασιλικού ναυτικόυ και υπασπιστής του Όθωνα
η Μαρία, σύζυγος του Θεόδωρου Γκίκα και μετέπειτα του Λαζάρου Πινότση
0 Σχόλια