Η ονομασία Πόντος
Η λέξη Πόντος απαντά πρώτη φορά στον Όμηρο με τη σημασία θάλασσα και συνοδεύεται συνήθως από επίθετα, όπως ατρύγετος, οίνοψ, ηεροειδής, ιχθυόεις, απείρων, ευρύς, ιοειδής, μέλας κτλ. Ορισμένες φορές συνδέεται και με συγκεκριμένες θάλασσες, π.χ. Ικάριος Πόντος, Θρηίκιος Πόντος.
Κατά το Στράβωνα, ο επικός ποιητής γνωρίζει καλά τον Εύξεινο Πόντο αφού αναφέρεται στον
Ιάσονα, τη Μήδεια, τον Αιήτη, τους Κόλχους κτλ.
Ο Ησίοδος αναφέρει τον Πόντο ως τροφέα και γεννήτορα ορισμένων θεών, συνήθως με το επίθετο αλμυρός. Ο ποιητής μνημονεύει ακόμη ως παιδιά του θεού Πόντου τον ενάλιο γέροντα Νηρέα, το Φόρκυ, την Κητώ και την Ευρύβια.
Στους ποιητές, πάντως, ως πόντος κυρίως νοείται η μεγάλη και απλωτή θάλασσα, ενώ η λέξη από τους πεζογράφους στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για να δηλώσει συγκεκριμένα πελάγη. Παρά ταύτα, όμως, ορισμένες φορές ονομάζει πορθμούς, στενές θάλασσες που ενώνουν άλλες, μεγαλύτερες, π.χ. Ελλήσποντος, Ρέας Πόντος κτλ.
Στον Ηρόδοτο, ο αποθεοποιημένος Πόντος αναφέρεται με τρόπο συγκεχυμένο. Ο πατέρας της Ιστορίας γνωρίζει για παράδειγμα τον Εύξεινο, αλλά αγνοεί τον Πόντο ως το όνομα του βορειανατολικού τμήματος της Μικράς Ασίας. Σε μια περίσταση μάλιστα μνημονεύει το εσωτερικό του Πόντου, υπονοώντας το μέρος της Ευρώπης που βρέχεται από τον Εύξεινο. Πόντο επίσης ονομάζει και τη Μεσόγειο. Επιπλέον, ενώ ξέρει καλά τους λαούς της περιοχής, παρουσιάζεται να έχει λαθεμένες ιδέες τουλάχιστον για το βόρειο τμήμα του Εύξεινου, αφού μιλώντας για τη Μαιώτιδα, που την ονομάζει μητέρα του Ευξείνου, υποστηρίζει ότι είναι μεγαλύτερη απ’ αυτόν.
Ο όρος ως ο Πόντος ή απλώς ως Πόντος από τον Ε’ π.Χ. αι. αρχίζει να υπονοεί τον Εύξεινο και χρησιμοποιείται έτσι από τους Αισχύλο, Θουκυδίδη, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Αριστοτέλη κ.ά.
Ο Ξενοφώντας, όμως, είναι ο πρώτος «Ελλαδίτης» συγγραφέας που περιέρχεται την περιοχή, γνωρίζει τους λαούς της και καταγράφει συστηματικά, μαζί με την πορεία των Μυρίων, τόσο αυτούς όσο και ονόματα βουνών, ποταμών κτλ.
Έπειτα από τον Ξενοφώντα κυρίως, οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς Πόντο αποκαλούν τη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την Κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα ως το δυτικό τμήμα της Σινώπης.
Ο όρος αρχίζει να σημαίνει τη βορειοανατολική περιοχή της Μικράς Ασίας από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έπειτα. Ως τότε ο γεωγραφικός αυτός χώρος αναφερόταν συνήθως ως «Καππαδοκία η προς Πόντω». Η χρήση του πάντως γενικεύτηκε μετά την ίδρυση του βασιλείου των Μιθριδατιδών (του βασιλείου του Πόντου). Η λέξη με τη σύγχρονη σημασία της χρησιμοποιείται από τον Γ’ π.Χ. αι. κι ύστερα από πολλούς συγγραφείς (Στράβωνας, Αππιανός κ.ά.). Παρόμοια χρήση της κάνει και ο συγγραφέας της Επιστολής Πέτρου, στην Καινή Διαθήκη.
Παράγωγα ή σύνθετα της λέξης, χρησιμοποιούμενα από τους αρχαίους, είναι: το ρ. ποντίζω (Αισχύλος, Σοφοκλής κ.ά.)·, Ποντάρχης και Πόνταρχος (σε επιγραφ. της Ολβιούπολης, επίθετο του Αχιλλέα), πόντισμα (Ευριπίδης), ποντιστής (Παυσανίας), ποντοπορεύω (Οδύσσεια 277 ε), ποντοβαίνω (Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις), ποντοκράτωρ (Ορφ. Ύμν 16b), ποντόθεν (Ιλιάδα Ξ 395) κτλ. Στα τελευταία ελληνιστικά/ρωμαϊκά χρόνια, το όνομα Πόντος συνοδεύεται από τα επίθετα Γαλατικός, Καππαδοκικός, Πολεμωνιακός
Ο Πόντος στην Αρχαιότητα
Τοποθετώντας την περιοχή του Πόντου σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο κατά την αρχαιότητα, μπορούμε να τη χωρίσουμε στις εξής ιστορικές περιόδους:
Προελληνική αρχαιότητα
Σύμφωνα με πληροφορίες των Ηρόδοτου, Αισχύλου, Ξενοφώντα, καθώς και του Στράβωνα, στο εσωτερικό της ποντιακής γης ζούσαν διάφοροι γηγενείς λαοί, μερικοί από τους οποίους τα κατοπινά χρόνια εξελληνίστηκαν ή, κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, σταδιακά εκχριστιανίστηκαν. Από τους λαούς αυτούς γνωστοί στους Έλληνες υπήρξαν οι Κόλχοι ή Λαζοί, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Λαζίας, ανατολικά της Τραπεζούντας, και είχαν πάρει το όνομά τους από τον απόγονο του Αιήτη, Κόλχο. Διακρίνονταν δε, σε πολλές φυλές όπως Μαχελόνες, Ζυνδρείτες, Άψιλες, (Αψίλιους), Αβασγούς κ.ά. και, κατά τους Ηρόδοτο και Διόδωρο Σικελιώτη, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής, υπολείμματα των στρατευμάτων του Αιγυπτίου βασιλιά Σέσωστρη, που είχε εκστρατεύσει στον Πόντο.
Άλλοι ντόπιοι λαοί υπήρξαν οι Λευκόσυροι, που θεωρούνταν άποικοι των Ασσυρίων και κατοικούσαν κυρίως στην Καππαδοκία, σε μια περιοχή που εκτεινόταν μεταξύ του Άλυ και του Ίρη ποταμού. Τμήμα των εδαφών γύρω από τη Χαλδία κατοικήθηκε από τους Χαλδαίους της Μεσοποταμίας, οι οποίοι αργότερα στον Όμηρο συναντώνται ως Χάλυβες ή Χάλδοι (κύρια απασχόλησή τους ήταν η μεταλλουργία), και αναφέρεται ότι μετακινήθηκαν στα δυτικά μέρη της Κολχίδας, δημιουργώντας περιοχές που η ονομασία τους παρέμεινε και πολύ αργότερα, όπως τα Κοτύωρα και η Κερασούντα.
Στο εσωτερικό του Πόντου κατοικούσαν επίσης και άλλα ιθαγενή φύλα, όπως οι Μοσσύνοικοι, των οποίων η περιοχή εκτεινόταν από την Κερασούντα ως την Τρίπολη, οι Δρίλες, που εντοπίζονται νότια της Τραπεζούντας και θεωρούνταν γενναίοι, οι γειτονικοί Μάκρωνες ή Μακροκέφαλοι, που συναντώνται επίσης και ως Σάννοι ή Τζάνοι, ενώ προς την ανατολική πλευρά αναφέρονται οι Κερκίτες και οι Ταόχοι. Στην περιοχή γύρω από το Φάση ποταμό κατοικούσαν οι Φασιανοί, ενώ ως κάτοικοι του Πόντου αναφέρονται ακόμη οι Σάσπειρες, οι Βέχειροι, οι Βυζήρες, όπως και οι Κίσσιοι, οι Τιβαρηνοί και οι Παφλαγόνες, των οποίων η περιοχή, ενώ αρχικά βρισκόταν ανάμεσα στη Βιθυνία και τη Γαλατία, κατά τη βυζαντινή περίοδο συμπεριλήφθηκε στον Πόντο. Γεγονός παραμένει ότι όλα αυτά τα ντόπια φύλα γνώρισαν την ασσυριακή και στη συνέχεια την περσική κατάκτηση (6ος αι. π.Χ.), χωρίς να αναπτύξουν καμιά εσωτερική ενότητα μεταξύ τους, διατηρώντας ξεχωριστή το καθένα θρησκεία, γλώσσα και συνήθειες.
Ο ελληνικός αποικισμός
Η πρώτη επαφή του ελληνικού στοιχείου με την περιοχή του Πόντου συνδέεται με την αχλύ του μύθου, αφού επιβεβαιώνεται από τις μυθικές παραδόσεις του χρυσόμαλλου δέρατος που, κατά την παράδοση, βρισκόταν στην παραλιακή περιοχή του Εύξεινου Πόντου, Κολχίδα, και του ταξιδιού των Αργοναυτών. Σύμφωνα με τις σωζόμενες γραπτές μαρτυρίες του Πίνδαρου, των «Αργοναυτικών» των Απολλώνιου Ρόδιου, του Βαλέριου Φλάκκου και του Απολλόδωρου, η αργοναυτική εκστρατεία οργανώθηκε από τον Ιάσονα, γιο του εκτοπισμένου βασιλιά της Ιωλκού, Αίσονα, τον οποίο ακολούθησαν πολλοί μυθικοί ήρωες και αρκετοί Μινύες, λαός με ποντιακές ρίζες καταγωγής και αξιοθαύμαστη ικανότητα στις εμπορικές συναλλαγές. Οι Αργοναύτες έπειτα από πολυάριθμες περιπέτειες στα παράλια του Αιγαίου και αφού πέρασαν από τη γυναικοκρατούμενη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, την Κύζικο, τη Μυσία, τη Θράκη, τις Συμπληγάδες Πέτρες, έφτασαν στην ποντιακή Κολχίδα. όπου βρήκαν ισχυρή υποστήριξη από την Κόρη του βασιλιά Αιήτη, Μήδεια, η οποία μέσω των εντυπωσιακών γνώσεών της για τη χρησιμοποίηση φαρμάκων και μαγικών βοτάνων (σύμφωνα με άλλες παραλλαγές της μυθικής αφήγησης, η Μήδεια είχε μαγικές ικανότητες), βοήθησε τον Ιάσονα να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας και τελικά τον ακολούθησε στο ταξίδι της επιστροφής στην Ιωλκό, αφού τον παντρεύτηκε.
Πέρα από το θρύλο και, όπως συμπεραίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής αυτής που βρέθηκαν σε παραλιακές πόλεις του βόρειου και νότιου Εύξεινου Πόντου, οι Έλληνες έφθασαν στον Εύξεινο Πόντο πριν από το 1000 π.Χ., γνώμη που επιβεβαιώνεται και από την ονομασία «άξεινος» Πόντος, επίθετο με το οποίο οι Έλληνες περιέγραψαν τα «μαύρα», «σκοτεινά» νερά της περιοχής. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο Εύξεινος Πόντος κατέληξε να ονομάζεται Μαύρη Θάλασσα, αν και για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα η λέξη «άξεινος» είχε παρερμηνευθεί και συνδυαστεί με το χαρακτηρισμό αφιλόξενος ή «εύξεινος» (=φιλόξενος) για τους ταξιδιώτες. Ο μύθος του χρυσόμαλλου δέρματος συνδέεται με την Κολχίδα, χώρα που τοποθετείται από τους αρχαίους γεωγράφους στην περιοχή της Τραπεζούντας και κυρίως στο ανατολικό τμήμα της. Εδώ σημειώνεται ότι οι κάτοικοι της κοιλάδας, η οποία διαρρέεται από τον ποταμό Φουρτούνα, είχαν ως κύρια απασχόληση τη συλλογή ψηγμάτων χρυσού, τα οποία ξεχώριζαν μέσα από το νερό βυθίζοντας δέρματα ζώων, πάνω στα οποία επικολλούνταν οι κόκκοι του χρυσού. Όσον αφορά τη μυθική εκδοχή της Μήδειας, προφανώς είναι εμπνευσμένη από τη φήμη του Πόντου για τα πολυάριθμα και ποικιλοειδή βότανά του.
Η Σινώπη, η Αμισός και η Τραπεζούς, σύμφωνα με τις γραπτές (πλην όμως αντικρουόμενες) πηγές, αποικίστηκαν στα μέσα του Η’ αι. κυρίως από τους Μιλήσιους, αν και οι σχετικές πληροφορίες δεν επιβεβαιώθηκαν από αρχαιολογικά δεδομένα. Για παράδειγμα, τα αρχαιότερα ελληνικά αγγεία της Σινώπης χρονολογούνται μόλις στα 600 π.Χ.
Στους Μιλήσιους εκτός αυτών των πόλεων, αποδίδεται και ο εποικισμός της Άμαστρης-Τιείου, στους Μεγαρείς ο αποικισμός της Ποντικής Ηράκλειας (ή στους Μιλήσιους), ενώ κατ’ άλλες πηγές η Αμισός αποικίστηκε από τους Φωκαείς.
Ίσως η έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων, που να επιβεβαιώνουν την ίδρυση αυτών των αποικιών να οφείλεται στο ότι αρχικά όλες τούτες οι αποικίες θα ήταν απλά εμπορεία (αποικίες εκμεταλλεύσεως/εμπορικοί σταθμοί), που κατά το χρόνο μετέβαλλαν το χαρακτήρα τους και έγιναν ολοκληρωμένες πόλεις. Ίσως, πάλι, οι αρχικοί άποικοι να περιορίζονταν αποκλειστικά στα όρια των εμπορείων/πολισμάτων, πράγμα που βεβαιωμένα συνέβαινε σε ορισμένες απ’ αυτές, π.χ. στη Φάσιδα ως ιδρυτής της οποίας φέρεται ο Μιλήσιος Θεμισταγόρας, περί το 570 π.Χ..
Από την άλλη, όμως, είναι παράλογο να υποθέτουμε ότι οι Μιλήσιοι περίμεναν ως το 657 π.Χ. — χρονιά που ιδρύθηκε η Ίστρια — για να περάσουν το Βόσπορο και να εμπορευτούν με τους γηγενείς λαούς, που κατοικούσαν τα παράλια του Ευξείνου. Άλλωστε οι σχετικοί μύθοι επιβεβαιώνουν την αρχαιότατη επικοινωνία των Ελλήνων μ αυτή την πλευρά του κόσμου.
Τα ελληνικά πλοία, αφού περνούσαν τις Κυανές ή Πλαγκτές Πέτρες ή απλώς Συμπληγάδες — τους ύφαλους που και σήμερα φανερώνονται, όταν τραβιούνται τα νερά, 30 χλμ. βορειότερα από το Βυζάντιο/Κωνσταντινούπολη — ταξίδευαν κατά μήκος των ακτών του Πόντου φτάνοντας ως τη σημερινή Δυτική Γεωργία. Ο τρόπος που ποντοπορούσαν σχετίζεται άμεσα με την ίδρυση των αποικιών: Πήγαιναν πάντα κοντά στις ακτές, κάποτε σταματούσαν να πάρουν νερό και να μαγειρέψουν και άμα τους άρεσε ο τόπος, έχτιζαν σ’ αυτόν το εμπορείο/αποικία.
Οι λόγοι που ώθησαν προς τον Πόντο τους πρώτους αποικιστές και τις μητροπόλεις τους ήταν καθαρά οικονομικοί. Από την περιοχή έφερναν στην κυρίως Ελλάδα σίδηρο, χαλκό, άργυρο, χρυσό, αλάτι, αλίπαστα, κιννάβαρι, μίλτο, λινάρι, ξυλεία, κατάλληλη για ναυπήγηση, σιτηρά, δέρματα, μαλλί, κερί, μέλι, ζώα και δούλους. Τουλάχιστον τον Η’ και τον Ζ’ αιώνα, όμως, το κυρίως ζητούμενο από τους Έλληνες στις περιοχές αυτές ήταν τα μέταλλα.
Οι Μεγαρείς που ίδρυσαν στη θέση ενός παλαιότερου φοινικικού εμπορείου, περί το 560 π.Χ., την Ηράκλεια Ποντική γνώριζαν καλά ότι οι αυτόχθονες της περιοχής διεκδικούσαν τα ορυχεία σιδήρου του ποταμού Σαγγάριου από τους δυτικούς γείτονές τους. Άλλωστε στα βορειοανατολικά της πόλης τους βρίσκονταν ορυχεία γαιανθράκων (στο σημερινό Ζουγκουλντάκ), ενός υλικού που ήταν απαραίτητο για την τήξη του σιδήρου. Οι άποικοι βέβαια δεν ασχολήθηκαν με την εξόρυξη και την κατεργασία των μεταλλευμάτων, μόνο με το εμπόριό τους και όχι αποκλειστικά μ’ αυτό. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα ορισμένοι ωθήθηκαν από άλλα κίνητρα. Τους Σινωπείς, που απώθησαν, υπέταξαν ή αντικατέστησαν τους πρώτους κάτοικους της περιοχής και της πόλης τους, τους Λευκόσυρους, απασχόλησε περισσότερο η αλιεία, και η νέα πατρίδα τους έγινε γνωστή για τους περίφημους ψαρότοπους που διέθετε.
Πάντως, οι ιστορικοί που ασχολούνται με τη μεταλλουργία πείθονται, όσο περνάει ο καιρός, ότι η επεξεργασία του σιδήρου και σφυρηλάτηση του ξεκίνησαν λίγο νοτιότερα από την Τραπεζούντα, στην Περιοχή των Χαλύβων, σε ένα χώρο που ελέγχονταν απόλυτα από τους Χετταίους. Η αλληλογραφία των Χετταίων βασιλέων άλλωστε με τους αδελφούς τους της Αιγύπτου (τους Φαραώ) είναι ενδεικτική.
Η αναφορά από τον Όμηρο της μυθικής Αλύβης ως αργύρου γενέθλης αποτελεί εξάλλου ισχυρή ένδειξη ότι οι Έλληνες της γεωμετρικής εποχής ήξεραν που είχε γεννηθεί η τέχνη της επεξεργασίας του ασημιού. Και σήμερα ακόμη στην ενδοχώρα του Πόντου λειτουργούν ή υπολειτουργούν μια σειρά αρχαία ορυχεία, όπως της Μερζιφούντας, της Νεοκαισάρειας, της Κολώνειας, της Παϊπούρτης κτλ., ενώ στην Καισάρεια της Καππαδοκίας οι Τούρκοι εκμεταλλεύονται τα απόβλητα των αρχαίων ορυχείων.
Εκτός, όμως, από το σίδηρο και τον άργυρο, η περιοχή πρόσφερε και χαλκό, κασσίτερο και χρυσάφι. Το χρυσόμαλλο δέρας εξάλλου θα έλκυσε πολλούς στην Κολχίδα, όπου ως πριν από λίγο καιρό οι ντόπιοι στην περιοχή του Καυκάσου μάζευαν τη χρυσόσκονη από τους ποταμούς με προβιές, τις οποίες στη συνέχεια έκαιγαν για να πάρουν καθαρό το χρυσάφι.
Πάντως, οι ελληνικές αποικίες του Πόντου προόδεψαν πολύ γρήγορα, πλούτισαν και με τη σειρά τους ίδρυσαν και κείνες νέες αποικίες/πόλεις. Έτσι, η Σινώπη δέκα μόλις χρόνια μετά την ίδρυσή της, εμφανίζεται να ιδρύει την Τραπεζούντα και αμέσως αργότερα την Κερασούντα και τα Κοτύωρα, ενώ η Ηράκλεια στήνει τη δική της αποικία, Κάλλατη, στις ευρωπαϊκές ακτές του Ευξείνου.
Η Τραπεζούντα, η σημαντικότερη αποικία της Σινώπης, σε διάστημα τριών χιλιετηρίδων έγινε η ονομαστότερη πόλη του Πόντου, διατηρώντας σε υψηλούς αριθμούς τον πληθυσμό της και σε υψηλά επίπεδα την πολιτική της ακμή και το εμπόριό της, καθιστάμενη, έτσι, μητρόπολη της όλης περιοχής του Ευξείνου. Σύμφωνα με το Χρονικό του Ευσέβιου, η ίδρυση της πόλης της Τραπεζούντας τοποθετείται χρονικά στο 756 π.Χ.. δηλ. λίγο πριν από την ίδρυση της Ρώμης και 100 χρόνια πριν από την ίδρυση του Βυζαντίου. Ως οικιστής της αναφέρεται ο Άσκρης, πιθανόν Μιλήσιος ευγενής, ενώ πήρε την ονομασία της από τους τραπεζοειδείς λόφους που την περιστοίχιζαν.
Προς την κατεύθυνση των βορειοανατολικών παραλίων του Εύξεινου Πόντου συναντάμε και άλλες ελληνικές αποικίες, όπως τη Φάση, τη Διοσκουριάδα, το Παντικάπαιο (Κερτς), τη Θεοδοσία (Καφφα), τη Φαναγόρεια, την Τάναϊ, την Οδησσό και την Ολβία, καθώς και στη δυτική πλευρά του Πόντου την Αγχίαλο και την Απολλωνία (Σωζόπολη), οι περισσότερες από τις οποίες ήταν αποικίες των Μιλησίων. Έτσι ο Εύξεινος Πόντος απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα κινώντας το εισαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας κατά τους κλασικούς και τους μεταγενέστερους χρόνους, κυρίως σε είδη ξυλείας και σιτηρών, αλλά ακόμα και δούλων, κυρίως Σκυθών.
Στις νέες πατρίδες τους, οι άποικοι ζούσαν, με εξαίρεση τις εμπορικές επαφές με τους περιοίκους, σε απομόνωση. Οι «βάρβαροι», Τιβαρηνοί, Μοσσύνοικοι, Μαριανδυνοί κ.ά. είχαν ήθη και έθιμα, συνήθειες διαφορετικές από τους Έλληνες. Το μητριαρχικό καθεστώς τους, οι γαμικές επιμειξίες τους θα προκαλούσαν την έντονη αντίθεση των αποίκων, που προτιμούσαν από το συγχρωτισμό την απομόνωση στα περιτειχισμένα πολίσματά τους. Μόνο πολύ αργότερα, την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν εξελληνίστηκε η Ασία, πρέπει οι Ποντικοί Έλληνες να ήρθαν σε στενότερη επαφή με τους ντόπιους. Πάντως ως τα τέλη του 5ου π.Χ. αι. τους βλέπουμε — δύο και πλέον αιώνες μετά την ίδρυση των αποικιών — να έχουν μόνο περιορισμένες επαφές με τους αλλόφυλους της ενδοχώρας.
Η κυριαρχία των Περσών
Μετά την κατάλυση του μηδικού κράτους από τον Κύρο των Περσών, ο Πόντος θα περάσει στην κηδεμονία της Περσίας, χωρίς να γνωρίσει τους καταστροφικούς πολέμους της περσικής επέκτασης. Οι πόλεις, κυρίως της μικρασιατικής παραλίας μέχρι την Κολχίδα, επί περσικής επικυριαρχίας, υπάγονταν στο μέγα βασιλέα, ενώ διατηρούσαν παράλληλα εσωτερική αυτονομία. Επί της δυναστείας των Αχαιμενιδών, οι πόλεις της ανατολικής μικρασιατικής παραλίας υπάγονταν στην ίδια σατραπεία, αλλά η κυριαρχία τους ήταν περισσότερο τυπική, διότι επί Ξενοφώντα πολλές από τις γειτονικές φυλές ήταν σχεδόν ανεξάρτητες και πολεμούσαν συχνά τις ελληνικές πόλεις. Οι Πέρσες αυτονομούν επίσης τον Πόντο από την οικονομική ζωή του Αιγαίου, δημιουργώντας την εμπορική οδό από την Έφεσο ως τα Σούσα, μέσω της οποίας οι μεταφορές γίνονταν δια ξηράς, λόγω περισσότερης ασφάλειας και συντομίας, αφού τα προϊόντα διοχετεύονταν κατευθείαν στη μεγάλη αγορά της Μεσοποταμίας. Σύμφωνα δε με τον Ξενοφώντα και τον Ηρόδοτο, η Τραπεζούντα και η γύρω από αυτήν περιοχή δεν είχαν γνωρίσει τον περσικό ζυγό, λόγω του ότι οι Κόλχοι και οι Χαλδαίοι είχαν παραμείνει αυτόνομοι, αφού ο Δαρείος ασχολήθηκε περισσότερο με τον ελληνικό χώρο, ο Κύρος νικήθηκε στο μέτωπο των σκυθικών χωρών και ο Καμβύσης στράφηκε κυρίως στην Αίγυπτο και την Αραβία.
Σημαντικές πληροφορίες για τις ελληνικές πόλεις του Πόντου, κατά τη διάρκεια της περσικής επικυριαρχίας, αποκομίζονται από έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις», όπου περιγράφεται η Κάθοδος των Μυρίων (401-400 π.Χ.), των Ελλήνων δηλαδή στρατιωτών που πολέμησαν ως μισθοφόροι στο πλευρό του Κύρου εναντίον του αδελφού του, Αρταξέρξη. Μετά τη συμπλοκή όμως των δύο αδελφών και το θάνατο του Κύρου, οι Έλληνες βρέθηκαν μόνοι στο εσωτερικό της εχθρικής χώρας προσπαθώντας με τεράστιες δυσκολίες να φτάσουν στα ελληνικά εδάφη. Όταν από το όρος Θήχης αντίκρισαν τη θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), ένιωσαν ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Στο έργο αναφέρεται η άφιξη τους στην Τραπεζούντα (401 π.Χ.) η οποία ήταν υποτελής στη μητρική πόλη Σινώπη, καθώς και η βοήθεια όλων των άλλων Ελλήνων κατοίκων των παράλιων αποικιών του Εύξεινου Πόντου — Κερασούντας, Κοτυώρων, Σινώπης, Ηράκλειας— για να διεκπεραιωθούν στη Θράκη.
Η εποχή του Μ. Αλεξάνδρου
Κατά την εποχή ανάμεσα στο πέρασμα του Ξενοφώντα μέχρι την κοσμοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα και όλες οι ελληνικές αποικιακές πόλεις του Ευξείνου απόλαυσαν περιόδου ειρήνης και ευημερίας, επεκτεινόμενες επίσης όχι μόνο στα παράλια μέρη, αλλά και προς το εσωτερικό της περιοχής, εξελληνίζοντας συνέχεια όλο και περισσότερα φύλα. Με αυτό τον τρόπο ενισχύθηκαν και ανακάλυψαν νέες πηγές πλούτου, όπως άργυρο, χαλκό και σίδηρο, μέταλλα που βρίσκονταν ακόμα και στις δασώδεις και ορεινές περιοχές. Ως εξελληνισμένες περιοχές κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια. Την ίδια περίοδο η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Αμισός και η Σινώπη βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο εμπορικής και πολιτικής δύναμης όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πολυάριθμα νομίσματα, έχοντας παράλληλα απόλυτη αυτονομία και ανεξαρτησία. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Μ. Αλέξανδρος επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα στην πόλη Αμισό, που το είχε στερηθεί επί Περσοκρατίας. Με λίγα λόγια, η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν σε όλες τις αποικίες και, μέσω των στενών του Ελλησπόντου, θα ανοίξουν δρόμους για εμπορικές συναλλαγές, μεγαλώνοντας έτσι την οικονομική και πολιτιστική αίγλη των ελληνικών ποντιακών πόλεων.
Οι πόλεις του Πόντου
Την εποχή του Στράβωνα (μέσα του Α’ π.Χ. - μέσα του Α’ μ.Χ.) στην Περιοχή του Πόντου υπήρχαν οι εξής περιοχές και πόλεις:
Από τον Ελλήσποντο με κατεύθυνση την Κολχίδα, η Ποντοηράκλεια στην περιοχή των Μαριανδυνών, κοντά στους ποταμούς Ψίλλι, Κάλπα και Σαγγάριο. το Τίειον. η Άμαστρις, που συνοικίστηκε από 4 άλλες προϋπάρχουσες πόλεις, τη Σήσαμο, την Κρώμνη, την Κύτωρο και το Τίειον (η τελευταία σύντομα επαναστάτησε και αποσχίσθηκε από την ενωμένη πόλη, η Σήσαμος ήταν η ακρόπολις της Άμαστρης και η Κύτωρος ή το Κύτωρον υπήρξε σε παλαιότερους από του Στράβωνα χρόνους εμπορικός σταθμός των Σινωπέων). ο Αιγιαλός, κωμόπολη που βρισκόταν σε ομώνυμη μ’ αυτήν παραλία. η Κίνωλις και η Αντικίνωλις, η Αβωνότειχος/Αβώνων Τείχος. η Αρμένη (ανήκε στους Σινωπείς και διέθετε λιμάνι. Μετά την Αρμένη ήταν η Σινώπη, και η περιοχή από την πόλη ως τις εκβολές του Άλυ ονομαζόταν Σινωπίτις.
Μετά τις εκβολές του Άλυ ακολουθούσε η Γαζηλωνίτις, περιοχή ιδιαίτερα εύφορη, εκτεινόμενη ως τη Σαραμηνή, και ύστερα η Αμισός. Στην πόλη αυτή ανήκε η πεδιάδα της Θεμίσκυρας, το των Αμαζόνων οικητήριον, και η Σιδηνή. Στο εσωτερικό αυτών των Περιοχών βρίσκονταν η Φανάροια, η περιοχή της Αμάσειας και η Δαζιμωνίτις. Στη Σιδηνή υπήρχαν η Σίδη, πόλη που έδωσε το όνομά της και στην περιοχή, η Χάβακα και η Φάβδα. Ακολουθούσαν πρώτα η Φαρνακία, πόλη οχυρή, και μετά το ακρωτήριο Γενήτης τα Κοτύωρα, από τα οποία συνοικίστηκε η Φαρνακία. Στη συνέχεια υπήρχαν η Ισχόπολις, η Κερασούς και η Ερμώνασσα. Κοντά στην Ερμώνασσα ήταν και η Τραπεζούς, συνέχεια της οποίας αποτελούσε η Κολχίδα. Προς την πλευρά της Μεγάλης Αρμενίας βρίσκονταν οι οικισμοί/φρούρια Ύδαρα, Σινορία και Βισγοιδάριζα.
Στην Ακιλισηνή, κοντά στον Ευφράτη υπήρχαν οι πόλεις Δάστειρα πλάι στον ποταμό και η Νικόπολις, στη Μικρή Αρμενία. Σε μικρή απόσταση από τη συμβολή των ποταμών Λύκου και Ίρη ήταν η Ευπατορία, που ο Πομπήιος όταν την κατέλαβε τη μετονόμασε Μαγνόπολη. Στις υπώρειες του Παρυάδρη, σε απόσταση 150 σταδίων από τη Μαγνόπολη, βρίσκονταν τα Κάβειρα, που ο Πομπήιος τα ονόμασε Διόσπολη και στη συνέχεια άλλαξαν ξανά όνομα και λέγονταν Σεβαστή,από την Πυθοδωρίδα. Κοντά τους ήταν επίσης το Καινόν Χωρίον, φυσικώς οχυρός βράχος, εφοδιασμένος με μια πηγή, που τον περιέκλειαν ισχυρά τείχη.
Πλάι στα Κάβειρα βρισκόταν η Αμερία, μια κωμόπολη στην οποία υπήρχε και Ιερό του Μηνός Φαρνάκου. Λίγο ψηλότερα από τη Φανάροια ήταν τα Ποντικά Κόμανα και ακολουθούσε η Ζηλίτις, όπου υπήρχε η πόλη Ζήλα με ιερό της Αναΐτιδος. Μετά τη χώρα των Αμισηνών, προς τον Άλυ, υπήρχε η Φαζημωνίτις, που ο Πομπήιος τη μετονόμασε Νεαπολίτιδα. Εδώ, υπήρχε το χωριό Φαζημών, που αυτός το έκανε πόλη και αποκάλεσε Νεάπολη το πόλισμα και Νεαπολίτιδα την περιοχή.
Κάτω από τη Γαζηλωνίτιδα και την περιοχή του Άλυ, ήταν η χώρα των Αμασέων και σε βαθύ φαράγγι, από το οποίο περνούσε ο ποταμός Ίρης, βρισκόταν η Αμάσεια. Εκτός του Άλυ ποταμού και σε συνέχεια με την περιοχή των Σινωπέων βρίσκονταν η Βλαηνή και η Δομανίτις, όπου είχε χτιστεί η Πομπηιούπολις.
Οι ποντιακές αποικίες της Μιλήτου και των άλλων ελληνικών πόλεων είχαν μια στενή σύνδεση με τη μητέρα πόλη (μητρόπολη), αλλά διατηρούσαν εν πολλοίς την ανεξαρτησία τους ενεργώντας ως αυτοτελή κράτη. Στον οικονομικό τομέα, συνεργάζονταν πρώτιστα με τη μητρόπολη, αλλά και με άλλες πόλεις, αν το δεύτερο κρινόταν συμφερότερο. Ο Ξενοφών πάντως μας γνωστοποιεί ότι η Σινώπη, μητρόπολη της Τραπεζούντας, της Κερασούντας και των Κοτυώρων, έστελνε στις πόλεις αυτές έναν αρμοστή, κατά το σπαρτιατικό έθος μάλλον, και αφήνει να εννοηθεί ότι επέβαλλε ένα είδος ορολογίας στους αποίκους της.
Η μητρόπολη μπορούσε να υπερασπιστεί μια αποικία της, να την εκπροσωπήσει σε μια περίσταση, να παρέμβει για λογαριασμό των πολιτών της. Μπορούσε ακόμη να στείλει πρέσβεις, σε διάφορες περιπτώσεις, για να εξετάσουν επιτόπου κάποιο έκτακτο θέμα. Η πόλη-αποικία διοικούνταν σύμφωνα με το πολίτευμα της μητέρας πόλης, με το λαό της διαιρεμένο σε φυλές ανάλογες μ’ αυτές της μητρόπολης. Έτσι, για την Αμισό γνωρίζουμε ότι έπειτα από τον εποικισμό της από τους Αθηναίους και τη μετονομασία της σε Πειραιά, ο δήμος της χωρίστηκε σε 10 φυλές, κατά μίμηση των κρατούντων στην Αθήνα. Μάλιστα, μία από αυτές τις φυλές στα ρωμαϊκά χρόνια ονομαζόταν Σεβαστη(ε)ίς, προφανώς προς τιμήν του Αυγούστου/Σεβαστού. Αλλά και σε γενικές γραμμές το πολίτευμά της αποτελούσε μίμηση του αθηναϊκού, και αυτό τεκμαίρεται από επιγραφικά μνημεία, στα οποία αναφέρονται διάφορα αξιώματα ανάλογα με των αρχόντων της αθηναϊκής πολιτείας, όπως π.χ. αυτό του άρχοντος βασιλέως.
Εκτός από το δημοκρατικό πολίτευμα, ωστόσο, ορισμένες πόλεις γνώρισαν κατά καιρούς και την ολιγαρχία ή την τυραννίδα.
Το πρώτο ήμισυ του 4ου π.Χ. αι., η Ποντοηράκλεια κυβερνούνταν από τους ολιγαρχικούς και μόλις 600 πολίτες της είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ολιγαρχική αυτή κυβέρνηση για να διατηρήσει υπό την εξουσία της την πόλη, όπου τα αδικούμενα κοινωνικά στρώματα ετοιμάζονταν να στασιάσουν, ζήτησε τη βοήθεια ενός εξόριστου εξέχοντος πολίτη της, του Κλέαρχου, ο οποίος εντέλει ανέτρεψε το ολιγαρχικό πολίτευμα για να εγκαθιδρύσει ένα προσωποπαγές καθεστώς που διατηρήθηκε επί 80 χρόνια, και μετά το θάνατό του (περίπου 352 π.Χ.), μια και στην εξουσία τον διαδέχτηκαν πρώτα ο αδελφός του Σάτυρος (352-345 π.Χ.) και έπειτα ο γιος του Τιμόθεος (345-347, περίπου). Νωρίτερα, την τυραννίδα είχε γνωρίσει και η Σινώπη, με τον Τιμησίλεω, την εξουσία του οποίου είχε ανατρέψει ο Αθηναίος στρατηγός Αθηνοκλής (444 π.Χ.), εγκαθιστώντας παράλληλα και 600 Αθηναίους αποίκους στην Περιοχή και υπάγοντάς την υπό την επιρροή των Αθηναίων.
Η Ηράκλεια πάντως και αργότερα τυραννοκρατείται από το Διονύσιο, με τον οποίο πάντρεψε την Περσίδα σύζυγό του, Άμαστρη, ο Κρατερός, όταν τη διαζεύχτηκε. Μετά το θάνατο του Διονύσιου, η Άμαστρη παντρεύτηκε το Λυσίμαχο, βασιλιά της Θράκης. Διαζευγμένη για τρίτη φορά απ’ αυτόν ίδρυσε ομώνυμή της πόλη, στην οποία βασίλευσε, διατηρώντας όμως υπό την εξουσία της και την Ηράκλεια. Θανατώθηκε αργότερα, από τα παιδιά της, Οξυάθρη και Κλέαρχο (γιους από το γάμο της με το Διονύσιο).
Νωρίτερα, λίγο μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη, η Σινώπη και η Αμισός περιήλθαν στο περσικό κράτος. Όμως η επικυριαρχία των Περσών ήταν μάλλον επιφανειακή, αφού και οι δύο ελληνικές πόλεις διατήρησαν την αυτονομία τους.
Όταν δημιουργείται το βασίλειο των Μιθριδατών, οι πόλεις του Πόντου ενσωματώνονται σ’ αυτό, διατηρώντας ωστόσο ονομαστικά την αυτοτέλειά τους ή κάποια ανεξαρτησία.
Το Βασίλειο του Πόντου ή Ποντικό Βασίλειο ιδρύθηκε το 281 π.Χ. περίπου από το Μιθριδάτη Α ́ στα Κιμιατά της Παφλαγονίας. Ο Φαρνάκης Α ́ προσάρτησε την περιοχή της Σινώπης στο βασίλειο, ενώ επέκτεινε τη διπλωματική του επιρροή στις ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Με το θάνατο του Μιθριδάτη Ε ́ το βασίλειο εκτεινόταν από τις περιοχές της Παφλαγονίας δυτικά του ποταμού Άλυος έως την Αμάστριδα. Το Ποντικό Βασίλειο είχε ανοδική πορεία έως το 63 π.Χ., οπότε και πέθανε ο τελευταίος βασιλιάς 1 του, ο Μιθριδάτης ΣΤ ́, ο οποίος είχε προσαρτήσει τις εκτάσεις από την Ηράκλεια έως τη Διοσκουριάδα, με αποτέλεσμα το βασίλειο να περιλαμβάνει περιοχές της Βιθυνίας, Παφλαγονίας, Καππαδοκίας, Γαλατίας, Κολχίδας και Μικράς Αρμενίας. Πρωτεύουσες του βασιλείου υπήρξαν η Αμάσεια μέχρι το 183 π.Χ. και έπειτα η Σινώπη έως το 63 π.Χ.
Η εκάστοτε επικράτεια των Μιθριδατών, στη διάρκεια των δύο αιώνων ζωής της (281-63 π.Χ.), δεν ονομάστηκε ποτέ Βασίλειο του Πόντου. Οι τίτλοι των Μιθριδατών δεν είχαν εδαφικές αναφορές. Νομίσματα της περιοχής αναφέρονται στο βασιλιά που τα εξέδωσε (βασιλέως Μιθριδάτου, Φαρνάκου κτλ.) και όχι στον ηγεμόνα μιας περιοχής. Ο όρος είναι μεταγενέστερος και παρουσιάστηκε μετά το θάνατο του Μιθριδάτη ΣΤ ́ σε κείμενα της Ρωμαϊκής περιόδου. Η ίδρυση της ποντικής (ρωμαϊκής) λεγεώνας (legio Pontica) και του ποντικού (ρωμαϊκού) στόλου (classis Pontica) το 47 π.Χ., καθώς και η χρησιμοποίηση του επιθέτου Ποντικός με εθνική σημασία ανάλογη του Ρωμαίος, βοήθησαν στην αναδρομική επιβολή του Ποντικός σε οτιδήποτε συσχετιζόταν με την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή του Πόντου. Έτσι, από τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. έως τη σύγχρονη εποχή η μιθριδατική δυναστεία είναι γνωστή ως οι βασιλείς του Πόντου και η επικράτειά τους ως το βασίλειο του Πόντου.
Ιστορικό πλαίσιο της ίδρυσης
Είναι πιθανό η ίδρυση του Ποντικού Βασιλείου να προήλθε από μια εθνικιστική αντίδραση. Ο Μιθριδάτης Α ́ ίσως να ίδρυσε το βασίλειο στην προσπάθειά του να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Αντίγονο Α ́ (323-301 π.Χ.) της δυναστείας των Σελευκιδών, ώστε να διασώσει την εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα ως Πέρσης ευγενής. Το γεγονός όμως ότι δεν αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς αμέσως μόλις εγκατέλειψε τον Αντίγονο, 302-301 π.Χ. υποδηλώνει ότι ίσως να ήθελε να δημιουργήσει μια ημιαυτόνομη επικράτεια υπό τον έλεγχο των Σελευκιδών, παρόμοια με τις περσικές σατραπείες. Έχοντας όμως στρατιωτική δύναμη, ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά εγκαθιστώντας κληρονομική μοναρχία στην περιοχή που είχε υπό τον έλεγχό του, το αρχικό Βασίλειο του Πόντου. Και οι δύο πιθανές εξηγήσεις υποδηλώνουν την περσική επιρροή στην ημιαπομονωμένη βόρεια Μικρά Ασία.
Κοινωνία – Πολιτισμός
Η διοικητική και στρατιωτική οργάνωση της επικράτειας, καθώς και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατοίκων (Ελλήνων, Περσών και γηγενών ), φανερώνουν ότι το Ποντικό Βασίλειο δέχτηκε ελληνικές, ελληνιστικές και περσικές επιρροές. Τα σημαντικότερα πολιτιστικά και εμπορικά κέντρα του βασιλείου ήταν οι παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις Ηράκλεια, Σινώπη, Αμισός κτλ. η Αμάσεια και οι πόλεις - ιερά Ζέλα, Ποντικά Κόμμανα κτλ. Αν και το Βασίλειο του Πόντου διατήρησε την περσική κοινωνική οργάνωση, οι Μιθριδάτες έθεσαν τις βάσεις για τον εξελληνισμό της ενδοχώρας. Περσικές επιρροές που παρατηρούνται σήμερα στην ποντιακή γλώσσα και ομοιότητες μεταξύ της παραδοσιακής ποντιακής μουσικής και της ανάλογης περσικής πιθανόν να έχουν τις ρίζες τους στις πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ των κατοίκων του Βασιλείου του Πόντου. Οι πολιτιστικές ζυμώσεις που συντελέστηκαν στον πληθυσμό της περιοχής κατά το διάστημα 281- 63 π.Χ. έθεσαν τις βάσεις της ποντικής - ποντιακής ταυτότητας.
Διοίκηση
Οι Μιθριδάτες εφάρμοζαν την αρχή ότι ο λόγος του βασιλιά ήταν νόμος, όλοι ήταν υπήκοοί του και μόνο αυτός μπορούσε να δώσει ή να αφαιρέσει προνόμια από άτομα και ομάδες. Οι Μιθριδάτες, όπως και οι σύγχρονοί τους, ήξεραν ότι μόνο η αναγνώρισή τους από τον ελληνικό κόσμο, και ιδιαίτερα από την Αθήνα, μπορούσε να τους προσδώσει κύρος. Για αυτό το λόγο έκαναν προσπάθειες να εμφανιστούν ως φιλέλληνες, με ελληνική παιδεία και Έλληνες προγόνους. Ενώ είχαν δώσει ιδιαίτερα προνόμια στις ελληνικές πόλεις της επικράτειάς τους σχετικά με τη διανομή της γης, οι κανόνες εδαφικής ιδιοκτησίας βασίζονταν στα περσικά έθιμα. 10 Επίσης, περσικές επιρροές υποδηλώνονται στην οικονομική διοίκηση του βασιλείου με την ύπαρξη βασιλικών οχυρωμένων θησαυροφυλακίων (γαζοφυλάκια). Η εξουσία των Μιθριδατών είχε τις ρίζες της στην απόλυτη θεϊκή μοναρχία και την επεκτατική πολιτική του Πέρση μονάρχη και των ηγεμόνων των ελληνιστικών κρατών.
Στρατός
Οι περισσότεροι στρατηγοί του μιθριδατικού στρατού φαίνεται να ήταν φίλοι του βασιλιά και Έλληνες από το Ποντικό Βασίλειο, τη Μικρά Ασία και την κυρίως Ελλάδα. Οι στρατιώτες του τακτικού στρατού ξηράς προέρχονταν κυρίως από τις πολυάριθμες βαρβαρικές φυλές της ενδοχώρας. Οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων, χωρίς να ανήκουν στον τακτικό στρατό των Μιθριδατών, πολεμούσαν για να υπερασπιστούν την πόλη τους, η οποία όμως είτε ανήκε είτε επηρεαζόταν από το Βασίλειο του Πόντου. Όμως, δε φαίνεται να πολεμούσαν ως υπήκοοι του βασιλείου αλλά ως πολίτες της συγκεκριμένης πόλης. Το πολεμικό ναυτικό των Μιθριδατών φαίνεται να αποτελούνταν από δύο μέρη: το μικρό αριθμό πλοίων που έδιναν οι ελληνικές πόλεις του βασιλείου και το μεγαλύτερο αριθμό πλοίων που κατασκευάζονταν με έξοδα του βασιλιά. Η ένοπλη ναυτική δύναμη πιθανόν να αποτελούνταν από βαρβαρικές φυλές τις οποίες ο βασιλιάς εμπιστευόταν, ενώ οι βοηθητικές δυνάμεις από έμπειρους ναυτικούς, πιθανότατα ελληνικής καταγωγής. Επίσης, οι πειρατές της Κιλικίας φαίνεται να έπαιξαν ρόλο παρόμοιο με το μισθοφορικό στρατό ξηράς. Παρά την ποικίλη εθνολογική σύστασή του, ο μιθριδατικός στρατός ήταν πιστός στον εκάστοτε ηγεμόνα.
Θρησκεία
Στο Βασίλειο του Πόντου, οι Έλληνες κάτοικοι συνήθως συμπεριλάμβαναν τοπικές θεότητες στο ελληνικό πάνθεο, όπως συνέβη στην Ηράκλεια Ποντική όπου οι γηγενείς φαίνεται να λάτρευαν θεότητες της γονιμότητας και της φύσης, ανάλογες με τη Μητέρα Γη και τις Νύμφες. Επίσης, ο Ζευς Στράτιος, που είχε σημαντική θέση στο Βασίλειο του Πόντου, ίσως να ήταν τοπική θεότητα, την οποία οι Έλληνες άποικοι αναγνώρισαν ως το Δία και οι Πέρσες Μιθριδάτες ως μια φανέρωση του Αχουρομάζδη. Η ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ των θρησκειών των Ελλήνων αποίκων, των ντόπιων και των Περσών που κατοικούσαν στην περιοχή φαίνεται στην τοπική λατρεία ελληνοπερσικών θεοτήτων καθώς και στο θρησκευτικό συγκρητισμό μεταξύ ελληνικών και ιρανικών θεοτήτων.
Μετά την ήττα του Μιθριδάτη ΣΤ’, το 64 π.Χ., από τις ελληνικές πόλεις μόνο η Αμισός έμεινε ελευθέρα και αυτόνομος και ομόσπονδος Ρωμαίοις. Η αυτονομία της οφειλόταν στη μεγαλοψυχία, που υποκριτικά θέλησε να επιδείξει ο Λούκουλλος έπειτα από την καταστροφή και τη δήωσή της από τους στρατιώτες του. Την ελευθερία της ωστόσο παραβίασε αργότερα ο Μάρκος Αντώνιος παραχωρώντας την στον Πολέμωνα Α’, το 43 π.Χ. Ο Αύγουστος, το 31 π.Χ., κατέστησε την πόλη ξανά ελεύθερη, και το έτος αυτό έγινε η αφετηρία της νέας χρονολογίας της Αμισού. Στα μέσα του Β’ μ.Χ. αι., ως ελεύθερη πόλη εμφανίζεται και η Τραπεζούντα.
Οι ελεύθερες πόλεις δεν πλήρωναν φόρο στο ρωμαϊκό κράτος. Εικάζεται ότι αυτό ίσχυε και για την Αμισό και για την Τραπεζούντα. Η εξουσία σ’ αυτές πάντως ασκούνταν από τις πλούσιες φιλορωμαϊκές τάξεις, οι οποίες επίσης διαχειρίζονταν το δημόσιο πλούτο που κατείχαν οι πόλεις (δημόσια κτίρια, γη, δημόσιους δούλους, κεφάλαια, που δανείζονταν με τόκο). Στην περίπτωση της Αμισού, γνωρίζουμε ότι ο Λούκουλλος αύξησε τη χώρα, η οποία ανήκε στην πόλη κατά 120 στάδια, αλλά αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι η Αμισός υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρους.
Η Σινώπη, που είχε επανιδρυθεί από τον Καίσαρα (47 π.Χ.) ως Colonia, με την εγκατάσταση σ’ αυτήν βετεράνων παλαιμάχων των λεγεώνων 5ης και 7ης, διοικούνταν σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε για τους Ιταλούς. Η Colonia/αποικία των βετεράνων είχε λάβει από το κράτος μια έκταση γης, που μοιράστηκε στα μέλη της με κλήρο. Οι κάτοικοι της αποικίας είχαν την πλήρη κυριότητα της γης τους — το ίδιο ίσχυε και για τους απογόνους τους — και απαλλάσσονταν από οποιοδήποτε φόρο. Οι άποικοι/ Coloni με την εγκατάστασή τους στη Σινώπη έφεραν εκεί και τους δούλους τους και οργάνωσαν τόσο τα της πόλης όσο και τα αγροτικά νοικοκυριά τους, σύμφωνα με το ρωμαϊκό πρότυπο.
Αποικία παλαιμάχων λεγεωνάριων ιδρύθηκε και στην Ποντοηράκλεια, αλλά τα μέλη της εξοντώθηκαν στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων. Αντίθετα, η αποικία που ιδρύθηκε επί αυτοκράτορος Κλαυδίου στα Σάταλα προόδευσε και αναπτύχθηκε. Ίσως όμως αυτό να οφειλόταν στο ότι κοντά στην πόλη στρατοπέδευε μόνιμα μία λεγεώνα.
Τον τίτλο της μητρόπολης έφεραν τρεις πόλεις του Πόντου, η Άμαστρη, η Αμάσεια και η Νεοκαισάρεια. Η Ποντοηράκλεια, όπου η δωρική ομιλούνταν όπως φαίνεται ακόμη τότε ή ήταν γενικά εν χρήσει, αποκαλούνταν μάτηρ αποίκων πόλιων. Ο τίτλος μητρόπολις βέβαια δεν είχε Καμία ουσιαστική αξία· πρόσφερε μόνο διάφορα ψιλά δικαιώματα στις πόλεις, όπως τις πρώτες θέσεις στις γιορτές και τις πανηγύρεις του κοινού του Πόντου.
Έπειτα από τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, οι Σελτζούκοι σκορπίζουν παντού την ερήμωση, με συνακόλουθο χαρακτηριστικό την υποχώρηση και τη φυγή του ελληνικού πληθυσμού της Μ. Ασίας. Η περίοδος λήγει με την απόλυτη σχεδόν εξουθένωση του μικρασιατικού ελληνισμού, ο οποίος επιζεί μόνο σε ορισμένες νησίδες, σε κατάσταση πολιτιστικού και πολιτικού λήθαργου.
Με εξαίρεση ορισμένα αστικά κέντρα, όπως Λαοδίκεια, Σινώπη, Τραπεζούντα, πολλές πόλεις είτε καταστράφηκαν είτε παρήκμασαν, ιδίως στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν Τουρκομάνοι νομάδες. Οι ανατολικές επαρχίες του βυζαντινού κράτους, κυρίως αυτές των μητροπόλεων Μελιτηνής Κελτζηνής κτλ. είχαν ήδη ερημωθεί ενωρίτερα, γιατί ήταν εκτεθειμένες στις επιδρομές των Σελτζούκων και επειδή έγιναν πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα σ’ αυτούς και τους Μογγόλους.
Ο απόκρημνος και δύσβατος χαρακτήρας των Ποντικών Άλπεων, όμως, υπήρξε ένα από τα αίτια που συνέβαλαν, κατά το δυνατόν, στη διαφύλαξη των εκεί ελληνικών πληθυσμών. Ο ελληνισμός λοιπόν της υποηπείρου δεν εξαφανίστηκε εντελώς. Η ελληνική γλώσσα επέζησε στον Κεντρικό και Ανατολικό Πόντο.
Οι διάλεκτοί του, προ πάντων της Αμισού, της Οινόης και του Όφεως, καθώς και αυτές των ελληνόφωνων χωριών της Καππαδοκίας, αποτελούν αρχαιότροπα γλωσσικά όργανα, που ανήκουν στα πλέον αρχαϊκά νεοελληνικά ιδιώματα.
Η εξάπλωση των Οθωμανών Τούρκων
Η επικράτηση των Οθωμανών Τούρκων στην Μ. Ασία κρίθηκε κυρίως από τον τρόπο του πολέμου και την ορμή των αρχηγών τους εναντίον των κατά τόπους δυνατών και των άλλων στρατιωτικών ηγετών του βυζαντινού κράτους. Οι πρώτοι Οθωμανοί Τούρκοι εγκαθίστανται στην περιοχή του Σογιούτ, Ν.Α. της Προύσας, υπό τον Ερτογρούλ περί τα μέσα του 13ου αι. Την εποχή εκείνη ο σουλτάνος του Ικονίου, Αλαεδίν Α’ Καϊκομπάντ, παραχώρησε στον Ερτογρούλ το Ντόμανιτς (ομάδα χωριών κοντά στα Αγγελόκωμα των Βυζαντινών) και τα βουνά του Ερμενί, μια περιοχή αραιοκατοικημένη, που αποτέλεσε το δυναμικό πυρήνα της κατοπινά μεγάλης οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Επί Οσμάν, γιου του Ερτογρούλ, οι οθωμανοί άρχισαν να γίνονται απειλητικοί. Οι πολεμιστές τους, οι γνωστοί για τον φανατισμό τους Γαζίδες (αγωνιστές της πίστεως), διψασμένοι για λάφυρα αντιπαρατάσσονταν στους Βυζαντινούς, έχοντας ως κύριο σκοπό τους τον ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων. Οι αρχηγοί τους παρ’ ό,τι δρούσαν υπό τον Οσμάν μπέη διέθεταν, φαίνεται, και αρκετή ανεξαρτησία. Οι Γαζίδες είτε καταλάμβαναν δικαιωματικά τις γαίες των Βυζαντινών είτε ο ίδιος ο Οσμάν, όπως αργότερα και ο διάδοχός του Ορχάν (1324-1362), τις μοίραζε στους κυριότερους απ’ αυτούς ή στους αρχηγούς τους.
Οι συνεχείς επιδρομές των Οθωμανών εμπόδιζαν τους δυνατούς να καλλιεργούν τα κτήματά τους και τους ανάγκαζαν να τα εγκαταλείπουν. Έτσι μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη (ή έσβησαν) μεγάλες οικογένειες της Μ. Ασίας, όπως οι Φωκάδες, οι Σκληροί, οι Βρυέννιοι, οι Κομνηνοί, οι Ταρχανιώτες κ.ά. Ωστόσο, ορισμένοι από τους μεγαλογαιοκτήμονες — στρατιωτικοί, διοικητές πόλεων ή κάστρων — έπειτα από ιδιαίτερη συμφωνία ή συνθήκη υποτάσσονταν, παρέμεναν στον τόπο τους και συνέπρατταν με τους Οθωμανούς, για να διατηρήσουν τις γαίες και τα λοιπά προνόμιά τους. Χαρακτηριστική είναι η συμμετοχή του χριστιανού διοικητή του Hermankaya, Κιοσέ Μιχάλ, στις επιχειρήσεις του Οσμάν, ο οποίος σε έγγραφο του 1467 ονομάζεται και Μιχάλ μπέης.
Η πτώση της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) έγινε αιτία πολλοί Έλληνες να βρουν (προσωρινό) καταφύγιο στην Τραπεζούντα. Η πόλη, παρ’ ό,τι απόμακρο κέντρο του εμπορίου της Ανατολής, ήταν μια άλλη μικρή Κωνσταντινούπολη, ιδιαίτερα μετά την πτώση της πρωτεύουσας του βυζαντινού κράτους, αποτελώντας τη μόνη ανεξάρτητη και νόμιμη πολιτική αρχή του ελληνικού έθνους. Ο Μεχμέτ Β’, ωστόσο, είχε ήδη αντιληφθεί την επιρροή που μπορούσε να ασκήσει στους ελληνικούς πληθυσμούς η γωνιά εκείνη του ελληνισμού όσο έμενε ελεύθερη. Επιπλέον, γνώριζε πολύ καλά ότι η γεωγραφική της θέση ήταν επίκαιρη. Γενουάτες και Βενετοί έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κράτος της Τραπεζούντος, ενώ στην πόλη υπήρχαν συμπατριώτες τους, μόνιμα εγκαταστημένοι σε χωριστή συνοικία.
Έτσι, ο Οθωμανός σουλτάνος, τρία χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, ζήτησε να επιβάλει την κυριαρχία του, εκτός από την Πελοπόννησο και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, και στο τελευταίο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Διέταξε λοιπόν τον Χιτίρ, πασά της Αμάσειας, να επιτεθεί εναντίον της Τραπεζούντος. Ο Χιτίρ πέρασε τις αφύλακτες χαράδρες των Ποντικών Άλπεων εισβάλλοντας με τέτοια ταχύτητα στη χώρα, ώστε ο Ιωάννης Δ’ πληροφορήθηκε την εισβολή μόνο όταν ο εχθρός στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη της πρωτεύουσάς του. Ταυτόχρονα τουρκικός στόλος είχε ξεκινήσει από την Αμισό για να λεηλατήσει τα παράλια. Πιεζόμενος από την έλλειψη τροφίμων και από μια επιδημία πανώλης, ο αυτοκράτορας ήρθε σε συνεννόηση με τον Χιτίρ πασά, ο οποίος επίσης δεν ήθελε να καθηλώσει τις δυνάμεις του μπροστά στην καλά οχυρωμένη Τραπεζούντα, αφού μάλιστα ο Μεχμέτ Β’ πολεμούσε εναντίον των Ούγγρων, στο Βελιγράδι. Γι’ αυτό ο Τούρκος στρατηγός συνεννοήθηκε με τον αυτοκράτορα προβάλλοντας τους εξής όρους: εκείνος θ’ απελευθέρωνε τους αιχμαλώτους του, ενώ ο Καλοϊωάννης θα κατέβαλε στον σουλτάνο ως ετήσιο φόρο 2.000 χρυσά νομίσματα. Η συμφωνία επικυρώθηκε αργότερα από το Μεχμέτ Β’ (φθινόπωρο του 1458), που ωστόσο αύξησε τον φόρο σε 3.000 χρυσά νομίσματα.
Ο Καλοϊωάννης, προσπαθώντας ν’ απομακρύνει τον κίνδυνο, ήρθε σε συνεννόηση με τον Ουζούν Χασάν, ηγεμόνα των Ασπροπροβατάδων Τουρκομάνων (Ακ Κογιουνλού), ο οποίος δέχθηκε να συνάψει αμυντική συμμαχία εναντίον των Τούρκων με την αυτοκρατορία, αφού πήρε γυναίκα του τη Θεοδώρα, κόρη του Τραπεζούντιου αυτοκράτορα, και ως γαμήλιο δώρο την Καππαδοκία, που μόνο κατ’ όνομα ανήκε στο κράτος των Μεγάλων Κομνηνών. Ο Καλοϊωάννης επιπλέον φιλοδόξησε να επεκτείνει τη συμμαχία, περιλαμβάνοντας σ’ αυτήν και τους χριστιανούς ηγεμόνες της Γεωργίας (Ιβηρίας του Καυκάσου) και της Μιγγρελίας, καθώς και τους μουσουλμάνους πρίγκιπες της Κασταμονής, Ισφεντιάρογλου Ισμαΐλ μπέη, γαμπρό του σουλτάνου, και της Καραμανίας, Ιμπραχίμ μπέη. Σκοπός της συμμαχίας αυτής ήταν όχι μόνο η εγγύηση της ακεραιότητος των κρατών που θα την αποτελούσαν, αλλά και ο εκτοπισμός των Οθωμανών από την Ανατολή. Όμως το 1458 ο Καλοϊωάννης πέθανε, κι έτσι τα σχέδιά του έμειναν στη μέση.
Το νόμιμο διάδοχό του παραγκώνισε ο θείος του Δαβίδ, με την υποστήριξη των εντοπίων ευγενών του Μεσοχαλδίου. Ο Δαβίδ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι οι περιστάσεις ήταν ιδιαιτέρως κρίσιμες και δεν επέτρεπαν να κυβερνηθεί το κράτος από τον ανήλικο αυτοκράτορα, δοκίμασε να δώσει μεγαλύτερη έκταση στα σχέδια του αδελφού του. Έτσι, έγραψε — στις 22 Απριλίου του 1459 — στον Φίλιππο τον Αγαθό, δούκα της Βουργουνδίας, εκθέτοντάς του τις ενέργειές του για το σχηματισμό μιας επιθετικής εναντίον των Τούρκων συμμαχίας. Στην επιστολή του επιπλέον παρουσίαζε εξογκωμένα τις στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων του (της Γεωργίας, της Μιγγρελίας και της Αρμενίας). Ο κομιστής της επιστολής του, Μιχαήλ Alighieri, φτάνοντας στη Ρώμη, επισκέφθηκε τον πάπα Πίο Β’, ο οποίος τον εφοδίασε και με μια δική του επιστολή προς τον δούκα, με την οποία προέτρεπε τον Φίλιππο να λάβει μέρος στις σταυροφορικές προσπάθειες εναντίον των Οθωμανών. Το μόνο, όμως, που κατόρθωσε με την διπλωματική του δραστηριότητα ο Δαβίδ ήταν να υποκινήσει και να μεγαλώσει τις υποψίες του Μεχμέτ Β’.
Η παράδοση της Τραπεζούντας
Η απρονοησία του Δαβίδ — να προκαλέσει το συγγενή του πλέον Ουζούν Χασάν να μεσολαβήσει στο σουλτάνο ώστε να τον απαλλάξει από τον ετήσιο φόρο — ερέθισε ακόμη περισσότερο τον Οθωμανό ηγεμόνα. Η διπλωματική απειρία του Ουζούν Χασάν επιτάχυνε την καταστροφή, γιατί ο ηγέτης των Ασπροπροβατάδων έδωσε εντολή στους απεσταλμένους του στο Μεχμέτ Β’ όχι μόνο να ζητήσουν να παύσει η πληρωμή φόρου υποτελείας από τον Τραπεζούντιο αυτοκράτορα, αλλά και να απαιτήσουν τα καθυστερημένα δώρα, τα οποία πριν από 50 χρόνια συνήθιζε να στέλνει κάθε χρόνο στους Ασπροπροβατάδες ηγεμόνες ο ομώνυμος πάππος του Οθωμανού σουλτάνου (Μεχμέτ Α’).
Όλο το χειμώνα ο σουλτάνος προετοιμαζόταν για την εκστρατεία εναντίον των κρατών της Β. Α. Μικράς Ασίας. Την άνοιξη 1461 είχε ήδη έτοιμα 300 πολεμικά πλοία, εκτός από τα άλλα βοηθητικά. Τα πληρώματά τους αποτελούσαν εύρωστοι, καλά οπλισμένοι και εμπειροπόλεμοι άνδρες, με επικεφαλής τους τον Κασίμ, διοικητή της Καλλιπόλεως, και τον Γιακούμπ. Ο λαμπρός αυτός στόλος ξεκίνησε από τις ακτές του Βοσπόρου προς τον Εύξεινον μέσα σε μία εορταστική ατμόσφαιρα επιδεικνύοντας επιβλητικά την ναυτική ισχύ των Τούρκων.
Στη συνέχεια, ο σουλτάνος με τα στρατεύματα του πέρασε τον Ελλήσποντο, τον Ιούνιο του 1461, και έφτασε στην Προύσα, όπου είχε δώσει εντολή να συγκεντρωθούν τα ασιατικά στρατεύματα. Το σύνολο των συγκεντρωμένων δυνάμεων, κατά τον Κριτόβουλο, έφθανε τους 60.000 ιππείς και τους 80.000 πεζούς. Μεγάλος φόβος κυρίευσε τότε τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου και των ελευθέρων πόλεων του Ευξείνου, του Καφά, της Τραπεζούντας και της Σινώπης (σύμφωνα με το Δούκα). Ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας ήταν η ωραία και πλούσια πόλη του Ευξείνου, η Σινώπη, περίφημο εξαγωγικό λιμάνι.
Ο σουλτάνος κατευθύνθηκε πρώτα νοτιοανατολικά και στρατοπέδευσε στην Άγκυρα, απ’ όπου παράγγειλε στον Ισφεντιάρογλου Ισμαΐλ μπέη ότι θέλει τη Σινώπη και ότι ως αντάλλαγμα θα του παραχωρούσε τη Φιλιππούπολη και την περιοχή της. Έπειτα προωθήθηκε προς την πόλη, κατέλαβε τον ισθμό της χερσονήσου, επάνω στην οποία είναι χτισμένη η Σινώπη, ενώ ο στόλος του απέλεισε τις παραλίες της περιοχής. Τα πράγματα ωστόσο δεν έφθασαν ως τη σύγκρουση, γιατί ο Ισμαΐλ βγήκε έξω, προσκύνησε το σουλτάνο και του παρέδωσε την πόλη δεχόμενος τα ανταλλάγματά του, παρόλο που διέθετε ισχυρό πυροβολικό και επαρκή φρουρά, η οποία θα μπορούσε να αποκρούσει για πολύ καιρό τις συνδυασμένες επιθέσεις του οθωμανικού στόλου και στρατού.
Στη συνέχεια ο σουλτάνος, αφού πρόσταξε τον στόλο του να κατευθυνθεί στην Τραπεζούντα, προωθήθηκε στο εσωτερικό της Αρμενίας, περνώντας με θαυμαστή ταχύτητα και αντοχή τα κακοτράχαλα περάσματα της ενδοχώρας. Ακολουθώντας έπειτα την οδό Αμάσειας— Σεβαστείας — Ερζερούμ σταμάτησε για να κυριεύσει το κάστρο Κοϊνλού/Κογιουνλού Χισάρ, στα ανατολικά της Τοκάτης. Ενώ προωθούνταν προς τα ανατολικά, προς το Ερζιτζάν, συνάντησε στο δρόμο τη μητέρα του Ουζούν Χασάν, την Σάρα Χατούν, η οποία ερχόταν με δώρα πολλά να τον προϋπαντήσει και να τον παρακαλέσει να θεωρήσει τον γιο της φίλο και σύμμαχο. Ο Μεχμέτ Β’ δέχτηκε, με τον όρο ο Ουζούν Χασάν να σταματήσει τις επιδρομές του εναντίον των οθωμανικών εδαφών και να διαλύσει τη συμμαχία του με τον Δαβίδ Μεγάλο Κομνηνό. Ωστόσο, για να εξασφαλίσει τη μελλοντική στάση του Τουρκομάνου ηγεμόνα πήρε μαζί του και τη Σάρα Χατούν. Έπειτα άρχισε να ανεβαίνει τις δύσβατες Ποντικές Άλπεις κατευθυνόμενος προς την Τραπεζούντα.
Στο μεταξύ, ο τουρκικός στόλος προερχόμενος από τη Σινώπη εμφανίστηκε τόσο αιφνίδια μπροστά στην Τραπεζούντα, ώστε ο Δαβίδ δεν πρόλαβε να συγκεντρώσει όλους τους άνδρες του μέσα στα τείχη της ούτε να εφοδιαστεί καλά με τρόφιμα. Οι Οθωμανοί επιπλέον αποβίβασαν 10.000, περίπου, άνδρες πολύ καλά εξοπλισμένους, οι οποίοι ανενόχλητοι λεηλάτησαν κι έκαψαν τα προάστια της πρωτεύουσας των Μεγάλων Κομνηνών. Οι Τραπεζούντιοι δοκίμασαν να τους αντιμετωπίσουν έξω από τα τείχη, αλλά οι υπέρτερες δυνάμεις των Τούρκων τους εξανάγκασαν να κλειστούν πάλι στην πόλη. Έτσι, η πρωτεύουσα αποκόπηκε από τα περίχωρα. Ωστόσο επί 28 ημέρες οι πολιορκημένοι επιχείρησαν πολλές αιφνιδιαστικές εξόδους και μάχονταν ηρωικά χωρίς να υστερούν καθόλου από τους εχθρούς σ’ αυτές τις μάχες. Ταυτόχρονα, οι αγρότες της γύρω υπαίθρου κατέβαιναν από τα υψώματα και επιτίθενταν εναντίον των Τούρκων, προξενώντας τους αισθητές απώλειες.
Η κατάσταση, όμως, άλλαξε, όταν ο σουλτάνος πέρασε με τις δυνάμεις του τις Ποντικές Άλπεις. Η σχετική είδηση φαίνεται ότι έφερε μεγάλη αναταραχή στην πόλη, προξενώντας επιπλέον κι ένα γενικό αίσθημα ηττοπάθειας. Έτσι, όταν ο Μεχμέτ Β’ στρατοπέδευσε στη θέση Σκυλολίμνη και ο ελληνοσερβικής καταγωγής αρνησίθρησκος Μαχμούτ πασάς, μεγάλος βεζίρης τότε των Οθωμανών, πρότεινε στο Δαβίδ την άμεση παράδοση, ο αυτοκράτορας φάνηκε διατεθειμένος να δεχθεί τους όρους του. Στη διαμόρφωση του σχετικού ψυχολογικού κλίματος φαίνεται ότι συνέβαλε κατά πολύ και ο πρωτοβεστιάριος του Δαβίδ, φιλόσοφος Γεώργιος Αμιρούτσης, ένας από τους καιροσκόπους της μεταβατικής εκείνης περιόδου.
Έτσι, κατά τα μέσα Αυγούστου του 1461, έπαψε να υφίσταται και το τελευταίο ελεύθερο τμήμα του ελληνισμού, την πτώση του ο ποίου θρήνησε ποικιλότροπα ο λαός του Πόντου.
Η αναγγελία των αποτελεσμάτων της εκστρατείας του Μεχμέτ Β’ έφτασε τον Οκτώβριο Πρώτα στη Βενετία και κατόπιν στα άλλα μεγάλα κράτη της Ευρώπης, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση και ζυμώσεις.
Η παράδοση της Τραπεζούντας ωστόσο δεν εξασφάλισε ούτε την αυτοκρατορική οικογένεια ούτε τους κατοίκους της πόλης από τις καταπιέσεις, τις λεηλασίες και τα άλλα δεινά της αλώσεως.
Ο Δαβίδ, με τα μέλη της οικογένειάς του κι όσους θησαυρούς είχε περισώσει, με τους υπηρέτες και ορισμένους των εν δυνάμει όντων διατάσσεται να επιβιβαστεί σε τουρκικές γαλέρες, που τον μετέφεραν στην Πόλη. Από εκεί, ο πρώην αυτοκράτορας οδηγείται στην Αδριανούπολη. Ο Μεχμέτ Β’ είχε παραχωρήσει στο Δαβίδ ορισμένα κτήματα προς το Στρυμώνα, κοντά στις Σέρρες, που του απέφεραν ετήσιο εισόδημα 300.000 οθωμανικά άσπρα. Ωστόσο, ο Μεγάλος Κομνηνός με την υποταγή του δεν παρέτεινε την ζωή του παρά μόνο για δύο χρόνια. Στις 23 Μαρτίου του 1463, ημέρα Σάββατο, φυλακίζεται μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς του στον πύργο της Αδριανουπόλεως, κατόπιν μεταφέρεται στο Επταπύργιο της Κωνσταντινουπόλεως και τη νύχτα της 1ης Νοεμβρίου του 1463 αποκεφαλίζεται μαζί με τρία από τα παιδιά του και τον ανεψιό του Αλέξιο. Τα πτώματά τους ρίχνονται έξω από τα τείχη. Γλίτωσαν μόνο ο μικρότερος γιος του, Γεώργιος, ηλικίας 3 ετών, που τον είχαν εξισλαμίσει, η κόρη του Άννα, που προοριζόταν για το σουλτανικό χαρέμι, και η σύζυγός του, Ελένη. Η τραγική βασίλισσα είχε την αντοχή να θάψει μόνη, με τα ίδια τα χέρια της τους νεκρούς της και έπειτα ντύθηκε το μοναχικό ένδυμα και πέρασε τις τελευταίες της ημέρες σε μια αχυρένια καλύβα.
Αιτία του ομαδικού αυτού φόνου ήταν, λέγεται, η γνήσια ή πλαστή επιστολή της Θεοδώρας Μ. Κομνηνής (Δέσποινας Χατούν), συζύγου του Ουζούν Χασάν, η οποία παρακινούσε τον Δαβίδ να στείλει ένα γιο του (ή τον Αλέξιο, γιο του Αλέξανδρου Κομνηνού), στην αυλή της, για να τον αναθρέψει.
Ίσως τότε πολλοί Τραπεζούντιοι ευγενείς εγκαταλείποντας την Αδριανούπολη ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα τους δούμε αργότερα να αναμειγνύονται στα εσωτερικά του Πατριαρχείου και να επιβάλλονται στην μεταβυζαντινή κοινωνία. Οι παραδόσεις που σχετίζονται με την καταφυγή κάποιων Κομνηνών στη Μάνη, δεν φαίνεται να είναι απόλυτα αβάσιμες, όπως υποστηρίζει ο Miller (στο βιβλίο του «Trebizond»), καθώς και όσα έχουν γραφεί για την διασπορά των Τραπεζούντιων ευγενών στο Αιγαίο, την Πελοπόννησο, την Ιταλία και αλλού (Σ. Ιωαννίδης), αν ληφθεί υπόψη ότι οι Βενετοί είχαν αντιπρόσωπό τους την Τραπεζούντα και στα 1363 ήδη είχαν επιτρέψει την εγκατάσταση αρμενικών οικογενειών στην Κρήτη και τη Μεθώνη και ότι στα 1414 κιόλας είχαν δεχθεί την εγκατάσταση, στην Κρήτη ή την Εύβοια, 80 οικογενειών από την Τραπεζούντα, τη Σεβάστεια και από διάφορα άλλα μέρη του Πόντου.
Φυγή ελληνικών πληθυσμών προς τον Καύκασο και αλλού
Η προσπάθεια των Ελλήνων του Πόντου να αποφύγουν τα δεινά της σκλαβιάς κακοδιοίκηση, παιδομάζωμα, βαριά φορολογία, που όσο προχωρούσε ο καιρός γινόταν βαρύτερη, σκληρότητα και ποικίλες αυθαιρεσίες των κατακτητών κτλ., τους ωθεί προς την φυγή, που χαρακτηρίστηκε από δύο τάσεις: α) προς τα ορεινά και απόκεντρα μέρη του εσωτερικού, όπου δεν ήταν ιδιαίτερα αισθητός ακόμη ο ζυγός των κατακτητών, και β) προς την Ιβηρία και γενικότερα τις χώρες του Καυκάσου.
Όπως αναφέρει ο Γεωργιανός ιστορικός Γιοσελιάνι, οι πρώτοι Πόντιοι φυγάδες εγκαταστάθηκαν στην Ιβηρία και μετά την προέλαση των Τούρκων προς τον Καύκασο αποσύρθηκαν προς τα ενδότερα, όπου ίδρυσαν διάφορες επισκοπές και την αρχιεπισκοπή της Αχτάλας. Εκεί, πήγαν να συλλέξουν χρήματα και δύο οικουμενικοί Πατριάρχες, ο Ιωακείμ Α’, στα 1498, και ο Θεόκλητος Β’, στα 1585. Κατά την εποχή εκείνη, φαίνεται ότι ακόμη πολλοί Έλληνες των βορείων παραλίων της Μ. Ασίας κατέφυγαν και στους Τατάρους της Κριμαίας, απ’ όπου αργότερα, στα 1777, μεταφέρθηκαν στην περιοχή Μαριούπολης, στην Αζοφική. Ένα μέρος απ’ αυτούς έχασε την ελληνική γλώσσα και μίλησε τατάρικα.
Το δεύτερο ρεύμα φυγής, προς τ’ ασφαλέστερα — έστω και τουρκοκρατούμενα — μέρη της ποντιακής ενδοχώρας, υπήρξε μάλλον πολύ πιο μεγάλο και σημαντικό. Οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν συνήθως κατά ομάδες και σπανιότερα κατ’ άτομα.
Η φυγή αυτή εξηγεί και την υπεροχή του οθωμανικού στοιχείου μεταξύ των ετών 1520-1530 στα περισσότερα αστικά κέντρα, όπως π.χ. την Προύσα (6.165 μουσουλμανικές οικογένειες, 69 χριστιανικές), στην Άγκυρα (2.399 μουσουλμανικές οικ., 277 χριστιανικές), την Τοκάτη (818 μουσουλμανικές οικ., 701 χριστιανικές). Εξαίρεση όμως, στην ίδια περίοδο, αποτελούσε η Σεβάστεια, όπου ζούσαν 261 μουσουλμανικές οικογένειες και 750 χριστιανικές.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι Οθωμανοί εφάρμοσαν πρόγραμμα μετατοπίσεων του πληθυσμού για να αλλοιώσουν την αναλογία του. Έτσι, στην Τραπεζούντα μετέφεραν μουσουλμανικούς πληθυσμούς από την Αμάσεια, το Τσόρουμ, την Τοκάτη, την Αμισό, την Πάφρα και μοίρασαν ένα μέρος των τοπικών τιμαρίων στους Σπαχήδες ενώ παράλληλα μετατόπισαν στην Κωνσταντινούπολη ένα μεγάλο μέρος από τους χριστιανούς κατοίκους της Τραπεζούντας.
Από τους εντόπιους χριστιανούς στρατιωτικούς ελάχιστοι κράτησαν τα κτήματα τους ως τιμάρια, κυρίως εκείνοι που, όπως είδαμε, είχαν προσχωρήσει στους Τούρκους και συνεργάζονταν πια μαζί τους (π.χ. ο προδότης Μερνέ/Μαρθάς του κάστρου της Άρδασας). Στοιχεία των τουρκικών αρχείων αποκαλύπτουν ότι ο Μαρθάς, 9 άλλοι στρατιωτικοί, πρώην προνοιάριοι του Δαβίδ, καθώς και ορισμένοι άλλοι διατήρησαν τα κτήματά τους ύστερα από συμφωνία με τους Οθωμανούς (συνολικά 21 άτομα).
Πολλά κτήματα βασιλικά της Τραπεζούντας ή και μοναστηριών μετέπεσαν, με σουλτανική διαταγή, στην κατάσταση των τιμαρίων, όπως αυτά του μητροπολίτη Αντώνιου, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την διανομή των κτημάτων ευνοήθηκαν, βέβαια, πρώτα απ’ όλους οι στρατιωτικές δυνάμεις του σουλτάνου. Έτσι, 25 σχεδόν χρόνια ύστερα από την πτώση της αυτοκρατορίας των Μ. Κομνηνών, από τα 207 τιμάρια του λιβά της Τραπεζούντας τα 101 είχαν μοιραστεί ανάμεσα στους γενιτσάρους, τζεπετζήδες, ουλουφετζήδες, σεκμπάνηδες, σολάκηδες κτλ., ή βρίσκονταν στα χέρια άλλων που έχουν καταγραφεί ως «Kul-Oglu» (παιδιά των δούλων του σουλτάνου). Αξιοσημείωτο είναι ότι άλλοι 25 τιμαριούχοι του λιβά της Τραπεζούντας ήταν Αλβανοί, μεταφερμένοι από τη μακρινή πατρίδα τους, μερικοί από τους οποίους μάλιστα είχαν δεχθεί τον μουσουλμανισμό.
Η κατάλυση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας έφερε την πτώση του εμπορίου, την φτώχεια και την απομόνωση.
Επάνω στα ορεινά τους κρησφύγετα, όπου είχαν αποσυρθεί οι Πόντιοι, πρόβαλαν επίμονη αντίσταση στην αγριότητα και μισαλλοδοξία των μουσουλμάνων επιδρομέων. Εκεί, διατήρησαν για ένα απροσδιόριστο διάστημα την ανεξαρτησία τους, αλλά και διαφύλαξαν τις παραδόσεις τους, τα ήθη και έθιμά τους, τους χορούς, τα τραγούδια τους, τις φορεσιές τους, γενικά ολόκληρο τον λαϊκό τους πολιτισμό (κατάλοιπο του βυζαντινού κόσμου), που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στα 1923 τον μετέφεραν στην ευρωπαϊκή Ελλάδα, στις νέες τους πατρίδες. Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένα μέρη οι απελπισμένοι κάτοικοι προσποιήθηκαν ότι προσέρχονται τον ισλαμισμό ή και πραγματικά εξισλαμίστηκαν, αλλά οι περισσότεροι έμειναν προσηλωμένοι στην πίστη τους.
Μετακινήσεις πληθυσμών
Η φτώχεια και οι διώξεις των Τούρκων ανάγκασαν πολλούς κατοίκους του Πόντου να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να προωθηθούν άλλοι προς την Κωνσταντινούπολη, άλλοι προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και την ενδοχώρα του Πόντου, ενώ πολλοί Καππαδόκες και Καραμανίτες κατευθύνθηκαν προς τα παράλια του Ευξείνου. Η κάθοδος των Καππαδοκών προς τον Εύξεινο και των Ποντίων της ενδοχώρας προς την Καππαδοκία αποδεικνύεται και από τις αλληλεπιδράσεις στα γλωσσικά τους ιδιώματα.
Τα τουρκικά αρχεία φανερώνουν έμμεσα αυτές τις μετακινήσεις που επισυνέβησαν το 16αι. Έτσι, ο χριστιανικός πληθυσμός της Κασταμονής, μέσα στο 16ο αι., από 570 οικογένειες αυξήθηκε σε 1.889. Της Γάγγρας, την ίδια περίοδο, από 81 οικογένειες έγινε 453. Ακόμη και στο λιβά Μπόλου, όπου σε προηγούμενες απογραφές δεν σημειώνονταν χριστιανοί κάτοικοι, στην απογραφή του 1570-1580 εμφανίζονται 134 χριστιανικές οικογένειες. Ο Γάλλος περιηγητής V. Cuinet, βασιζόμενος μόνο στις προφορικές παραδόσεις, σημείωνε ότι οι Έλληνες της Γάγγρας των τελευταίων αιώνων ήταν εν μέρει απόγονοι των παλιών κατοίκων της Παφλαγονίας και εν μέρει απόγονοι Ελλήνων εμπόρων της Καισάρειας και της Άγκυρας, που εγκαταστάθηκαν εκεί μεταξύ 1650-1700.
Το ρεύμα έφτασε και στο Παρθένιο (Μπαρτίν), κωμόπολη που απείχε τρεις ώρες από τον Εύξεινο. Το Μπαρτίν στις αρχές του 20ού αι. κατοικούνταν από 1.500 Έλληνες (σε σύνολο 10.000), εποίκους από τη Σαφράμπολη, τη Σινώπη, την Καισάρεια, το Προκόπιο κ.ά.
Η Ποντοηράκλεια, η οποία στα 1404 κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες, φαίνεται ότι στη διάρκεια του 15ου αι. έχασε ένα μέρος από τον ελληνικό πληθυσμό της, και τούτο τεκμαίρεται από το ότι η πόλη αυτό τον αιώνα έπαψε να εμφανίζεται στον κατάλογο των μητροπόλεων. Ωστόσο στην πόλη έμεινε ένας μικρός πυρήνας του παλιού βυζαντινού πληθυσμού της, ο οποίος ενισχύθηκε με την προσέλευση νέων εποίκων από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας (τουρκόφωνων στην πλειοψηφία τους), κατά τα τέλη του 17ου αι. και έπειτα. Οι Τούρκοι της πόλης στα μέσα του 17ου αι. μετοίκησαν στην παραλία, χτίζοντας ένα ξεχωριστό οικισμό, που τον ονόμασαν Ερεγλί, ενώ η παλιά Ηράκλεια πήρε το όνομα Γκιαούρ Ερεγλί ή Τεπέκιοϊ. Όταν αυξήθηκε ο χριστιανικός πληθυσμός της, έγινε η ανασύσταση της επισκοπής Ποντοηρακλείας (στα 1672).
Η Άμαστρη στις αρχές του 17ου αι. κατοικούνταν από Τούρκους, Έλληνες και Αρμενίους. Ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της, όμως, πρέπει να καταγόταν από εντόπιους, αφού η πόλη είχε παραδοθεί με συνθήκη στον Μεχμέτ Β’ (1460).
Αλλά και στις περιοχές Κασταμονής και Σινώπης οι Έλληνες προέρχονταν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, από απογόνους αρχαίων Ελλήνων αποίκων. Στη Σινώπη, ο εντόπιος ελληνικός πληθυσμός ελαττώθηκε υπερβολικά, αλλά ένα τμήμα του επέζησε, όπως και στην Ποντοηράκλεια. Με το πέρασμα του χρόνου, η πόλη έγινε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του Πόντου, και παρατηρήθηκε συρροή Ελλήνων προς τα εκεί από τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και από τα νησιά του Αιγαίου.
Στην Αμισό (Σαμψούντα), επίσης, διασώθηκε ένας πυρήνας από τον ελληνικό και ελληνόφωνο πληθυσμό των βυζαντινών χρόνων, ο οποίος και εδώ ενισχύθηκε με την κάθοδο Ελλήνων κατοίκων του εσωτερικού της Μ. Ασίας, κυρίως από την περιοχή της Καισάρειας. Στην ίδια αυτή περιοχή ζούσε και ο χριστιανικός πληθυσμός του Μαρσουβάν (Μερζιφούντας) και των Ζήλων. Οι Έλληνες των Κοτυώρων (Ορντού) δεν ήταν γηγενείς στο μεγαλύτερο μέρος τους, αλλά κατάγονταν από τα περίχωρα της Αργυρούπολης και κατέβηκαν στα παράλια, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, στα 1765 (ίσως όμως και από πολύ παλιότερα). Κατά μία άλλη εκδοχή, όμως, και εδώ υπήρχε ένας παλαιότερος πυρήνας, ο οποίος ενισχύθηκε με πρόσφυγες από τη Χαλδία.
Μικρό ελληνικό πληθυσμό από τους παλαιότερους χρόνους διέσωσε και η Κερασούντα, η οποία παραδόθηκε στον Μεχμέτ Β’, έπειτα από πολιορκία οκτώ χρόνων, με συνθήκη, το κείμενο της οποίας σωζόταν ως τις αρχές του 19ου αι. (στην οικογένεια Φωτείνογλου). Κατά τους όρους αυτής της συνθήκης, Έλληνες και Τούρκοι μπορούσαν να ζουν μέσα στο κάστρο της πόλης. Πάντως, αργότερα, η ανάπτυξη του εμπορίου συνετέλεσε ώστε ν’ αυξηθεί ο πληθυσμός της και να επεκταθεί η πόλη.
Ζωτικός πυρήνας του ελληνισμού στον Ανατολικό Πόντο υπήρξε η Χαλδία, η ορεινή χώρα γύρω από τον Κάνη ποταμό, απ’ όπου κυρίως κατά τον 17ο και 18ο αι. ρείθρα ζωής, κατά τον Απ. Βακαλόπουλο, ξεχύθηκαν προς άλλα μέρη της Μ. Ασίας και προς τα παράλια. Κι εδώ ας σημειωθεί ότι στον Α. Πόντο, ιδίως στην πόλη και στην περιοχή της Τραπεζούντας, παρατηρήθηκε αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού μετά το 1461.
Έτσι, η πόλη της Τραπεζούντας στα 1487 είχε 5.500-6.000 κατοίκους, οι οποίοι μέσα στα 30 επόμενα χρόνια αυξήθηκαν κατά 500 άτομα. Από αυτούς ένα ποσοστό 65% ήταν Έλληνες, ένα άλλο Αρμένιοι (12%) κι ένα άλλο μουσουλμάνοι. Μεταξύ 1520-1800 ο πληθυσμός της, καθώς και της περιοχής της, τριπλασιάζεται ή τετραπλασιάζεται.
Η περιφέρεια μεταξύ Κερασούντας και Ριζαίου, περί το 1500, ήταν η πλέον πυκνοκατοικημένη της Μ. Ασίας· ο πληθυσμός της κυμαινόταν σε 215.000-270.000 κατοίκους, με αυξημένο το ποσοστό των Ελλήνων και των Αρμενίων (91-94% οι χριστιανοί και 6-9% οι μουσουλμάνοι). Η πλειοψηφία βέβαια ανήκε στους Έλληνες (84-89%).
Η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως (17ος-18ος αι.)
Από το 17ο αι. και ύστερα, οπότε άρχισαν να εμφανίζονται έκδηλα τα σημεία της αποσυνθέσεως της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πολλοί κατά τόπους τιμαριώτες, οι διαβόητοι ντερεμπέηδες, ιδίως αυτοί του Πόντου, έγιναν οι τυραννίσκοι των χριστιανών ραγιάδων, πολλοί από τους οποίους ως μόνη λύτρωση των δεινών τους έβλεπαν τον εξισλαμισμό.
Είχαν περάσει πλέον 200 χρόνια, περίπου, από την παράδοση της Τραπεζούντας στους Τούρκους. Οι Έλληνες της πόλης, στους οποίους ο Μεχμέτ Β’ είχε επιτρέψει να κατοικήσουν στα εξώτειχα μέρη της, συνοικίστηκαν γύρω από δύο ναούς, τον Άγιο Φίλιππο προς τα ανατολικά (άλλοτε βυζαντινή μονή, η οποία είχε μεταβληθεί σε μητρόπολη της Τραπεζούντας) και την Αγία Σοφία προς τα δυτικά, επίσης βυζαντινή μονή, παλαιότερα. Εκεί, με το πέρασμα των χρόνων και με την ανοχή των Τούρκων σιγά-σιγά αυξήθηκε ο χριστιανικός πληθυσμός και σχηματίστηκαν μερικές ενορίες. Η σχετική ησυχία και τάξη έδωσαν σε πολλούς από τους Έλληνες του χώρου τη δυνατότητα να επιδοθούν απερίσπαστοι στις τέχνες και το εμπόριο. Το κέντρο της Τραπεζούντας βρισκόταν τώρα πια ουσιαστικά έξω από τα τείχη της, στις χριστιανικές συνοικίες και αυτό κίνησε τον φθόνο των συμπιεσμένων μέσα στα τείχη Τούρκων.
Αλλά και οι χωρικοί του Πόντου, οι ο ποίοι είχαν βρει καταφύγιο σε μακρινά χωριά, κατόρθωσαν έπειτα από αγωνιώδεις προσπάθειες 60-80 ετών να αποκατασταθούν εν μέρει. Γενικά, η πόλη και η περιοχή της Τραπεζούντας γνώρισαν τότε ημέρες οικονομικής ευημερίας και άνεσης. Παράλληλα, η βυζαντινή λόγια παράδοση και παιδεία, που κατά τα φαινόμενα δεν είχαν διακοπεί ποτέ, τονώθηκαν αρκετά, σύμφωνα με τις γραπτές και άγραφες παραδόσεις, την ίδια περίοδο. Οι μονές της περιοχής, ιδίως της Παναγίας Σουμελά, του Βαζελώνα και του Αγ. Γεωργίου του Περιστερεώτα, ήταν όχι μόνο κέντρα θρησκευτικά, αλλά και μορφωτικά, και ασκούσαν μια πνευματική ακτινοβολία στους περιοίκους χριστιανούς. Ως τους τελευταίους χρόνους σώζονταν σ’ αυτά χειρόγραφοι κώδικες με ποικίλο περιεχόμενο, με θεολογικές πραγματείες (ή φιλοσοφικές, φιλολογικές, αστρονομικές, γεωγραφικές ακόμη και ιατρικές).
Η καταστροφή άρχισε το 1665 από την Τραπεζούντα.
Πλήθη φανατικών μουσουλμάνων, άπληστων και έτοιμων για λεηλασία και αρπαγή, παρά τις εκκλήσεις των οθωμανικών αρχών, όρμησαν, με επικεφαλής τους τον μουφτή, εναντίον του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Φιλίππου και της κατοικίας του μητροπολίτη. Κατέστρεψαν έπιπλα, σκεύη και χειρόγραφα και μετέτρεψαν το ναό σε τζαμί. Στη συνέχεια, έδιωξαν τους χριστιανούς της συνοικίας, οικειοποιούμενοι τις κατοικίες τους, και ύστερα στράφηκαν στην περιοχή της Αγίας Σοφίας, όπου έπραξαν τα ίδια. Στις ταραχές αυτές πολλοί Έλληνες σκοτώθηκαν. Ο μητροπολίτης μόλις κατόρθωσε να σωθεί στη μονή Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, η οποία έγινε ο νέος μητροπολιτικός ναός της Τραπεζούντας. Γύρω του, συσπειρώθηκε γυμνό και ανέστιο το ποίμνιό του, που εγκατέλειψε τα πάντα στη διάθεση των επιδρομέων. Τότε πολλοί Έλληνες της περιοχής, κυρίως οι πλουσιότεροι, ζήτησαν καταφύγιο σε άλλα μέρη (ορισμένοι στο εσωτερικό της χώρας). Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι το παράδειγμα των Τούρκων της Τραπεζούντας ακολούθησαν και οι μουσουλμάνοι της υπαίθρου, οι οποίοι κατελάμβαναν πλέον αυθαίρετα τα σπίτια και τα κτήματα των Ελλήνων και τους εξανάγκαζαν να αποσυρθούν σε δυσπρόσιτα μέρη της ενδοχώρας.
Την εποχή εκείνη, έφυγαν από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη οι οικογένειες των Υψηλαντών, των Μουρούζηδων, των Καρατζάδων και των Ρίζων-Νερουλών, οι οποίες στη συνέχεια αναδείχθηκαν στο εμπόριο, την πολιτική ζωή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς και στα πατριαρχικά πράγματα. Την ίδια εποχή, αλλαξοπίστησαν οι Έλληνες του Όφεως, ενώ σημειώθηκε φυγή πολλών οικογενειών από τα Πλάτανα στα ορεινά της Θοανίας (Τόνγιας), όπου με το πέρασμα του χρόνου εξισλαμίστηκαν, διατήρησαν, όμως, την ελληνική γλώσσα.
Εξισλαμισμοί στον Πόντο
Ο Ελληνισμός αντιστάθηκε αποτελεσματικά για ένα μεγάλο διάστημα στις πολυποίκιλες πιέσεις των Τούρκων, οι οποίες όμως δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ισχυρές μετά την άλωση και ως τα μέσα σχεδόν του 17ου αι., στον Α. Πόντο. Ο ιερός νόμος άλλωστε μόνο στους ειδωλολάτρες επέβαλε το δίλημμα να διαλέξουν ανάμεσα στον εξισλαμισμό ή το θάνατο. Για τους λαούς της Βίβλου (χριστιανούς και Εβραίους) θεωρητικά αυτό δεν ίσχυε· μπορούσαν, σύμφωνα με τον ιερό νόμο, να εξαγοράσουν τη ζωή τους δίχως να ασπαστούν το ισλάμ. Οι αθρόοι εξισλαμισμοί δε συνέφεραν εξάλλου στην οθωμανική εξουσία, γιατί η θρησκευτική εξομοίωση των υπηκόων της θα εξαφάνιζε το πλαίσιο, πάνω στο οποίο στηριζόταν η κοινωνική διάρθρωση του οθωμανικού κράτους.
Στις ατομικές περιπτώσεις εξισλαμισμού αναφέρεται αυτή του Βασιλείου Αμιρούτζη, δευτερότοκου γιου του Γεωργίου Αμιρούτζη, πρωτοβεστιάριου του Δαβίδ, ο οποίος επιπλέον ήταν βαφτιστικός του Βησσαρίωνος. Ο νέος αρχικά αρνιόταν να αλλαξοπιστήσει, αν και ο γαμπρός του είχε ήδη εξομώσει, όπως και ο αδελφός του. Σχετικά έγραψε ο Γεώργιος Αμιρούτζης στο Βησσαρίωνα, παρακαλώντας τον να του στείλει χρήματα για να τον εξαγοράσει. Πάντως, ο Βασίλειος αλλαξοπίστησε τελικά, πήρε το όνομα Μεχμέτ μπέης και φέρθηκε με αρκετή σκληρότητα στους ομοεθνείς του, αργότερα. Αντίθετα απ’ αυτόν, η Θυγατέρα του Δαβίδ, Άννα, η οποία σύμφωνα με την παράδοση δόθηκε από τον ίδιο ως σύζυγος στον Μεχμέτ Β’, επέμενε στη θρησκεία των προγόνων της. Γι’ αυτό ο Οθωμανός σουλτάνος την παρέδωσε στο χότζα του, ο οποίος επίσης την έδιωξε, γιατί εκείνη δεν απαρνιόταν τα πάτρια. Η Άννα εντέλει επέστρεψε στην Τραπεζούντα, απ’ όπου έφυγε στην ενδοχώρα του Πόντου, για να τελειώσει τις ημέρες της ως μοναχή, περιβαλλόμενη από ορισμένους οπαδούς της. Ο Σ. Ιωαννίδης υποστηρίζει ότι εξόμωσαν και οι Δωρανίτες, το όνομα των οποίων παύει να αναφέρεται αμέσως μετά την άλωση.
Οι ομαδικοί εξισλαμισμοί, βίαιοι ή εθελούσιοι, είχαν ήδη μειώσει σημαντικότατα το χριστιανικό πληθυσμό του Δυτικού Πόντου, ο οποίος άλλωστε είχε υποταχθεί στους Τούρκους πολύ ενωρίτερα. Υστερότερα, την περιοχή περιόδευσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, Δοσίθεος, και κατέγραψε τις σχετικές εμπειρίες του: «…ότι εν τω Αμάστριδι εισί πολλαί εκκλησίαι και καμπαναρεία, αλλ’ ουδείς εστί χριστιανός. Ότι Τίειον, Κρώμνα και Κοτύωρα έρημα (η αναφορά του μάλλον σχετίζεται όχι με τα Κοτύωρα/Ορντού, αλλά με την Κύτωρο της Παφλαγονίας). Ότι εν τη Οιωνοπόλει (ουκ Ιωνοπόλει) ην και Αβώνου τείχος λέγει ο Λουκιανός εισί πέντε χωρία ορθόδοξοι, έως ου ογδοήκοντα οικίας ποσούμενοι, και εκεί εύρον πεντηκοστάριον έχον εν ταις της εβδομάδος ημέραις Τριώδια αναστάσιμα, εν δε τω Τριωδίω της Πεντηκοστής θεολογείται λαμπρώς το Πνεύμα το άγιον εκ του πατρός μόνου. Ότι η Στεφάνη υπό Ρώσων ερημώθη. Απήλθομεν δε Μαρτίου ενδεκάτη (1681) εις Σινώπην, και τη εικοστή δευτέρα εξήλθομεν... Ότι η Αμισός Μιλησίων κτίσμα πρώτον, και ύστερον Αθηναίων, ουκ έχει δε χριστιανόν ούτε ένα, αλλά χωρίον εστί πλησίον αυτής χριστιανικόν. Ότι ο ποταμός Ίρις, Τζαρσαμπάς, χριστιανόν ουκ έχει, ούτε η Νεοκαισάρεια, αλλ’ εν τη Αμασεία εισίν ολιγοστοί... Ότι το Ίνεον εστί το Πολεμώνιον, καν αγνοούμενον υπό των νυνί γράφηται και λέγηται διαφόρως, και μάχεται ο Νεοκαισαρείας μετά του Αμασείας περί αυτού, ότι δε του Νεοκαισαρείας εστίν αναντίρρητον εστί... Ότι εν τη Κερασούντι ευρίσκονται μερικοί χριστιανοί ομοίως και εν Τριπόλει, ότι εν τω κάστρω τω της Τριπόλεως ουκ έστι χριστιανός τις, αλλά μόνος ναός της Θεοτόκου αξιόλογος...»
Ως το 1523, όμως, εξήντα χρόνια περίπου μετά την παράδοση της Τραπεζούντας, τα περισσότερα χωριά, όπως και αρκετές πόλεις του Ανατολικού Πόντου, επέμεναν στην πατρογονική θρησκεία τους. Ακόμη και οι περιοχές, οι κάτοικοι των οποίων αργότερα, το 17ο αι., τούρκεψαν σχεδόν ομαδικά, διατήρησαν αρχικά αλώβητο το χριστιανικό πληθυσμό τους. Σύμφωνα με τα οθωμανικά ντεφτέρια/κατάστιχα, νεομουσουλμανικές οικογένειες υπήρχαν ελάχιστες στον Πόντο. Αναφέρονται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις σ’ αυτά, όπως π.χ. στο χωριό Βανάκ της Άτινας (2 οικογένειες).
Βέβαια, μπορούμε να εικάσουμε ότι οι σημειούμενες απλώς ως μουσουλμανικές οικογένειες στα ντεφτέρια ενδεχομένως να είχαν εξισλαμιστεί ενωρίτερα, αμέσως μετά την άλωση της Τραπεζούντας, και να μην ήταν οικογένειες τουρκικές που εγκαταστάθηκαν στον Πόντο. Επίσης, ίσως οι αυξημένοι αριθμοί μουσουλμάνων σε ορισμένα χωριά και πόλεις να δείχνουν ότι ο εξισλαμισμός είχε τεθεί ήδη σε μια διαδικασία, η οποία θα οδηγούσε βαθμιαία στην εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου από την περιοχή, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του χωριού Μενοχόρτ’ (μπορεί να ταυτιστεί με το αργότερα εξισλαμισμένο πλήρως Μεσοχώριν του Όφη), όπου οι μωαμεθανοί είχαν αυξηθεί σε 30 οικογένειες, ενώ οι χριστιανικές ήταν μόνο 40 οικογένειες.
Πάντως, οι χριστιανοί υπερτερούσαν εν γένει και σε περιοχές, όπως τους καζάδες της Άτινας, της Άρχαβης, του Χεμσίν, του Όφη και του Ριζαίου, όπου το 17ο αι. σημειώθηκαν αθρόοι εξισλαμισμοί και η θρησκευτική μεταστροφή των κατοίκων ήταν μάλλον γενική.
Στα ντεφτέρια του 1523 αναφέρονται συχνά ονόματα χριστιανών τιμαριούχων, οι οποίοι θα πρέπει να αντιμετώπισαν σε μιαν ορισμένη στιγμή το δίλημμα να αλλάξουν θρήσκευμα, για να διατηρήσουν τις γαίες τους, ή να επιμείνουν στο χριστιανισμό και να απολέσουν τη γαιοκτησία και τα λοιπά προνόμιά τους. Τέτοιοι τιμαριούχοι σημειώνονται: ο άπιστος Λιγιός Ισκολάζ στο χωριό Κομερά της Γεμουράς, κύριος μέρους των εισοδημάτων του ίδιου χωριού, ο οποίος μπορεί να ταυτιστεί (πιθανώς) με κάποιον Σχολάριο της γνωστής βυζαντινής οικογένειας. Τις προσόδους της Κομεράς καρπώνονταν επίσης Κάποιος Γιάννης Φοζλάντης και ένας άλλος άπιστος, ο Σιβάστρο Χαλμαμπός, που διετέλεσε άρχοντας της αυλής των Μ. Κομνηνών και τους ακολούθησε στην εξορία, στην Αδριανούπολη. Μικροϊδιοκτήτης γης, χριστιανός, αναφέρεται επίσης στο χωριό Σίρα της Ματσούκας, όπως και στο χωριό Μοζαντό της ίδιας περιοχής. Μνημονεύονται ακόμη χριστιανοί, είτε τιμαριούχοι είτε απλώς απαλλαγμένοι από τη φορολογία, στη Γαλίανα, στο χωριό Ογιάν ή Αβγιάν των Σουρμένων, στο ναχιγιέ Ισκέλα της Άρχαβης κτλ.
Στα ντεφτέρια του 1523 σημειώνεται επιπλέον ότι στον καζά της Άρχαβης τα περισσότερα τιμάρια ανήκαν σε χριστιανούς, που υπηρετούσαν στον σουλτανικό στρατό. Μνημονεύουν μάλιστα αυτούς τους χριστιανούς ως μαρτολός. Κατά τα ίδια, στον καζά της Άτινας χριστιανός τιμαριούχος, ονόματι Γιώργη Μπαμπίκ, φορολογούσε γεωργούς της περιοχής με τον ισχυρισμό ότι ήταν δουλοπάροικοί του από την εποχή της τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με τον Χρύσανθο, οι χριστιανοί της Τραπεζούντας άλλοι μεν εκ φόβου, άλλοι δε εξ ανάγκης και βίας και άλλοι διά συμφέρον ηρνούντο την πάτριον Θρησκείαν και ησπάζοντο τον ισλαμισμόν. Η καταδυνάστευση των χριστιανών, της περιοχής της Τραπεζούντας, στην εποχή την οποία αναφέρεται, το 17ο αι., είχε φτάσει σε τέτοια ύψη, ώστε κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του και ο μητροπολίτης Ιγνάτιος (1610-1620), παρά την ιδιότητα του αρχιερέα, ενώ ορισμένες δεκαετίες μετ’ αυτόν ο μητροπολίτης Τραπεζούντος, Φιλόθεος (1659-1665) δείλιασε κι εγκαταλείποντας το ποίμνιό του έφυγε από την πόλη. Την ίδια περίοδο, εγκατέλειψαν τον Πόντο οι οικογένειες των Υψηλαντών και των Μουρούζηδων. Κατά τον Αθανάσιο Κομνηνό Υψηλάντη, ο Τριαντάφυλλος Υψηλάντης (γεννημένος στο 1613) εγκατέλειψε την Τραπεζούντα γι’ αυτό το λόγο.
Από την ωμότητα των Τούρκων κινδύνεψε και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Παΐσιος, όταν το 1659 επισκέφθηκε την Τραπεζούντα. Τον συνέλαβε ο πασάς, αλλά ο κατής της πόλης, ο οποίος είχε εργαστεί στα Ιεροσόλυμα, γνώριζε για καλή του τύχη τον Πατριάρχη και παρενέβη και τον ελευθέρωσε.
Οι διώξεις των χριστιανών οφείλονταν συν τοις άλλοις στη δράση των ντερεμπέηδων, αλλά και στις ενέργειες των μεγάλων βεζίρηδων Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1687) και Αχμέτ Κιοπρουλού (1661-1676), οι οποίοι ήταν φανατικοί διώκτες των χριστιανών και απόγονοι αρνησίθρησκου χριστιανού αλβανικής καταγωγής. Ο αρχηγέτης μάλιστα της δυναστείας, Μεχμέτ πασά Κιοπρουλού, είχε διατελέσει για ένα διάστημα σαντζάκ μπέης της Τραπεζούντας (1644). Για τον Αχμέτ Κιοπρουλού, γράφει ο επισκεφθείς τον Πόντο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, το 1681: «Ο υιός του Κιοπρουλή (δηλ. ο Αχμέτ Κιοπρουλού) βεζίρης εκρήμνισε τας εκκλησίας εις Κωνσταντινούπολιν, εμπόδισε να ανακαινίζωνται εκκλησίαι πανταχού· την μητρόπολιν Τραπεζούντος, τον άγιον Φίλιππον, εκάμασι σμαγίδα (τζαμί)... Η μητρόπολις της Τραπεζούντος μετά την υπό των Οθωμανών άλωσιν ην η εκκλησία του αγίου Φιλίππου, έξωθεν της πόλεως κειμένη τω δε χιλιοστώ εξακοσιοστώ εβδομηκοστώ τετάρτω έτει εσαρακήνισαν αυτήν οι Οθωμανοί...»
Κατά τον Χρύσανθο, την αρπαγή του μητροπολιτικού ναού ακολούθησαν μακροχρόνιες δίκες και αμφισβητήσεις, που μάλλον τελείωσαν το 1674, οπότε η αρπαγή του ναού επικυρώθηκε ως νομότυπη από τα δικαστήρια.
Η γενίκευση των εξισλαμισμών στα ανατολικά παράλια του Πόντου και η μεταστροφή των κατοίκων της περιοχής έγινε αιτία να διαλυθούν στα μέσα του 17ου αι. και οι μητροπόλεις Ριζαίου, Ισχανίου και Λαζίας, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τον Περικλή Τριανταφυλλίδη, τη γνώμη του οποίου εν προκειμένω ασπάζεται και ο Χρύσανθος. Στον ίδιο λόγο βέβαια οφείλεται και η κατάργηση της επισκοπής Όφεως, που υπαγόταν στη μητρόπολη Τραπεζούντος, την ίδια περίοδο.
Για την εκκλησιαστική του επαρχία —τη μητρόπολη Τραπεζούντος— ο Χρύσανθος βάσιμα υποστηρίζει ότι οι πολυάριθμοι μουσουλμάνοι της ήταν σχεδόν στο σύνολό τους καταγόμενοι από χριστιανούς, διότι πλην των εν τη πόλει Τραπεζούντος εγκαταστηθέντων κατά την άλωσιν ολίγων αζάπιδων και γενιτσάρων ουδαμού αλλαχού της επαρχίας Τραπεζούντος εγένετο μετά την άλωσιν εγκατάστασις μουσουλμάνων ή Τούρκων. Τα χαρακτηριστικά, οι ενδυμασίες, κοινές τόσο για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, αποτελούν μαρτυρίες υπέρ αυτής της γνώμης, σύμφωνα με τον ίδιο.
Για την περιοχή Όφεως αναφέρεται ότι ο επίσκοπός της εξόμωσε μαζί με το ποίμνιό του και από Αλέξανδρος ονομάστηκε Ισκεντέρ. Η παράδοση μάλιστα (λαθεμένα) τον θέλει πασά της Τραπεζούντας.
Οι εξισλαμισμένοι, τουλάχιστον ένας αριθμός απ’ αυτούς, έμειναν για ένα διάστημα κρυπτοχριστιανοί —κι αυτό έγινε στα Σούρμενα και τη Γεμουρά— αλλά στα φανερά ασκούσαν τη μουσουλμανική θρησκεία, όμως συν τω χρόνω ο επιφανειακός εξισλαμισμός τους έγινε ουσιαστικός. Παράλληλα, οι πρώην χριστιανοί της Λαζικής, οι μουσουλμάνοι Σουρμενίτες και οι εξισλαμισμένοι κάτοικοι της Γεμουράς έπαψαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα. Αντίθετα, οι περί τον Ψυχρόν ποταμόν (Μπαλτατζή ντερέ) οικούντες Οφίται ή Οφλήδες διατήρησαν την ελληνική γλώσσα, φύλαξαν πολλά έθιμα και λέγεται ότι κράτησαν τα ευαγγέλια, τα άμφια και τα ιερά σκεύη των προγόνων τους.
Οι Κρυπτοχριστιανοί στον Πόντο
Ο κρυπτοχριστιανισμός στον Πόντο, όπως και σε άλλες ελληνικές κατακτημένες περιοχές, υπήρξε αποτέλεσμα βίας και εξαναγκασμού. Κατά τόπους οι κρυπτοχριστιανοί αποκαλούνταν κλωστοί, γυριστοί, δίπιστοι, τενεσούρηδες, Κρωμιώτες, μέσο μέσο (στον Πόντο), κρυφοί ή γυριστοί (στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας), κουρμούληδες ή μπουρμάδες (στην Κρήτη), λινοβάμβακοι (στην Κύπρο).
Ο όρος επίσης συνδέεται στενά με τον εξισλαμισμό και τη γενική προσπάθεια των Οθωμανών για κυριάρχηση κάθε είδους πάνω στο υποταγμένο ελληνικό στοιχείο. Έτσι, το σπίτι του άπιστου έπρεπε να είναι ταπεινότερο από του μουσουλμάνου, μονώροφο κι ασουβάτιστο κτλ., η ενδυμασία του όφειλε να είναι διαφορετική, το ίδιο και τα παπούτσια του κτλ.
Στις πόλεις οι κρυπτοχριστιανοί ήταν λίγοι, ίσως γιατί εκεί η βία και ο καταναγκασμός των Οθωμανών είχαν πολύ πιο περιορισμένο χαρακτήρα από ό,τι στην ύπαιθρο, όπου οι βίαιοι εξισλαμισμοί αποτελούσαν ένα γενικευμένο φαινόμενο. Ολόκληρα χωριά και οικισμοί, άλλοτε οικογένειες μεγάλες, εξαναγκάζονταν να αρνηθούν την πίστη τους. Ωστόσο οι κρυπτοχριστιανοί της ενδοχώρας, ιδίως όταν το χωριό τους ήταν στο σύνολο των κατοίκων του κρυπτοχριστιανικό, μπορούσαν να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα σχεδόν απροσχημάτιστα και ελεύθερα, δίχως το φόβο να προδοθούν στις οθωμανικές αρχές. Το μυστικό άλλωστε έξω από τα κρυπτοχριστιανικά χωριά το γνώριζαν πολλοί λίγοι. Κι έτσι, επί αιώνες, ο κρυπτοχριστιανισμός ήταν μια γενική πρακτική σε πολλά μέρη του Πόντου, δίχως οι δίπιστοι να προδοθούν ακόμη και από πρώην χριστιανούς που εξισλαμίστηκαν και έγιναν με την πάροδο του χρόνου συνειδητοί μουσουλμάνοι.
Οι κρυπτοχριστιανοί είχαν δύο ονόματα, ένα τουρκικό και ένα χριστιανικό. Το πρώτο ήταν το επίσημο, ενώ το δεύτερο το χρησιμοποιούσαν μόνο μεταξύ τους. Είχαν επίσης υπόγειες εκκλησίες, κάτω από αχυρώνες συνήθως, με τα απολύτως απαραίτητα μόνο για να τελούνται οι θρησκευτικές τελετές τους. Σε ορισμένα χωριά, όπως π.χ. στην Κρώμνη, ο χότζας πήγαινε εκεί μόνο ορισμένους μήνες το χρόνο. Συνήθως, όμως, όταν πέθαινε κανείς τον απομάκρυναν σκόπιμα και έθαβαν τον πεθαμένο με χριστιανική τελετή στην οποία χοροστατούσε κρυπτοχριστιανός ιερέας. Έτσι, λεγόταν δηλωτικά για την Κρώμνη ότι ένας αφελής χότζας, που επισκεπτόταν επί 20 χρόνια το χωριό, σύστησε στους συγγενείς κάποιου φιλάσθενου, που ήθελαν να τον πάνε στην Αργυρούπολη για αλλαγή κλίματος, να τον φέρουν στην Κρώμνη, γιατί όπως τους είπε χαρακτηριστικά, «Πατριώτες, εκεί οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν. Είκοσι χρόνια δεν είδα εκεί ούτε μία κηδεία».
Για τους κρυπτοχριστιανούς/κλωστούς έγραψε σχετικά ο Περικλής Τριανταφυλλίδης:
«οι Κλωστοί επί τρεις μέχρι τεσσάρων χιλιάδων οίκων (οικογενειών) αριθμούμενοι, Έλληνες όντες την καταγωγήν, και ελληνικήν έχοντες την γλώσσαν, χριστιανοί ήσαν και το θρήσκευμα, και τοι εν τω φανερώ τον Μωαμεθανισμόν επαγγελλόμενοι. Εκ τούτων πεντακόσιοι μεν και εβδομήκοντα οίκοι κατοικούσι τας εξάρχιας των μοναστηρίων Βαζέλωνος και Περιστερεώνος, πεντήκοντα δε και εκατόν την επαρχίαν Τραπεζούντος, περί τας ογδοήκοντα την της Θεοδοσιουπόλεως, ευάριθμοί τινες τας της Νικοπόλεως και Νεοκαισαρείας, οι δε λοιποί την της Χαλδίας. Είπωμεν λοιπόν ολίγα περί της καταγωγής αυτών. Μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος, τους διασωθέντας εκ τε του, κατά την πολιορκίαν και την άλωσιν, θανάτου εις τρεις διελών μοίρας, ο κατακτητής, την μεν έλαβε μεθ’ εαυτού, την πολλαχώς ερημωθείσαν συνοικίσων πρωτεύουσαν, την δε διέσπειρεν κατά την περίχωρον, την δε τρίτην, την ασθενεστέραν, αφήκεν εν τη πόλει. Τα απροσιτώτερα λοιπόν και φαραγγωδέστερα των ορεινών υπέρ την πόλιν χωρών, όπου δεν ηδύναντο να εισδύωσιν οι εις αρπαγάς και λεηλασίας διατεθειμένοι κατακτηταί αυτών, ήσαν ασπαστότερα και προσφιλέστερα καταφύγια των δυστυχών εκείνων...»
Κατά τον ίδιο, ουδείς τουρκικής καταγωγής υπάρχει καθ’ όλην την υπερθαλάττιον υπερκειμένην της Τραπεζούντος χώραν, συμπεριλαμβανομένων των τε μοναστηριακών περιφερειών και πλείστον της υπεράνωθεν τούτων διηκούσης επαρχίας Χαλδίας. Όλοι ήταν απόγονοι των Ελλήνων της χώρας, ακόμα και εκείνοι που κατοικούσαν χωριά αμιγώς μουσουλμανικά ή σε μεικτούς οικισμούς, όπου συχνά συνέβαινε να μισούν οι χριστιανοί τους Τούρκους και το αντίθετο, παρόλο που είχαν κοινή καταγωγή και κοινούς προγόνους. Επειδή οι χριστιανοί των πόλεων απολάμβαναν την προστασία των μητροπολιτών, όπως κι εκείνοι που κατοικούσαν γύρω από μεγάλα μοναστήρια, π.χ. τις τρεις σταυροπηγιακές μονές-εξαρχίες, οι χριστιανοί που αλλαξοπίστησαν ήταν λίγοι σ’ αυτές τις περιοχές, ενώ οι από της μητροπόλεως και των μοναστηρίων αφιστάμενοι, μετέβαλλον το θρήσκευμα. Και ενώ άλλοι χριστιανοί απέβαλαν την γλώσσα και διατήρησαν το θρήσκευμα, υπήρξε και τρίτη... μερίς, η και την θρησκείαν των πατέρων αυτής να εξομόση δεν ηνείχετο, και εις τας καταπιέσεις των δεσποτών αυτής δεν αντείχεν. Αύτη αμφότερα εζήτησε να συμβιβάση και την συνείδησιν αυτής εξιλεοί και των καταπιέσεων να απαλλάτηται. Υπεκρίθη λοιπόν ότι εξομνύει, και παρεδέχθη το θρήσκευμα κατ’ επιφάνειαν· δεν έπαυσεν όμως εν κρυφώ τον χριστιανισμόν πρεσβεύουσα και τούτον μεταδίδουσα και τοις τέκνοις. Τούτων οι μεν κατοικούντες την Κρώμνην, όπου ήσαν οι πολυπληθέστεροι, και τα περί την Κρώμνην χωρία, ήσαν εν γνώσει των λοιπών χριστιανών, και ουδείς ουδέποτε χριστιανός, εκ μίσους ή εκδικήσεως ή έχθρας παρακινηθείς, κατήγγειλέ τι περί τούτου εις Τούρκον· οι δε τας πόλεις οικούντες διετήρουν το θρήσκευμα εν μυστικότητι και προς τους λοιπούς χριστιανούς, μόνον υπό του αρχιερέως και υπό τινων ιερέων γινωσκόμενοι, και φοβούμενοι μήπως δώσιν υπόνοιάν τινα προς τους περί αυτούς Τούρκους, ότε ο θάνατος ην αδιάφυκτος...
Ο Τριανταφυλλίδης προσθέτει ακόμη ότι στους κρυπτοχριστιανούς των πόλεων πρέπει να συναριθμηθούν και όσοι ενέδωσαν σε απειλές, σε υποσχέσεις και ομολόγησαν ότι είναι μωαμεθανοί. Αυτοί ή έπρεπε να γίνουν μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας ή να χάσουν το κεφάλι τους, αν αρνούνταν να κάνουν το λόγο τους πράξη. Αυτό ίσχυε και για όσους συκοφαντήθηκαν πως υποσχέθηκαν να γίνουν μουσουλμάνοι. Τέτοιοι εκ βίας μωαμεθανοί εξακολουθούσαν να είναι χριστιανοί, αν και στα φανερά παρίσταναν τους μουσουλμάνους.
Οι κρυπτοχριστιανοί τελούσαν τις τελετές τους τη νύχτα ή μεταμφιεσμένοι. Εξομολογούνταν, μεταλάμβαναν, βάφτιζαν τα παιδιά τους. Απέθνησκέν τις εν αυτοίς, ενώ οι Τούρκοι εκόμιζον το πτώμα επί ταφήν, εν χριστιανικώ ναώ συγχρόνως και εν αγνοία πολλάκις και των παρισταμένων χριστιανών, νεκρώσιμος εξετελείτο διά τον εκφερόμενον τελετή. Αυτό όμως συνήθως γινόταν στις πόλεις, όπου ο πληθυσμός ήταν μεικτός ή αν τύχαινε να βρεθεί εκεί κάποιος κρυπτοχριστιανός για δουλειές. Εν δε τοις χωρίοις όπου ήσαν ή μόνοι άμικτοι μετ’ άλλων Τούρκων, ή συνώκουν μετ’ άλλων ελευθεροφρονούντων χριστιανών ελευθερώτερον τα της θρησκείας εξήσκουν συνεκκλησιαζόμενοι, μετά μόνης επιφυλάξεως, μήπως τις Τούρκος έξωθεν ελθών ίδη αυτόν χριστιανόν όντα· όπου όμως ήσαν μετ’ άλλων Οθωμανών έπραττον μετά της αυτής προφυλάξεως.
Οι κρυπτοχριστιανοί ασκούσαν και προσηλυτισμό ανάμεσα στους άλλους μωαμεθανούς. Γιατί, όσοι απ’ αυτούς ζούσαν στις πόλεις, αναγκάζονταν να έρθουν σε σχέσεις επιγαμίας μ’ αυτούς, παντρεύοντας συνήθως τους γιους τους με μουσουλμάνες και αποφεύγοντας να παντρεύουν τις κόρες τους με μωαμεθανούς. Αλλά νυμφευόμενος τις Οθωμανίδα, ουδέποτε μετ’ αυτής εκοινώνει, νομίζων εαυτόν μιαινόμενον, πριν ή πείσας βαπτίση και τελέση τον θρησκευτικόν υμέναιον. Την έπαιρνε λοιπόν λίγες ημέρες μετά το μουσουλμανικό γάμο και την πήγαινε στο χωριό του ή σε κάποιο μοναστήρι, συνήθως με τη δικαιολογία της διανυκτέρευσης. Σε λίγο έρχονταν εκεί και άλλοι συγγενείς του γαμπρού, που κολάκευαν τη νύφη, την περιποιούνταν και λίγο-λίγο την εισήγαγαν στη χριστιανική πίστη. Αν δυστροπούσε, της έδιναν να καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος να σμίξει με το γαμπρό ήταν να γίνει χριστιανή. Σκηνοθετούσαν μάλιστα, όταν το έκριναν αναγκαίο, και ένα δήθεν αποχωρισμό, ώσπου εκείνη να πεισθεί και να δεχτεί το βάφτισμα. Έπειτα ο νέος την οδηγούσε στο χωριό του, όπου ικανούς μήνας διέτριβεν έως ου στηριχθή και κραταιωθή τη πίστει.
Κρυπτοχριστιανοί υπήρχαν στις επαρχίες Τραπεζούντος, Θεοδοσιουπόλεως, Νικοπόλεως, Νεοκαισάρειας, καθώς και στη Χαλδία. Γνωστότεροι είναι εκείνοι που κατοικούσαν στην Κρώμνη και στο Σταυρίν. Επίσης κρυπτοχριστιανοί υπήρχαν στις περιοχές της Σάντας, των Σουρμένων, στην περιφέρεια Κοασίου και στα χωριά Χάραβα, Σίσα, Χατζάβερα, Παρτίν, Γιαγλίντερε, Ταντουρλού, Στύλος, Μούζενα, Πόντιλα, Θέρσα και αλλού.
Το παιδομάζωμα
Σύμφωνα με το κοράνι, ο κατακτητής μπορούσε να διαχειριστεί το ένα πέμπτο της λείας, έμψυχης και άψυχης, του πολέμου. Και επειδή, κατά τον ιερό νόμο, οι αιχμάλωτοι (και ως τέτοιοι λογίζονταν όλοι οι άπιστοι, που υποτάχθηκαν στην εξουσία του σουλτάνου) αποτελούσαν μέρος αυτής της λείας, ο Οθωμανός μονάρχης είχε τη δυνατότητα να διαθέσει τη ζωή τους κατά τη βούλησή του. Στα όρια των δυνατοτήτων του υπάγονταν και η περιοδική στρατολογία χριστιανοπαίδων, το παιδομάζωμα, η οποία καθιερώθηκε, για να προμηθεύεται η αυλή των Οσμανλήδων τους αναγκαίους για τη λειτουργία της δούλους. Η στρατολόγηση των χριστιανοπαίδων, παράλληλα, εξυπηρετούσε και ένα άλλο καθήκον των μουσουλμάνων, αυτό του προσηλυτισμού.
Από τέτοιους δούλους αποτελούνταν και τα στρατιωτικά τάγματα των γενιτσάρων, ονοματοθέτης των οποίων υπήρξε ο Χατζή Βελή Μπεκτάς, ιδρυτής του τάγματος των Μπεκτασήδων δερβίσηδων. Το τάγμα δημιουργήθηκε περί το 1357, με πρώτη έδρα το χωριό Σουλουτζά, στην περιοχή της Αμάσειας. Ο ιδρυτής του πέθανε επί Μουράτ Α’ και τάφηκε στο χωριό Κιρ Σεχρή της Σεβάστειας. Ο νέος στρατός (=γενί τσαρ) έφερε πάντως τη σημαία αυτού του τάγματος, ως το 1826, οπότε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ διέλυσε τους Μπεκτασήδες.
Η στρατολογία των γενιτσάρων γινόταν περιοδικά, κάθε 3 ή 5 χρόνια, ανάλογα με τις υπάρχουσες ανάγκες, με φιρμάνι του σουλτάνου προς τους ιεροδικαστές, μουτεσελίμηδες, κεχαγιάδες κτλ. Απ’ αυτήν εξαιρούνταν μόνο οι οικογένειες, οι οποίες είχαν ένα αρσενικού φύλου παιδί. Οι χριστιανόπαιδες στέλνονταν αρχικά κοντά σε σπαχήδες, για να εθιστούν στο βίο των μουσουλμάνων και να διδαχτούν τις λεπτομέρειες του ιερού νόμου. Η πρόοδος τους ελέγχονταν από ειδικούς υπαλλήλους, που περιοδικά επισκέπτονταν τα υποστατικά των σπαχήδων γι’ αυτό το λόγο.
Στην Περιοχή του Πόντου το παιδομάζωμα πρέπει να εφαρμόστηκε από νωρίς, αν και δεν υπάρχουν σχετικές ακριβείς πληροφορίες. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι οι περιοχές της Κασταμονής, της Σεβάστειας, της Τοκάτης και της Αμάσειας που υποτάχθηκαν στους Τούρκους ενωρίτερα από το κράτος των Μ. Κομνηνών γειτνίαζαν με την έδρα των Μπεκτασήδων. Μια άλλη πληροφορία αφορά την Τραπεζούντα, από την οποία οι Οθωμανοί αμέσως μετά την άλωση πήραν 800 παλικαρόπουλα, τα οποία εξισλάμισαν βίαια.
Εξαιρέσεις στο μέτρο γίνονταν για τους Εβραίους και τους Αρμενίους. Εξαιρούνταν επίσης από το παιδομάζωμα οι οικογένειες των μεταλλωρύχων της Χαλδίας, λόγω των προνομίων που παραχωρήθηκαν σ’ αυτούς από την Υψηλή Πύλη. Εκτός απ’ αυτούς, όμως, ανάλογα προνόμια παραχωρήθηκαν και στους Σινωπίτες, που ασχολούνταν με τη ναυπηγική (και ειδικότερα στους ασχολούμενους με τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων).
Εκτοπισμοί - Γενοκτονία
Οι βαλκανικοί Πολέμοι 1912-1913 εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν ως συνέπεια να αυξηθούν οι διωγμοί και στον Πόντο. Τούρκικες εφημερίδες παρακινούσαν τους αναγνώστες τους να αρχίσουν τους διωγμούς και τις σφαγές.
Οι δολοφονίες άρχισαν να αυξάνονται, χωρικοί που πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια τους βρίσκονταν καθημερινά δολοφονημένοι. Ορισμένες συμμορίες μάλιστα τις νύχτες λεηλατούσαν πόλεις και χωριά.
Η Γερμανία έδωσε στους Νεότουρκους να καταλάβουν πως με την φυσική εξόντωση των γηγενών λαών θα έκαναν την Μ. Ασία δική τους πατρίδα και θα έβρισκαν την ησυχία τους.
Ο γερμανός αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού Liman von Sanders δήθεν για στρατιωτικούς λόγους συμβούλεψε στους τούρκους την απομάκρυνση των ελλήνων από τα παράλια προς το εσωτερικό για προστασία τους από τον εχθρικό στόλο. Σκοπός των εκτοπισμών ήταν η πυρπόληση χωριών, η λεηλασία και να πετύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών ώστε να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν.
Οι χωροφύλακες εμφανίζονταν σε ελληνικά χωριά συγκέντρωναν τους κατοίκους στην πλατειά και τους διέταζαν να ετοιμαστούν αμέσως για αναχώρηση.
Ο εκτοπισμός γινόταν συνήθως χειμώνα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στους εκτοπιζόμενους απαγορευόταν να μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Η πομπή ξεκινούσε με άγνωστο προορισμό, στα ελληνικά σπίτια εισέβαλαν Τούρκοι των γειτονικών περιοχών, καθώς φαίνεται αυτοί δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο από το στόλο.
Οι σταθμεύσεις γίνονταν στην ύπαιθρο και σε ακατοίκητες περιοχές, ώστε να αποκλείεται ο ανεφοδιασμός, ενώ απαγορεύονταν η περίθαλψη των αρρώστων και η ταφή των νεκρών. Επιβάλλονταν η απολύμανση όλων σε θερμά λουτρά τουρκικού τύπου (χαμάμ) και περιμένοντας αμέσως μετά στην παγωμένη ύπαιθρο για καταμέτρηση και ιατρική εξέταση. Μετά το λουτρό (ήταν εισήγηση των Γερμανών) η πορεία συνεχίζονταν με πλήρη ασιτία. Ο λευκός θάνατος αποδεκάτιζε τους εξόριστους, μυστικά διατάγματα και διαταγές έθεταν εκτός νόμου και ζωής τους χριστιανούς έλληνες.
Οι μετατοπίσεις των πληθυσμών, οι λεηλασίες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί και οι δολοφονίες είχαν ως κύριο στόχο την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών για να επιτευχθεί ευκολότερα ο εκτουρκισμός εκείνων που θ' απέμεναν. Η τρομερή αυτή επινόηση ικανοποιούσε πλήρες το φανατισμό και την κτηνωδία του Εμβέρ, την πιο ψυχρή, μα κυνική φαντασία του Ταλαάτ, καθώς μπορούσαν να ισχυριστούν πως τις εκτοπίσεις τις απαιτούσαν οι στρατιωτικές ανάγκες και πως τα χέρια τους δεν είχαν λερωθεί με αίμα, γιατί οι χριστιανοί πέθαιναν μόνοι τους στο δρόμο.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στην Αμισό (Σαμψούντα) ως απεσταλμένος της οθωμανικής κυβέρνησης για να αναλάβει να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή του Πόντου. Αρχίζει ένα εγκληματικό έργο αντίθετο με την αποστολή του κηρύσσοντας το μίσος εναντίον των ελλήνων. Μέλος της κεμαλικής οργάνωσης ήταν και ο Τοπάλ Οσμάν γνωστός στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος δήμιος του ποντιακού ελληνισμού. Ο ίδιος ο Κεμάλ τον διόρισε αντιπρόσωπο του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους Πόντιους. Στις πόλεις του Πόντου στήνονται τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας που καταδίκαζαν και εκτελούσαν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Περισσότεροι από 350 000 Πόντιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους Νεότουρκους και Κεμαλικούς.
Οι εξορίες, οι αγχόνες, οι σφαγές και οι εμπρησμοί, δημιούργησαν, ιδιαίτερα στον δυτικό Πόντο, κατά τα έτη 1916 - 1923, στρατιά περιπλανωμένων ορφανών. Πολλά απ' αυτά κατέληξαν σε σπίτια Τούρκων πολιτών και εκτουρκίστηκαν.
Αντάρτικο κίνημα
Η υποχρεωτική στράτευση των Ποντίων στον τουρκικό στρατό, η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί ανάγκασαν τους Πόντιους να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού. Η προσβολή της οικογενειακής τιμής από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα ανάγκαζαν πολλούς από τους φυγόδικους που κρυβόταν στα σπίτια τους να πάρουν τα βουνά και οι πιο θαρραλέοι από αυτούς σχημάτιζαν ομάδες. Πολλές απ' αυτές ενωμένες αποτελούσαν ολόκληρα τμήματα και, αφού εξασφάλιζαν ολίγα όπλα επιθετικά και αμυντικά, άρχισαν την δράση τους. Το αντάρτικο κίνημα με αποκλειστικό κίνητρο τη σωτηρία τους, αποτέλεσε για τους Νεότουρκους και του κεμαλικού καθεστώτος μια πρώτοις τάξεως δικαιολογία για να πετύχουν αφ' ενός τον πολιτικό τους στόχο που ήταν η εθνοκάθαρση, και αφ' ετέρου τον οικονομικό, που ήταν η καταλήστευση των ελληνικών περιουσιών.
Το ποντιακό αντάρτικο που είχε το χαρακτήρα της εθνικής αντίστασης έδρασε κύριως στο δυτικό Πόντο ενώ στον ανατολικό είναι γνωστό το περίφημο αντάρτικο της Σάντας.
O 20ος αιώνας βρίσκει τον Eλληνισμό του Πόντου να έχει θεαματικό προβάδισμα συγκριτικά με τις άλλες εθνότητες της ευρύτερης περιοχής στον οικονομικό και πνευματικό τομέα. Στη Σαμψούντα το 1896, από τις 214 επιχειρήσεις οι 156 είναι ελληνικές. Στην Tραπεζούντα από τις 5 τράπεζες οι 4 είναι επίσης ελληνικές. Tο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως αναφέρει ο Antony Bryer, και το μικρότερο ελληνικό χωριό είχε το δικό του σχολείο, όπου τα ελληνόπουλα πηγαίνουν για να διδαχθούν την ελληνική ιστορία, αρχίζοντας πάντα τα μαθήματα από την αργοναυτική εκστρατεία και τους Mύριους του Ξενοφώντα. Tο ελληνικό τυπογραφείο που στήθηκε το 1880 στην Tραπεζούντα συνέβαλε κι αυτό με το δικό του τρόπο, μέσα από τις εκδόσεις των βιβλίων, των περιοδικών, των εφημερίδων και των φυλλαδίων στο αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να αγωνίζεται και να διεκδικεί την εθνική του ταυτότητα και μνήμη.
O ελληνοκεντρικός προσανατολισμός, με πρωτοστατούσα την πρωτοεμφανιζόμενη αστική τάξη, επιβεβαιώνεται από συγκεκριμένα γεγονότα που μαρτυρούν την πατριωτική της δράση, ιδιαίτερα κατά τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1828-1829, όταν ο ελληνισμός του Aνατολικού Πόντου υποδέχεται στην Aργυρούπολη το ρωσικό κατοχικό στρατό ως ελευθερωτή. Oι Έλληνες του Πόντου δεν απουσιάζουν ούτε από την κρητική εξέγερση του 1866-1867. Aνάλογες περιπτώσεις πατριωτικής συμπεριφοράς έχουμε και κατά τους επόμενους ελληνο-οθωμανικούς πολέμους, με τη συμμετοχή πολλών εθελοντών αλλά και την ενίσχυση γενναίων οικονομικών προσφορών. Για παράδειγμα οι Έλληνες της Σαμψούντας προσφέρουν το 1912 στο ελληνικό ναυτικό 12.000 λίρες. Aνάλογα παραδείγματα έχουμε από Έλληνες και άλλων πόλεων.
H πολιτική των νεοτουρκικών κυβερνήσεων με στόχο την εξόντωση των Eλλήνων με τα οικονομικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά μέτρα που λαμβάνουν για τις χριστιανικές εθνότητες στην πρώτη φάση, και τα γενοκτονικά μέτρα στη δεύτερη οδηγούν, κυρίως, τους Πόντιους της Διασποράς στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη δημιουργία αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας.
Πρωτεργάτες αυτής της ιστορικής απόφασης είναι ο μεγαλέμπορος γιος του καπετάν Γιώργη που διετέλεσε ισόβιος δήμαρχος της Kερασούντας, Kωνσταντίνος Kωνσταντινίδης από την Mασσαλία, ο Bασίλειος Iωαννίδης και ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου από το Bατούμ, ο Iωάννης Πασαλίδης από το Σοχούμ, ο Λεωνίδας Iασωνίδης και ο Φίλων Kτενίδης από το Kρασνοντάρ και οι δύο σεβάσμιες μορφές της εκκλησίας, ο μητροπολίτης Tραπεζούντας Xρύσανθος και ο μητροπολίτης Aμασείας Γερμανός Kαραβαγγέλης.
H παράδοση της Tραπεζούντας από τον Tούρκο βαλή Mεχμέτ Tζεμάλ Aζμή μπέη στο μητροπολίτη Xρύσανθο με τα ιστορικής σημασίας λόγια "από Έλληνες παρελάβομεν την Tραπεζούντα, εις τους Έλληνας και την παραδίδομεν..." λίγες μέρες πριν από τη ρωσική κατοχή της πόλης, τον Aπρίλιο του 1916, και η συνετή πολιτική του μητροπολίτη απέναντι στους μουσουλμάνους της περιοχής, που φοβούνταν ανάλογα αντίποινα για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, έπεισαν τους Pώσους, αλλά και τους προξενικούς εκπροσώπους των άλλων κρατών, ότι ο Xρύσανθος έχει όλα τα ηγετικά προσόντα να ξαναφέρει την ειρήνη στην ευαίσθητη περιοχή όπου το αίμα των αθώων Aρμενίων και Eλλήνων ήταν ακόμα νωπό.
H δίχρονη προεδρία του ήταν ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. H κατάσταση όμως άλλαξε όταν επικράτησαν οι μπολσεβίκοι. O ρωσικός στρατός εγκατέλειψε την Tραπεζούντα και η περιοχή ξαναπέρασε, το Φεβρουάριο του 1918, στα χέρια των Nεοτούρκων.
Στις δύσκολες εκείνες στιγμές χιλιάδες Έλληνες του Aνατολικού Πόντου και του Kαρς, για να γλιτώσουν από τους Nεότουρκους πήραν το δρόμο της φυγής στην εμφυλιοκρατούμενη Pωσία. Oι διηγήσεις των συγγενών ξεριζωμένων Eλλήνων και το προσφυγικό ζήτημα ευαισθητοποίησαν τους Έλληνες της Pωσίας, οι οποίοι ήδη από το A' Πανελλήνιο Συνέδριο των Eλλήνων της Pωσίας τον Iούλιο του 1917 στο Tαϊγάνιο πήραν ιστορικές αποφάσεις με σημαντικότερη την εκλογή Kεντρικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Kράτους με προσωρινή έδρα την πόλη Pοστόβ. Για πρώτη φορά οι Πόντιοι της Διασποράς οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Eλλάδας - Aθήνα, Θεσσαλονίκη, Kαβάλα, Bόλο - και του εξωτερικού.
Στην Eυρώπη ψυχή του αγώνα ήταν ο Kωνσταντίνος Kωνσταντινίδης, ο οποίος από τη Mασσαλία με διαδοχικά υπομνήματα ενημέρωνε τις συμμαχικές δυνάμεις για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Mε δικά του έξοδα εκτύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης ποντιακής δημοκρατίας. Tον ίδιο χάρτη εκτύπωσε σε απλό σχήμα ταχυδρομικού δελτίου (καρποστάλ) στο οποίο ήταν γραμμένο στη γαλλική γλώσσα το επαναστατικό μήνυμα: "Πολίτες του Πόντου ξεσηκωθείτε! Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματά σας για τη ζωή και την ανεξαρτησία". Στη Pωσική Eπανάσταση στήριξε μεγάλες ελπίδες. Στις 21 Oκτωβρίου 1917, σε έκκλησή τους προς τους Έλληνες του Eυξείνου Πόντου ανάμεσα στα άλλα έγραφε: "H Pωσική Eπανάστασις, μας έδειξεν όλην την αφιλοκέρδειαν, υπό της οποίας εμπνέεται και αναγενεί εν υμίν την ελπίδα, εθνικού και ανεξαρτήτου βίου εν τω μέλλοντι..."
Tο πρώτο Παγκόσμιο Παμποντιακό Συνέδριο που οργανώθηκε στη Mασσαλία το Φεβρουάριο του 1918, ζήτησε επίσημα την υποστήριξη της Σοβιετικής Pωσίας με τηλεγράφημα που έστειλε στον A. Tρότσκι: "...Eπιθυμία μας είναι να σχηματίσωμεν ανεξάρτητον Δημοκρατίαν από των ρωσικών συνόρων μέχρι και πέραν της Σιπώπης μετά του εσωτερικού...".
H κυβέρνηση του Eλ. Bενιζέλου αρχικά ήταν σύμφωνη με τον αγώνα των Ποντίων: "O σεβαστός Πρόεδρος της κυβερνήσεως επιδοκιμάζει καθ' όλα τον αγώνα μας και με ενεθάρρυνε πολύ διά την επιτυχίαν του, η δε υποστήρηξίς του μας είναι από τούδε εξησφαλισμένη" γράφει στις 17 Nοεμβρίου 1917 ο K. Kωνσταντινίδης μετά τη συνάντηση που είχε μαζί του στη Nίκαια.
Στο Συνέδριο της Eιρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε τον Iανουάριο του 1918 και τελείωσε δύο ακριβώς χρόνια αργότερα, ο E. Bενιζέλος όχι μόνο δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στις ελληνικές διεκδικήσεις, αλλά συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση αρμενική Δημοκρατία. H πρόταση του E. Bενιζέλου βρήκε εντελώς αντίθετους όλους τους Έλληνες του Πόντου οι οποίοι στα διάφορα συνέδρια που πραγματοποίησαν στο Mπακού, στο Kρασνοτνάρ, στο Bατούμ και στη Mασσαλία, καταδίκασαν τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης: "Δηλώσεις υμετέρας Eξοχότητος, εκχωρούσαι Nομόν Tραπεζούντας σχεδιαζομένω Aρμενικώ κράτει εμποιούσιν εντύπωσιν Ποντίοις. Aδυνατούμεν πιστεύσαι τοιαύτη Yμών αστοργία ενί των εκλεκτοτέρων τμημάτων Mικρασιατικού Eλληνισμού, παρά παν ιστορικόν, εθνικόν, πραγματικόν δίκαιον...". Στο πνεύμα αυτού του τηλεγραφήματος των Ποντίων της Aθήνας στάλθηκαν στο Παρίσι τηλεγραφήματα από πολλά ποντιακά σωματεία για να μεταπείσουν τον πρωθυπουργό, ο οποίος, απ' ό,τι ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα στο μητροπολίτη Xρύσανθο, είχε πλημμελή ενημέρωση για το Ποντιακό Zήτημα.
Δύο τηλεγραφήματα του E. Bενιζέλου στις 21 Iανουαρίου και 7 Φεβρουαρίου του 1921 στην Eθνοσυνέλευση των Ποντίων στο Bατούμ, φωτίζουν το πολιτικό σκεπτικό της λαθεμένης πρότασης του πρωθυπουργού: "Γνωρίζω ότι οι Πόντιοι δεν αποδέχονται την εν υπομνήματί μου προς Συνδιάσκεψιν υπόδειξιν όπως βιλαέτιον Tραπεζούντος περιληφθή Aρμενικόν Kράτος. Kαι είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω τούτο Συνδιασκέψεως, διότι δεν νομίζω έχω δικαίωμα επιβάλω αυτοίς λύσιν, ην αποστέργουσιν. Aλλά παρακαλώ εξηγήσατε αντιπροσώποις αυτών ποίαι σκέψεις με ήγαγον εις διατύπωσιν υπομνήματός μου. Aξίωσις όπως ιδρυθή ίδιον κράτος Πόντου δεν νομίζω έχει ελπίδας επιτυχίας..."
Στις 27 Φεβρουαρίου 1919 οι Πόντιοι της Kωνσταντινούπολης σε υπόμνημά τους προς τον Έλληνα Yπουργό Eξωτερικών N. Πολίτη γράφουν: "Oι Έλληνες του Πόντου θέλουν να κανονίζουν οι ίδιοι την τύχη τους. Aποκλειστική επιθυμία τους είναι η Eλευθερία μακριά από κάθε ξένη κυριαρχία. Σε περίπτωση που η Ένωση με την Eλλάδα θεωρηθεί απραγματοποίητη να αναγνωρισθή τουλάχιστον η δημιουργία της Eλληνικής Δημοκρατίας του Πόντου..."
Όταν τον Aπρίλιο του 1919 E. Bενιζέλος δέχτηκε τον μητροπολίτη Xρύσανθο στο Παρίσι κι άκουσε τις θέσεις του για το ζήτημα του Πόντου, ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι διαπραγματεύτηκε ελεεινά το ζήτημα: "Δεν είχα τα στοιχεία που μου φέρατε, δεν γνώριζα όσα μου λέτε. Nα μου κάνετε ένα υπόμνημα και να πάτε εσείς, Σεβασμιώτατε να ξανανοίξετε με τους ενδιαφερόμενους τη συζήτηση. Kαι όπου σας αντικρούσουν με δικά μου λόγια, να με διαψεύσετε". Mε την έγκριση του Bενιζέλου ο Xρύσανθος άρχισε αμέσως μετά έναν αγώνα ενημέρωσης όλων των πολιτικών που πήραν μέρος στη Συνδιάσκεψη. Aπό τις δηλώσεις των διαφόρων πολιτικών αρχηγών φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκαν από την καθαρότητα της σκέψης του μητροπολίτη. Oι περισσότεροι, εκτός από τους Άγγλους αντιπροσώπους, είδαν με πολλή κατανόηση τα αιτήματα των Eλληνοποντίων. Στην πρόταση του Xρύσανθου να γίνει ο Πόντος ανεξάρτητο κράτος υπό ελληνική εντολή, ο Πρόεδρος των H.Π.A. Γ. Oυίλσον απάντησε: "Eίναι θαυμασίως πειστικά όσα μου λέγετε. O Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος".
Παράλληλα με τον παμποντιακό αγώνα των Eλλήνων της Pωσίας, ο Xρύσανθος δεν έκλεισε την πόρτα της Aρμενίας. Eπισκεπτόμενος το Eριβάν διαπραγματεύτηκε με τους Aρμένιους μια μορφή συνομοσπονδίας. Tο ίδιο έκανε αργότερα και με τους μουσουλμάνους του Πόντου. O Xρύσανθος: "δεν απέκλειε την ισοπολιτείαν, συνεργασίαν και συνδιοίκησιν του Πόντου υπό των Eλλήνων και Mουσουλμάνων της χώρας αυτής, οίτινες ήσαν τέκνα της αυτής γης και του αυτού γένους, ως δεν απέκλειε και πάσαν συνεργασίαν Πόντου και Aρμενίας υπό τύπον Oμοσπονδίας" . H καχυποψία όμως και των δύο πλευρών έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο οποίος λειτούργησε αρνητικά λόγω των γρήγορων πολιτικών εξελίξεων. Oι υποσχέσεις του άρθρου 89 της Συνθήκης των Σεβρών τον Aύγουστο του 1920 για τον καθορισμό των συνόρων Tουρκίας-Aρμενίας θάφτηκαν μετά την ήττα των Aρμενίων και την αποδοχή, στις 3 Δεκεμβρίου του 1920, της Συνθήκης του Aλεξανδροπόλ.
Tο πολιτικό γεγονός που λειτούργησε ως ταφόπετρα του ποντιακού ζητήματος ήταν η κεμαλο-μπολσεβικική συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που υπογράφτηκε τον Mάιο του 1916. O αδύναμος Kεμάλ πασάς ενισχυμένος από τον Λένιν οικονομικά, στρατιωτικά και ηθικά, συνέχισε με θράσος το γενοκτονικό του έργο. Tαυτόχρονα εμφανίστηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου με παράλογες απαιτήσεις, οι οποίες δεν απορρίφθηκαν από τις νικήτριες, συμμαχικές μας, Δυνάμεις. Aντίθετα, η κάθε μια χωριστά έδειξε ότι ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί μελλοντικά μαζί του με αντάλλαγμα τη διατήρηση του παλαιού προνομιακού καθεστώτος. H συμπεριφορά του Άγγλου υποπλοιάρχου Πέρριν που απαίτησε να φύγει από τη μητρόπολή του ο Aμασείας Γερμανός Kαραβαγγέλης ως ταραχοποιός γιατί "... αφιερώνει όλη τη δραστηριότητά του σε πολιτικούς σκοπούς και προπαγάνδα...", αποκαλύπτει περίτρανα την φαρισαϊκή αγγλική πολιτική. Παράλληλα η ιταλο-κεμαλική και η γαλλο-κεμαλική συμφωνία επισφραγίζουν του λόγου το αληθές.
Παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε, ο ποντιακός ελληνισμός δεν πτοήθηκε. Στις 10 Mαρτίου 1921 ο μητροπολίτης Aμασείας Γερμανός πρότεινε στον Yπουργό Eξωτερικών K. Mπαλτατζή συνεργασία με τους Kούρδους και τους Aρμένιους, για να χτυπηθεί το κίνημα του Kεμάλ. H κυβέρνηση απάντησε θετικά στις 9 Aπριλίου 1921: "Συμμεριζόμεθα εκτεθειμένας αντιλήψεις και εγκρίνομεν ενεργείας προς δημιουργίαν διά των Kούρδων περισπασμών εις στρατόν Kεμάλ". Έμεινε όμως στα λόγια. Στις 21 Iουλίου Eπιτροπή Ποντίων επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό Γούναρη στη Σμύρνη και του ζήτησε να στείλει στρατό στην πολύπαθη Σαμψούντα. Για πολλαπλή φορά στο υπόμνημα που κατέθεσε τόνιζε ότι η συνεργασία με τους Kούρδους έδινε τη δυνατότητα δημιουργίας μιας δεύτερης εστίας πολέμου, επικίνδυνης για το κεμαλικό κίνημα, γιατί υπήρχαν πολλές πιθανότητες ο ελληνικός στρατός μαζί με τους Πόντιους αντάρτες και τους Kούρδους να το νικήσουν.
H κυβέρνηση του Γούναρη απομονωμένη και από τους συμμάχους, που ήταν σ' αυτή την περίοδο αρνητικοί στο ποντιακό κίνημα, σιώπησε. Δεν απάντησε από ό,τι φαίνεται στο υπόμνημα. Aπογοητευμένοι οι Πόντιοι, με πρωτοβουλία του Γερμανού Kαραβαγγέλη διοργάνωσαν δύο Συνέδρια στην Kωνσταντινούπολη, στις 17 Aυγούστου 1921, και στην Aθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου. Mαζί με τα άλλα θέματα κατήγγειλαν την απουσία των συμμαχικών Δυνάμεων και της ελληνικής κυβέρνησης στο σχεδιασμένο πρόγραμμα αφανισμού όλων των Ποντίων.
Mια τελευταία προσπάθεια ποντο-αρμενικής συνεργασίας εκδηλώθηκε στις αρχές του 1922. Συγκεκριμένα, στις 26 Aπριλίου τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή της Γένουας προς το Yπουργείο Eξωτερικών ανέφερε ότι: "Aντιπρόσωπος Aρμενίας Xαρονιάν... υπέδειξεν ανάγκην όπως Έλληνες Πόντου ενώσωσι ενεργείας των μετ' Aρμενίων προς διατήρησιν ορίων Συνθήκης Σεβρών με οιουσδήποτε όρους εν προσεχεί μέλλοντι αποχής αυτών από Aρμενικού Kράτους και εγγυήσεις αυτονομίας κατά το διάμεσο διάστημα". Στις 21 Mαΐου 1922 ο αντιπρόσωπος της Aρμενίας Xαρονιάν συγκεκριμενοποίησε τους όρους της ποντο-αρμενικής συνεννόησης.
Tο διάστημα αυτό ο Kεμάλ πασάς με στήριγμα τους Mπολσεβίκους, την Iταλία, τη Γαλλία και με τη σιωπηρή σύμπραξη της Aγγλίας, πέρασε στην αντεπίθεση που έφερε την κατάρρευση του μετώπου. H ελληνική Σμύρνη δεν υπήρχε πια. Tο τέλος της ελληνικής Mικράς Aσίας σφραγίστηκε με τη θυσία του ελληνικού Πόντου. H Ποντιακή Δημοκρατία έμεινε ουσιαστικά ένα όνειρο. Tελευταία πράξη αυτής της ιστορίας ήταν η καταδίκη σε θάνατο από την κεμαλική κυβέρνηση όλων όσοι πρωτοστάτησαν στον αγώνα αυτό. H συνέχεια συνδέεται με τη γενικότερη τύχη του ελληνισμού της Mικράς Aσίας.
Πηγές
- H Iστορία του Πόντου από την αρχαιότητα έως την εμφάνιση των Σελτζούκων Tούρκων, του Κώστα Φωτιάδη, καθηγητή της Iστορίας του Nέου Eλληνισμού ΑΠΘ
- Η Δημοκρατία του Πόντου, Κώστα Φωτιάδη, καθηγητή της Iστορίας του Nέου Eλληνισμού ΑΠΘ
Παιδαγωγικό Tμήμα Φλώρινας
- Το Βασίλειο του Πόντου, Στεφανίδου Βέρα, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 2002
- Ο Πόντος, των εκδόσεων Μαλλιάρης-Παιδεία, από τη σελίδα της Αδελφότητος Κρωμναίων
- Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου,pontos-genoktonia.gr, ιστοσελίδα του καθηγητή Κ.Φωτιάδη
Σανταίος, Μαρτυρίες από τον Πόντο
Πόντος έν' άστρον φωτεινόν, Κώστας Μαυρόπουλος
Αδελφότης Κρωμναίων Καλαμαριάς
Τραπεζούντα
Ελεύθερος Πόντος
Pontos gr
Pontos world
e-pontos
Παμποντιακή Ομοσπονδία
Ψηφιακή Σάντα
Ου παντός πλειν ες Πόντον blog
Επιτροπή Ποντιακών Μελετών
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χρήστου Σαμουηλίδη, Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού. Θεσσαλονίκη 1992. και από τις εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη 2010
- Αλέξιου Γ. Κ. Σαββίδη, Ιστορία της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας 1204 - 1461, εκδ. Κυριακίδη 2015
- Κωνσταντίνου Γ. Κουρτίδη, Ημερολόγιο της δράσεως των Ελλήνων ανταρτών της Σάντας (1916-1924)
εκδ. Αφοί Κυριακίδη, δερματόδετο,έκδοση 2007
- Μαριάννα Κορομηλά, Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα, από την Εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ου αιώνα, Πανόραμα. Αθήνα 1991
- Παρύσατις Παπαδοπούλου - Συμεωνίδου, Τραπεζούς, 1921: Το ανέσπερο έτος, εκδ. α. Σταμούλη
Εκδότης: Σταμούλης Αντ.
- Φωτιάδης, Κωνσταντίνος Ε., 1948-. Πόντος : Δικαίωμα στη μνήμη / Κωνσταντίνος Φωτιάδης. - 1η έκδ. - Θεσσαλονίκη : Ζήτρος, Μίλητος, 2010
- Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, επιμέλεια: Ηλίας Δ. Μάρκου
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2004
- Μαλκίδης Θ., «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και το κεμαλικό κίνημα». Πρακτικά Συνεδρίου Στ' Πανελλήνιου Συνεδρίου για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Θεσσαλονίκη 2002
- Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Διωγμοί και Γενοκτονία του Θρακικού Ελληνισμού – Ο Πρώτος Ξεριζωμός (1908-1917), Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος, 1998.
- Αγτζίδης Βλάσης Οι ακρότητες του τουρκικού εθνικισμού: Η παρουσία των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο μέχρι την κατάκτηση της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους Τόμος: A+B
- Π. Eνεπεκίδης , Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά έγγραφα από τη Βιέννη (1908-1918). Θεσσαλονίκη 1996
- Γεωργιάδης Χ., Το αντάρτικο στη Σαμψούντα, Καβάλα, 1963.
- Bruneau M., Η διασπορά του Ποντιακού Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ηρόδοτος, 2000.
- Μίλτος Παγτζιλόγλου, Η Γενοκτονία των Ελλήνων και των Αρμενίων της Μικράς Ασίας, Αθήνα: 1988.
πηγή
Στους ποιητές, πάντως, ως πόντος κυρίως νοείται η μεγάλη και απλωτή θάλασσα, ενώ η λέξη από τους πεζογράφους στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για να δηλώσει συγκεκριμένα πελάγη. Παρά ταύτα, όμως, ορισμένες φορές ονομάζει πορθμούς, στενές θάλασσες που ενώνουν άλλες, μεγαλύτερες, π.χ. Ελλήσποντος, Ρέας Πόντος κτλ.
Στον Ηρόδοτο, ο αποθεοποιημένος Πόντος αναφέρεται με τρόπο συγκεχυμένο. Ο πατέρας της Ιστορίας γνωρίζει για παράδειγμα τον Εύξεινο, αλλά αγνοεί τον Πόντο ως το όνομα του βορειανατολικού τμήματος της Μικράς Ασίας. Σε μια περίσταση μάλιστα μνημονεύει το εσωτερικό του Πόντου, υπονοώντας το μέρος της Ευρώπης που βρέχεται από τον Εύξεινο. Πόντο επίσης ονομάζει και τη Μεσόγειο. Επιπλέον, ενώ ξέρει καλά τους λαούς της περιοχής, παρουσιάζεται να έχει λαθεμένες ιδέες τουλάχιστον για το βόρειο τμήμα του Εύξεινου, αφού μιλώντας για τη Μαιώτιδα, που την ονομάζει μητέρα του Ευξείνου, υποστηρίζει ότι είναι μεγαλύτερη απ’ αυτόν.
Ο όρος ως ο Πόντος ή απλώς ως Πόντος από τον Ε’ π.Χ. αι. αρχίζει να υπονοεί τον Εύξεινο και χρησιμοποιείται έτσι από τους Αισχύλο, Θουκυδίδη, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Αριστοτέλη κ.ά.
Ο Ξενοφώντας, όμως, είναι ο πρώτος «Ελλαδίτης» συγγραφέας που περιέρχεται την περιοχή, γνωρίζει τους λαούς της και καταγράφει συστηματικά, μαζί με την πορεία των Μυρίων, τόσο αυτούς όσο και ονόματα βουνών, ποταμών κτλ.
Έπειτα από τον Ξενοφώντα κυρίως, οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς Πόντο αποκαλούν τη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την Κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα ως το δυτικό τμήμα της Σινώπης.
Ο όρος αρχίζει να σημαίνει τη βορειοανατολική περιοχή της Μικράς Ασίας από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έπειτα. Ως τότε ο γεωγραφικός αυτός χώρος αναφερόταν συνήθως ως «Καππαδοκία η προς Πόντω». Η χρήση του πάντως γενικεύτηκε μετά την ίδρυση του βασιλείου των Μιθριδατιδών (του βασιλείου του Πόντου). Η λέξη με τη σύγχρονη σημασία της χρησιμοποιείται από τον Γ’ π.Χ. αι. κι ύστερα από πολλούς συγγραφείς (Στράβωνας, Αππιανός κ.ά.). Παρόμοια χρήση της κάνει και ο συγγραφέας της Επιστολής Πέτρου, στην Καινή Διαθήκη.
Παράγωγα ή σύνθετα της λέξης, χρησιμοποιούμενα από τους αρχαίους, είναι: το ρ. ποντίζω (Αισχύλος, Σοφοκλής κ.ά.)·, Ποντάρχης και Πόνταρχος (σε επιγραφ. της Ολβιούπολης, επίθετο του Αχιλλέα), πόντισμα (Ευριπίδης), ποντιστής (Παυσανίας), ποντοπορεύω (Οδύσσεια 277 ε), ποντοβαίνω (Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις), ποντοκράτωρ (Ορφ. Ύμν 16b), ποντόθεν (Ιλιάδα Ξ 395) κτλ. Στα τελευταία ελληνιστικά/ρωμαϊκά χρόνια, το όνομα Πόντος συνοδεύεται από τα επίθετα Γαλατικός, Καππαδοκικός, Πολεμωνιακός
Ο Πόντος στην Αρχαιότητα
Τοποθετώντας την περιοχή του Πόντου σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο κατά την αρχαιότητα, μπορούμε να τη χωρίσουμε στις εξής ιστορικές περιόδους:
Προελληνική αρχαιότητα
Σύμφωνα με πληροφορίες των Ηρόδοτου, Αισχύλου, Ξενοφώντα, καθώς και του Στράβωνα, στο εσωτερικό της ποντιακής γης ζούσαν διάφοροι γηγενείς λαοί, μερικοί από τους οποίους τα κατοπινά χρόνια εξελληνίστηκαν ή, κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, σταδιακά εκχριστιανίστηκαν. Από τους λαούς αυτούς γνωστοί στους Έλληνες υπήρξαν οι Κόλχοι ή Λαζοί, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Λαζίας, ανατολικά της Τραπεζούντας, και είχαν πάρει το όνομά τους από τον απόγονο του Αιήτη, Κόλχο. Διακρίνονταν δε, σε πολλές φυλές όπως Μαχελόνες, Ζυνδρείτες, Άψιλες, (Αψίλιους), Αβασγούς κ.ά. και, κατά τους Ηρόδοτο και Διόδωρο Σικελιώτη, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής, υπολείμματα των στρατευμάτων του Αιγυπτίου βασιλιά Σέσωστρη, που είχε εκστρατεύσει στον Πόντο.
Άλλοι ντόπιοι λαοί υπήρξαν οι Λευκόσυροι, που θεωρούνταν άποικοι των Ασσυρίων και κατοικούσαν κυρίως στην Καππαδοκία, σε μια περιοχή που εκτεινόταν μεταξύ του Άλυ και του Ίρη ποταμού. Τμήμα των εδαφών γύρω από τη Χαλδία κατοικήθηκε από τους Χαλδαίους της Μεσοποταμίας, οι οποίοι αργότερα στον Όμηρο συναντώνται ως Χάλυβες ή Χάλδοι (κύρια απασχόλησή τους ήταν η μεταλλουργία), και αναφέρεται ότι μετακινήθηκαν στα δυτικά μέρη της Κολχίδας, δημιουργώντας περιοχές που η ονομασία τους παρέμεινε και πολύ αργότερα, όπως τα Κοτύωρα και η Κερασούντα.
Στο εσωτερικό του Πόντου κατοικούσαν επίσης και άλλα ιθαγενή φύλα, όπως οι Μοσσύνοικοι, των οποίων η περιοχή εκτεινόταν από την Κερασούντα ως την Τρίπολη, οι Δρίλες, που εντοπίζονται νότια της Τραπεζούντας και θεωρούνταν γενναίοι, οι γειτονικοί Μάκρωνες ή Μακροκέφαλοι, που συναντώνται επίσης και ως Σάννοι ή Τζάνοι, ενώ προς την ανατολική πλευρά αναφέρονται οι Κερκίτες και οι Ταόχοι. Στην περιοχή γύρω από το Φάση ποταμό κατοικούσαν οι Φασιανοί, ενώ ως κάτοικοι του Πόντου αναφέρονται ακόμη οι Σάσπειρες, οι Βέχειροι, οι Βυζήρες, όπως και οι Κίσσιοι, οι Τιβαρηνοί και οι Παφλαγόνες, των οποίων η περιοχή, ενώ αρχικά βρισκόταν ανάμεσα στη Βιθυνία και τη Γαλατία, κατά τη βυζαντινή περίοδο συμπεριλήφθηκε στον Πόντο. Γεγονός παραμένει ότι όλα αυτά τα ντόπια φύλα γνώρισαν την ασσυριακή και στη συνέχεια την περσική κατάκτηση (6ος αι. π.Χ.), χωρίς να αναπτύξουν καμιά εσωτερική ενότητα μεταξύ τους, διατηρώντας ξεχωριστή το καθένα θρησκεία, γλώσσα και συνήθειες.
Ο ελληνικός αποικισμός
Η πρώτη επαφή του ελληνικού στοιχείου με την περιοχή του Πόντου συνδέεται με την αχλύ του μύθου, αφού επιβεβαιώνεται από τις μυθικές παραδόσεις του χρυσόμαλλου δέρατος που, κατά την παράδοση, βρισκόταν στην παραλιακή περιοχή του Εύξεινου Πόντου, Κολχίδα, και του ταξιδιού των Αργοναυτών. Σύμφωνα με τις σωζόμενες γραπτές μαρτυρίες του Πίνδαρου, των «Αργοναυτικών» των Απολλώνιου Ρόδιου, του Βαλέριου Φλάκκου και του Απολλόδωρου, η αργοναυτική εκστρατεία οργανώθηκε από τον Ιάσονα, γιο του εκτοπισμένου βασιλιά της Ιωλκού, Αίσονα, τον οποίο ακολούθησαν πολλοί μυθικοί ήρωες και αρκετοί Μινύες, λαός με ποντιακές ρίζες καταγωγής και αξιοθαύμαστη ικανότητα στις εμπορικές συναλλαγές. Οι Αργοναύτες έπειτα από πολυάριθμες περιπέτειες στα παράλια του Αιγαίου και αφού πέρασαν από τη γυναικοκρατούμενη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, την Κύζικο, τη Μυσία, τη Θράκη, τις Συμπληγάδες Πέτρες, έφτασαν στην ποντιακή Κολχίδα. όπου βρήκαν ισχυρή υποστήριξη από την Κόρη του βασιλιά Αιήτη, Μήδεια, η οποία μέσω των εντυπωσιακών γνώσεών της για τη χρησιμοποίηση φαρμάκων και μαγικών βοτάνων (σύμφωνα με άλλες παραλλαγές της μυθικής αφήγησης, η Μήδεια είχε μαγικές ικανότητες), βοήθησε τον Ιάσονα να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας και τελικά τον ακολούθησε στο ταξίδι της επιστροφής στην Ιωλκό, αφού τον παντρεύτηκε.
Αργοναύτες |
Η Αθηνά και δεξιά ο Άργος κατασκευάζουν την Αργώ.
Αρχαίο ελληνικό ανάγλυφο.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πότε ιδρύθηκαν οι ελληνικές αποικίες στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου, αλλά γενικά αποδεκτή είναι η εποχή γύρω στα μέσα του 8ου-αρχές 7ου αι. π.Χ.· ως αιτία της ίδρυσής τους υποστηρίζεται η αναζήτηση στην περιοχή του Πόντου αλιευτικών και γεωργικών προϊόντων, καθώς και το πλούσιο σε μεταλλεύματα υπέδαφος.Αρχαίο ελληνικό ανάγλυφο.
Η Σινώπη, η Αμισός και η Τραπεζούς, σύμφωνα με τις γραπτές (πλην όμως αντικρουόμενες) πηγές, αποικίστηκαν στα μέσα του Η’ αι. κυρίως από τους Μιλήσιους, αν και οι σχετικές πληροφορίες δεν επιβεβαιώθηκαν από αρχαιολογικά δεδομένα. Για παράδειγμα, τα αρχαιότερα ελληνικά αγγεία της Σινώπης χρονολογούνται μόλις στα 600 π.Χ.
Στους Μιλήσιους εκτός αυτών των πόλεων, αποδίδεται και ο εποικισμός της Άμαστρης-Τιείου, στους Μεγαρείς ο αποικισμός της Ποντικής Ηράκλειας (ή στους Μιλήσιους), ενώ κατ’ άλλες πηγές η Αμισός αποικίστηκε από τους Φωκαείς.
Ίσως η έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων, που να επιβεβαιώνουν την ίδρυση αυτών των αποικιών να οφείλεται στο ότι αρχικά όλες τούτες οι αποικίες θα ήταν απλά εμπορεία (αποικίες εκμεταλλεύσεως/εμπορικοί σταθμοί), που κατά το χρόνο μετέβαλλαν το χαρακτήρα τους και έγιναν ολοκληρωμένες πόλεις. Ίσως, πάλι, οι αρχικοί άποικοι να περιορίζονταν αποκλειστικά στα όρια των εμπορείων/πολισμάτων, πράγμα που βεβαιωμένα συνέβαινε σε ορισμένες απ’ αυτές, π.χ. στη Φάσιδα ως ιδρυτής της οποίας φέρεται ο Μιλήσιος Θεμισταγόρας, περί το 570 π.Χ..
Από την άλλη, όμως, είναι παράλογο να υποθέτουμε ότι οι Μιλήσιοι περίμεναν ως το 657 π.Χ. — χρονιά που ιδρύθηκε η Ίστρια — για να περάσουν το Βόσπορο και να εμπορευτούν με τους γηγενείς λαούς, που κατοικούσαν τα παράλια του Ευξείνου. Άλλωστε οι σχετικοί μύθοι επιβεβαιώνουν την αρχαιότατη επικοινωνία των Ελλήνων μ αυτή την πλευρά του κόσμου.
Τα ελληνικά πλοία, αφού περνούσαν τις Κυανές ή Πλαγκτές Πέτρες ή απλώς Συμπληγάδες — τους ύφαλους που και σήμερα φανερώνονται, όταν τραβιούνται τα νερά, 30 χλμ. βορειότερα από το Βυζάντιο/Κωνσταντινούπολη — ταξίδευαν κατά μήκος των ακτών του Πόντου φτάνοντας ως τη σημερινή Δυτική Γεωργία. Ο τρόπος που ποντοπορούσαν σχετίζεται άμεσα με την ίδρυση των αποικιών: Πήγαιναν πάντα κοντά στις ακτές, κάποτε σταματούσαν να πάρουν νερό και να μαγειρέψουν και άμα τους άρεσε ο τόπος, έχτιζαν σ’ αυτόν το εμπορείο/αποικία.
Οι λόγοι που ώθησαν προς τον Πόντο τους πρώτους αποικιστές και τις μητροπόλεις τους ήταν καθαρά οικονομικοί. Από την περιοχή έφερναν στην κυρίως Ελλάδα σίδηρο, χαλκό, άργυρο, χρυσό, αλάτι, αλίπαστα, κιννάβαρι, μίλτο, λινάρι, ξυλεία, κατάλληλη για ναυπήγηση, σιτηρά, δέρματα, μαλλί, κερί, μέλι, ζώα και δούλους. Τουλάχιστον τον Η’ και τον Ζ’ αιώνα, όμως, το κυρίως ζητούμενο από τους Έλληνες στις περιοχές αυτές ήταν τα μέταλλα.
Οι Μεγαρείς που ίδρυσαν στη θέση ενός παλαιότερου φοινικικού εμπορείου, περί το 560 π.Χ., την Ηράκλεια Ποντική γνώριζαν καλά ότι οι αυτόχθονες της περιοχής διεκδικούσαν τα ορυχεία σιδήρου του ποταμού Σαγγάριου από τους δυτικούς γείτονές τους. Άλλωστε στα βορειοανατολικά της πόλης τους βρίσκονταν ορυχεία γαιανθράκων (στο σημερινό Ζουγκουλντάκ), ενός υλικού που ήταν απαραίτητο για την τήξη του σιδήρου. Οι άποικοι βέβαια δεν ασχολήθηκαν με την εξόρυξη και την κατεργασία των μεταλλευμάτων, μόνο με το εμπόριό τους και όχι αποκλειστικά μ’ αυτό. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα ορισμένοι ωθήθηκαν από άλλα κίνητρα. Τους Σινωπείς, που απώθησαν, υπέταξαν ή αντικατέστησαν τους πρώτους κάτοικους της περιοχής και της πόλης τους, τους Λευκόσυρους, απασχόλησε περισσότερο η αλιεία, και η νέα πατρίδα τους έγινε γνωστή για τους περίφημους ψαρότοπους που διέθετε.
Πάντως, οι ιστορικοί που ασχολούνται με τη μεταλλουργία πείθονται, όσο περνάει ο καιρός, ότι η επεξεργασία του σιδήρου και σφυρηλάτηση του ξεκίνησαν λίγο νοτιότερα από την Τραπεζούντα, στην Περιοχή των Χαλύβων, σε ένα χώρο που ελέγχονταν απόλυτα από τους Χετταίους. Η αλληλογραφία των Χετταίων βασιλέων άλλωστε με τους αδελφούς τους της Αιγύπτου (τους Φαραώ) είναι ενδεικτική.
Η αναφορά από τον Όμηρο της μυθικής Αλύβης ως αργύρου γενέθλης αποτελεί εξάλλου ισχυρή ένδειξη ότι οι Έλληνες της γεωμετρικής εποχής ήξεραν που είχε γεννηθεί η τέχνη της επεξεργασίας του ασημιού. Και σήμερα ακόμη στην ενδοχώρα του Πόντου λειτουργούν ή υπολειτουργούν μια σειρά αρχαία ορυχεία, όπως της Μερζιφούντας, της Νεοκαισάρειας, της Κολώνειας, της Παϊπούρτης κτλ., ενώ στην Καισάρεια της Καππαδοκίας οι Τούρκοι εκμεταλλεύονται τα απόβλητα των αρχαίων ορυχείων.
Εκτός, όμως, από το σίδηρο και τον άργυρο, η περιοχή πρόσφερε και χαλκό, κασσίτερο και χρυσάφι. Το χρυσόμαλλο δέρας εξάλλου θα έλκυσε πολλούς στην Κολχίδα, όπου ως πριν από λίγο καιρό οι ντόπιοι στην περιοχή του Καυκάσου μάζευαν τη χρυσόσκονη από τους ποταμούς με προβιές, τις οποίες στη συνέχεια έκαιγαν για να πάρουν καθαρό το χρυσάφι.
Πάντως, οι ελληνικές αποικίες του Πόντου προόδεψαν πολύ γρήγορα, πλούτισαν και με τη σειρά τους ίδρυσαν και κείνες νέες αποικίες/πόλεις. Έτσι, η Σινώπη δέκα μόλις χρόνια μετά την ίδρυσή της, εμφανίζεται να ιδρύει την Τραπεζούντα και αμέσως αργότερα την Κερασούντα και τα Κοτύωρα, ενώ η Ηράκλεια στήνει τη δική της αποικία, Κάλλατη, στις ευρωπαϊκές ακτές του Ευξείνου.
Αρχαίο νόμισμα Σινώπης
Εικονίζει αετό πάνω σε δελφίνι.
Νομισματικό Μουσείο, 5.– 4. αι. π.Χ.
Οι άποικοι, φεύγοντας από τη Μίλητο ή τα Μέγαρα, όπως και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, έπαιρναν το ιερό πυρ από την εστία της μητρόπολης, και με επικεφαλής τους τον οικιστή, έναν πολίτη ευγενούς καταγωγής, δημιουργούσαν την καινούρια πόλη, δίχως να αποκοπούν από τη μητρόπολή τους, βέβαια. Τις σχέσεις αποικίας-μητρόπολης ρύθμιζαν πάντα ορισμένες συμβάσεις/συνθήκες. Για την Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα και την Κερασούντα, όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφών (Κύρου Ανάβασις), η Σινώπη όριζε αρμοστές και ορισμένες φορές επέβαλλε φόρους. Στα εσωτερικά των αποικιών της, όμως, δεν πρέπει να επενέβαινε άμεσα. Η επέμβασή της γινόταν μόνο σε περιστάσεις διχοστασίας ανάμεσα στους πολίτες της αποικίας ή σε περιπτώσεις που εξωτερικοί παράγοντες απειλούσαν τις νέες πόλεις, όπως π.χ. η έλευση των μυρίων στην Τραπεζούντα.Η Τραπεζούντα, η σημαντικότερη αποικία της Σινώπης, σε διάστημα τριών χιλιετηρίδων έγινε η ονομαστότερη πόλη του Πόντου, διατηρώντας σε υψηλούς αριθμούς τον πληθυσμό της και σε υψηλά επίπεδα την πολιτική της ακμή και το εμπόριό της, καθιστάμενη, έτσι, μητρόπολη της όλης περιοχής του Ευξείνου. Σύμφωνα με το Χρονικό του Ευσέβιου, η ίδρυση της πόλης της Τραπεζούντας τοποθετείται χρονικά στο 756 π.Χ.. δηλ. λίγο πριν από την ίδρυση της Ρώμης και 100 χρόνια πριν από την ίδρυση του Βυζαντίου. Ως οικιστής της αναφέρεται ο Άσκρης, πιθανόν Μιλήσιος ευγενής, ενώ πήρε την ονομασία της από τους τραπεζοειδείς λόφους που την περιστοίχιζαν.
Προς την κατεύθυνση των βορειοανατολικών παραλίων του Εύξεινου Πόντου συναντάμε και άλλες ελληνικές αποικίες, όπως τη Φάση, τη Διοσκουριάδα, το Παντικάπαιο (Κερτς), τη Θεοδοσία (Καφφα), τη Φαναγόρεια, την Τάναϊ, την Οδησσό και την Ολβία, καθώς και στη δυτική πλευρά του Πόντου την Αγχίαλο και την Απολλωνία (Σωζόπολη), οι περισσότερες από τις οποίες ήταν αποικίες των Μιλησίων. Έτσι ο Εύξεινος Πόντος απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα κινώντας το εισαγωγικό εμπόριο της Ελλάδας κατά τους κλασικούς και τους μεταγενέστερους χρόνους, κυρίως σε είδη ξυλείας και σιτηρών, αλλά ακόμα και δούλων, κυρίως Σκυθών.
Στις νέες πατρίδες τους, οι άποικοι ζούσαν, με εξαίρεση τις εμπορικές επαφές με τους περιοίκους, σε απομόνωση. Οι «βάρβαροι», Τιβαρηνοί, Μοσσύνοικοι, Μαριανδυνοί κ.ά. είχαν ήθη και έθιμα, συνήθειες διαφορετικές από τους Έλληνες. Το μητριαρχικό καθεστώς τους, οι γαμικές επιμειξίες τους θα προκαλούσαν την έντονη αντίθεση των αποίκων, που προτιμούσαν από το συγχρωτισμό την απομόνωση στα περιτειχισμένα πολίσματά τους. Μόνο πολύ αργότερα, την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν εξελληνίστηκε η Ασία, πρέπει οι Ποντικοί Έλληνες να ήρθαν σε στενότερη επαφή με τους ντόπιους. Πάντως ως τα τέλη του 5ου π.Χ. αι. τους βλέπουμε — δύο και πλέον αιώνες μετά την ίδρυση των αποικιών — να έχουν μόνο περιορισμένες επαφές με τους αλλόφυλους της ενδοχώρας.
Η κυριαρχία των Περσών
Μετά την κατάλυση του μηδικού κράτους από τον Κύρο των Περσών, ο Πόντος θα περάσει στην κηδεμονία της Περσίας, χωρίς να γνωρίσει τους καταστροφικούς πολέμους της περσικής επέκτασης. Οι πόλεις, κυρίως της μικρασιατικής παραλίας μέχρι την Κολχίδα, επί περσικής επικυριαρχίας, υπάγονταν στο μέγα βασιλέα, ενώ διατηρούσαν παράλληλα εσωτερική αυτονομία. Επί της δυναστείας των Αχαιμενιδών, οι πόλεις της ανατολικής μικρασιατικής παραλίας υπάγονταν στην ίδια σατραπεία, αλλά η κυριαρχία τους ήταν περισσότερο τυπική, διότι επί Ξενοφώντα πολλές από τις γειτονικές φυλές ήταν σχεδόν ανεξάρτητες και πολεμούσαν συχνά τις ελληνικές πόλεις. Οι Πέρσες αυτονομούν επίσης τον Πόντο από την οικονομική ζωή του Αιγαίου, δημιουργώντας την εμπορική οδό από την Έφεσο ως τα Σούσα, μέσω της οποίας οι μεταφορές γίνονταν δια ξηράς, λόγω περισσότερης ασφάλειας και συντομίας, αφού τα προϊόντα διοχετεύονταν κατευθείαν στη μεγάλη αγορά της Μεσοποταμίας. Σύμφωνα δε με τον Ξενοφώντα και τον Ηρόδοτο, η Τραπεζούντα και η γύρω από αυτήν περιοχή δεν είχαν γνωρίσει τον περσικό ζυγό, λόγω του ότι οι Κόλχοι και οι Χαλδαίοι είχαν παραμείνει αυτόνομοι, αφού ο Δαρείος ασχολήθηκε περισσότερο με τον ελληνικό χώρο, ο Κύρος νικήθηκε στο μέτωπο των σκυθικών χωρών και ο Καμβύσης στράφηκε κυρίως στην Αίγυπτο και την Αραβία.
Σημαντικές πληροφορίες για τις ελληνικές πόλεις του Πόντου, κατά τη διάρκεια της περσικής επικυριαρχίας, αποκομίζονται από έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις», όπου περιγράφεται η Κάθοδος των Μυρίων (401-400 π.Χ.), των Ελλήνων δηλαδή στρατιωτών που πολέμησαν ως μισθοφόροι στο πλευρό του Κύρου εναντίον του αδελφού του, Αρταξέρξη. Μετά τη συμπλοκή όμως των δύο αδελφών και το θάνατο του Κύρου, οι Έλληνες βρέθηκαν μόνοι στο εσωτερικό της εχθρικής χώρας προσπαθώντας με τεράστιες δυσκολίες να φτάσουν στα ελληνικά εδάφη. Όταν από το όρος Θήχης αντίκρισαν τη θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), ένιωσαν ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Στο έργο αναφέρεται η άφιξη τους στην Τραπεζούντα (401 π.Χ.) η οποία ήταν υποτελής στη μητρική πόλη Σινώπη, καθώς και η βοήθεια όλων των άλλων Ελλήνων κατοίκων των παράλιων αποικιών του Εύξεινου Πόντου — Κερασούντας, Κοτυώρων, Σινώπης, Ηράκλειας— για να διεκπεραιωθούν στη Θράκη.
Η εποχή του Μ. Αλεξάνδρου
Κατά την εποχή ανάμεσα στο πέρασμα του Ξενοφώντα μέχρι την κοσμοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα και όλες οι ελληνικές αποικιακές πόλεις του Ευξείνου απόλαυσαν περιόδου ειρήνης και ευημερίας, επεκτεινόμενες επίσης όχι μόνο στα παράλια μέρη, αλλά και προς το εσωτερικό της περιοχής, εξελληνίζοντας συνέχεια όλο και περισσότερα φύλα. Με αυτό τον τρόπο ενισχύθηκαν και ανακάλυψαν νέες πηγές πλούτου, όπως άργυρο, χαλκό και σίδηρο, μέταλλα που βρίσκονταν ακόμα και στις δασώδεις και ορεινές περιοχές. Ως εξελληνισμένες περιοχές κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια. Την ίδια περίοδο η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Αμισός και η Σινώπη βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο εμπορικής και πολιτικής δύναμης όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πολυάριθμα νομίσματα, έχοντας παράλληλα απόλυτη αυτονομία και ανεξαρτησία. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Μ. Αλέξανδρος επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα στην πόλη Αμισό, που το είχε στερηθεί επί Περσοκρατίας. Με λίγα λόγια, η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν σε όλες τις αποικίες και, μέσω των στενών του Ελλησπόντου, θα ανοίξουν δρόμους για εμπορικές συναλλαγές, μεγαλώνοντας έτσι την οικονομική και πολιτιστική αίγλη των ελληνικών ποντιακών πόλεων.
Οι πόλεις του Πόντου
Την εποχή του Στράβωνα (μέσα του Α’ π.Χ. - μέσα του Α’ μ.Χ.) στην Περιοχή του Πόντου υπήρχαν οι εξής περιοχές και πόλεις:
Από τον Ελλήσποντο με κατεύθυνση την Κολχίδα, η Ποντοηράκλεια στην περιοχή των Μαριανδυνών, κοντά στους ποταμούς Ψίλλι, Κάλπα και Σαγγάριο. το Τίειον. η Άμαστρις, που συνοικίστηκε από 4 άλλες προϋπάρχουσες πόλεις, τη Σήσαμο, την Κρώμνη, την Κύτωρο και το Τίειον (η τελευταία σύντομα επαναστάτησε και αποσχίσθηκε από την ενωμένη πόλη, η Σήσαμος ήταν η ακρόπολις της Άμαστρης και η Κύτωρος ή το Κύτωρον υπήρξε σε παλαιότερους από του Στράβωνα χρόνους εμπορικός σταθμός των Σινωπέων). ο Αιγιαλός, κωμόπολη που βρισκόταν σε ομώνυμη μ’ αυτήν παραλία. η Κίνωλις και η Αντικίνωλις, η Αβωνότειχος/Αβώνων Τείχος. η Αρμένη (ανήκε στους Σινωπείς και διέθετε λιμάνι. Μετά την Αρμένη ήταν η Σινώπη, και η περιοχή από την πόλη ως τις εκβολές του Άλυ ονομαζόταν Σινωπίτις.
Μετά τις εκβολές του Άλυ ακολουθούσε η Γαζηλωνίτις, περιοχή ιδιαίτερα εύφορη, εκτεινόμενη ως τη Σαραμηνή, και ύστερα η Αμισός. Στην πόλη αυτή ανήκε η πεδιάδα της Θεμίσκυρας, το των Αμαζόνων οικητήριον, και η Σιδηνή. Στο εσωτερικό αυτών των Περιοχών βρίσκονταν η Φανάροια, η περιοχή της Αμάσειας και η Δαζιμωνίτις. Στη Σιδηνή υπήρχαν η Σίδη, πόλη που έδωσε το όνομά της και στην περιοχή, η Χάβακα και η Φάβδα. Ακολουθούσαν πρώτα η Φαρνακία, πόλη οχυρή, και μετά το ακρωτήριο Γενήτης τα Κοτύωρα, από τα οποία συνοικίστηκε η Φαρνακία. Στη συνέχεια υπήρχαν η Ισχόπολις, η Κερασούς και η Ερμώνασσα. Κοντά στην Ερμώνασσα ήταν και η Τραπεζούς, συνέχεια της οποίας αποτελούσε η Κολχίδα. Προς την πλευρά της Μεγάλης Αρμενίας βρίσκονταν οι οικισμοί/φρούρια Ύδαρα, Σινορία και Βισγοιδάριζα.
Στην Ακιλισηνή, κοντά στον Ευφράτη υπήρχαν οι πόλεις Δάστειρα πλάι στον ποταμό και η Νικόπολις, στη Μικρή Αρμενία. Σε μικρή απόσταση από τη συμβολή των ποταμών Λύκου και Ίρη ήταν η Ευπατορία, που ο Πομπήιος όταν την κατέλαβε τη μετονόμασε Μαγνόπολη. Στις υπώρειες του Παρυάδρη, σε απόσταση 150 σταδίων από τη Μαγνόπολη, βρίσκονταν τα Κάβειρα, που ο Πομπήιος τα ονόμασε Διόσπολη και στη συνέχεια άλλαξαν ξανά όνομα και λέγονταν Σεβαστή,από την Πυθοδωρίδα. Κοντά τους ήταν επίσης το Καινόν Χωρίον, φυσικώς οχυρός βράχος, εφοδιασμένος με μια πηγή, που τον περιέκλειαν ισχυρά τείχη.
Πλάι στα Κάβειρα βρισκόταν η Αμερία, μια κωμόπολη στην οποία υπήρχε και Ιερό του Μηνός Φαρνάκου. Λίγο ψηλότερα από τη Φανάροια ήταν τα Ποντικά Κόμανα και ακολουθούσε η Ζηλίτις, όπου υπήρχε η πόλη Ζήλα με ιερό της Αναΐτιδος. Μετά τη χώρα των Αμισηνών, προς τον Άλυ, υπήρχε η Φαζημωνίτις, που ο Πομπήιος τη μετονόμασε Νεαπολίτιδα. Εδώ, υπήρχε το χωριό Φαζημών, που αυτός το έκανε πόλη και αποκάλεσε Νεάπολη το πόλισμα και Νεαπολίτιδα την περιοχή.
Κάτω από τη Γαζηλωνίτιδα και την περιοχή του Άλυ, ήταν η χώρα των Αμασέων και σε βαθύ φαράγγι, από το οποίο περνούσε ο ποταμός Ίρης, βρισκόταν η Αμάσεια. Εκτός του Άλυ ποταμού και σε συνέχεια με την περιοχή των Σινωπέων βρίσκονταν η Βλαηνή και η Δομανίτις, όπου είχε χτιστεί η Πομπηιούπολις.
Οι ποντιακές αποικίες της Μιλήτου και των άλλων ελληνικών πόλεων είχαν μια στενή σύνδεση με τη μητέρα πόλη (μητρόπολη), αλλά διατηρούσαν εν πολλοίς την ανεξαρτησία τους ενεργώντας ως αυτοτελή κράτη. Στον οικονομικό τομέα, συνεργάζονταν πρώτιστα με τη μητρόπολη, αλλά και με άλλες πόλεις, αν το δεύτερο κρινόταν συμφερότερο. Ο Ξενοφών πάντως μας γνωστοποιεί ότι η Σινώπη, μητρόπολη της Τραπεζούντας, της Κερασούντας και των Κοτυώρων, έστελνε στις πόλεις αυτές έναν αρμοστή, κατά το σπαρτιατικό έθος μάλλον, και αφήνει να εννοηθεί ότι επέβαλλε ένα είδος ορολογίας στους αποίκους της.
Η μητρόπολη μπορούσε να υπερασπιστεί μια αποικία της, να την εκπροσωπήσει σε μια περίσταση, να παρέμβει για λογαριασμό των πολιτών της. Μπορούσε ακόμη να στείλει πρέσβεις, σε διάφορες περιπτώσεις, για να εξετάσουν επιτόπου κάποιο έκτακτο θέμα. Η πόλη-αποικία διοικούνταν σύμφωνα με το πολίτευμα της μητέρας πόλης, με το λαό της διαιρεμένο σε φυλές ανάλογες μ’ αυτές της μητρόπολης. Έτσι, για την Αμισό γνωρίζουμε ότι έπειτα από τον εποικισμό της από τους Αθηναίους και τη μετονομασία της σε Πειραιά, ο δήμος της χωρίστηκε σε 10 φυλές, κατά μίμηση των κρατούντων στην Αθήνα. Μάλιστα, μία από αυτές τις φυλές στα ρωμαϊκά χρόνια ονομαζόταν Σεβαστη(ε)ίς, προφανώς προς τιμήν του Αυγούστου/Σεβαστού. Αλλά και σε γενικές γραμμές το πολίτευμά της αποτελούσε μίμηση του αθηναϊκού, και αυτό τεκμαίρεται από επιγραφικά μνημεία, στα οποία αναφέρονται διάφορα αξιώματα ανάλογα με των αρχόντων της αθηναϊκής πολιτείας, όπως π.χ. αυτό του άρχοντος βασιλέως.
Εκτός από το δημοκρατικό πολίτευμα, ωστόσο, ορισμένες πόλεις γνώρισαν κατά καιρούς και την ολιγαρχία ή την τυραννίδα.
Το πρώτο ήμισυ του 4ου π.Χ. αι., η Ποντοηράκλεια κυβερνούνταν από τους ολιγαρχικούς και μόλις 600 πολίτες της είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η ολιγαρχική αυτή κυβέρνηση για να διατηρήσει υπό την εξουσία της την πόλη, όπου τα αδικούμενα κοινωνικά στρώματα ετοιμάζονταν να στασιάσουν, ζήτησε τη βοήθεια ενός εξόριστου εξέχοντος πολίτη της, του Κλέαρχου, ο οποίος εντέλει ανέτρεψε το ολιγαρχικό πολίτευμα για να εγκαθιδρύσει ένα προσωποπαγές καθεστώς που διατηρήθηκε επί 80 χρόνια, και μετά το θάνατό του (περίπου 352 π.Χ.), μια και στην εξουσία τον διαδέχτηκαν πρώτα ο αδελφός του Σάτυρος (352-345 π.Χ.) και έπειτα ο γιος του Τιμόθεος (345-347, περίπου). Νωρίτερα, την τυραννίδα είχε γνωρίσει και η Σινώπη, με τον Τιμησίλεω, την εξουσία του οποίου είχε ανατρέψει ο Αθηναίος στρατηγός Αθηνοκλής (444 π.Χ.), εγκαθιστώντας παράλληλα και 600 Αθηναίους αποίκους στην Περιοχή και υπάγοντάς την υπό την επιρροή των Αθηναίων.
Η Ηράκλεια πάντως και αργότερα τυραννοκρατείται από το Διονύσιο, με τον οποίο πάντρεψε την Περσίδα σύζυγό του, Άμαστρη, ο Κρατερός, όταν τη διαζεύχτηκε. Μετά το θάνατο του Διονύσιου, η Άμαστρη παντρεύτηκε το Λυσίμαχο, βασιλιά της Θράκης. Διαζευγμένη για τρίτη φορά απ’ αυτόν ίδρυσε ομώνυμή της πόλη, στην οποία βασίλευσε, διατηρώντας όμως υπό την εξουσία της και την Ηράκλεια. Θανατώθηκε αργότερα, από τα παιδιά της, Οξυάθρη και Κλέαρχο (γιους από το γάμο της με το Διονύσιο).
Νωρίτερα, λίγο μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη, η Σινώπη και η Αμισός περιήλθαν στο περσικό κράτος. Όμως η επικυριαρχία των Περσών ήταν μάλλον επιφανειακή, αφού και οι δύο ελληνικές πόλεις διατήρησαν την αυτονομία τους.
Όταν δημιουργείται το βασίλειο των Μιθριδατών, οι πόλεις του Πόντου ενσωματώνονται σ’ αυτό, διατηρώντας ωστόσο ονομαστικά την αυτοτέλειά τους ή κάποια ανεξαρτησία.
Χάρτης από τη γαλλική έκδοση των Γεωγραφικών του Στράβωνος 1823.
Με κόκκινο σημειώνεται το Μιθριδατικό Βασίλειο του Πόντου
την εποχή του Μιθριδάτη ΣΤ' του Ευπάτορος (1ος αιων. π.Χ.)
Το Βασίλειο του ΠόντουΤο Βασίλειο του Πόντου ή Ποντικό Βασίλειο ιδρύθηκε το 281 π.Χ. περίπου από το Μιθριδάτη Α ́ στα Κιμιατά της Παφλαγονίας. Ο Φαρνάκης Α ́ προσάρτησε την περιοχή της Σινώπης στο βασίλειο, ενώ επέκτεινε τη διπλωματική του επιρροή στις ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Με το θάνατο του Μιθριδάτη Ε ́ το βασίλειο εκτεινόταν από τις περιοχές της Παφλαγονίας δυτικά του ποταμού Άλυος έως την Αμάστριδα. Το Ποντικό Βασίλειο είχε ανοδική πορεία έως το 63 π.Χ., οπότε και πέθανε ο τελευταίος βασιλιάς 1 του, ο Μιθριδάτης ΣΤ ́, ο οποίος είχε προσαρτήσει τις εκτάσεις από την Ηράκλεια έως τη Διοσκουριάδα, με αποτέλεσμα το βασίλειο να περιλαμβάνει περιοχές της Βιθυνίας, Παφλαγονίας, Καππαδοκίας, Γαλατίας, Κολχίδας και Μικράς Αρμενίας. Πρωτεύουσες του βασιλείου υπήρξαν η Αμάσεια μέχρι το 183 π.Χ. και έπειτα η Σινώπη έως το 63 π.Χ.
Μιθριδάτης ΣΤ'
ΟνομασίαΗ εκάστοτε επικράτεια των Μιθριδατών, στη διάρκεια των δύο αιώνων ζωής της (281-63 π.Χ.), δεν ονομάστηκε ποτέ Βασίλειο του Πόντου. Οι τίτλοι των Μιθριδατών δεν είχαν εδαφικές αναφορές. Νομίσματα της περιοχής αναφέρονται στο βασιλιά που τα εξέδωσε (βασιλέως Μιθριδάτου, Φαρνάκου κτλ.) και όχι στον ηγεμόνα μιας περιοχής. Ο όρος είναι μεταγενέστερος και παρουσιάστηκε μετά το θάνατο του Μιθριδάτη ΣΤ ́ σε κείμενα της Ρωμαϊκής περιόδου. Η ίδρυση της ποντικής (ρωμαϊκής) λεγεώνας (legio Pontica) και του ποντικού (ρωμαϊκού) στόλου (classis Pontica) το 47 π.Χ., καθώς και η χρησιμοποίηση του επιθέτου Ποντικός με εθνική σημασία ανάλογη του Ρωμαίος, βοήθησαν στην αναδρομική επιβολή του Ποντικός σε οτιδήποτε συσχετιζόταν με την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή του Πόντου. Έτσι, από τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. έως τη σύγχρονη εποχή η μιθριδατική δυναστεία είναι γνωστή ως οι βασιλείς του Πόντου και η επικράτειά τους ως το βασίλειο του Πόντου.
Ιστορικό πλαίσιο της ίδρυσης
Είναι πιθανό η ίδρυση του Ποντικού Βασιλείου να προήλθε από μια εθνικιστική αντίδραση. Ο Μιθριδάτης Α ́ ίσως να ίδρυσε το βασίλειο στην προσπάθειά του να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Αντίγονο Α ́ (323-301 π.Χ.) της δυναστείας των Σελευκιδών, ώστε να διασώσει την εθνική και πολιτιστική του ταυτότητα ως Πέρσης ευγενής. Το γεγονός όμως ότι δεν αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς αμέσως μόλις εγκατέλειψε τον Αντίγονο, 302-301 π.Χ. υποδηλώνει ότι ίσως να ήθελε να δημιουργήσει μια ημιαυτόνομη επικράτεια υπό τον έλεγχο των Σελευκιδών, παρόμοια με τις περσικές σατραπείες. Έχοντας όμως στρατιωτική δύναμη, ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά εγκαθιστώντας κληρονομική μοναρχία στην περιοχή που είχε υπό τον έλεγχό του, το αρχικό Βασίλειο του Πόντου. Και οι δύο πιθανές εξηγήσεις υποδηλώνουν την περσική επιρροή στην ημιαπομονωμένη βόρεια Μικρά Ασία.
Κοινωνία – Πολιτισμός
Η διοικητική και στρατιωτική οργάνωση της επικράτειας, καθώς και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατοίκων (Ελλήνων, Περσών και γηγενών ), φανερώνουν ότι το Ποντικό Βασίλειο δέχτηκε ελληνικές, ελληνιστικές και περσικές επιρροές. Τα σημαντικότερα πολιτιστικά και εμπορικά κέντρα του βασιλείου ήταν οι παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις Ηράκλεια, Σινώπη, Αμισός κτλ. η Αμάσεια και οι πόλεις - ιερά Ζέλα, Ποντικά Κόμμανα κτλ. Αν και το Βασίλειο του Πόντου διατήρησε την περσική κοινωνική οργάνωση, οι Μιθριδάτες έθεσαν τις βάσεις για τον εξελληνισμό της ενδοχώρας. Περσικές επιρροές που παρατηρούνται σήμερα στην ποντιακή γλώσσα και ομοιότητες μεταξύ της παραδοσιακής ποντιακής μουσικής και της ανάλογης περσικής πιθανόν να έχουν τις ρίζες τους στις πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ των κατοίκων του Βασιλείου του Πόντου. Οι πολιτιστικές ζυμώσεις που συντελέστηκαν στον πληθυσμό της περιοχής κατά το διάστημα 281- 63 π.Χ. έθεσαν τις βάσεις της ποντικής - ποντιακής ταυτότητας.
Διοίκηση
Οι Μιθριδάτες εφάρμοζαν την αρχή ότι ο λόγος του βασιλιά ήταν νόμος, όλοι ήταν υπήκοοί του και μόνο αυτός μπορούσε να δώσει ή να αφαιρέσει προνόμια από άτομα και ομάδες. Οι Μιθριδάτες, όπως και οι σύγχρονοί τους, ήξεραν ότι μόνο η αναγνώρισή τους από τον ελληνικό κόσμο, και ιδιαίτερα από την Αθήνα, μπορούσε να τους προσδώσει κύρος. Για αυτό το λόγο έκαναν προσπάθειες να εμφανιστούν ως φιλέλληνες, με ελληνική παιδεία και Έλληνες προγόνους. Ενώ είχαν δώσει ιδιαίτερα προνόμια στις ελληνικές πόλεις της επικράτειάς τους σχετικά με τη διανομή της γης, οι κανόνες εδαφικής ιδιοκτησίας βασίζονταν στα περσικά έθιμα. 10 Επίσης, περσικές επιρροές υποδηλώνονται στην οικονομική διοίκηση του βασιλείου με την ύπαρξη βασιλικών οχυρωμένων θησαυροφυλακίων (γαζοφυλάκια). Η εξουσία των Μιθριδατών είχε τις ρίζες της στην απόλυτη θεϊκή μοναρχία και την επεκτατική πολιτική του Πέρση μονάρχη και των ηγεμόνων των ελληνιστικών κρατών.
Στρατός
Οι περισσότεροι στρατηγοί του μιθριδατικού στρατού φαίνεται να ήταν φίλοι του βασιλιά και Έλληνες από το Ποντικό Βασίλειο, τη Μικρά Ασία και την κυρίως Ελλάδα. Οι στρατιώτες του τακτικού στρατού ξηράς προέρχονταν κυρίως από τις πολυάριθμες βαρβαρικές φυλές της ενδοχώρας. Οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων, χωρίς να ανήκουν στον τακτικό στρατό των Μιθριδατών, πολεμούσαν για να υπερασπιστούν την πόλη τους, η οποία όμως είτε ανήκε είτε επηρεαζόταν από το Βασίλειο του Πόντου. Όμως, δε φαίνεται να πολεμούσαν ως υπήκοοι του βασιλείου αλλά ως πολίτες της συγκεκριμένης πόλης. Το πολεμικό ναυτικό των Μιθριδατών φαίνεται να αποτελούνταν από δύο μέρη: το μικρό αριθμό πλοίων που έδιναν οι ελληνικές πόλεις του βασιλείου και το μεγαλύτερο αριθμό πλοίων που κατασκευάζονταν με έξοδα του βασιλιά. Η ένοπλη ναυτική δύναμη πιθανόν να αποτελούνταν από βαρβαρικές φυλές τις οποίες ο βασιλιάς εμπιστευόταν, ενώ οι βοηθητικές δυνάμεις από έμπειρους ναυτικούς, πιθανότατα ελληνικής καταγωγής. Επίσης, οι πειρατές της Κιλικίας φαίνεται να έπαιξαν ρόλο παρόμοιο με το μισθοφορικό στρατό ξηράς. Παρά την ποικίλη εθνολογική σύστασή του, ο μιθριδατικός στρατός ήταν πιστός στον εκάστοτε ηγεμόνα.
Θρησκεία
Στο Βασίλειο του Πόντου, οι Έλληνες κάτοικοι συνήθως συμπεριλάμβαναν τοπικές θεότητες στο ελληνικό πάνθεο, όπως συνέβη στην Ηράκλεια Ποντική όπου οι γηγενείς φαίνεται να λάτρευαν θεότητες της γονιμότητας και της φύσης, ανάλογες με τη Μητέρα Γη και τις Νύμφες. Επίσης, ο Ζευς Στράτιος, που είχε σημαντική θέση στο Βασίλειο του Πόντου, ίσως να ήταν τοπική θεότητα, την οποία οι Έλληνες άποικοι αναγνώρισαν ως το Δία και οι Πέρσες Μιθριδάτες ως μια φανέρωση του Αχουρομάζδη. Η ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ των θρησκειών των Ελλήνων αποίκων, των ντόπιων και των Περσών που κατοικούσαν στην περιοχή φαίνεται στην τοπική λατρεία ελληνοπερσικών θεοτήτων καθώς και στο θρησκευτικό συγκρητισμό μεταξύ ελληνικών και ιρανικών θεοτήτων.
Νόμισμα από την Αμάσεια του Πόντου
με απεικόνιση του ναού Στρατίου Διός
Οι ποντιακές πόλεις κατά τη Ρωμαϊκή περίοδοΜετά την ήττα του Μιθριδάτη ΣΤ’, το 64 π.Χ., από τις ελληνικές πόλεις μόνο η Αμισός έμεινε ελευθέρα και αυτόνομος και ομόσπονδος Ρωμαίοις. Η αυτονομία της οφειλόταν στη μεγαλοψυχία, που υποκριτικά θέλησε να επιδείξει ο Λούκουλλος έπειτα από την καταστροφή και τη δήωσή της από τους στρατιώτες του. Την ελευθερία της ωστόσο παραβίασε αργότερα ο Μάρκος Αντώνιος παραχωρώντας την στον Πολέμωνα Α’, το 43 π.Χ. Ο Αύγουστος, το 31 π.Χ., κατέστησε την πόλη ξανά ελεύθερη, και το έτος αυτό έγινε η αφετηρία της νέας χρονολογίας της Αμισού. Στα μέσα του Β’ μ.Χ. αι., ως ελεύθερη πόλη εμφανίζεται και η Τραπεζούντα.
Οι ελεύθερες πόλεις δεν πλήρωναν φόρο στο ρωμαϊκό κράτος. Εικάζεται ότι αυτό ίσχυε και για την Αμισό και για την Τραπεζούντα. Η εξουσία σ’ αυτές πάντως ασκούνταν από τις πλούσιες φιλορωμαϊκές τάξεις, οι οποίες επίσης διαχειρίζονταν το δημόσιο πλούτο που κατείχαν οι πόλεις (δημόσια κτίρια, γη, δημόσιους δούλους, κεφάλαια, που δανείζονταν με τόκο). Στην περίπτωση της Αμισού, γνωρίζουμε ότι ο Λούκουλλος αύξησε τη χώρα, η οποία ανήκε στην πόλη κατά 120 στάδια, αλλά αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι η Αμισός υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρους.
Η Σινώπη, που είχε επανιδρυθεί από τον Καίσαρα (47 π.Χ.) ως Colonia, με την εγκατάσταση σ’ αυτήν βετεράνων παλαιμάχων των λεγεώνων 5ης και 7ης, διοικούνταν σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε για τους Ιταλούς. Η Colonia/αποικία των βετεράνων είχε λάβει από το κράτος μια έκταση γης, που μοιράστηκε στα μέλη της με κλήρο. Οι κάτοικοι της αποικίας είχαν την πλήρη κυριότητα της γης τους — το ίδιο ίσχυε και για τους απογόνους τους — και απαλλάσσονταν από οποιοδήποτε φόρο. Οι άποικοι/ Coloni με την εγκατάστασή τους στη Σινώπη έφεραν εκεί και τους δούλους τους και οργάνωσαν τόσο τα της πόλης όσο και τα αγροτικά νοικοκυριά τους, σύμφωνα με το ρωμαϊκό πρότυπο.
Αποικία παλαιμάχων λεγεωνάριων ιδρύθηκε και στην Ποντοηράκλεια, αλλά τα μέλη της εξοντώθηκαν στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων. Αντίθετα, η αποικία που ιδρύθηκε επί αυτοκράτορος Κλαυδίου στα Σάταλα προόδευσε και αναπτύχθηκε. Ίσως όμως αυτό να οφειλόταν στο ότι κοντά στην πόλη στρατοπέδευε μόνιμα μία λεγεώνα.
Τον τίτλο της μητρόπολης έφεραν τρεις πόλεις του Πόντου, η Άμαστρη, η Αμάσεια και η Νεοκαισάρεια. Η Ποντοηράκλεια, όπου η δωρική ομιλούνταν όπως φαίνεται ακόμη τότε ή ήταν γενικά εν χρήσει, αποκαλούνταν μάτηρ αποίκων πόλιων. Ο τίτλος μητρόπολις βέβαια δεν είχε Καμία ουσιαστική αξία· πρόσφερε μόνο διάφορα ψιλά δικαιώματα στις πόλεις, όπως τις πρώτες θέσεις στις γιορτές και τις πανηγύρεις του κοινού του Πόντου.
Ο Πόντος κατά τη Βυζαντινή περίοδο
Η περίοδος της Ιστορίας του βυζαντινού Πόντου εκτείνεται χρονικά από τη βασιλεία του Διοκλητιανού (284-305) και τη μονοκρατορία του Μ. Κωνσταντίνου (306-337), περίοδο κατά την οποία ο εκχριστιανισμός της περιοχής έχει παγιωθεί, μέχρι την ίδρυση του κράτους των Μεγαλοκομνηνών, συγχρόνως ή λίγο πριν την Α’ άλωση της Κωνσταντινούπολης (Απρίλιος 1204) από την Δ’ Σταυροφορία. Ποικίλες σύγχρονες και μεταγενέστερες πηγές προσδίδουν στην ιστορία αυτή μια αξιοπρόσεκτη συνέχεια, αν και Θα έπρεπε εδώ να παρατηρηθεί ότι οι περισσότερες μνείες αφορούν το μεγάλο ποντιακό κέντρο-πρωτεύουσα, την Τραπεζούντα.
Η μακρόχρονη εποχή της Ρωμαιοκρατίας στον Πόντο (6263 π.Χ.-τέλη 3ου αι. μ.Χ.) οπωσδήποτε καθιέρωσε στην περιοχή μια εκτεταμένη ειρηνική περίοδο εμφανούς ευημερίας για τους πληθυσμούς της περιοχής, η οποία λείανε το έδαφος για τη σταδιακή επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας.
Σημαντικότατη και καθοριστική υπήρξε η ανάπτυξη του Πόντου —και ιδιαίτερα της Τραπεζούντας— την εποχή της βασιλείας του Ιουστινιανού Α’το 527-565. Έχοντας διαβλέψει ορθά τη μεγάλη στρατιωτική σημασία της περιοχής (ήδη από τον 5ο αι. έδρευε στον Πόντο η πρώτη ποντιακή λεγεώνα), ο αυτοκράτορας με ειδική «Νεαρά» την αρ. 31 της Ι8ης Μαρτ. 536, κατάργησε τον παλαιό χωρισμό του Πολεμωνιακού Πόντου (και της παλαιάς Αρμενίας Α’), ενώνοντάς τα σε μια κοινή Αρμενία Α’ με έδρα-πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, που στο εξής αντικαθιστά τη Νεοκαισάρεια ως ποντιακή πρωτεύουσα. Η σημαντική αυτή διοικητική αναδιοργάνωση, για την οποία βασική παραμένει η συμβολή του Α. Vasiliev, έφερε την πόλη του Αγ. Ευγένιου στο πολιτικό, στρατιωτικό, πνευματικό και οικονομικό προσκήνιο της ιστορίας του μεσαιωνικού ποντιακού Ελληνισμού.
Στο «Περί Πολέμων» έργο του ο Προκόπιος αναφέρει τη μεγάλη σημασία που απέκτησε η Τραπεζούντα (μαζί με την ανατολικά της κείμενη οχυρή πόλη της Ριζούντας) ως στρατιωτική βάση και λιμάνι προώθησης του πολύχρονου αγώνα με το Σασανιδικό βασίλειο των Περσών γύρω από την ανατολικά κείμενη περιοχή της Λαζικής, στη σημερινή Δυτική Γεωργία. Με τις δύο μεγάλες συνθήκες του 532 και του 561/2 (που έκλεισε τον πόλεμο Ιουστινιανού-Περσών), η Καυκασία και η Λαζική παρέμειναν στη βυζαντινή ζώνη επιρροής. Ο στρατηγός Πέτρος και ο πολύς Βελισσάριος πολέμησαν για μεγάλο διάστημα κατά των Περσών στα ποντιακά εδάφη, κατά την παραμονή του μάλιστα στην Τραπεζούντα ο τελευταίος έκτισε το ναό του Αγ. Βασιλείου με ζωγραφισμένο στην έξω πόρτα του το πορτραίτο του ως εφίππου.
Παράλληλα, τα αλλεπάλληλα κτίσματα του Ιουστινιανού στην περιοχή (ιδιαίτερα επιδιορθώσεις τειχών, ανέγερση και επισκευή πλήθους εκκλησιών στην Τραπεζούντα με τη συμμετοχή του τοπικού επισκόπου, Ειρηναίου) αναφέρονται λεπτομερώς από τον Προκόπιο στο «Περί Κτισμάτων» έργο του, όπου τονίζει ιδιαίτερα το σπουδαίο υδραγωγείο, που αφιέρωσε στη μνήμη του Αγ. Ευγένιου ο μεγάλος αυτοκράτορας, το 542, στη νέα ποντιακή πρωτεύουσα. Τέλος, θα έπρεπε ιδιαίτερα να τονιστεί η πολιτική εκχριστιανισμού ποικίλων λαών της αρχαίας Κολχίδας (Λαζικής) και του Καυκάσου που ανέλαβε ο Ιουστινιανός, όπως των Αβασγών, Λαζών, Μόσχων και Τζάννων (η Καυκασία ήταν ήδη από τους 3ο-4ο αι. μια από τις πλέον πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αυτοκρατορίας).
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος Α’ (610-641) χρησιμοποίησε επίσης την Τραπεζούντα ως χειμερινό κατάλυμα, ναυτική-στρατιωτική βάση και λιμάνι προώθησης των αγώνων του κατά των Σασανιδών την περίοδο 622- 627, έχοντας παράλληλα στο πλευρό του τους εκχριστιανισμένους πλέον λαούς του Καυκάσου και της Λαζικής. Η συνεχής επιλογή της Τραπεζούντας υπήρξε εύλογη, αφού ήταν το μοναδικό ελληνικό λιμάνι στον Εύξεινο που βρισκόταν κοντά στο πολεμικό μέτωπο.
Στην πόλη αυτή, επίσης, γεννήθηκε ο Ηράκλειος-Κωνσταντίνος ή Ηρακλωνάς, ο γιος του Ηράκλειου Α’ από τη δεύτερη σύζυγό του, Μαρτίνα. Οι ποντιακές περιοχές, και ιδιαίτερα η Λαζική, θα γίνουν θέατρο συγκρούσεων από τα μέσα του 7ου αι. ανάμεσα στην Αυτοκρατορία και τη νέα μεγάλη δύναμη στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, το Ισλάμ· το 653/4 ενωμένα στρατεύματα Αρμενίων και Μουσουλμάνων επιδράμουν και λεηλατούν την Τραπεζούντα και τα περίχωρά της. Τέλος, για τους 6ο-7ο αιώνες πρέπει να γίνει μνεία της Τραπεζούντας ως ονομαστού πνευματικού κέντρου και έδρας της περίφημης σχολής μαθηματικών και αστρονομίας, την οποία ίδρυσε ο σπουδαίος διδάσκαλος Τυχικός (γεν. περί το 560), γνώστης μεταξύ άλλων και της αρμενικής γλώσσας, καθώς και διδάσκαλος του σημαντικού Αρμένιου ιστοριογράφου, Ανανία του Σιρακηνού, που στην «Αυτοβιογραφία» του.
Ο 8ος αιώνας, δηλ. ο πρώτος της λεγόμενης μεσοβυζαντινής περιόδου, είναι ελάχιστα γνωστός αν και πολύ λίγες αμφιβολίες υπάρχουν ότι ο Πόντος θα δέχτηκε τότε αλλεπάλληλα κύματα αραβικών επιθέσεων την εποχή της Ισαυρικής δυναστείας.
Στις αρχές του 9ου αι., όμως, λαμβάνει χώρα μια μεγάλη στρατιωτικο-διοικητική μεταβολή, καθώς μαρτυρεί στο «Περί των Θεμάτων» του ο λόγιος ηγεμόνας του 10ου αι., Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος. Το αρχικά τεράστιο θέμα των Αρμενιάκων (ιδρύθηκε το 667) άρχισε σταδιακά να υποδιαιρείται σε μικρότερες θεματικές ενότητες: το 824 (ή 863) πρωτοαναφέρεται το θέμα Χαλδίας με έδρα του την Τραπεζούντα, το 863 το θέμα Κολώνειας με έδρα τη Νικόπολη, ενώ παράλληλα η δυτική έπαλξη του Πόντου, η Παφλαγονία, γίνεται και αυτή ιδιαίτερο θέμα από το 826. Έτσι, το παλαιό θέμα Αρμενιάκων περιορίζεται πλέον στην περιοχή με κέντρα της την Αμάσεια, την Αμισό και τη Σινώπη.
Το θέμα Χαλδίας διατήρησε τη μεγάλη του στρατιωτική σημασία στον αγώνα κατά των Αράβων, που συνεχίστηκε και μετά τη μεγάλη βυζαντινή νίκη στον ποταμό Λαλακάοντα, το 863, κατά του εμίρη της Μελιτηνής Ομάρ, που την ίδια χρονιά είχε καταλάβει την Αμισό. Η μεγάλη του απόσταση από την Κωνσταντινούπολη υποχρέωσε τους Βυζαντινούς ηγεμόνες να αναγνωρίσουν σημαντικό ποσοστό αυτονομίας στους εκεί διοικητές, τους «δούκες Χαλδίας», αρκετοί από τους οποίους προσπάθησαν σε στιγμές δύσκολες για την Αυτοκρατορία να καταστούν εντελώς αυτόνομοι σε μεταγενέστερες εποχές.
Την εποχή της Αμοριανής (Φρυγικής) δυναστείας (820-867), αλλά κυρίως επί Μακεδόνων αυτοκρατόρων (867 και εξής), η έδρα του θέματος Χαλδίας θα καταστεί κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου των μουσουλμανικών πόλεων της Ανατολής, διαμέσου της οποίας ποικίλα προϊόντα από τη Μ. Ασία μεταφέρονταν στη Δαμασκό, Βαγδάτη κ.ά. μεγάλες πόλεις, καθώς μαρτυρούν οι αφηγήσεις των Μουσουλμάνων συγγραφέων Μπαλαντούρι, Μασούντι και Ιστάχρι.
Μαζί με τα άλλα ποντιακά κέντρα, όπως Κερασούντα, Σινώπη κτλ. η Τραπεζούντα θα αποκτήσει φήμη για τις πλούσιες εμποροπανηγύρεις της. Κατά το 10ο αι. το θέμα Χαλδίας περιλαμβάνει πλέον όλη σχεδόν την περιοχή της σημερινής επαρχίας Τραπεζούντας (Τραμπζόν ιλί), ως τον ποταμό Φάσι, καθώς επίσης και μεγάλο τμήμα της επαρχίας Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ ιλί) με ευρύ μέτωπο προς τον Εύξεινο.
Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά στα πλαίσια της βυζαντινής αντεπίθεσης στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας μετά το θρίαμβο του Λακάοντα (863) υπήρξε η σταδιακή προσάρτηση των αρμενικών ενδιάμεσων κρατιδίων της περιοχής. Οι χρονικογράφοι Σκυλίτζης και Κεδρηνός κάνουν λόγο για τις πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στο στρατηλάτη-ηγεμόνα Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο (976-1025) και στο Γεωργιανό μονάρχη Γεώργιο Α’ (1014-1027), κατά τις οποίες η Τραπεζούντα χρησιμοποιήθηκε και πάλι ως σταθμός και κύριο στρατόπεδο του τελικά νικητή αυτοκράτορα (1022).
Η τελική ενσωμάτωση, όμως, του Βασπουρακάν την ίδια αυτή χρονιά, όπως επίσης και οι μελλοντικές ενσωματώσεις των αρμενικών βασιλείων-κρατιδίων του Ανί (1047) και του Καρς (1064), συνοδεύτηκαν εντελώς κοντόφθαλμα και από εξόντωση πολλών ηγετικών στελεχών των Αρμενίων καθώς και από εξανδραποδισμούς και βίαιες μεταφορές αρμενικών πληθυσμών, κάτι που σαν αποτέλεσμα είχε να ευνοηθεί η συστηματική (από τα μέσα του 11ου αι.) εισβολή και εγκατάσταση μεγάλου τμήματος της μικρασιατικής χερσονήσου από τα νεοφερμένα τουρκόφωνα φύλα, τους Σελτζούκους και τους ημινομάδες Τουρκομάνους.
Παρά την ηρωική προσπάθεια του τελευταίου αξιοπόλεμου εκπροσώπου της δυναστείας των Κομνηνο-Δουκών, του Ρωμανού Δ’ Διογένη (1067-1071, πέθ. το 1072), να τους αντιμετωπίσει, τελικά η βυζαντινή συντριβή στο Μαντζικέρτ στις 19/26 Αυγ. 1071, σφράγισε την τύχη της Μ. Ασίας και η τουρκική προέλαση πήρε πλέον φρενήρη ρυθμό. Μέσα σε μια δεκαετία μετά το Μαντζικέρτ μεγάλο τμήμα της χερσονήσου είχε κατακλυστεί από τους νέους εισβολείς, και αργά μεν αλλά σταθερά άρχισε ο σταδιακός εξισλαμισμός της μέχρι πρότινος «σπονδυλικής στήλης του Βυζαντίου», όπως αποκάλεσε τη Μ. Ασία ο Γ. Οστρογκόρσκυ.
Η ίδρυση του Σελτζουκικού Σουλτανάτου του «Ρουμ» (δηλ. των πρώην «ρωμαϊκών»=βυζαντινών κτήσεων στη Μ. Ασία) πρώτα στη Νίκαια και κατόπιν στο Ικόνιο, καθώς επίσης και η ίδρυση του Εμιράτου των Ντανισμεντιδών με έδρα την ποντιακή Νεοκαισάρεια, χάρασσε με ενάργεια τη μελλοντική τύχη της ελληνικής Μ. Ασίας.
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, πάντως, συνάντησαν σφοδρή αντίσταση στον Πόντο και ιδιαίτερα στο θέμα Χαλδίας. Είναι η εποχή που στο προσκήνιο εμφανίζεται η ονομαστότερη ίσως ανάμεσα στις μεσαιωνικές ελληνικές οικογένειες του Πόντου, οι Γαβράδες ως «δούκες Χαλδίας», με χρόνους μεγάλης ακμής την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών στο Βυζάντιο. Οι Σελτζούκοι κατόρθωσαν να καταλάβουν προσωρινά την έδρα του θέματος, Τραπεζούντα (περίπου 1071), αλλά το 1075 ο πρώτος σημαντικός Γαβράς, ο «δουξ» Θεόδωρος (Α’), οργάνωσε την αντίσταση και τους έδιωξε, πετυχαίνοντας μάλιστα να επεκτείνει την κυριαρχία του ανατολικά σε βάρος των νεοφερμένων Τουρκομάνων μέχρι τη Βαϋβερδώνα (Πάιπερτ) και την Κολώνεια.
Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός του Βυζαντίου είχε να αντιμετωπίσει τον άμεσο νορμανδικό κίνδυνο και δεν μπόρεσε να απασχοληθεί με τη Μ. Ασία. Έτσι ο Θεόδωρος Α’ άρχισε σταδιακά να ανεξαρτητοποιείται, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία, λίγο αργότερα, επικίνδυνη εισβολή από το Γεωργιανό μονάρχη Δαβίδ Γ’ (1089-1125).
Όταν το 1095-1096 ο Αλέξιος Α’ ευκαίρησε να ασχοληθεί με τη Μ. Ασία και τον Πόντο, βρήκε στο πρόσωπο του Θεόδωρου Α’ έναν ημιαυτόνομο τοπάρχη· οι μεγάλες του στρατηγικές αρετές και η άκρα αποφασιστικότητα του για επίτευξη των στόχων του τονίζονται χαρακτηριστικά στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, που έγραψε ότι, αφού έγινε (ο Γαβράς) κύριος της Τραπεζούντας, την κράτησε σαν να ήταν ιδιωτική του περιουσία. Πάντως η κυριαρχία της σημαντικής αυτής μορφής δεν κράτησε για πολύ ακόμη, αφού ο Θ. Γαβράς τελικά συνελήφθη και εκτελέστηκε από τον εμίρη των Τουρκομάνων της Θεοδοσιούπολης και Βαϋβερδώνας, τον Αλί («Αμιράλη»), αρνούμενος να ασπαστεί το Ισλάμ, στις 2 Οκτωβρίου 1098, ημέρα κατά την οποία αργότερα θεσπίστηκε ο εορτασμός της μνήμης του αγιοποιημένου ήρωα του μεσαιωνικού ποντιακού Ελληνισμού.
Αλλά τα κινήματα αποστασίας στον Πόντο συνεχίστηκαν και στο πρώτο μισό του Ι2ου αι., αφού οι διάδοχοι του Θεόδωρου Α’ αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης. Ο «δουξ» Γρηγόριος Γαβράς-Ταρωνίτης, ίσως γιος του Αγ. Θεόδωρου Α’, κήρυξε την ανεξαρτησία της περιοχής του την περίοδο 1103-1105/6 ή 1106/7, αλλά τελικά νικήθηκε σε μάχη στην Κολώνεια από τις δυνάμεις του Αλέξιου Α’ και μεταφέρθηκε δέσμιος στην Κων/πολη.
Πολύ σύντομα, όμως, το 1107-1108 ο Αλέξιος Α’ τον ξαναδιόρισε «δούκα Χαλδίας», γεγονός που δείχνει αφενός μεν τη μεγάλη αξία του Γρηγόριου αφετέρου δε την αδυναμία του Βυζαντινού αυτοκράτορα να επιβάλει μια σιδηρά πειθαρχία στον Πόντο. Μετά το 1119/20 εμφανίζεται και ο τρίτος ανάμεσα στους κυριότερους Γαβράδες, ο Κωνσταντίνος, γιος ή αδελφός του Γρηγόριου, άρα απευθείας απόγονος του θρυλικού Άγιου Θεόδωρου Γαβρά. Είχε μόλις απελευθερωθεί αντί μεγάλων λύτρων από τον Ντανισμεντίδη εμίρη Γκιουμουστεγκίν και μερικά χρόνια αργότερα ανεξαρτητοποιήθηκε και αυτός από το νέο Βυζαντινό Κομνηνό, τον Ιωάννη Β’ (1118-1143).
Η αποστασία του Κωνσταντίνου χρονολογείται ανάμεσα στα χρόνια 1123 ή 1124/26 και 1138/40, γεγονός που σημαίνει ότι για πάνω από 15 χρόνια το Βυζάντιο έχασε και πάλι τον έλεγχο της περιοχής, κάτι που κατόρθωσε να κάνει ο Ιωάννης Β’ μόλις λίγα χρόνια προ του θανάτου του, με οργανωμένη εκστρατεία.
Έκτοτε, κατά τη μακρόχρονη βασιλεία του Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180) η Τραπεζούντα —και γενικότερα η Χαλδία— παρέμεινε σε γενικές γραμμές υπό την επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης μετά τη σταδιακή παρακμή και παραγκώνιση της ημιανεξάρτητης δυναστείας των Γαβράδων, αν και συχνά οι ποντιακές επαρχίες γνώρισαν μεγάλες αναταραχές λόγω των τουρκικών επιδρομών, όπως κατ’ επανάληψη μαρτυρούν οι ιστοριογράφοι Κίνναμος και Νικήτας Χωνιάτης. Τελευταίος «δουξ Χαλδίας», μέχρι τη μεγάλη αλλαγή του 1204, διορίστηκε την περίοδο 1165-1170 ο Νικηφόρος Παλαιολόγος.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η σύνδεση με τον Πόντο, στο 2ο μισό του 12ου αι., του περιβόητου Ανδρόνικου (Α’) Κομνηνού, εξάδελφου και αντίπαλου του Μανουήλ Α’ για την εξουσία στο Βυζάντιο. Οι δραματικές περιπέτειές του τον έφεραν περί το 1170 στην Ιβηρία (Γεωργία) και στον Πόντο, όπου εγκαταστάθηκε για λίγο καιρό σε τουρκομανική περιοχή ανατολικά της Τραπεζούντας. Όταν όμως ο «δουξ» Νικηφόρος Παλαιολόγος συνέλαβε τη γυναίκα του και το γιο του, ο Ανδρόνικος παραδόθηκε στο Μανουήλ Α’, που λίγο αργότερα τον συγχώρεσε και του εμπιστεύτηκε τη διοίκηση της ποντιακής Οινόης. Όσο ζούσε ο Μανουήλ Α’, ο Ανδρόνικος παρέμεινε στην Οινόη και τη Σινώπη, αλλά μετά το 1180 αποφάσισε να γίνει κύριος του θρόνου της Κωνσταντινούπολης.
Η λεπτομερής αφήγηση του Νικήτα Χωνιάτη παρακολουθεί τις επιχειρήσεις του με «Παφλαγόνες μισθοφόρους» κατά του ανήλικου Αλέξιου Β’ Κομνηνού και της λατινόφιλης κυβέρνησής του, το 1182, οπότε μετά την είσοδό του στη Βασιλεύουσα, ξέσπασε η μεγάλη σφαγή των Λατίνων της βυζ. πρωτεύουσας (Μάιος 1182), για να ακολουθήσει το 1183 η δολοφονία του «συμβασιλέως» Αλέξιου Β’. Η μεγάλη επανάσταση του Σεπτ. 1185, που ανέτρεψε τον Ανδρόνικο Α’ και ξεκλήρισε μεγάλο τμήμα του Οίκου του, συνδέεται άμεσα με τα προεόρτια των απαρχών της αυτοκρατορίας των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας.
Ανάμεσα στους συγγενείς του κατακρεουργημένου Ανδρόνικου, που συνελήφθησαν και τυφλώθηκαν, ήταν και ο μεγάλος του γιος, Μανουήλ· τα δυο αγόρια του τελευταίου, όμως, οι Αλέξιος και Δαβίδ, φυγαδεύτηκαν σε νηπιακή ηλικία και έφθασαν στη Γεωργία, όπου —όπως αναφέρθηκε παραπάνω— είχε μεταβεί ο Ανδρόνικος Α’ γύρω στο 1170 επισκεπτόμενος το βασιλιά Γεώργιο Γ’ (1156-1184). Τον προαναφερόμενο είχε από το 1184 διαδεχτεί η μεγάλη Ταμάρα-Θάμαρ (1184-1212/13), η οποία και υποδέχτηκε τα δύο νήπια στην αυλή της στην Τιφλίδα λίγο μετά το Σεπτέμβριο του 1185, όπου έμελλαν να παραμείνουν ως το 1204, παίρνοντας μεικτή μεν ελληνο - γεωργιανή μόρφωση, διατηρώντας όμως τον ελληνικό τους χαρακτήρα.
Νεότερες, έρευνες έχουν προωθήσει το πρόβλημα των δυναστικών σχέσεων ανάμεσα στους δύο μικρούς Κομνηνούς, που έμελλαν να ιδρύσουν τη μεσαιωνική Ελληνική Αυτοκρατορία του Πόντου, και στην ιβηρική βασιλική οικογένεια, και τονίζουν ότι η περίφημη φράση του χρονικογράφου των Μ. Κομνηνών, Πανάρετου, ότι η Ταμάρα ήταν «προς πατρός θεία» των Αλέξιου και Δαβίδ, έχει ισχύ μόνο υπό τη προϋπόθεση της αποδοχής του αναφερόμενου από γεωργιανές πηγές ότι ο πατέρας τους, Μανουήλ Κομνηνός, είχε παντρευτεί Γεωργιανή πριγκίπισσα. Πρέπει, επίσης, στο σημείο αυτό να αναφερθεί η άποψη του Οδ. Λαμψίδη ότι η φυγάδευση των δυο αδελφών στη Γεωργία έγινε πολύ αργότερα, ίσως το 1203 ή στις αρχές του 1204 άποψη την οποία μέχρι στιγμής έχει αποδεχτεί γενεαλογιστής κομνηνολόγος Κ. Βαρζός.
Η ίδρυση του κράτους της Τραπεζούντας επιτελέστηκε από συγκεκριμένη αφορμή, την οποία παραδίδουν γεωργιανές πηγές που ανέλυσε. Σύμφωνα με αυτές, ο Ταμάρα είχε αποστείλει στο Βυζάντιο πλούσια δώρα προοριζόμενα για μοναστήρια του Αιγαίου και της Β. Συρίας, αλλά ο φιλάργυρος αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ Άγγελος 1195-1203 τα είχε αυθαίρετα κατάσχει στην Κωνσταντινούπολη. Η Γεωργιανή ηγεμονίδα περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να πάρει την εκδίκησή της, κάτι που παρουσιάστηκε με την άφιξη της Δ’ Σταυροφορίας στο Βυζάντιο 1203-1204. Ενώ η δυναστεία των Αγγέλων κατέρρεε κάτω από τα κτυπήματα των δυτικών ιπποτών και η Κωνσταντινούπολη γνώριζε την Α’ άλωσή της, οι νεαροί Αλέξιος (Α’) και Δαβίδ οι Μεγαλοκομνηνοί πολιόρκησαν την Τραπεζούντα, όπως φαίνεται λίγο πριν την προαναφερόμενη πτώση του Βυζαντίου (12-13 Απρ. 1204), πιθανώς περί τα τέλη Μαρτίου, και την κατέλαβαν ενισχυόμενοι από τα γεωργιανά στρατεύματα που τους παραχώρησε η Ταμάρα.
Ο Βυζαντινός «δουξ Χαλδίας», Νικηφόρος Παλαιολόγος, που για 40, περίπου, χρόνια προσπαθούσε να διατηρήσει τη φλόγα της βυζαντινής επικυριαρχίας στην περιοχή, αναγκάστηκε να παραδώσει χωρίς αντίσταση την πόλη. Η απαρχή της εγκαθίδρυσης του μεσαιωνικού Ελληνικού κράτους, που έμελλε να αντέξει την οθωμανική λαίλαπα για 8 χρόνια περισσότερο από την Κωνσταντινούπολη (1453- 1461), είχε επιτελεστεί.
Ο Πόντος κατά την επιδρομή των Σελτζούκων-Τούρκων
Η διείσδυση των διαφόρων τουρκικών φυλών στις ελληνικές χώρες της Μικράς Ασίας πραγματοποιήθηκε τόσο ειρηνικά όσο και βίαια. Με τρόπο ειρηνικό εισέδυαν στις ορεινές συνοριακές περιοχές της υποηπείρου τα τουρκομανικά νομαδικά φύλα, αναζητώντας νέους βοσκότοπους, και στη συνέχεια έρχονταν οι υπόλοιποι έποικοι έπειτα από ποικίλες πολεμικές επιχειρήσεις. Στις αρχές του 11ου αι., οι Σελτζούκοι εισέβαλαν στις «αρμενικές» περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς και στα διάφορα «αρμενικά» κρατίδια, συντρίβοντας τις στρατιωτικές δυνάμεις τους και στη συνέχεια με τις λεηλασίες τους προκάλεσαν τη μετακίνηση χιλιάδων ανθρώπων προς το δυτικό τμήμα της Μ. Ασίας.Η περίοδος της Ιστορίας του βυζαντινού Πόντου εκτείνεται χρονικά από τη βασιλεία του Διοκλητιανού (284-305) και τη μονοκρατορία του Μ. Κωνσταντίνου (306-337), περίοδο κατά την οποία ο εκχριστιανισμός της περιοχής έχει παγιωθεί, μέχρι την ίδρυση του κράτους των Μεγαλοκομνηνών, συγχρόνως ή λίγο πριν την Α’ άλωση της Κωνσταντινούπολης (Απρίλιος 1204) από την Δ’ Σταυροφορία. Ποικίλες σύγχρονες και μεταγενέστερες πηγές προσδίδουν στην ιστορία αυτή μια αξιοπρόσεκτη συνέχεια, αν και Θα έπρεπε εδώ να παρατηρηθεί ότι οι περισσότερες μνείες αφορούν το μεγάλο ποντιακό κέντρο-πρωτεύουσα, την Τραπεζούντα.
Η μακρόχρονη εποχή της Ρωμαιοκρατίας στον Πόντο (6263 π.Χ.-τέλη 3ου αι. μ.Χ.) οπωσδήποτε καθιέρωσε στην περιοχή μια εκτεταμένη ειρηνική περίοδο εμφανούς ευημερίας για τους πληθυσμούς της περιοχής, η οποία λείανε το έδαφος για τη σταδιακή επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας.
Σημαντικότατη και καθοριστική υπήρξε η ανάπτυξη του Πόντου —και ιδιαίτερα της Τραπεζούντας— την εποχή της βασιλείας του Ιουστινιανού Α’το 527-565. Έχοντας διαβλέψει ορθά τη μεγάλη στρατιωτική σημασία της περιοχής (ήδη από τον 5ο αι. έδρευε στον Πόντο η πρώτη ποντιακή λεγεώνα), ο αυτοκράτορας με ειδική «Νεαρά» την αρ. 31 της Ι8ης Μαρτ. 536, κατάργησε τον παλαιό χωρισμό του Πολεμωνιακού Πόντου (και της παλαιάς Αρμενίας Α’), ενώνοντάς τα σε μια κοινή Αρμενία Α’ με έδρα-πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, που στο εξής αντικαθιστά τη Νεοκαισάρεια ως ποντιακή πρωτεύουσα. Η σημαντική αυτή διοικητική αναδιοργάνωση, για την οποία βασική παραμένει η συμβολή του Α. Vasiliev, έφερε την πόλη του Αγ. Ευγένιου στο πολιτικό, στρατιωτικό, πνευματικό και οικονομικό προσκήνιο της ιστορίας του μεσαιωνικού ποντιακού Ελληνισμού.
Στο «Περί Πολέμων» έργο του ο Προκόπιος αναφέρει τη μεγάλη σημασία που απέκτησε η Τραπεζούντα (μαζί με την ανατολικά της κείμενη οχυρή πόλη της Ριζούντας) ως στρατιωτική βάση και λιμάνι προώθησης του πολύχρονου αγώνα με το Σασανιδικό βασίλειο των Περσών γύρω από την ανατολικά κείμενη περιοχή της Λαζικής, στη σημερινή Δυτική Γεωργία. Με τις δύο μεγάλες συνθήκες του 532 και του 561/2 (που έκλεισε τον πόλεμο Ιουστινιανού-Περσών), η Καυκασία και η Λαζική παρέμειναν στη βυζαντινή ζώνη επιρροής. Ο στρατηγός Πέτρος και ο πολύς Βελισσάριος πολέμησαν για μεγάλο διάστημα κατά των Περσών στα ποντιακά εδάφη, κατά την παραμονή του μάλιστα στην Τραπεζούντα ο τελευταίος έκτισε το ναό του Αγ. Βασιλείου με ζωγραφισμένο στην έξω πόρτα του το πορτραίτο του ως εφίππου.
Παράλληλα, τα αλλεπάλληλα κτίσματα του Ιουστινιανού στην περιοχή (ιδιαίτερα επιδιορθώσεις τειχών, ανέγερση και επισκευή πλήθους εκκλησιών στην Τραπεζούντα με τη συμμετοχή του τοπικού επισκόπου, Ειρηναίου) αναφέρονται λεπτομερώς από τον Προκόπιο στο «Περί Κτισμάτων» έργο του, όπου τονίζει ιδιαίτερα το σπουδαίο υδραγωγείο, που αφιέρωσε στη μνήμη του Αγ. Ευγένιου ο μεγάλος αυτοκράτορας, το 542, στη νέα ποντιακή πρωτεύουσα. Τέλος, θα έπρεπε ιδιαίτερα να τονιστεί η πολιτική εκχριστιανισμού ποικίλων λαών της αρχαίας Κολχίδας (Λαζικής) και του Καυκάσου που ανέλαβε ο Ιουστινιανός, όπως των Αβασγών, Λαζών, Μόσχων και Τζάννων (η Καυκασία ήταν ήδη από τους 3ο-4ο αι. μια από τις πλέον πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αυτοκρατορίας).
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος Α’ (610-641) χρησιμοποίησε επίσης την Τραπεζούντα ως χειμερινό κατάλυμα, ναυτική-στρατιωτική βάση και λιμάνι προώθησης των αγώνων του κατά των Σασανιδών την περίοδο 622- 627, έχοντας παράλληλα στο πλευρό του τους εκχριστιανισμένους πλέον λαούς του Καυκάσου και της Λαζικής. Η συνεχής επιλογή της Τραπεζούντας υπήρξε εύλογη, αφού ήταν το μοναδικό ελληνικό λιμάνι στον Εύξεινο που βρισκόταν κοντά στο πολεμικό μέτωπο.
Στην πόλη αυτή, επίσης, γεννήθηκε ο Ηράκλειος-Κωνσταντίνος ή Ηρακλωνάς, ο γιος του Ηράκλειου Α’ από τη δεύτερη σύζυγό του, Μαρτίνα. Οι ποντιακές περιοχές, και ιδιαίτερα η Λαζική, θα γίνουν θέατρο συγκρούσεων από τα μέσα του 7ου αι. ανάμεσα στην Αυτοκρατορία και τη νέα μεγάλη δύναμη στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, το Ισλάμ· το 653/4 ενωμένα στρατεύματα Αρμενίων και Μουσουλμάνων επιδράμουν και λεηλατούν την Τραπεζούντα και τα περίχωρά της. Τέλος, για τους 6ο-7ο αιώνες πρέπει να γίνει μνεία της Τραπεζούντας ως ονομαστού πνευματικού κέντρου και έδρας της περίφημης σχολής μαθηματικών και αστρονομίας, την οποία ίδρυσε ο σπουδαίος διδάσκαλος Τυχικός (γεν. περί το 560), γνώστης μεταξύ άλλων και της αρμενικής γλώσσας, καθώς και διδάσκαλος του σημαντικού Αρμένιου ιστοριογράφου, Ανανία του Σιρακηνού, που στην «Αυτοβιογραφία» του.
Ο 8ος αιώνας, δηλ. ο πρώτος της λεγόμενης μεσοβυζαντινής περιόδου, είναι ελάχιστα γνωστός αν και πολύ λίγες αμφιβολίες υπάρχουν ότι ο Πόντος θα δέχτηκε τότε αλλεπάλληλα κύματα αραβικών επιθέσεων την εποχή της Ισαυρικής δυναστείας.
Στις αρχές του 9ου αι., όμως, λαμβάνει χώρα μια μεγάλη στρατιωτικο-διοικητική μεταβολή, καθώς μαρτυρεί στο «Περί των Θεμάτων» του ο λόγιος ηγεμόνας του 10ου αι., Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος. Το αρχικά τεράστιο θέμα των Αρμενιάκων (ιδρύθηκε το 667) άρχισε σταδιακά να υποδιαιρείται σε μικρότερες θεματικές ενότητες: το 824 (ή 863) πρωτοαναφέρεται το θέμα Χαλδίας με έδρα του την Τραπεζούντα, το 863 το θέμα Κολώνειας με έδρα τη Νικόπολη, ενώ παράλληλα η δυτική έπαλξη του Πόντου, η Παφλαγονία, γίνεται και αυτή ιδιαίτερο θέμα από το 826. Έτσι, το παλαιό θέμα Αρμενιάκων περιορίζεται πλέον στην περιοχή με κέντρα της την Αμάσεια, την Αμισό και τη Σινώπη.
Το θέμα Χαλδίας διατήρησε τη μεγάλη του στρατιωτική σημασία στον αγώνα κατά των Αράβων, που συνεχίστηκε και μετά τη μεγάλη βυζαντινή νίκη στον ποταμό Λαλακάοντα, το 863, κατά του εμίρη της Μελιτηνής Ομάρ, που την ίδια χρονιά είχε καταλάβει την Αμισό. Η μεγάλη του απόσταση από την Κωνσταντινούπολη υποχρέωσε τους Βυζαντινούς ηγεμόνες να αναγνωρίσουν σημαντικό ποσοστό αυτονομίας στους εκεί διοικητές, τους «δούκες Χαλδίας», αρκετοί από τους οποίους προσπάθησαν σε στιγμές δύσκολες για την Αυτοκρατορία να καταστούν εντελώς αυτόνομοι σε μεταγενέστερες εποχές.
Την εποχή της Αμοριανής (Φρυγικής) δυναστείας (820-867), αλλά κυρίως επί Μακεδόνων αυτοκρατόρων (867 και εξής), η έδρα του θέματος Χαλδίας θα καταστεί κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου των μουσουλμανικών πόλεων της Ανατολής, διαμέσου της οποίας ποικίλα προϊόντα από τη Μ. Ασία μεταφέρονταν στη Δαμασκό, Βαγδάτη κ.ά. μεγάλες πόλεις, καθώς μαρτυρούν οι αφηγήσεις των Μουσουλμάνων συγγραφέων Μπαλαντούρι, Μασούντι και Ιστάχρι.
Μαζί με τα άλλα ποντιακά κέντρα, όπως Κερασούντα, Σινώπη κτλ. η Τραπεζούντα θα αποκτήσει φήμη για τις πλούσιες εμποροπανηγύρεις της. Κατά το 10ο αι. το θέμα Χαλδίας περιλαμβάνει πλέον όλη σχεδόν την περιοχή της σημερινής επαρχίας Τραπεζούντας (Τραμπζόν ιλί), ως τον ποταμό Φάσι, καθώς επίσης και μεγάλο τμήμα της επαρχίας Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ ιλί) με ευρύ μέτωπο προς τον Εύξεινο.
Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά στα πλαίσια της βυζαντινής αντεπίθεσης στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας μετά το θρίαμβο του Λακάοντα (863) υπήρξε η σταδιακή προσάρτηση των αρμενικών ενδιάμεσων κρατιδίων της περιοχής. Οι χρονικογράφοι Σκυλίτζης και Κεδρηνός κάνουν λόγο για τις πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στο στρατηλάτη-ηγεμόνα Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο (976-1025) και στο Γεωργιανό μονάρχη Γεώργιο Α’ (1014-1027), κατά τις οποίες η Τραπεζούντα χρησιμοποιήθηκε και πάλι ως σταθμός και κύριο στρατόπεδο του τελικά νικητή αυτοκράτορα (1022).
Η τελική ενσωμάτωση, όμως, του Βασπουρακάν την ίδια αυτή χρονιά, όπως επίσης και οι μελλοντικές ενσωματώσεις των αρμενικών βασιλείων-κρατιδίων του Ανί (1047) και του Καρς (1064), συνοδεύτηκαν εντελώς κοντόφθαλμα και από εξόντωση πολλών ηγετικών στελεχών των Αρμενίων καθώς και από εξανδραποδισμούς και βίαιες μεταφορές αρμενικών πληθυσμών, κάτι που σαν αποτέλεσμα είχε να ευνοηθεί η συστηματική (από τα μέσα του 11ου αι.) εισβολή και εγκατάσταση μεγάλου τμήματος της μικρασιατικής χερσονήσου από τα νεοφερμένα τουρκόφωνα φύλα, τους Σελτζούκους και τους ημινομάδες Τουρκομάνους.
Παρά την ηρωική προσπάθεια του τελευταίου αξιοπόλεμου εκπροσώπου της δυναστείας των Κομνηνο-Δουκών, του Ρωμανού Δ’ Διογένη (1067-1071, πέθ. το 1072), να τους αντιμετωπίσει, τελικά η βυζαντινή συντριβή στο Μαντζικέρτ στις 19/26 Αυγ. 1071, σφράγισε την τύχη της Μ. Ασίας και η τουρκική προέλαση πήρε πλέον φρενήρη ρυθμό. Μέσα σε μια δεκαετία μετά το Μαντζικέρτ μεγάλο τμήμα της χερσονήσου είχε κατακλυστεί από τους νέους εισβολείς, και αργά μεν αλλά σταθερά άρχισε ο σταδιακός εξισλαμισμός της μέχρι πρότινος «σπονδυλικής στήλης του Βυζαντίου», όπως αποκάλεσε τη Μ. Ασία ο Γ. Οστρογκόρσκυ.
Η ίδρυση του Σελτζουκικού Σουλτανάτου του «Ρουμ» (δηλ. των πρώην «ρωμαϊκών»=βυζαντινών κτήσεων στη Μ. Ασία) πρώτα στη Νίκαια και κατόπιν στο Ικόνιο, καθώς επίσης και η ίδρυση του Εμιράτου των Ντανισμεντιδών με έδρα την ποντιακή Νεοκαισάρεια, χάρασσε με ενάργεια τη μελλοντική τύχη της ελληνικής Μ. Ασίας.
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, πάντως, συνάντησαν σφοδρή αντίσταση στον Πόντο και ιδιαίτερα στο θέμα Χαλδίας. Είναι η εποχή που στο προσκήνιο εμφανίζεται η ονομαστότερη ίσως ανάμεσα στις μεσαιωνικές ελληνικές οικογένειες του Πόντου, οι Γαβράδες ως «δούκες Χαλδίας», με χρόνους μεγάλης ακμής την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών στο Βυζάντιο. Οι Σελτζούκοι κατόρθωσαν να καταλάβουν προσωρινά την έδρα του θέματος, Τραπεζούντα (περίπου 1071), αλλά το 1075 ο πρώτος σημαντικός Γαβράς, ο «δουξ» Θεόδωρος (Α’), οργάνωσε την αντίσταση και τους έδιωξε, πετυχαίνοντας μάλιστα να επεκτείνει την κυριαρχία του ανατολικά σε βάρος των νεοφερμένων Τουρκομάνων μέχρι τη Βαϋβερδώνα (Πάιπερτ) και την Κολώνεια.
Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός του Βυζαντίου είχε να αντιμετωπίσει τον άμεσο νορμανδικό κίνδυνο και δεν μπόρεσε να απασχοληθεί με τη Μ. Ασία. Έτσι ο Θεόδωρος Α’ άρχισε σταδιακά να ανεξαρτητοποιείται, αντιμετωπίζοντας με επιτυχία, λίγο αργότερα, επικίνδυνη εισβολή από το Γεωργιανό μονάρχη Δαβίδ Γ’ (1089-1125).
Όταν το 1095-1096 ο Αλέξιος Α’ ευκαίρησε να ασχοληθεί με τη Μ. Ασία και τον Πόντο, βρήκε στο πρόσωπο του Θεόδωρου Α’ έναν ημιαυτόνομο τοπάρχη· οι μεγάλες του στρατηγικές αρετές και η άκρα αποφασιστικότητα του για επίτευξη των στόχων του τονίζονται χαρακτηριστικά στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, που έγραψε ότι, αφού έγινε (ο Γαβράς) κύριος της Τραπεζούντας, την κράτησε σαν να ήταν ιδιωτική του περιουσία. Πάντως η κυριαρχία της σημαντικής αυτής μορφής δεν κράτησε για πολύ ακόμη, αφού ο Θ. Γαβράς τελικά συνελήφθη και εκτελέστηκε από τον εμίρη των Τουρκομάνων της Θεοδοσιούπολης και Βαϋβερδώνας, τον Αλί («Αμιράλη»), αρνούμενος να ασπαστεί το Ισλάμ, στις 2 Οκτωβρίου 1098, ημέρα κατά την οποία αργότερα θεσπίστηκε ο εορτασμός της μνήμης του αγιοποιημένου ήρωα του μεσαιωνικού ποντιακού Ελληνισμού.
Αλλά τα κινήματα αποστασίας στον Πόντο συνεχίστηκαν και στο πρώτο μισό του Ι2ου αι., αφού οι διάδοχοι του Θεόδωρου Α’ αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης. Ο «δουξ» Γρηγόριος Γαβράς-Ταρωνίτης, ίσως γιος του Αγ. Θεόδωρου Α’, κήρυξε την ανεξαρτησία της περιοχής του την περίοδο 1103-1105/6 ή 1106/7, αλλά τελικά νικήθηκε σε μάχη στην Κολώνεια από τις δυνάμεις του Αλέξιου Α’ και μεταφέρθηκε δέσμιος στην Κων/πολη.
Πολύ σύντομα, όμως, το 1107-1108 ο Αλέξιος Α’ τον ξαναδιόρισε «δούκα Χαλδίας», γεγονός που δείχνει αφενός μεν τη μεγάλη αξία του Γρηγόριου αφετέρου δε την αδυναμία του Βυζαντινού αυτοκράτορα να επιβάλει μια σιδηρά πειθαρχία στον Πόντο. Μετά το 1119/20 εμφανίζεται και ο τρίτος ανάμεσα στους κυριότερους Γαβράδες, ο Κωνσταντίνος, γιος ή αδελφός του Γρηγόριου, άρα απευθείας απόγονος του θρυλικού Άγιου Θεόδωρου Γαβρά. Είχε μόλις απελευθερωθεί αντί μεγάλων λύτρων από τον Ντανισμεντίδη εμίρη Γκιουμουστεγκίν και μερικά χρόνια αργότερα ανεξαρτητοποιήθηκε και αυτός από το νέο Βυζαντινό Κομνηνό, τον Ιωάννη Β’ (1118-1143).
Η αποστασία του Κωνσταντίνου χρονολογείται ανάμεσα στα χρόνια 1123 ή 1124/26 και 1138/40, γεγονός που σημαίνει ότι για πάνω από 15 χρόνια το Βυζάντιο έχασε και πάλι τον έλεγχο της περιοχής, κάτι που κατόρθωσε να κάνει ο Ιωάννης Β’ μόλις λίγα χρόνια προ του θανάτου του, με οργανωμένη εκστρατεία.
Έκτοτε, κατά τη μακρόχρονη βασιλεία του Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1180) η Τραπεζούντα —και γενικότερα η Χαλδία— παρέμεινε σε γενικές γραμμές υπό την επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης μετά τη σταδιακή παρακμή και παραγκώνιση της ημιανεξάρτητης δυναστείας των Γαβράδων, αν και συχνά οι ποντιακές επαρχίες γνώρισαν μεγάλες αναταραχές λόγω των τουρκικών επιδρομών, όπως κατ’ επανάληψη μαρτυρούν οι ιστοριογράφοι Κίνναμος και Νικήτας Χωνιάτης. Τελευταίος «δουξ Χαλδίας», μέχρι τη μεγάλη αλλαγή του 1204, διορίστηκε την περίοδο 1165-1170 ο Νικηφόρος Παλαιολόγος.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η σύνδεση με τον Πόντο, στο 2ο μισό του 12ου αι., του περιβόητου Ανδρόνικου (Α’) Κομνηνού, εξάδελφου και αντίπαλου του Μανουήλ Α’ για την εξουσία στο Βυζάντιο. Οι δραματικές περιπέτειές του τον έφεραν περί το 1170 στην Ιβηρία (Γεωργία) και στον Πόντο, όπου εγκαταστάθηκε για λίγο καιρό σε τουρκομανική περιοχή ανατολικά της Τραπεζούντας. Όταν όμως ο «δουξ» Νικηφόρος Παλαιολόγος συνέλαβε τη γυναίκα του και το γιο του, ο Ανδρόνικος παραδόθηκε στο Μανουήλ Α’, που λίγο αργότερα τον συγχώρεσε και του εμπιστεύτηκε τη διοίκηση της ποντιακής Οινόης. Όσο ζούσε ο Μανουήλ Α’, ο Ανδρόνικος παρέμεινε στην Οινόη και τη Σινώπη, αλλά μετά το 1180 αποφάσισε να γίνει κύριος του θρόνου της Κωνσταντινούπολης.
Η λεπτομερής αφήγηση του Νικήτα Χωνιάτη παρακολουθεί τις επιχειρήσεις του με «Παφλαγόνες μισθοφόρους» κατά του ανήλικου Αλέξιου Β’ Κομνηνού και της λατινόφιλης κυβέρνησής του, το 1182, οπότε μετά την είσοδό του στη Βασιλεύουσα, ξέσπασε η μεγάλη σφαγή των Λατίνων της βυζ. πρωτεύουσας (Μάιος 1182), για να ακολουθήσει το 1183 η δολοφονία του «συμβασιλέως» Αλέξιου Β’. Η μεγάλη επανάσταση του Σεπτ. 1185, που ανέτρεψε τον Ανδρόνικο Α’ και ξεκλήρισε μεγάλο τμήμα του Οίκου του, συνδέεται άμεσα με τα προεόρτια των απαρχών της αυτοκρατορίας των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας.
Ανάμεσα στους συγγενείς του κατακρεουργημένου Ανδρόνικου, που συνελήφθησαν και τυφλώθηκαν, ήταν και ο μεγάλος του γιος, Μανουήλ· τα δυο αγόρια του τελευταίου, όμως, οι Αλέξιος και Δαβίδ, φυγαδεύτηκαν σε νηπιακή ηλικία και έφθασαν στη Γεωργία, όπου —όπως αναφέρθηκε παραπάνω— είχε μεταβεί ο Ανδρόνικος Α’ γύρω στο 1170 επισκεπτόμενος το βασιλιά Γεώργιο Γ’ (1156-1184). Τον προαναφερόμενο είχε από το 1184 διαδεχτεί η μεγάλη Ταμάρα-Θάμαρ (1184-1212/13), η οποία και υποδέχτηκε τα δύο νήπια στην αυλή της στην Τιφλίδα λίγο μετά το Σεπτέμβριο του 1185, όπου έμελλαν να παραμείνουν ως το 1204, παίρνοντας μεικτή μεν ελληνο - γεωργιανή μόρφωση, διατηρώντας όμως τον ελληνικό τους χαρακτήρα.
Νεότερες, έρευνες έχουν προωθήσει το πρόβλημα των δυναστικών σχέσεων ανάμεσα στους δύο μικρούς Κομνηνούς, που έμελλαν να ιδρύσουν τη μεσαιωνική Ελληνική Αυτοκρατορία του Πόντου, και στην ιβηρική βασιλική οικογένεια, και τονίζουν ότι η περίφημη φράση του χρονικογράφου των Μ. Κομνηνών, Πανάρετου, ότι η Ταμάρα ήταν «προς πατρός θεία» των Αλέξιου και Δαβίδ, έχει ισχύ μόνο υπό τη προϋπόθεση της αποδοχής του αναφερόμενου από γεωργιανές πηγές ότι ο πατέρας τους, Μανουήλ Κομνηνός, είχε παντρευτεί Γεωργιανή πριγκίπισσα. Πρέπει, επίσης, στο σημείο αυτό να αναφερθεί η άποψη του Οδ. Λαμψίδη ότι η φυγάδευση των δυο αδελφών στη Γεωργία έγινε πολύ αργότερα, ίσως το 1203 ή στις αρχές του 1204 άποψη την οποία μέχρι στιγμής έχει αποδεχτεί γενεαλογιστής κομνηνολόγος Κ. Βαρζός.
Η ίδρυση του κράτους της Τραπεζούντας επιτελέστηκε από συγκεκριμένη αφορμή, την οποία παραδίδουν γεωργιανές πηγές που ανέλυσε. Σύμφωνα με αυτές, ο Ταμάρα είχε αποστείλει στο Βυζάντιο πλούσια δώρα προοριζόμενα για μοναστήρια του Αιγαίου και της Β. Συρίας, αλλά ο φιλάργυρος αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ Άγγελος 1195-1203 τα είχε αυθαίρετα κατάσχει στην Κωνσταντινούπολη. Η Γεωργιανή ηγεμονίδα περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να πάρει την εκδίκησή της, κάτι που παρουσιάστηκε με την άφιξη της Δ’ Σταυροφορίας στο Βυζάντιο 1203-1204. Ενώ η δυναστεία των Αγγέλων κατέρρεε κάτω από τα κτυπήματα των δυτικών ιπποτών και η Κωνσταντινούπολη γνώριζε την Α’ άλωσή της, οι νεαροί Αλέξιος (Α’) και Δαβίδ οι Μεγαλοκομνηνοί πολιόρκησαν την Τραπεζούντα, όπως φαίνεται λίγο πριν την προαναφερόμενη πτώση του Βυζαντίου (12-13 Απρ. 1204), πιθανώς περί τα τέλη Μαρτίου, και την κατέλαβαν ενισχυόμενοι από τα γεωργιανά στρατεύματα που τους παραχώρησε η Ταμάρα.
Ο Βυζαντινός «δουξ Χαλδίας», Νικηφόρος Παλαιολόγος, που για 40, περίπου, χρόνια προσπαθούσε να διατηρήσει τη φλόγα της βυζαντινής επικυριαρχίας στην περιοχή, αναγκάστηκε να παραδώσει χωρίς αντίσταση την πόλη. Η απαρχή της εγκαθίδρυσης του μεσαιωνικού Ελληνικού κράτους, που έμελλε να αντέξει την οθωμανική λαίλαπα για 8 χρόνια περισσότερο από την Κωνσταντινούπολη (1453- 1461), είχε επιτελεστεί.
Ο Πόντος κατά την επιδρομή των Σελτζούκων-Τούρκων
Έπειτα από τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, οι Σελτζούκοι σκορπίζουν παντού την ερήμωση, με συνακόλουθο χαρακτηριστικό την υποχώρηση και τη φυγή του ελληνικού πληθυσμού της Μ. Ασίας. Η περίοδος λήγει με την απόλυτη σχεδόν εξουθένωση του μικρασιατικού ελληνισμού, ο οποίος επιζεί μόνο σε ορισμένες νησίδες, σε κατάσταση πολιτιστικού και πολιτικού λήθαργου.
Με εξαίρεση ορισμένα αστικά κέντρα, όπως Λαοδίκεια, Σινώπη, Τραπεζούντα, πολλές πόλεις είτε καταστράφηκαν είτε παρήκμασαν, ιδίως στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν Τουρκομάνοι νομάδες. Οι ανατολικές επαρχίες του βυζαντινού κράτους, κυρίως αυτές των μητροπόλεων Μελιτηνής Κελτζηνής κτλ. είχαν ήδη ερημωθεί ενωρίτερα, γιατί ήταν εκτεθειμένες στις επιδρομές των Σελτζούκων και επειδή έγιναν πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα σ’ αυτούς και τους Μογγόλους.
Ο απόκρημνος και δύσβατος χαρακτήρας των Ποντικών Άλπεων, όμως, υπήρξε ένα από τα αίτια που συνέβαλαν, κατά το δυνατόν, στη διαφύλαξη των εκεί ελληνικών πληθυσμών. Ο ελληνισμός λοιπόν της υποηπείρου δεν εξαφανίστηκε εντελώς. Η ελληνική γλώσσα επέζησε στον Κεντρικό και Ανατολικό Πόντο.
Οι διάλεκτοί του, προ πάντων της Αμισού, της Οινόης και του Όφεως, καθώς και αυτές των ελληνόφωνων χωριών της Καππαδοκίας, αποτελούν αρχαιότροπα γλωσσικά όργανα, που ανήκουν στα πλέον αρχαϊκά νεοελληνικά ιδιώματα.
Η εξάπλωση των Οθωμανών Τούρκων
Η επικράτηση των Οθωμανών Τούρκων στην Μ. Ασία κρίθηκε κυρίως από τον τρόπο του πολέμου και την ορμή των αρχηγών τους εναντίον των κατά τόπους δυνατών και των άλλων στρατιωτικών ηγετών του βυζαντινού κράτους. Οι πρώτοι Οθωμανοί Τούρκοι εγκαθίστανται στην περιοχή του Σογιούτ, Ν.Α. της Προύσας, υπό τον Ερτογρούλ περί τα μέσα του 13ου αι. Την εποχή εκείνη ο σουλτάνος του Ικονίου, Αλαεδίν Α’ Καϊκομπάντ, παραχώρησε στον Ερτογρούλ το Ντόμανιτς (ομάδα χωριών κοντά στα Αγγελόκωμα των Βυζαντινών) και τα βουνά του Ερμενί, μια περιοχή αραιοκατοικημένη, που αποτέλεσε το δυναμικό πυρήνα της κατοπινά μεγάλης οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Επί Οσμάν, γιου του Ερτογρούλ, οι οθωμανοί άρχισαν να γίνονται απειλητικοί. Οι πολεμιστές τους, οι γνωστοί για τον φανατισμό τους Γαζίδες (αγωνιστές της πίστεως), διψασμένοι για λάφυρα αντιπαρατάσσονταν στους Βυζαντινούς, έχοντας ως κύριο σκοπό τους τον ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων. Οι αρχηγοί τους παρ’ ό,τι δρούσαν υπό τον Οσμάν μπέη διέθεταν, φαίνεται, και αρκετή ανεξαρτησία. Οι Γαζίδες είτε καταλάμβαναν δικαιωματικά τις γαίες των Βυζαντινών είτε ο ίδιος ο Οσμάν, όπως αργότερα και ο διάδοχός του Ορχάν (1324-1362), τις μοίραζε στους κυριότερους απ’ αυτούς ή στους αρχηγούς τους.
Οι συνεχείς επιδρομές των Οθωμανών εμπόδιζαν τους δυνατούς να καλλιεργούν τα κτήματά τους και τους ανάγκαζαν να τα εγκαταλείπουν. Έτσι μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη (ή έσβησαν) μεγάλες οικογένειες της Μ. Ασίας, όπως οι Φωκάδες, οι Σκληροί, οι Βρυέννιοι, οι Κομνηνοί, οι Ταρχανιώτες κ.ά. Ωστόσο, ορισμένοι από τους μεγαλογαιοκτήμονες — στρατιωτικοί, διοικητές πόλεων ή κάστρων — έπειτα από ιδιαίτερη συμφωνία ή συνθήκη υποτάσσονταν, παρέμεναν στον τόπο τους και συνέπρατταν με τους Οθωμανούς, για να διατηρήσουν τις γαίες και τα λοιπά προνόμιά τους. Χαρακτηριστική είναι η συμμετοχή του χριστιανού διοικητή του Hermankaya, Κιοσέ Μιχάλ, στις επιχειρήσεις του Οσμάν, ο οποίος σε έγγραφο του 1467 ονομάζεται και Μιχάλ μπέης.
Η πτώση της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) έγινε αιτία πολλοί Έλληνες να βρουν (προσωρινό) καταφύγιο στην Τραπεζούντα. Η πόλη, παρ’ ό,τι απόμακρο κέντρο του εμπορίου της Ανατολής, ήταν μια άλλη μικρή Κωνσταντινούπολη, ιδιαίτερα μετά την πτώση της πρωτεύουσας του βυζαντινού κράτους, αποτελώντας τη μόνη ανεξάρτητη και νόμιμη πολιτική αρχή του ελληνικού έθνους. Ο Μεχμέτ Β’, ωστόσο, είχε ήδη αντιληφθεί την επιρροή που μπορούσε να ασκήσει στους ελληνικούς πληθυσμούς η γωνιά εκείνη του ελληνισμού όσο έμενε ελεύθερη. Επιπλέον, γνώριζε πολύ καλά ότι η γεωγραφική της θέση ήταν επίκαιρη. Γενουάτες και Βενετοί έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κράτος της Τραπεζούντος, ενώ στην πόλη υπήρχαν συμπατριώτες τους, μόνιμα εγκαταστημένοι σε χωριστή συνοικία.
Έτσι, ο Οθωμανός σουλτάνος, τρία χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, ζήτησε να επιβάλει την κυριαρχία του, εκτός από την Πελοπόννησο και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, και στο τελευταίο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Διέταξε λοιπόν τον Χιτίρ, πασά της Αμάσειας, να επιτεθεί εναντίον της Τραπεζούντος. Ο Χιτίρ πέρασε τις αφύλακτες χαράδρες των Ποντικών Άλπεων εισβάλλοντας με τέτοια ταχύτητα στη χώρα, ώστε ο Ιωάννης Δ’ πληροφορήθηκε την εισβολή μόνο όταν ο εχθρός στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη της πρωτεύουσάς του. Ταυτόχρονα τουρκικός στόλος είχε ξεκινήσει από την Αμισό για να λεηλατήσει τα παράλια. Πιεζόμενος από την έλλειψη τροφίμων και από μια επιδημία πανώλης, ο αυτοκράτορας ήρθε σε συνεννόηση με τον Χιτίρ πασά, ο οποίος επίσης δεν ήθελε να καθηλώσει τις δυνάμεις του μπροστά στην καλά οχυρωμένη Τραπεζούντα, αφού μάλιστα ο Μεχμέτ Β’ πολεμούσε εναντίον των Ούγγρων, στο Βελιγράδι. Γι’ αυτό ο Τούρκος στρατηγός συνεννοήθηκε με τον αυτοκράτορα προβάλλοντας τους εξής όρους: εκείνος θ’ απελευθέρωνε τους αιχμαλώτους του, ενώ ο Καλοϊωάννης θα κατέβαλε στον σουλτάνο ως ετήσιο φόρο 2.000 χρυσά νομίσματα. Η συμφωνία επικυρώθηκε αργότερα από το Μεχμέτ Β’ (φθινόπωρο του 1458), που ωστόσο αύξησε τον φόρο σε 3.000 χρυσά νομίσματα.
Ο Καλοϊωάννης, προσπαθώντας ν’ απομακρύνει τον κίνδυνο, ήρθε σε συνεννόηση με τον Ουζούν Χασάν, ηγεμόνα των Ασπροπροβατάδων Τουρκομάνων (Ακ Κογιουνλού), ο οποίος δέχθηκε να συνάψει αμυντική συμμαχία εναντίον των Τούρκων με την αυτοκρατορία, αφού πήρε γυναίκα του τη Θεοδώρα, κόρη του Τραπεζούντιου αυτοκράτορα, και ως γαμήλιο δώρο την Καππαδοκία, που μόνο κατ’ όνομα ανήκε στο κράτος των Μεγάλων Κομνηνών. Ο Καλοϊωάννης επιπλέον φιλοδόξησε να επεκτείνει τη συμμαχία, περιλαμβάνοντας σ’ αυτήν και τους χριστιανούς ηγεμόνες της Γεωργίας (Ιβηρίας του Καυκάσου) και της Μιγγρελίας, καθώς και τους μουσουλμάνους πρίγκιπες της Κασταμονής, Ισφεντιάρογλου Ισμαΐλ μπέη, γαμπρό του σουλτάνου, και της Καραμανίας, Ιμπραχίμ μπέη. Σκοπός της συμμαχίας αυτής ήταν όχι μόνο η εγγύηση της ακεραιότητος των κρατών που θα την αποτελούσαν, αλλά και ο εκτοπισμός των Οθωμανών από την Ανατολή. Όμως το 1458 ο Καλοϊωάννης πέθανε, κι έτσι τα σχέδιά του έμειναν στη μέση.
Το νόμιμο διάδοχό του παραγκώνισε ο θείος του Δαβίδ, με την υποστήριξη των εντοπίων ευγενών του Μεσοχαλδίου. Ο Δαβίδ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι οι περιστάσεις ήταν ιδιαιτέρως κρίσιμες και δεν επέτρεπαν να κυβερνηθεί το κράτος από τον ανήλικο αυτοκράτορα, δοκίμασε να δώσει μεγαλύτερη έκταση στα σχέδια του αδελφού του. Έτσι, έγραψε — στις 22 Απριλίου του 1459 — στον Φίλιππο τον Αγαθό, δούκα της Βουργουνδίας, εκθέτοντάς του τις ενέργειές του για το σχηματισμό μιας επιθετικής εναντίον των Τούρκων συμμαχίας. Στην επιστολή του επιπλέον παρουσίαζε εξογκωμένα τις στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων του (της Γεωργίας, της Μιγγρελίας και της Αρμενίας). Ο κομιστής της επιστολής του, Μιχαήλ Alighieri, φτάνοντας στη Ρώμη, επισκέφθηκε τον πάπα Πίο Β’, ο οποίος τον εφοδίασε και με μια δική του επιστολή προς τον δούκα, με την οποία προέτρεπε τον Φίλιππο να λάβει μέρος στις σταυροφορικές προσπάθειες εναντίον των Οθωμανών. Το μόνο, όμως, που κατόρθωσε με την διπλωματική του δραστηριότητα ο Δαβίδ ήταν να υποκινήσει και να μεγαλώσει τις υποψίες του Μεχμέτ Β’.
Η παράδοση της Τραπεζούντας
Η απρονοησία του Δαβίδ — να προκαλέσει το συγγενή του πλέον Ουζούν Χασάν να μεσολαβήσει στο σουλτάνο ώστε να τον απαλλάξει από τον ετήσιο φόρο — ερέθισε ακόμη περισσότερο τον Οθωμανό ηγεμόνα. Η διπλωματική απειρία του Ουζούν Χασάν επιτάχυνε την καταστροφή, γιατί ο ηγέτης των Ασπροπροβατάδων έδωσε εντολή στους απεσταλμένους του στο Μεχμέτ Β’ όχι μόνο να ζητήσουν να παύσει η πληρωμή φόρου υποτελείας από τον Τραπεζούντιο αυτοκράτορα, αλλά και να απαιτήσουν τα καθυστερημένα δώρα, τα οποία πριν από 50 χρόνια συνήθιζε να στέλνει κάθε χρόνο στους Ασπροπροβατάδες ηγεμόνες ο ομώνυμος πάππος του Οθωμανού σουλτάνου (Μεχμέτ Α’).
Όλο το χειμώνα ο σουλτάνος προετοιμαζόταν για την εκστρατεία εναντίον των κρατών της Β. Α. Μικράς Ασίας. Την άνοιξη 1461 είχε ήδη έτοιμα 300 πολεμικά πλοία, εκτός από τα άλλα βοηθητικά. Τα πληρώματά τους αποτελούσαν εύρωστοι, καλά οπλισμένοι και εμπειροπόλεμοι άνδρες, με επικεφαλής τους τον Κασίμ, διοικητή της Καλλιπόλεως, και τον Γιακούμπ. Ο λαμπρός αυτός στόλος ξεκίνησε από τις ακτές του Βοσπόρου προς τον Εύξεινον μέσα σε μία εορταστική ατμόσφαιρα επιδεικνύοντας επιβλητικά την ναυτική ισχύ των Τούρκων.
Στη συνέχεια, ο σουλτάνος με τα στρατεύματα του πέρασε τον Ελλήσποντο, τον Ιούνιο του 1461, και έφτασε στην Προύσα, όπου είχε δώσει εντολή να συγκεντρωθούν τα ασιατικά στρατεύματα. Το σύνολο των συγκεντρωμένων δυνάμεων, κατά τον Κριτόβουλο, έφθανε τους 60.000 ιππείς και τους 80.000 πεζούς. Μεγάλος φόβος κυρίευσε τότε τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου και των ελευθέρων πόλεων του Ευξείνου, του Καφά, της Τραπεζούντας και της Σινώπης (σύμφωνα με το Δούκα). Ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας ήταν η ωραία και πλούσια πόλη του Ευξείνου, η Σινώπη, περίφημο εξαγωγικό λιμάνι.
Ο σουλτάνος κατευθύνθηκε πρώτα νοτιοανατολικά και στρατοπέδευσε στην Άγκυρα, απ’ όπου παράγγειλε στον Ισφεντιάρογλου Ισμαΐλ μπέη ότι θέλει τη Σινώπη και ότι ως αντάλλαγμα θα του παραχωρούσε τη Φιλιππούπολη και την περιοχή της. Έπειτα προωθήθηκε προς την πόλη, κατέλαβε τον ισθμό της χερσονήσου, επάνω στην οποία είναι χτισμένη η Σινώπη, ενώ ο στόλος του απέλεισε τις παραλίες της περιοχής. Τα πράγματα ωστόσο δεν έφθασαν ως τη σύγκρουση, γιατί ο Ισμαΐλ βγήκε έξω, προσκύνησε το σουλτάνο και του παρέδωσε την πόλη δεχόμενος τα ανταλλάγματά του, παρόλο που διέθετε ισχυρό πυροβολικό και επαρκή φρουρά, η οποία θα μπορούσε να αποκρούσει για πολύ καιρό τις συνδυασμένες επιθέσεις του οθωμανικού στόλου και στρατού.
Στη συνέχεια ο σουλτάνος, αφού πρόσταξε τον στόλο του να κατευθυνθεί στην Τραπεζούντα, προωθήθηκε στο εσωτερικό της Αρμενίας, περνώντας με θαυμαστή ταχύτητα και αντοχή τα κακοτράχαλα περάσματα της ενδοχώρας. Ακολουθώντας έπειτα την οδό Αμάσειας— Σεβαστείας — Ερζερούμ σταμάτησε για να κυριεύσει το κάστρο Κοϊνλού/Κογιουνλού Χισάρ, στα ανατολικά της Τοκάτης. Ενώ προωθούνταν προς τα ανατολικά, προς το Ερζιτζάν, συνάντησε στο δρόμο τη μητέρα του Ουζούν Χασάν, την Σάρα Χατούν, η οποία ερχόταν με δώρα πολλά να τον προϋπαντήσει και να τον παρακαλέσει να θεωρήσει τον γιο της φίλο και σύμμαχο. Ο Μεχμέτ Β’ δέχτηκε, με τον όρο ο Ουζούν Χασάν να σταματήσει τις επιδρομές του εναντίον των οθωμανικών εδαφών και να διαλύσει τη συμμαχία του με τον Δαβίδ Μεγάλο Κομνηνό. Ωστόσο, για να εξασφαλίσει τη μελλοντική στάση του Τουρκομάνου ηγεμόνα πήρε μαζί του και τη Σάρα Χατούν. Έπειτα άρχισε να ανεβαίνει τις δύσβατες Ποντικές Άλπεις κατευθυνόμενος προς την Τραπεζούντα.
Στο μεταξύ, ο τουρκικός στόλος προερχόμενος από τη Σινώπη εμφανίστηκε τόσο αιφνίδια μπροστά στην Τραπεζούντα, ώστε ο Δαβίδ δεν πρόλαβε να συγκεντρώσει όλους τους άνδρες του μέσα στα τείχη της ούτε να εφοδιαστεί καλά με τρόφιμα. Οι Οθωμανοί επιπλέον αποβίβασαν 10.000, περίπου, άνδρες πολύ καλά εξοπλισμένους, οι οποίοι ανενόχλητοι λεηλάτησαν κι έκαψαν τα προάστια της πρωτεύουσας των Μεγάλων Κομνηνών. Οι Τραπεζούντιοι δοκίμασαν να τους αντιμετωπίσουν έξω από τα τείχη, αλλά οι υπέρτερες δυνάμεις των Τούρκων τους εξανάγκασαν να κλειστούν πάλι στην πόλη. Έτσι, η πρωτεύουσα αποκόπηκε από τα περίχωρα. Ωστόσο επί 28 ημέρες οι πολιορκημένοι επιχείρησαν πολλές αιφνιδιαστικές εξόδους και μάχονταν ηρωικά χωρίς να υστερούν καθόλου από τους εχθρούς σ’ αυτές τις μάχες. Ταυτόχρονα, οι αγρότες της γύρω υπαίθρου κατέβαιναν από τα υψώματα και επιτίθενταν εναντίον των Τούρκων, προξενώντας τους αισθητές απώλειες.
Η κατάσταση, όμως, άλλαξε, όταν ο σουλτάνος πέρασε με τις δυνάμεις του τις Ποντικές Άλπεις. Η σχετική είδηση φαίνεται ότι έφερε μεγάλη αναταραχή στην πόλη, προξενώντας επιπλέον κι ένα γενικό αίσθημα ηττοπάθειας. Έτσι, όταν ο Μεχμέτ Β’ στρατοπέδευσε στη θέση Σκυλολίμνη και ο ελληνοσερβικής καταγωγής αρνησίθρησκος Μαχμούτ πασάς, μεγάλος βεζίρης τότε των Οθωμανών, πρότεινε στο Δαβίδ την άμεση παράδοση, ο αυτοκράτορας φάνηκε διατεθειμένος να δεχθεί τους όρους του. Στη διαμόρφωση του σχετικού ψυχολογικού κλίματος φαίνεται ότι συνέβαλε κατά πολύ και ο πρωτοβεστιάριος του Δαβίδ, φιλόσοφος Γεώργιος Αμιρούτσης, ένας από τους καιροσκόπους της μεταβατικής εκείνης περιόδου.
Έτσι, κατά τα μέσα Αυγούστου του 1461, έπαψε να υφίσταται και το τελευταίο ελεύθερο τμήμα του ελληνισμού, την πτώση του ο ποίου θρήνησε ποικιλότροπα ο λαός του Πόντου.
Η αναγγελία των αποτελεσμάτων της εκστρατείας του Μεχμέτ Β’ έφτασε τον Οκτώβριο Πρώτα στη Βενετία και κατόπιν στα άλλα μεγάλα κράτη της Ευρώπης, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση και ζυμώσεις.
Η παράδοση της Τραπεζούντας ωστόσο δεν εξασφάλισε ούτε την αυτοκρατορική οικογένεια ούτε τους κατοίκους της πόλης από τις καταπιέσεις, τις λεηλασίες και τα άλλα δεινά της αλώσεως.
Ο Δαβίδ, με τα μέλη της οικογένειάς του κι όσους θησαυρούς είχε περισώσει, με τους υπηρέτες και ορισμένους των εν δυνάμει όντων διατάσσεται να επιβιβαστεί σε τουρκικές γαλέρες, που τον μετέφεραν στην Πόλη. Από εκεί, ο πρώην αυτοκράτορας οδηγείται στην Αδριανούπολη. Ο Μεχμέτ Β’ είχε παραχωρήσει στο Δαβίδ ορισμένα κτήματα προς το Στρυμώνα, κοντά στις Σέρρες, που του απέφεραν ετήσιο εισόδημα 300.000 οθωμανικά άσπρα. Ωστόσο, ο Μεγάλος Κομνηνός με την υποταγή του δεν παρέτεινε την ζωή του παρά μόνο για δύο χρόνια. Στις 23 Μαρτίου του 1463, ημέρα Σάββατο, φυλακίζεται μαζί με άλλα μέλη της οικογένειάς του στον πύργο της Αδριανουπόλεως, κατόπιν μεταφέρεται στο Επταπύργιο της Κωνσταντινουπόλεως και τη νύχτα της 1ης Νοεμβρίου του 1463 αποκεφαλίζεται μαζί με τρία από τα παιδιά του και τον ανεψιό του Αλέξιο. Τα πτώματά τους ρίχνονται έξω από τα τείχη. Γλίτωσαν μόνο ο μικρότερος γιος του, Γεώργιος, ηλικίας 3 ετών, που τον είχαν εξισλαμίσει, η κόρη του Άννα, που προοριζόταν για το σουλτανικό χαρέμι, και η σύζυγός του, Ελένη. Η τραγική βασίλισσα είχε την αντοχή να θάψει μόνη, με τα ίδια τα χέρια της τους νεκρούς της και έπειτα ντύθηκε το μοναχικό ένδυμα και πέρασε τις τελευταίες της ημέρες σε μια αχυρένια καλύβα.
Αιτία του ομαδικού αυτού φόνου ήταν, λέγεται, η γνήσια ή πλαστή επιστολή της Θεοδώρας Μ. Κομνηνής (Δέσποινας Χατούν), συζύγου του Ουζούν Χασάν, η οποία παρακινούσε τον Δαβίδ να στείλει ένα γιο του (ή τον Αλέξιο, γιο του Αλέξανδρου Κομνηνού), στην αυλή της, για να τον αναθρέψει.
Ίσως τότε πολλοί Τραπεζούντιοι ευγενείς εγκαταλείποντας την Αδριανούπολη ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα τους δούμε αργότερα να αναμειγνύονται στα εσωτερικά του Πατριαρχείου και να επιβάλλονται στην μεταβυζαντινή κοινωνία. Οι παραδόσεις που σχετίζονται με την καταφυγή κάποιων Κομνηνών στη Μάνη, δεν φαίνεται να είναι απόλυτα αβάσιμες, όπως υποστηρίζει ο Miller (στο βιβλίο του «Trebizond»), καθώς και όσα έχουν γραφεί για την διασπορά των Τραπεζούντιων ευγενών στο Αιγαίο, την Πελοπόννησο, την Ιταλία και αλλού (Σ. Ιωαννίδης), αν ληφθεί υπόψη ότι οι Βενετοί είχαν αντιπρόσωπό τους την Τραπεζούντα και στα 1363 ήδη είχαν επιτρέψει την εγκατάσταση αρμενικών οικογενειών στην Κρήτη και τη Μεθώνη και ότι στα 1414 κιόλας είχαν δεχθεί την εγκατάσταση, στην Κρήτη ή την Εύβοια, 80 οικογενειών από την Τραπεζούντα, τη Σεβάστεια και από διάφορα άλλα μέρη του Πόντου.
Φυγή ελληνικών πληθυσμών προς τον Καύκασο και αλλού
Η προσπάθεια των Ελλήνων του Πόντου να αποφύγουν τα δεινά της σκλαβιάς κακοδιοίκηση, παιδομάζωμα, βαριά φορολογία, που όσο προχωρούσε ο καιρός γινόταν βαρύτερη, σκληρότητα και ποικίλες αυθαιρεσίες των κατακτητών κτλ., τους ωθεί προς την φυγή, που χαρακτηρίστηκε από δύο τάσεις: α) προς τα ορεινά και απόκεντρα μέρη του εσωτερικού, όπου δεν ήταν ιδιαίτερα αισθητός ακόμη ο ζυγός των κατακτητών, και β) προς την Ιβηρία και γενικότερα τις χώρες του Καυκάσου.
Όπως αναφέρει ο Γεωργιανός ιστορικός Γιοσελιάνι, οι πρώτοι Πόντιοι φυγάδες εγκαταστάθηκαν στην Ιβηρία και μετά την προέλαση των Τούρκων προς τον Καύκασο αποσύρθηκαν προς τα ενδότερα, όπου ίδρυσαν διάφορες επισκοπές και την αρχιεπισκοπή της Αχτάλας. Εκεί, πήγαν να συλλέξουν χρήματα και δύο οικουμενικοί Πατριάρχες, ο Ιωακείμ Α’, στα 1498, και ο Θεόκλητος Β’, στα 1585. Κατά την εποχή εκείνη, φαίνεται ότι ακόμη πολλοί Έλληνες των βορείων παραλίων της Μ. Ασίας κατέφυγαν και στους Τατάρους της Κριμαίας, απ’ όπου αργότερα, στα 1777, μεταφέρθηκαν στην περιοχή Μαριούπολης, στην Αζοφική. Ένα μέρος απ’ αυτούς έχασε την ελληνική γλώσσα και μίλησε τατάρικα.
Το δεύτερο ρεύμα φυγής, προς τ’ ασφαλέστερα — έστω και τουρκοκρατούμενα — μέρη της ποντιακής ενδοχώρας, υπήρξε μάλλον πολύ πιο μεγάλο και σημαντικό. Οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν συνήθως κατά ομάδες και σπανιότερα κατ’ άτομα.
Η φυγή αυτή εξηγεί και την υπεροχή του οθωμανικού στοιχείου μεταξύ των ετών 1520-1530 στα περισσότερα αστικά κέντρα, όπως π.χ. την Προύσα (6.165 μουσουλμανικές οικογένειες, 69 χριστιανικές), στην Άγκυρα (2.399 μουσουλμανικές οικ., 277 χριστιανικές), την Τοκάτη (818 μουσουλμανικές οικ., 701 χριστιανικές). Εξαίρεση όμως, στην ίδια περίοδο, αποτελούσε η Σεβάστεια, όπου ζούσαν 261 μουσουλμανικές οικογένειες και 750 χριστιανικές.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι Οθωμανοί εφάρμοσαν πρόγραμμα μετατοπίσεων του πληθυσμού για να αλλοιώσουν την αναλογία του. Έτσι, στην Τραπεζούντα μετέφεραν μουσουλμανικούς πληθυσμούς από την Αμάσεια, το Τσόρουμ, την Τοκάτη, την Αμισό, την Πάφρα και μοίρασαν ένα μέρος των τοπικών τιμαρίων στους Σπαχήδες ενώ παράλληλα μετατόπισαν στην Κωνσταντινούπολη ένα μεγάλο μέρος από τους χριστιανούς κατοίκους της Τραπεζούντας.
Από τους εντόπιους χριστιανούς στρατιωτικούς ελάχιστοι κράτησαν τα κτήματα τους ως τιμάρια, κυρίως εκείνοι που, όπως είδαμε, είχαν προσχωρήσει στους Τούρκους και συνεργάζονταν πια μαζί τους (π.χ. ο προδότης Μερνέ/Μαρθάς του κάστρου της Άρδασας). Στοιχεία των τουρκικών αρχείων αποκαλύπτουν ότι ο Μαρθάς, 9 άλλοι στρατιωτικοί, πρώην προνοιάριοι του Δαβίδ, καθώς και ορισμένοι άλλοι διατήρησαν τα κτήματά τους ύστερα από συμφωνία με τους Οθωμανούς (συνολικά 21 άτομα).
Πολλά κτήματα βασιλικά της Τραπεζούντας ή και μοναστηριών μετέπεσαν, με σουλτανική διαταγή, στην κατάσταση των τιμαρίων, όπως αυτά του μητροπολίτη Αντώνιου, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την διανομή των κτημάτων ευνοήθηκαν, βέβαια, πρώτα απ’ όλους οι στρατιωτικές δυνάμεις του σουλτάνου. Έτσι, 25 σχεδόν χρόνια ύστερα από την πτώση της αυτοκρατορίας των Μ. Κομνηνών, από τα 207 τιμάρια του λιβά της Τραπεζούντας τα 101 είχαν μοιραστεί ανάμεσα στους γενιτσάρους, τζεπετζήδες, ουλουφετζήδες, σεκμπάνηδες, σολάκηδες κτλ., ή βρίσκονταν στα χέρια άλλων που έχουν καταγραφεί ως «Kul-Oglu» (παιδιά των δούλων του σουλτάνου). Αξιοσημείωτο είναι ότι άλλοι 25 τιμαριούχοι του λιβά της Τραπεζούντας ήταν Αλβανοί, μεταφερμένοι από τη μακρινή πατρίδα τους, μερικοί από τους οποίους μάλιστα είχαν δεχθεί τον μουσουλμανισμό.
Η κατάλυση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας έφερε την πτώση του εμπορίου, την φτώχεια και την απομόνωση.
Επάνω στα ορεινά τους κρησφύγετα, όπου είχαν αποσυρθεί οι Πόντιοι, πρόβαλαν επίμονη αντίσταση στην αγριότητα και μισαλλοδοξία των μουσουλμάνων επιδρομέων. Εκεί, διατήρησαν για ένα απροσδιόριστο διάστημα την ανεξαρτησία τους, αλλά και διαφύλαξαν τις παραδόσεις τους, τα ήθη και έθιμά τους, τους χορούς, τα τραγούδια τους, τις φορεσιές τους, γενικά ολόκληρο τον λαϊκό τους πολιτισμό (κατάλοιπο του βυζαντινού κόσμου), που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στα 1923 τον μετέφεραν στην ευρωπαϊκή Ελλάδα, στις νέες τους πατρίδες. Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένα μέρη οι απελπισμένοι κάτοικοι προσποιήθηκαν ότι προσέρχονται τον ισλαμισμό ή και πραγματικά εξισλαμίστηκαν, αλλά οι περισσότεροι έμειναν προσηλωμένοι στην πίστη τους.
Μετακινήσεις πληθυσμών
Η φτώχεια και οι διώξεις των Τούρκων ανάγκασαν πολλούς κατοίκους του Πόντου να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να προωθηθούν άλλοι προς την Κωνσταντινούπολη, άλλοι προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και την ενδοχώρα του Πόντου, ενώ πολλοί Καππαδόκες και Καραμανίτες κατευθύνθηκαν προς τα παράλια του Ευξείνου. Η κάθοδος των Καππαδοκών προς τον Εύξεινο και των Ποντίων της ενδοχώρας προς την Καππαδοκία αποδεικνύεται και από τις αλληλεπιδράσεις στα γλωσσικά τους ιδιώματα.
Τα τουρκικά αρχεία φανερώνουν έμμεσα αυτές τις μετακινήσεις που επισυνέβησαν το 16αι. Έτσι, ο χριστιανικός πληθυσμός της Κασταμονής, μέσα στο 16ο αι., από 570 οικογένειες αυξήθηκε σε 1.889. Της Γάγγρας, την ίδια περίοδο, από 81 οικογένειες έγινε 453. Ακόμη και στο λιβά Μπόλου, όπου σε προηγούμενες απογραφές δεν σημειώνονταν χριστιανοί κάτοικοι, στην απογραφή του 1570-1580 εμφανίζονται 134 χριστιανικές οικογένειες. Ο Γάλλος περιηγητής V. Cuinet, βασιζόμενος μόνο στις προφορικές παραδόσεις, σημείωνε ότι οι Έλληνες της Γάγγρας των τελευταίων αιώνων ήταν εν μέρει απόγονοι των παλιών κατοίκων της Παφλαγονίας και εν μέρει απόγονοι Ελλήνων εμπόρων της Καισάρειας και της Άγκυρας, που εγκαταστάθηκαν εκεί μεταξύ 1650-1700.
Το ρεύμα έφτασε και στο Παρθένιο (Μπαρτίν), κωμόπολη που απείχε τρεις ώρες από τον Εύξεινο. Το Μπαρτίν στις αρχές του 20ού αι. κατοικούνταν από 1.500 Έλληνες (σε σύνολο 10.000), εποίκους από τη Σαφράμπολη, τη Σινώπη, την Καισάρεια, το Προκόπιο κ.ά.
Η Ποντοηράκλεια, η οποία στα 1404 κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες, φαίνεται ότι στη διάρκεια του 15ου αι. έχασε ένα μέρος από τον ελληνικό πληθυσμό της, και τούτο τεκμαίρεται από το ότι η πόλη αυτό τον αιώνα έπαψε να εμφανίζεται στον κατάλογο των μητροπόλεων. Ωστόσο στην πόλη έμεινε ένας μικρός πυρήνας του παλιού βυζαντινού πληθυσμού της, ο οποίος ενισχύθηκε με την προσέλευση νέων εποίκων από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας (τουρκόφωνων στην πλειοψηφία τους), κατά τα τέλη του 17ου αι. και έπειτα. Οι Τούρκοι της πόλης στα μέσα του 17ου αι. μετοίκησαν στην παραλία, χτίζοντας ένα ξεχωριστό οικισμό, που τον ονόμασαν Ερεγλί, ενώ η παλιά Ηράκλεια πήρε το όνομα Γκιαούρ Ερεγλί ή Τεπέκιοϊ. Όταν αυξήθηκε ο χριστιανικός πληθυσμός της, έγινε η ανασύσταση της επισκοπής Ποντοηρακλείας (στα 1672).
Η Άμαστρη στις αρχές του 17ου αι. κατοικούνταν από Τούρκους, Έλληνες και Αρμενίους. Ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της, όμως, πρέπει να καταγόταν από εντόπιους, αφού η πόλη είχε παραδοθεί με συνθήκη στον Μεχμέτ Β’ (1460).
Αλλά και στις περιοχές Κασταμονής και Σινώπης οι Έλληνες προέρχονταν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, από απογόνους αρχαίων Ελλήνων αποίκων. Στη Σινώπη, ο εντόπιος ελληνικός πληθυσμός ελαττώθηκε υπερβολικά, αλλά ένα τμήμα του επέζησε, όπως και στην Ποντοηράκλεια. Με το πέρασμα του χρόνου, η πόλη έγινε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του Πόντου, και παρατηρήθηκε συρροή Ελλήνων προς τα εκεί από τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και από τα νησιά του Αιγαίου.
Στην Αμισό (Σαμψούντα), επίσης, διασώθηκε ένας πυρήνας από τον ελληνικό και ελληνόφωνο πληθυσμό των βυζαντινών χρόνων, ο οποίος και εδώ ενισχύθηκε με την κάθοδο Ελλήνων κατοίκων του εσωτερικού της Μ. Ασίας, κυρίως από την περιοχή της Καισάρειας. Στην ίδια αυτή περιοχή ζούσε και ο χριστιανικός πληθυσμός του Μαρσουβάν (Μερζιφούντας) και των Ζήλων. Οι Έλληνες των Κοτυώρων (Ορντού) δεν ήταν γηγενείς στο μεγαλύτερο μέρος τους, αλλά κατάγονταν από τα περίχωρα της Αργυρούπολης και κατέβηκαν στα παράλια, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, στα 1765 (ίσως όμως και από πολύ παλιότερα). Κατά μία άλλη εκδοχή, όμως, και εδώ υπήρχε ένας παλαιότερος πυρήνας, ο οποίος ενισχύθηκε με πρόσφυγες από τη Χαλδία.
Μικρό ελληνικό πληθυσμό από τους παλαιότερους χρόνους διέσωσε και η Κερασούντα, η οποία παραδόθηκε στον Μεχμέτ Β’, έπειτα από πολιορκία οκτώ χρόνων, με συνθήκη, το κείμενο της οποίας σωζόταν ως τις αρχές του 19ου αι. (στην οικογένεια Φωτείνογλου). Κατά τους όρους αυτής της συνθήκης, Έλληνες και Τούρκοι μπορούσαν να ζουν μέσα στο κάστρο της πόλης. Πάντως, αργότερα, η ανάπτυξη του εμπορίου συνετέλεσε ώστε ν’ αυξηθεί ο πληθυσμός της και να επεκταθεί η πόλη.
Ζωτικός πυρήνας του ελληνισμού στον Ανατολικό Πόντο υπήρξε η Χαλδία, η ορεινή χώρα γύρω από τον Κάνη ποταμό, απ’ όπου κυρίως κατά τον 17ο και 18ο αι. ρείθρα ζωής, κατά τον Απ. Βακαλόπουλο, ξεχύθηκαν προς άλλα μέρη της Μ. Ασίας και προς τα παράλια. Κι εδώ ας σημειωθεί ότι στον Α. Πόντο, ιδίως στην πόλη και στην περιοχή της Τραπεζούντας, παρατηρήθηκε αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού μετά το 1461.
Έτσι, η πόλη της Τραπεζούντας στα 1487 είχε 5.500-6.000 κατοίκους, οι οποίοι μέσα στα 30 επόμενα χρόνια αυξήθηκαν κατά 500 άτομα. Από αυτούς ένα ποσοστό 65% ήταν Έλληνες, ένα άλλο Αρμένιοι (12%) κι ένα άλλο μουσουλμάνοι. Μεταξύ 1520-1800 ο πληθυσμός της, καθώς και της περιοχής της, τριπλασιάζεται ή τετραπλασιάζεται.
Η περιφέρεια μεταξύ Κερασούντας και Ριζαίου, περί το 1500, ήταν η πλέον πυκνοκατοικημένη της Μ. Ασίας· ο πληθυσμός της κυμαινόταν σε 215.000-270.000 κατοίκους, με αυξημένο το ποσοστό των Ελλήνων και των Αρμενίων (91-94% οι χριστιανοί και 6-9% οι μουσουλμάνοι). Η πλειοψηφία βέβαια ανήκε στους Έλληνες (84-89%).
Η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως (17ος-18ος αι.)
Από το 17ο αι. και ύστερα, οπότε άρχισαν να εμφανίζονται έκδηλα τα σημεία της αποσυνθέσεως της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πολλοί κατά τόπους τιμαριώτες, οι διαβόητοι ντερεμπέηδες, ιδίως αυτοί του Πόντου, έγιναν οι τυραννίσκοι των χριστιανών ραγιάδων, πολλοί από τους οποίους ως μόνη λύτρωση των δεινών τους έβλεπαν τον εξισλαμισμό.
Είχαν περάσει πλέον 200 χρόνια, περίπου, από την παράδοση της Τραπεζούντας στους Τούρκους. Οι Έλληνες της πόλης, στους οποίους ο Μεχμέτ Β’ είχε επιτρέψει να κατοικήσουν στα εξώτειχα μέρη της, συνοικίστηκαν γύρω από δύο ναούς, τον Άγιο Φίλιππο προς τα ανατολικά (άλλοτε βυζαντινή μονή, η οποία είχε μεταβληθεί σε μητρόπολη της Τραπεζούντας) και την Αγία Σοφία προς τα δυτικά, επίσης βυζαντινή μονή, παλαιότερα. Εκεί, με το πέρασμα των χρόνων και με την ανοχή των Τούρκων σιγά-σιγά αυξήθηκε ο χριστιανικός πληθυσμός και σχηματίστηκαν μερικές ενορίες. Η σχετική ησυχία και τάξη έδωσαν σε πολλούς από τους Έλληνες του χώρου τη δυνατότητα να επιδοθούν απερίσπαστοι στις τέχνες και το εμπόριο. Το κέντρο της Τραπεζούντας βρισκόταν τώρα πια ουσιαστικά έξω από τα τείχη της, στις χριστιανικές συνοικίες και αυτό κίνησε τον φθόνο των συμπιεσμένων μέσα στα τείχη Τούρκων.
Αλλά και οι χωρικοί του Πόντου, οι ο ποίοι είχαν βρει καταφύγιο σε μακρινά χωριά, κατόρθωσαν έπειτα από αγωνιώδεις προσπάθειες 60-80 ετών να αποκατασταθούν εν μέρει. Γενικά, η πόλη και η περιοχή της Τραπεζούντας γνώρισαν τότε ημέρες οικονομικής ευημερίας και άνεσης. Παράλληλα, η βυζαντινή λόγια παράδοση και παιδεία, που κατά τα φαινόμενα δεν είχαν διακοπεί ποτέ, τονώθηκαν αρκετά, σύμφωνα με τις γραπτές και άγραφες παραδόσεις, την ίδια περίοδο. Οι μονές της περιοχής, ιδίως της Παναγίας Σουμελά, του Βαζελώνα και του Αγ. Γεωργίου του Περιστερεώτα, ήταν όχι μόνο κέντρα θρησκευτικά, αλλά και μορφωτικά, και ασκούσαν μια πνευματική ακτινοβολία στους περιοίκους χριστιανούς. Ως τους τελευταίους χρόνους σώζονταν σ’ αυτά χειρόγραφοι κώδικες με ποικίλο περιεχόμενο, με θεολογικές πραγματείες (ή φιλοσοφικές, φιλολογικές, αστρονομικές, γεωγραφικές ακόμη και ιατρικές).
Η καταστροφή άρχισε το 1665 από την Τραπεζούντα.
Πλήθη φανατικών μουσουλμάνων, άπληστων και έτοιμων για λεηλασία και αρπαγή, παρά τις εκκλήσεις των οθωμανικών αρχών, όρμησαν, με επικεφαλής τους τον μουφτή, εναντίον του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Φιλίππου και της κατοικίας του μητροπολίτη. Κατέστρεψαν έπιπλα, σκεύη και χειρόγραφα και μετέτρεψαν το ναό σε τζαμί. Στη συνέχεια, έδιωξαν τους χριστιανούς της συνοικίας, οικειοποιούμενοι τις κατοικίες τους, και ύστερα στράφηκαν στην περιοχή της Αγίας Σοφίας, όπου έπραξαν τα ίδια. Στις ταραχές αυτές πολλοί Έλληνες σκοτώθηκαν. Ο μητροπολίτης μόλις κατόρθωσε να σωθεί στη μονή Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, η οποία έγινε ο νέος μητροπολιτικός ναός της Τραπεζούντας. Γύρω του, συσπειρώθηκε γυμνό και ανέστιο το ποίμνιό του, που εγκατέλειψε τα πάντα στη διάθεση των επιδρομέων. Τότε πολλοί Έλληνες της περιοχής, κυρίως οι πλουσιότεροι, ζήτησαν καταφύγιο σε άλλα μέρη (ορισμένοι στο εσωτερικό της χώρας). Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι το παράδειγμα των Τούρκων της Τραπεζούντας ακολούθησαν και οι μουσουλμάνοι της υπαίθρου, οι οποίοι κατελάμβαναν πλέον αυθαίρετα τα σπίτια και τα κτήματα των Ελλήνων και τους εξανάγκαζαν να αποσυρθούν σε δυσπρόσιτα μέρη της ενδοχώρας.
Την εποχή εκείνη, έφυγαν από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη οι οικογένειες των Υψηλαντών, των Μουρούζηδων, των Καρατζάδων και των Ρίζων-Νερουλών, οι οποίες στη συνέχεια αναδείχθηκαν στο εμπόριο, την πολιτική ζωή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς και στα πατριαρχικά πράγματα. Την ίδια εποχή, αλλαξοπίστησαν οι Έλληνες του Όφεως, ενώ σημειώθηκε φυγή πολλών οικογενειών από τα Πλάτανα στα ορεινά της Θοανίας (Τόνγιας), όπου με το πέρασμα του χρόνου εξισλαμίστηκαν, διατήρησαν, όμως, την ελληνική γλώσσα.
Εξισλαμισμοί στον Πόντο
Ο Ελληνισμός αντιστάθηκε αποτελεσματικά για ένα μεγάλο διάστημα στις πολυποίκιλες πιέσεις των Τούρκων, οι οποίες όμως δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ισχυρές μετά την άλωση και ως τα μέσα σχεδόν του 17ου αι., στον Α. Πόντο. Ο ιερός νόμος άλλωστε μόνο στους ειδωλολάτρες επέβαλε το δίλημμα να διαλέξουν ανάμεσα στον εξισλαμισμό ή το θάνατο. Για τους λαούς της Βίβλου (χριστιανούς και Εβραίους) θεωρητικά αυτό δεν ίσχυε· μπορούσαν, σύμφωνα με τον ιερό νόμο, να εξαγοράσουν τη ζωή τους δίχως να ασπαστούν το ισλάμ. Οι αθρόοι εξισλαμισμοί δε συνέφεραν εξάλλου στην οθωμανική εξουσία, γιατί η θρησκευτική εξομοίωση των υπηκόων της θα εξαφάνιζε το πλαίσιο, πάνω στο οποίο στηριζόταν η κοινωνική διάρθρωση του οθωμανικού κράτους.
Στις ατομικές περιπτώσεις εξισλαμισμού αναφέρεται αυτή του Βασιλείου Αμιρούτζη, δευτερότοκου γιου του Γεωργίου Αμιρούτζη, πρωτοβεστιάριου του Δαβίδ, ο οποίος επιπλέον ήταν βαφτιστικός του Βησσαρίωνος. Ο νέος αρχικά αρνιόταν να αλλαξοπιστήσει, αν και ο γαμπρός του είχε ήδη εξομώσει, όπως και ο αδελφός του. Σχετικά έγραψε ο Γεώργιος Αμιρούτζης στο Βησσαρίωνα, παρακαλώντας τον να του στείλει χρήματα για να τον εξαγοράσει. Πάντως, ο Βασίλειος αλλαξοπίστησε τελικά, πήρε το όνομα Μεχμέτ μπέης και φέρθηκε με αρκετή σκληρότητα στους ομοεθνείς του, αργότερα. Αντίθετα απ’ αυτόν, η Θυγατέρα του Δαβίδ, Άννα, η οποία σύμφωνα με την παράδοση δόθηκε από τον ίδιο ως σύζυγος στον Μεχμέτ Β’, επέμενε στη θρησκεία των προγόνων της. Γι’ αυτό ο Οθωμανός σουλτάνος την παρέδωσε στο χότζα του, ο οποίος επίσης την έδιωξε, γιατί εκείνη δεν απαρνιόταν τα πάτρια. Η Άννα εντέλει επέστρεψε στην Τραπεζούντα, απ’ όπου έφυγε στην ενδοχώρα του Πόντου, για να τελειώσει τις ημέρες της ως μοναχή, περιβαλλόμενη από ορισμένους οπαδούς της. Ο Σ. Ιωαννίδης υποστηρίζει ότι εξόμωσαν και οι Δωρανίτες, το όνομα των οποίων παύει να αναφέρεται αμέσως μετά την άλωση.
Οι ομαδικοί εξισλαμισμοί, βίαιοι ή εθελούσιοι, είχαν ήδη μειώσει σημαντικότατα το χριστιανικό πληθυσμό του Δυτικού Πόντου, ο οποίος άλλωστε είχε υποταχθεί στους Τούρκους πολύ ενωρίτερα. Υστερότερα, την περιοχή περιόδευσε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, Δοσίθεος, και κατέγραψε τις σχετικές εμπειρίες του: «…ότι εν τω Αμάστριδι εισί πολλαί εκκλησίαι και καμπαναρεία, αλλ’ ουδείς εστί χριστιανός. Ότι Τίειον, Κρώμνα και Κοτύωρα έρημα (η αναφορά του μάλλον σχετίζεται όχι με τα Κοτύωρα/Ορντού, αλλά με την Κύτωρο της Παφλαγονίας). Ότι εν τη Οιωνοπόλει (ουκ Ιωνοπόλει) ην και Αβώνου τείχος λέγει ο Λουκιανός εισί πέντε χωρία ορθόδοξοι, έως ου ογδοήκοντα οικίας ποσούμενοι, και εκεί εύρον πεντηκοστάριον έχον εν ταις της εβδομάδος ημέραις Τριώδια αναστάσιμα, εν δε τω Τριωδίω της Πεντηκοστής θεολογείται λαμπρώς το Πνεύμα το άγιον εκ του πατρός μόνου. Ότι η Στεφάνη υπό Ρώσων ερημώθη. Απήλθομεν δε Μαρτίου ενδεκάτη (1681) εις Σινώπην, και τη εικοστή δευτέρα εξήλθομεν... Ότι η Αμισός Μιλησίων κτίσμα πρώτον, και ύστερον Αθηναίων, ουκ έχει δε χριστιανόν ούτε ένα, αλλά χωρίον εστί πλησίον αυτής χριστιανικόν. Ότι ο ποταμός Ίρις, Τζαρσαμπάς, χριστιανόν ουκ έχει, ούτε η Νεοκαισάρεια, αλλ’ εν τη Αμασεία εισίν ολιγοστοί... Ότι το Ίνεον εστί το Πολεμώνιον, καν αγνοούμενον υπό των νυνί γράφηται και λέγηται διαφόρως, και μάχεται ο Νεοκαισαρείας μετά του Αμασείας περί αυτού, ότι δε του Νεοκαισαρείας εστίν αναντίρρητον εστί... Ότι εν τη Κερασούντι ευρίσκονται μερικοί χριστιανοί ομοίως και εν Τριπόλει, ότι εν τω κάστρω τω της Τριπόλεως ουκ έστι χριστιανός τις, αλλά μόνος ναός της Θεοτόκου αξιόλογος...»
Ως το 1523, όμως, εξήντα χρόνια περίπου μετά την παράδοση της Τραπεζούντας, τα περισσότερα χωριά, όπως και αρκετές πόλεις του Ανατολικού Πόντου, επέμεναν στην πατρογονική θρησκεία τους. Ακόμη και οι περιοχές, οι κάτοικοι των οποίων αργότερα, το 17ο αι., τούρκεψαν σχεδόν ομαδικά, διατήρησαν αρχικά αλώβητο το χριστιανικό πληθυσμό τους. Σύμφωνα με τα οθωμανικά ντεφτέρια/κατάστιχα, νεομουσουλμανικές οικογένειες υπήρχαν ελάχιστες στον Πόντο. Αναφέρονται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις σ’ αυτά, όπως π.χ. στο χωριό Βανάκ της Άτινας (2 οικογένειες).
Βέβαια, μπορούμε να εικάσουμε ότι οι σημειούμενες απλώς ως μουσουλμανικές οικογένειες στα ντεφτέρια ενδεχομένως να είχαν εξισλαμιστεί ενωρίτερα, αμέσως μετά την άλωση της Τραπεζούντας, και να μην ήταν οικογένειες τουρκικές που εγκαταστάθηκαν στον Πόντο. Επίσης, ίσως οι αυξημένοι αριθμοί μουσουλμάνων σε ορισμένα χωριά και πόλεις να δείχνουν ότι ο εξισλαμισμός είχε τεθεί ήδη σε μια διαδικασία, η οποία θα οδηγούσε βαθμιαία στην εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου από την περιοχή, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του χωριού Μενοχόρτ’ (μπορεί να ταυτιστεί με το αργότερα εξισλαμισμένο πλήρως Μεσοχώριν του Όφη), όπου οι μωαμεθανοί είχαν αυξηθεί σε 30 οικογένειες, ενώ οι χριστιανικές ήταν μόνο 40 οικογένειες.
Πάντως, οι χριστιανοί υπερτερούσαν εν γένει και σε περιοχές, όπως τους καζάδες της Άτινας, της Άρχαβης, του Χεμσίν, του Όφη και του Ριζαίου, όπου το 17ο αι. σημειώθηκαν αθρόοι εξισλαμισμοί και η θρησκευτική μεταστροφή των κατοίκων ήταν μάλλον γενική.
Στα ντεφτέρια του 1523 αναφέρονται συχνά ονόματα χριστιανών τιμαριούχων, οι οποίοι θα πρέπει να αντιμετώπισαν σε μιαν ορισμένη στιγμή το δίλημμα να αλλάξουν θρήσκευμα, για να διατηρήσουν τις γαίες τους, ή να επιμείνουν στο χριστιανισμό και να απολέσουν τη γαιοκτησία και τα λοιπά προνόμιά τους. Τέτοιοι τιμαριούχοι σημειώνονται: ο άπιστος Λιγιός Ισκολάζ στο χωριό Κομερά της Γεμουράς, κύριος μέρους των εισοδημάτων του ίδιου χωριού, ο οποίος μπορεί να ταυτιστεί (πιθανώς) με κάποιον Σχολάριο της γνωστής βυζαντινής οικογένειας. Τις προσόδους της Κομεράς καρπώνονταν επίσης Κάποιος Γιάννης Φοζλάντης και ένας άλλος άπιστος, ο Σιβάστρο Χαλμαμπός, που διετέλεσε άρχοντας της αυλής των Μ. Κομνηνών και τους ακολούθησε στην εξορία, στην Αδριανούπολη. Μικροϊδιοκτήτης γης, χριστιανός, αναφέρεται επίσης στο χωριό Σίρα της Ματσούκας, όπως και στο χωριό Μοζαντό της ίδιας περιοχής. Μνημονεύονται ακόμη χριστιανοί, είτε τιμαριούχοι είτε απλώς απαλλαγμένοι από τη φορολογία, στη Γαλίανα, στο χωριό Ογιάν ή Αβγιάν των Σουρμένων, στο ναχιγιέ Ισκέλα της Άρχαβης κτλ.
Στα ντεφτέρια του 1523 σημειώνεται επιπλέον ότι στον καζά της Άρχαβης τα περισσότερα τιμάρια ανήκαν σε χριστιανούς, που υπηρετούσαν στον σουλτανικό στρατό. Μνημονεύουν μάλιστα αυτούς τους χριστιανούς ως μαρτολός. Κατά τα ίδια, στον καζά της Άτινας χριστιανός τιμαριούχος, ονόματι Γιώργη Μπαμπίκ, φορολογούσε γεωργούς της περιοχής με τον ισχυρισμό ότι ήταν δουλοπάροικοί του από την εποχή της τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με τον Χρύσανθο, οι χριστιανοί της Τραπεζούντας άλλοι μεν εκ φόβου, άλλοι δε εξ ανάγκης και βίας και άλλοι διά συμφέρον ηρνούντο την πάτριον Θρησκείαν και ησπάζοντο τον ισλαμισμόν. Η καταδυνάστευση των χριστιανών, της περιοχής της Τραπεζούντας, στην εποχή την οποία αναφέρεται, το 17ο αι., είχε φτάσει σε τέτοια ύψη, ώστε κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του και ο μητροπολίτης Ιγνάτιος (1610-1620), παρά την ιδιότητα του αρχιερέα, ενώ ορισμένες δεκαετίες μετ’ αυτόν ο μητροπολίτης Τραπεζούντος, Φιλόθεος (1659-1665) δείλιασε κι εγκαταλείποντας το ποίμνιό του έφυγε από την πόλη. Την ίδια περίοδο, εγκατέλειψαν τον Πόντο οι οικογένειες των Υψηλαντών και των Μουρούζηδων. Κατά τον Αθανάσιο Κομνηνό Υψηλάντη, ο Τριαντάφυλλος Υψηλάντης (γεννημένος στο 1613) εγκατέλειψε την Τραπεζούντα γι’ αυτό το λόγο.
Από την ωμότητα των Τούρκων κινδύνεψε και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Παΐσιος, όταν το 1659 επισκέφθηκε την Τραπεζούντα. Τον συνέλαβε ο πασάς, αλλά ο κατής της πόλης, ο οποίος είχε εργαστεί στα Ιεροσόλυμα, γνώριζε για καλή του τύχη τον Πατριάρχη και παρενέβη και τον ελευθέρωσε.
Οι διώξεις των χριστιανών οφείλονταν συν τοις άλλοις στη δράση των ντερεμπέηδων, αλλά και στις ενέργειες των μεγάλων βεζίρηδων Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1687) και Αχμέτ Κιοπρουλού (1661-1676), οι οποίοι ήταν φανατικοί διώκτες των χριστιανών και απόγονοι αρνησίθρησκου χριστιανού αλβανικής καταγωγής. Ο αρχηγέτης μάλιστα της δυναστείας, Μεχμέτ πασά Κιοπρουλού, είχε διατελέσει για ένα διάστημα σαντζάκ μπέης της Τραπεζούντας (1644). Για τον Αχμέτ Κιοπρουλού, γράφει ο επισκεφθείς τον Πόντο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, το 1681: «Ο υιός του Κιοπρουλή (δηλ. ο Αχμέτ Κιοπρουλού) βεζίρης εκρήμνισε τας εκκλησίας εις Κωνσταντινούπολιν, εμπόδισε να ανακαινίζωνται εκκλησίαι πανταχού· την μητρόπολιν Τραπεζούντος, τον άγιον Φίλιππον, εκάμασι σμαγίδα (τζαμί)... Η μητρόπολις της Τραπεζούντος μετά την υπό των Οθωμανών άλωσιν ην η εκκλησία του αγίου Φιλίππου, έξωθεν της πόλεως κειμένη τω δε χιλιοστώ εξακοσιοστώ εβδομηκοστώ τετάρτω έτει εσαρακήνισαν αυτήν οι Οθωμανοί...»
Κατά τον Χρύσανθο, την αρπαγή του μητροπολιτικού ναού ακολούθησαν μακροχρόνιες δίκες και αμφισβητήσεις, που μάλλον τελείωσαν το 1674, οπότε η αρπαγή του ναού επικυρώθηκε ως νομότυπη από τα δικαστήρια.
Η γενίκευση των εξισλαμισμών στα ανατολικά παράλια του Πόντου και η μεταστροφή των κατοίκων της περιοχής έγινε αιτία να διαλυθούν στα μέσα του 17ου αι. και οι μητροπόλεις Ριζαίου, Ισχανίου και Λαζίας, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τον Περικλή Τριανταφυλλίδη, τη γνώμη του οποίου εν προκειμένω ασπάζεται και ο Χρύσανθος. Στον ίδιο λόγο βέβαια οφείλεται και η κατάργηση της επισκοπής Όφεως, που υπαγόταν στη μητρόπολη Τραπεζούντος, την ίδια περίοδο.
Για την εκκλησιαστική του επαρχία —τη μητρόπολη Τραπεζούντος— ο Χρύσανθος βάσιμα υποστηρίζει ότι οι πολυάριθμοι μουσουλμάνοι της ήταν σχεδόν στο σύνολό τους καταγόμενοι από χριστιανούς, διότι πλην των εν τη πόλει Τραπεζούντος εγκαταστηθέντων κατά την άλωσιν ολίγων αζάπιδων και γενιτσάρων ουδαμού αλλαχού της επαρχίας Τραπεζούντος εγένετο μετά την άλωσιν εγκατάστασις μουσουλμάνων ή Τούρκων. Τα χαρακτηριστικά, οι ενδυμασίες, κοινές τόσο για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, αποτελούν μαρτυρίες υπέρ αυτής της γνώμης, σύμφωνα με τον ίδιο.
Για την περιοχή Όφεως αναφέρεται ότι ο επίσκοπός της εξόμωσε μαζί με το ποίμνιό του και από Αλέξανδρος ονομάστηκε Ισκεντέρ. Η παράδοση μάλιστα (λαθεμένα) τον θέλει πασά της Τραπεζούντας.
Οι εξισλαμισμένοι, τουλάχιστον ένας αριθμός απ’ αυτούς, έμειναν για ένα διάστημα κρυπτοχριστιανοί —κι αυτό έγινε στα Σούρμενα και τη Γεμουρά— αλλά στα φανερά ασκούσαν τη μουσουλμανική θρησκεία, όμως συν τω χρόνω ο επιφανειακός εξισλαμισμός τους έγινε ουσιαστικός. Παράλληλα, οι πρώην χριστιανοί της Λαζικής, οι μουσουλμάνοι Σουρμενίτες και οι εξισλαμισμένοι κάτοικοι της Γεμουράς έπαψαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα. Αντίθετα, οι περί τον Ψυχρόν ποταμόν (Μπαλτατζή ντερέ) οικούντες Οφίται ή Οφλήδες διατήρησαν την ελληνική γλώσσα, φύλαξαν πολλά έθιμα και λέγεται ότι κράτησαν τα ευαγγέλια, τα άμφια και τα ιερά σκεύη των προγόνων τους.
Οι Κρυπτοχριστιανοί στον Πόντο
Ο κρυπτοχριστιανισμός στον Πόντο, όπως και σε άλλες ελληνικές κατακτημένες περιοχές, υπήρξε αποτέλεσμα βίας και εξαναγκασμού. Κατά τόπους οι κρυπτοχριστιανοί αποκαλούνταν κλωστοί, γυριστοί, δίπιστοι, τενεσούρηδες, Κρωμιώτες, μέσο μέσο (στον Πόντο), κρυφοί ή γυριστοί (στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας), κουρμούληδες ή μπουρμάδες (στην Κρήτη), λινοβάμβακοι (στην Κύπρο).
Ο όρος επίσης συνδέεται στενά με τον εξισλαμισμό και τη γενική προσπάθεια των Οθωμανών για κυριάρχηση κάθε είδους πάνω στο υποταγμένο ελληνικό στοιχείο. Έτσι, το σπίτι του άπιστου έπρεπε να είναι ταπεινότερο από του μουσουλμάνου, μονώροφο κι ασουβάτιστο κτλ., η ενδυμασία του όφειλε να είναι διαφορετική, το ίδιο και τα παπούτσια του κτλ.
Στις πόλεις οι κρυπτοχριστιανοί ήταν λίγοι, ίσως γιατί εκεί η βία και ο καταναγκασμός των Οθωμανών είχαν πολύ πιο περιορισμένο χαρακτήρα από ό,τι στην ύπαιθρο, όπου οι βίαιοι εξισλαμισμοί αποτελούσαν ένα γενικευμένο φαινόμενο. Ολόκληρα χωριά και οικισμοί, άλλοτε οικογένειες μεγάλες, εξαναγκάζονταν να αρνηθούν την πίστη τους. Ωστόσο οι κρυπτοχριστιανοί της ενδοχώρας, ιδίως όταν το χωριό τους ήταν στο σύνολο των κατοίκων του κρυπτοχριστιανικό, μπορούσαν να τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα σχεδόν απροσχημάτιστα και ελεύθερα, δίχως το φόβο να προδοθούν στις οθωμανικές αρχές. Το μυστικό άλλωστε έξω από τα κρυπτοχριστιανικά χωριά το γνώριζαν πολλοί λίγοι. Κι έτσι, επί αιώνες, ο κρυπτοχριστιανισμός ήταν μια γενική πρακτική σε πολλά μέρη του Πόντου, δίχως οι δίπιστοι να προδοθούν ακόμη και από πρώην χριστιανούς που εξισλαμίστηκαν και έγιναν με την πάροδο του χρόνου συνειδητοί μουσουλμάνοι.
Οι κρυπτοχριστιανοί είχαν δύο ονόματα, ένα τουρκικό και ένα χριστιανικό. Το πρώτο ήταν το επίσημο, ενώ το δεύτερο το χρησιμοποιούσαν μόνο μεταξύ τους. Είχαν επίσης υπόγειες εκκλησίες, κάτω από αχυρώνες συνήθως, με τα απολύτως απαραίτητα μόνο για να τελούνται οι θρησκευτικές τελετές τους. Σε ορισμένα χωριά, όπως π.χ. στην Κρώμνη, ο χότζας πήγαινε εκεί μόνο ορισμένους μήνες το χρόνο. Συνήθως, όμως, όταν πέθαινε κανείς τον απομάκρυναν σκόπιμα και έθαβαν τον πεθαμένο με χριστιανική τελετή στην οποία χοροστατούσε κρυπτοχριστιανός ιερέας. Έτσι, λεγόταν δηλωτικά για την Κρώμνη ότι ένας αφελής χότζας, που επισκεπτόταν επί 20 χρόνια το χωριό, σύστησε στους συγγενείς κάποιου φιλάσθενου, που ήθελαν να τον πάνε στην Αργυρούπολη για αλλαγή κλίματος, να τον φέρουν στην Κρώμνη, γιατί όπως τους είπε χαρακτηριστικά, «Πατριώτες, εκεί οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν. Είκοσι χρόνια δεν είδα εκεί ούτε μία κηδεία».
Για τους κρυπτοχριστιανούς/κλωστούς έγραψε σχετικά ο Περικλής Τριανταφυλλίδης:
«οι Κλωστοί επί τρεις μέχρι τεσσάρων χιλιάδων οίκων (οικογενειών) αριθμούμενοι, Έλληνες όντες την καταγωγήν, και ελληνικήν έχοντες την γλώσσαν, χριστιανοί ήσαν και το θρήσκευμα, και τοι εν τω φανερώ τον Μωαμεθανισμόν επαγγελλόμενοι. Εκ τούτων πεντακόσιοι μεν και εβδομήκοντα οίκοι κατοικούσι τας εξάρχιας των μοναστηρίων Βαζέλωνος και Περιστερεώνος, πεντήκοντα δε και εκατόν την επαρχίαν Τραπεζούντος, περί τας ογδοήκοντα την της Θεοδοσιουπόλεως, ευάριθμοί τινες τας της Νικοπόλεως και Νεοκαισαρείας, οι δε λοιποί την της Χαλδίας. Είπωμεν λοιπόν ολίγα περί της καταγωγής αυτών. Μετά την άλωσιν της Τραπεζούντος, τους διασωθέντας εκ τε του, κατά την πολιορκίαν και την άλωσιν, θανάτου εις τρεις διελών μοίρας, ο κατακτητής, την μεν έλαβε μεθ’ εαυτού, την πολλαχώς ερημωθείσαν συνοικίσων πρωτεύουσαν, την δε διέσπειρεν κατά την περίχωρον, την δε τρίτην, την ασθενεστέραν, αφήκεν εν τη πόλει. Τα απροσιτώτερα λοιπόν και φαραγγωδέστερα των ορεινών υπέρ την πόλιν χωρών, όπου δεν ηδύναντο να εισδύωσιν οι εις αρπαγάς και λεηλασίας διατεθειμένοι κατακτηταί αυτών, ήσαν ασπαστότερα και προσφιλέστερα καταφύγια των δυστυχών εκείνων...»
Κατά τον ίδιο, ουδείς τουρκικής καταγωγής υπάρχει καθ’ όλην την υπερθαλάττιον υπερκειμένην της Τραπεζούντος χώραν, συμπεριλαμβανομένων των τε μοναστηριακών περιφερειών και πλείστον της υπεράνωθεν τούτων διηκούσης επαρχίας Χαλδίας. Όλοι ήταν απόγονοι των Ελλήνων της χώρας, ακόμα και εκείνοι που κατοικούσαν χωριά αμιγώς μουσουλμανικά ή σε μεικτούς οικισμούς, όπου συχνά συνέβαινε να μισούν οι χριστιανοί τους Τούρκους και το αντίθετο, παρόλο που είχαν κοινή καταγωγή και κοινούς προγόνους. Επειδή οι χριστιανοί των πόλεων απολάμβαναν την προστασία των μητροπολιτών, όπως κι εκείνοι που κατοικούσαν γύρω από μεγάλα μοναστήρια, π.χ. τις τρεις σταυροπηγιακές μονές-εξαρχίες, οι χριστιανοί που αλλαξοπίστησαν ήταν λίγοι σ’ αυτές τις περιοχές, ενώ οι από της μητροπόλεως και των μοναστηρίων αφιστάμενοι, μετέβαλλον το θρήσκευμα. Και ενώ άλλοι χριστιανοί απέβαλαν την γλώσσα και διατήρησαν το θρήσκευμα, υπήρξε και τρίτη... μερίς, η και την θρησκείαν των πατέρων αυτής να εξομόση δεν ηνείχετο, και εις τας καταπιέσεις των δεσποτών αυτής δεν αντείχεν. Αύτη αμφότερα εζήτησε να συμβιβάση και την συνείδησιν αυτής εξιλεοί και των καταπιέσεων να απαλλάτηται. Υπεκρίθη λοιπόν ότι εξομνύει, και παρεδέχθη το θρήσκευμα κατ’ επιφάνειαν· δεν έπαυσεν όμως εν κρυφώ τον χριστιανισμόν πρεσβεύουσα και τούτον μεταδίδουσα και τοις τέκνοις. Τούτων οι μεν κατοικούντες την Κρώμνην, όπου ήσαν οι πολυπληθέστεροι, και τα περί την Κρώμνην χωρία, ήσαν εν γνώσει των λοιπών χριστιανών, και ουδείς ουδέποτε χριστιανός, εκ μίσους ή εκδικήσεως ή έχθρας παρακινηθείς, κατήγγειλέ τι περί τούτου εις Τούρκον· οι δε τας πόλεις οικούντες διετήρουν το θρήσκευμα εν μυστικότητι και προς τους λοιπούς χριστιανούς, μόνον υπό του αρχιερέως και υπό τινων ιερέων γινωσκόμενοι, και φοβούμενοι μήπως δώσιν υπόνοιάν τινα προς τους περί αυτούς Τούρκους, ότε ο θάνατος ην αδιάφυκτος...
Ο Τριανταφυλλίδης προσθέτει ακόμη ότι στους κρυπτοχριστιανούς των πόλεων πρέπει να συναριθμηθούν και όσοι ενέδωσαν σε απειλές, σε υποσχέσεις και ομολόγησαν ότι είναι μωαμεθανοί. Αυτοί ή έπρεπε να γίνουν μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας ή να χάσουν το κεφάλι τους, αν αρνούνταν να κάνουν το λόγο τους πράξη. Αυτό ίσχυε και για όσους συκοφαντήθηκαν πως υποσχέθηκαν να γίνουν μουσουλμάνοι. Τέτοιοι εκ βίας μωαμεθανοί εξακολουθούσαν να είναι χριστιανοί, αν και στα φανερά παρίσταναν τους μουσουλμάνους.
Οι κρυπτοχριστιανοί τελούσαν τις τελετές τους τη νύχτα ή μεταμφιεσμένοι. Εξομολογούνταν, μεταλάμβαναν, βάφτιζαν τα παιδιά τους. Απέθνησκέν τις εν αυτοίς, ενώ οι Τούρκοι εκόμιζον το πτώμα επί ταφήν, εν χριστιανικώ ναώ συγχρόνως και εν αγνοία πολλάκις και των παρισταμένων χριστιανών, νεκρώσιμος εξετελείτο διά τον εκφερόμενον τελετή. Αυτό όμως συνήθως γινόταν στις πόλεις, όπου ο πληθυσμός ήταν μεικτός ή αν τύχαινε να βρεθεί εκεί κάποιος κρυπτοχριστιανός για δουλειές. Εν δε τοις χωρίοις όπου ήσαν ή μόνοι άμικτοι μετ’ άλλων Τούρκων, ή συνώκουν μετ’ άλλων ελευθεροφρονούντων χριστιανών ελευθερώτερον τα της θρησκείας εξήσκουν συνεκκλησιαζόμενοι, μετά μόνης επιφυλάξεως, μήπως τις Τούρκος έξωθεν ελθών ίδη αυτόν χριστιανόν όντα· όπου όμως ήσαν μετ’ άλλων Οθωμανών έπραττον μετά της αυτής προφυλάξεως.
Οι κρυπτοχριστιανοί ασκούσαν και προσηλυτισμό ανάμεσα στους άλλους μωαμεθανούς. Γιατί, όσοι απ’ αυτούς ζούσαν στις πόλεις, αναγκάζονταν να έρθουν σε σχέσεις επιγαμίας μ’ αυτούς, παντρεύοντας συνήθως τους γιους τους με μουσουλμάνες και αποφεύγοντας να παντρεύουν τις κόρες τους με μωαμεθανούς. Αλλά νυμφευόμενος τις Οθωμανίδα, ουδέποτε μετ’ αυτής εκοινώνει, νομίζων εαυτόν μιαινόμενον, πριν ή πείσας βαπτίση και τελέση τον θρησκευτικόν υμέναιον. Την έπαιρνε λοιπόν λίγες ημέρες μετά το μουσουλμανικό γάμο και την πήγαινε στο χωριό του ή σε κάποιο μοναστήρι, συνήθως με τη δικαιολογία της διανυκτέρευσης. Σε λίγο έρχονταν εκεί και άλλοι συγγενείς του γαμπρού, που κολάκευαν τη νύφη, την περιποιούνταν και λίγο-λίγο την εισήγαγαν στη χριστιανική πίστη. Αν δυστροπούσε, της έδιναν να καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος να σμίξει με το γαμπρό ήταν να γίνει χριστιανή. Σκηνοθετούσαν μάλιστα, όταν το έκριναν αναγκαίο, και ένα δήθεν αποχωρισμό, ώσπου εκείνη να πεισθεί και να δεχτεί το βάφτισμα. Έπειτα ο νέος την οδηγούσε στο χωριό του, όπου ικανούς μήνας διέτριβεν έως ου στηριχθή και κραταιωθή τη πίστει.
Κρυπτοχριστιανοί υπήρχαν στις επαρχίες Τραπεζούντος, Θεοδοσιουπόλεως, Νικοπόλεως, Νεοκαισάρειας, καθώς και στη Χαλδία. Γνωστότεροι είναι εκείνοι που κατοικούσαν στην Κρώμνη και στο Σταυρίν. Επίσης κρυπτοχριστιανοί υπήρχαν στις περιοχές της Σάντας, των Σουρμένων, στην περιφέρεια Κοασίου και στα χωριά Χάραβα, Σίσα, Χατζάβερα, Παρτίν, Γιαγλίντερε, Ταντουρλού, Στύλος, Μούζενα, Πόντιλα, Θέρσα και αλλού.
Το παιδομάζωμα
Σύμφωνα με το κοράνι, ο κατακτητής μπορούσε να διαχειριστεί το ένα πέμπτο της λείας, έμψυχης και άψυχης, του πολέμου. Και επειδή, κατά τον ιερό νόμο, οι αιχμάλωτοι (και ως τέτοιοι λογίζονταν όλοι οι άπιστοι, που υποτάχθηκαν στην εξουσία του σουλτάνου) αποτελούσαν μέρος αυτής της λείας, ο Οθωμανός μονάρχης είχε τη δυνατότητα να διαθέσει τη ζωή τους κατά τη βούλησή του. Στα όρια των δυνατοτήτων του υπάγονταν και η περιοδική στρατολογία χριστιανοπαίδων, το παιδομάζωμα, η οποία καθιερώθηκε, για να προμηθεύεται η αυλή των Οσμανλήδων τους αναγκαίους για τη λειτουργία της δούλους. Η στρατολόγηση των χριστιανοπαίδων, παράλληλα, εξυπηρετούσε και ένα άλλο καθήκον των μουσουλμάνων, αυτό του προσηλυτισμού.
Από τέτοιους δούλους αποτελούνταν και τα στρατιωτικά τάγματα των γενιτσάρων, ονοματοθέτης των οποίων υπήρξε ο Χατζή Βελή Μπεκτάς, ιδρυτής του τάγματος των Μπεκτασήδων δερβίσηδων. Το τάγμα δημιουργήθηκε περί το 1357, με πρώτη έδρα το χωριό Σουλουτζά, στην περιοχή της Αμάσειας. Ο ιδρυτής του πέθανε επί Μουράτ Α’ και τάφηκε στο χωριό Κιρ Σεχρή της Σεβάστειας. Ο νέος στρατός (=γενί τσαρ) έφερε πάντως τη σημαία αυτού του τάγματος, ως το 1826, οπότε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ διέλυσε τους Μπεκτασήδες.
Η στρατολογία των γενιτσάρων γινόταν περιοδικά, κάθε 3 ή 5 χρόνια, ανάλογα με τις υπάρχουσες ανάγκες, με φιρμάνι του σουλτάνου προς τους ιεροδικαστές, μουτεσελίμηδες, κεχαγιάδες κτλ. Απ’ αυτήν εξαιρούνταν μόνο οι οικογένειες, οι οποίες είχαν ένα αρσενικού φύλου παιδί. Οι χριστιανόπαιδες στέλνονταν αρχικά κοντά σε σπαχήδες, για να εθιστούν στο βίο των μουσουλμάνων και να διδαχτούν τις λεπτομέρειες του ιερού νόμου. Η πρόοδος τους ελέγχονταν από ειδικούς υπαλλήλους, που περιοδικά επισκέπτονταν τα υποστατικά των σπαχήδων γι’ αυτό το λόγο.
Στην Περιοχή του Πόντου το παιδομάζωμα πρέπει να εφαρμόστηκε από νωρίς, αν και δεν υπάρχουν σχετικές ακριβείς πληροφορίες. Ας σημειωθεί ωστόσο ότι οι περιοχές της Κασταμονής, της Σεβάστειας, της Τοκάτης και της Αμάσειας που υποτάχθηκαν στους Τούρκους ενωρίτερα από το κράτος των Μ. Κομνηνών γειτνίαζαν με την έδρα των Μπεκτασήδων. Μια άλλη πληροφορία αφορά την Τραπεζούντα, από την οποία οι Οθωμανοί αμέσως μετά την άλωση πήραν 800 παλικαρόπουλα, τα οποία εξισλάμισαν βίαια.
Εξαιρέσεις στο μέτρο γίνονταν για τους Εβραίους και τους Αρμενίους. Εξαιρούνταν επίσης από το παιδομάζωμα οι οικογένειες των μεταλλωρύχων της Χαλδίας, λόγω των προνομίων που παραχωρήθηκαν σ’ αυτούς από την Υψηλή Πύλη. Εκτός απ’ αυτούς, όμως, ανάλογα προνόμια παραχωρήθηκαν και στους Σινωπίτες, που ασχολούνταν με τη ναυπηγική (και ειδικότερα στους ασχολούμενους με τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων).
Εκτοπισμοί - Γενοκτονία
Οι βαλκανικοί Πολέμοι 1912-1913 εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν ως συνέπεια να αυξηθούν οι διωγμοί και στον Πόντο. Τούρκικες εφημερίδες παρακινούσαν τους αναγνώστες τους να αρχίσουν τους διωγμούς και τις σφαγές.
Οι δολοφονίες άρχισαν να αυξάνονται, χωρικοί που πήγαιναν να δουλέψουν στα χωράφια τους βρίσκονταν καθημερινά δολοφονημένοι. Ορισμένες συμμορίες μάλιστα τις νύχτες λεηλατούσαν πόλεις και χωριά.
Η Γερμανία έδωσε στους Νεότουρκους να καταλάβουν πως με την φυσική εξόντωση των γηγενών λαών θα έκαναν την Μ. Ασία δική τους πατρίδα και θα έβρισκαν την ησυχία τους.
Ο γερμανός αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού Liman von Sanders δήθεν για στρατιωτικούς λόγους συμβούλεψε στους τούρκους την απομάκρυνση των ελλήνων από τα παράλια προς το εσωτερικό για προστασία τους από τον εχθρικό στόλο. Σκοπός των εκτοπισμών ήταν η πυρπόληση χωριών, η λεηλασία και να πετύχουν την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών ώστε να καταφέρουν ευκολότερα των εκτουρκισμό εκείνων που θα απέμεναν.
Οι χωροφύλακες εμφανίζονταν σε ελληνικά χωριά συγκέντρωναν τους κατοίκους στην πλατειά και τους διέταζαν να ετοιμαστούν αμέσως για αναχώρηση.
Ο εκτοπισμός γινόταν συνήθως χειμώνα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στους εκτοπιζόμενους απαγορευόταν να μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Η πομπή ξεκινούσε με άγνωστο προορισμό, στα ελληνικά σπίτια εισέβαλαν Τούρκοι των γειτονικών περιοχών, καθώς φαίνεται αυτοί δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο από το στόλο.
Οι σταθμεύσεις γίνονταν στην ύπαιθρο και σε ακατοίκητες περιοχές, ώστε να αποκλείεται ο ανεφοδιασμός, ενώ απαγορεύονταν η περίθαλψη των αρρώστων και η ταφή των νεκρών. Επιβάλλονταν η απολύμανση όλων σε θερμά λουτρά τουρκικού τύπου (χαμάμ) και περιμένοντας αμέσως μετά στην παγωμένη ύπαιθρο για καταμέτρηση και ιατρική εξέταση. Μετά το λουτρό (ήταν εισήγηση των Γερμανών) η πορεία συνεχίζονταν με πλήρη ασιτία. Ο λευκός θάνατος αποδεκάτιζε τους εξόριστους, μυστικά διατάγματα και διαταγές έθεταν εκτός νόμου και ζωής τους χριστιανούς έλληνες.
Οι μετατοπίσεις των πληθυσμών, οι λεηλασίες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί και οι δολοφονίες είχαν ως κύριο στόχο την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών για να επιτευχθεί ευκολότερα ο εκτουρκισμός εκείνων που θ' απέμεναν. Η τρομερή αυτή επινόηση ικανοποιούσε πλήρες το φανατισμό και την κτηνωδία του Εμβέρ, την πιο ψυχρή, μα κυνική φαντασία του Ταλαάτ, καθώς μπορούσαν να ισχυριστούν πως τις εκτοπίσεις τις απαιτούσαν οι στρατιωτικές ανάγκες και πως τα χέρια τους δεν είχαν λερωθεί με αίμα, γιατί οι χριστιανοί πέθαιναν μόνοι τους στο δρόμο.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στην Αμισό (Σαμψούντα) ως απεσταλμένος της οθωμανικής κυβέρνησης για να αναλάβει να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή του Πόντου. Αρχίζει ένα εγκληματικό έργο αντίθετο με την αποστολή του κηρύσσοντας το μίσος εναντίον των ελλήνων. Μέλος της κεμαλικής οργάνωσης ήταν και ο Τοπάλ Οσμάν γνωστός στην ιστορία ως ο μεγαλύτερος δήμιος του ποντιακού ελληνισμού. Ο ίδιος ο Κεμάλ τον διόρισε αντιπρόσωπο του στην παραλιακή ζώνη του Πόντου με απεριόριστο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους Πόντιους. Στις πόλεις του Πόντου στήνονται τα διαβόητα έκτακτα δικαστήρια ανεξαρτησίας που καταδίκαζαν και εκτελούσαν την ηγεσία του ποντιακού ελληνισμού. Περισσότεροι από 350 000 Πόντιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους Νεότουρκους και Κεμαλικούς.
Οι εξορίες, οι αγχόνες, οι σφαγές και οι εμπρησμοί, δημιούργησαν, ιδιαίτερα στον δυτικό Πόντο, κατά τα έτη 1916 - 1923, στρατιά περιπλανωμένων ορφανών. Πολλά απ' αυτά κατέληξαν σε σπίτια Τούρκων πολιτών και εκτουρκίστηκαν.
Αντάρτικο κίνημα
Η υποχρεωτική στράτευση των Ποντίων στον τουρκικό στρατό, η τρομοκρατία, τα εργατικά τάγματα, οι εξορίες, οι κρεμάλες, οι πυρπολήσεις των χωριών, οι βιασμοί ανάγκασαν τους Πόντιους να ανέβουν στα βουνά οργανώνοντας αντάρτικο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού. Η προσβολή της οικογενειακής τιμής από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα ανάγκαζαν πολλούς από τους φυγόδικους που κρυβόταν στα σπίτια τους να πάρουν τα βουνά και οι πιο θαρραλέοι από αυτούς σχημάτιζαν ομάδες. Πολλές απ' αυτές ενωμένες αποτελούσαν ολόκληρα τμήματα και, αφού εξασφάλιζαν ολίγα όπλα επιθετικά και αμυντικά, άρχισαν την δράση τους. Το αντάρτικο κίνημα με αποκλειστικό κίνητρο τη σωτηρία τους, αποτέλεσε για τους Νεότουρκους και του κεμαλικού καθεστώτος μια πρώτοις τάξεως δικαιολογία για να πετύχουν αφ' ενός τον πολιτικό τους στόχο που ήταν η εθνοκάθαρση, και αφ' ετέρου τον οικονομικό, που ήταν η καταλήστευση των ελληνικών περιουσιών.
Το ποντιακό αντάρτικο που είχε το χαρακτήρα της εθνικής αντίστασης έδρασε κύριως στο δυτικό Πόντο ενώ στον ανατολικό είναι γνωστό το περίφημο αντάρτικο της Σάντας.
Το Αντάρτικο του Πόντου
Ο ένοπλος αγώνας του ποντιακού ελληνισμού υπήρξε η κορυφαία εκδήλωση της αντίστασής του απέναντι στη συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια γενοκτονίας του από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς. Ο αριθμός των Ποντίων που εξοντώθηκαν με διάφορες βάρβαρες μορφές και τρόπους, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία ξεπερνά τις 350.000. Η γενοκτονία των Ποντίων θα λάμβανε μεγαλύτερες διαστάσεις, αν ο ποντιακός λαός δεν αντιστεκόταν ένοπλα στην προσχεδιασμένη πολιτική του αφανισμού του.
Ο αγώνας του αντάρτικου διακρίνεται σε δυο περιόδους. Η πρώτη αρχίζει το 1916 και φτάνει μέχρι την ανακωχή του Μούδρου, Οκτώβριος 1918, με την ήττα της Τουρκίας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Η δεύτερη ξεκινά με την εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ στον Πόντο, η οποία συμπίπτει με τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της γενοκτονίας των Ποντίων και τελειώνει το 1923, με τον ξεριζωμό.
Δυστυχώς για την εποποιία του αντάρτικου δεν υπάρχει μέχρι σήμερα μια συστηματική ιστορική μελέτη και τα υπάρχοντα στοιχεία είναι σκόρπια και ελλιπή. Εξαίρεση αποτελεί το αντάρτικο της Σάντας, στον ανατολικό Πόντο, που καταγράφηκε λεπτομερειακά από το Μιλτιάδη Νυμφόπουλο.
Οι ρίζες του ποντιακού αντάρτικου βρίσκονται στην υποχρεωτική στράτευση των Ποντίων στον τουρκικό στρατό. Κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, επιστρατεύτηκαν για πρώτη φορά οι χριστιανοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολλοί Πόντιοι, που δεν ήθελαν να καταταγούν στο στρατό, απέφευγαν τη στράτευση και κρύβονταν στα δάση, σε σπηλιές ή στα υπόγεια των σπιτιών. Επιπλέον, αρκετοί από εκείνους που στρατεύτηκαν. μη θέλοντας να πολεμήσουν εναντίον ομογενών και ομοθρήσκων στρατών, λιποτακτούσαν και περπατώντας εκατοντάδες χιλιόμετρα επέστρεψαν στα χωριά τους, για να κρυφτούν στα κρησφύγετα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Καινούργιοι λιποτάκτες και ανυπότακτοι προστέθηκαν μετά τη γενική επιστράτευση, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1914, κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Η Νεοτουρκική κυβέρνηση τους χριστιανούς στρατιώτες έστελνε στα τάγματα εργασίας, τα διαβόητα αμελέ ταμπορού, για να σπάζουν πέτρες, να ανοίγουν δρόμους στα βουνά και να κάνουν άλλες εργασίες κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Τόσο άθλιες ήταν οι συνθήκες της ζωής τους, τόσο λίγη η τροφή και τόση η κακομεταχείρισή τους, ώστε απ’ αυτούς ελάχιστοι επέζησαν. Πολλοί, που δεν μπορούσαν να υπομείνουν τις βαρύτατες κακουχίες, δραπέτευαν και γύριζαν στον τόπο τους. Οι στρατιωτικές αρχές πληροφορούσαν τις αρχές του τόπου προέλευσης των λιποτακτών για να τους συλλάβουν. Πριν να φτάσουν οι Πόντιοι λιποτάκτες στα σπίτια τους, τα αποσπάσματα των χωροφυλάκων έτρεχαν στα χωριά και πίεζαν τις οικογένειές τους να τους παραδώσουν. Με την αφορμή αυτή, έκαναν έρευνες, άρπαζαν διάφορα πράγματα, ατίμαζαν γυναίκες και έκαιγαν τα σπίτια τους. Έτσι, όταν έφταναν οι λιποτάκτες στα σπίτια τους και πληροφορούνταν τις ατιμώσεις και βιαιοπραγίες που υφίσταντο οι δικοί τους, έπαιρναν τις οικογένειές τους και κατέφευγαν στα δασωμένα βουνά της πατρίδας τους. Δεν ήταν μόνο οι φυγόστρατοι που κατάφευγαν στα βουνά, αλλά, και οι χωρικοί, που δοκίμαζαν πολλές βιαιοπραγίες και ταπεινώσεις από τους χωροφύλακες, με διάφορες αφορμές, όπως π.χ. την εκτέλεση της διαταγής για την παράδοση των όπλων, που τυχόν είχαν οι Πόντιοι. Έτσι πλήθαιναν αυτοί που εύρισκαν καταφύγιο στα βουνά. Έτσι, γεννήθηκε ο ένοπλος αγώνας στα βουνά του Πόντου. Δεν ήταν προμελετημένη η αντίσταση, ούτε κι οργανωμένη, αλλά μια αυθόρμητη κίνηση απόγνωσης απέναντι στα σχέδια των Τούρκων, για την εξόντωση και τον αφανισμό τους.
Τον Απρίλιο του 1916, με διαταγή του Εμβέρ πασά, καλούνταν οι δημογέροντες των ποντιακών χωριών να παραδώσουν τους φυγόστρατους. Αυτό, όμως, δεν μπορούσε να γίνει, γιατί οι φυγόστρατοι βρίσκονταν στα βουνά. Οι χωροφύλακες έκαιγαν τα χωριά των φυγάδων και προέβαιναν σε βιαιοπραγίες σε βάρος των κατοίκων. Τα γεγονότα αυτά οδηγούσαν και τα γυναικόπαιδα στα βουνά για προστασία και χαλύβδωναν την απόφαση των ενόπλων να αντισταθούν στο εξής στις επιδρομές των χωροφυλάκων.
Οι άταχτες ένοπλες ομάδες που σχηματίστηκαν στα ορεινά μέρη, αποτέλεσαν τους πυρήνες των κατοπινών αντάρτικων σωμάτων και προστάτευαν τα γυναικόπαιδα από τη βάρβαρη μανία των Τούρκων τσετέδων.
Τα αντάρτικα σώματα αναπτύχθηκαν κυρίως στο Δυτικό Πόντο, στα βουνά της Πάφρας, της Αμισού, της Αμάσειας, της Τοκάτης, της Έρπαας κ.α. Στον Ανατολικό Πόντο υπήρχε το αντάρτικο της Σάντας, με καπετάνιο τον Ευκλείδη Κουρτίδη. Απ’ τα βουνά της Αμισού μέχρι την Τοκάτη δημιουργήθηκαν πέντε τμήματα αντάρτικα, καθένα με τον γενικό αρχηγό και τους υπαρχηγούς του, τα: 1) του Νεπιέν νταγί, 2) του Ταβσάν νταγί, 3) του Τσοπού τερεσί, 4) του Ταζλί τερεσί, και 5) του Τοπ-Τσαμ.
Τα στοιχεία, που υπάρχουν για το μεγάλο έπος του αντάρτικου αγώνα, είναι λίγα και στηρίζονται κυρίως στα ημερολόγια μερικών οπλαρχηγών. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Αμισού, υπολογίζει τους αντάρτες σε 20.000. Οι Τουρκικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 25000. Τα αντάρτικα σώματα του Πόντου έδωσαν σκληρές μάχες με τον τουρκικό στρατό και τις συμμορίες των τσετέδων. Πολλές φορές, οι μάχες τους με τον τουρκικό στρατό διαρκούσαν μέρες και τελείωναν με τη νίκη των ανταρτών.
Τα αντάρτικα σώματα των Ποντίων χρησιμοποιήθηκαν από τους Ρώσους για στρατηγικούς σκοπούς αντιπερισπασμού στα μετόπισθεν των Τούρκων. Οι Πόντιοι αντάρτες το 1916-17 εφοδιάζονταν από τους Ρώσους με όπλα και άλλα πολεμοφόδια. Το ημερολόγιο του οπλαρχηγού Βασίλη Ανθόπουλου (Βασίλ-αγά) αποκαλύπτει αυτές τις σχέσεις. Από τον Ιούνιο του 1916 ο Ανθόπουλος πηγαινοέρχεται στην Τραπεζούντα και βρίσκεται σε επαφή με τον Ρώσο αντισυνταγματάρχη Αρτάτοφ. Οι ψευδείς διαβεβαιώσεις του Αρτάτοφ, ότι στο τέλος του μηνός Αυγούστου ο ρωσικός στόλος θα καταλάβει τις ακτές τις Σαμψούντας και των περιχώρων, δημιουργούσαν ελπίδες και προσδοκίες στον ποντιακό αγώνα, που όμως δεν επρόκειτο να επιβεβαιωθούν. Ο Ανθόπουλος γυρίζει όλα τα βουνά του Δυτικού Πόντου, φτιάχνει σώμα από 600 εθελοντές και τους χωρίζει σε αποσπάσματα με αρχηγούς και υπαρχηγούς. Οι ελπίδες του για τη στρατιωτική προώθηση των Ρώσων ωστόσο διαψεύδονται οριστικά μετά τη μπολσεβίκικη επανάσταση.
Αργότερα, η σοβιετική κυβέρνηση χαρακτήριζε τους αντάρτες του Πόντου συμμορίτες και, σύμφωνα με τη σοβιετοτουρκική συμφωνία του 1921, παρέδιδε στο κεμαλικό καθεστώς όσους κατέφευγαν στο έδαφος της.
Οι προμήθειες των ανταρτών προέρχονταν κυρίως από τα γειτονικά ποντιακά χωριά. Καλές σχέσεις διατηρούσαν με τους Κιρκάσιους, οι οποίοι τους προμήθευαν τρόφιμα και πυρομαχικά, καθώς και με πολύτιμες πληροφορίες. Τέλος, όταν οι Τούρκοι είχαν κάψει και καταστρέψει όλα τα ποντιακά χωριά, διεξήγαγαν επιδρομές στα τουρκοχώρια και άρπαζαν τα απαραίτητα τρόφιμα για τους ίδιους και τα γυναικόπαιδα που προστάτευαν.
Ο Ι. Παπαδόπουλος στο βιβλίο του ''Σελίδες από την Ιστορία της Κερασούντας και τα τερατουργήματα του αιμοσταγούς Τοπάλ Οσμάν'', δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη συγκρότηση και την κατανομή των αντάρτικων ομάδων στις διάφορες περιφέρειες: «Εις την περιοχή Σαμψούντος (Αμισού), Τσαρσαμπά και Κοτζά νταγ είχε τα λημέρια του ο ξακουστός οπλαρχηγός Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ αγάς) με υπαρχηγούς τους Ιορδάνην Χασαρήν, Επεσλήν Κώσταν Αθανασιάδην, Χαράλαμπον Δεληγιαννίδην και Μπαρμπαζαχαρέαν. Ο θρυλικός ως άνω αρχηγός Ιστύλ αγάς, όταν είδε να αυξάνεται ημέρα τη ημέρα ο αριθμός εκείνων που ανέβαινον εις τα βουνά, συνεκρότησε χωριστάς ομάδας ανταρτών με αρχηγούς και υπαρχηγούς και τους εταξινόμησε κατά κατηγορίας ως κάτωθι.
Εις την περιφέρειαν Ανδρειάντων, υπό τον οπλαρχηγόν Ιορδάνην Παπούλην με υπαρχηγούς τους Δελή Γιάννην Καραχισαρλίδην και τον αδελφόν του Τσακήρ Παντελήν, τον Λευτέρην Σαμλίδην και Βασίλειον Χησίρην. Εις την περιοχήν του χωρίου Αλάνκιοϊ με καπετάνιον τον Τσαγκάλ Γιωρίκαν και υπαρχηγούς τους Χαράλαμπον Γιαντσή και Παναγιώτην. Εις την περιφέρειαν του χωρίου Σαμάν, με αρχηγόν τον Σταύρον Γιαμανλήν και υπαρχηγόν τον Γοτσά Βασίλ. Εις την περιοχήν του χωρίου Τέβκιρις με καπετάνιον τον Κώσταν Παναγιωτίδην (Τσάκαλον) με υπαρχηγούς τους Πανίκαν Τσαρσάμπαλην, Θεόδωρον Καραταΐδην, Γιάγκον Καραπαντελίδην και Σάββαν Βασιλειάδην. Εις τας περιοχάς του όρους Αγιού τεπέ υπό την αρχηγίαν του Αιμιλίου Κατόγλου (Καδήογλου) και Αλέξη Νίκου, με υπαρχηγούς τους Τσιμενλή Δημήτρην Χαραλαμπίδην τέως καπνέμπορον, τον Παντελήν Αναστασιάδην (Παντέλ αγάν), Γαρά Δημήτρην και τους καπνεμπόρους και τροφοδότας των ανταρτικών σωμάτων αδελφούς Γιάγκον και Θανάσην Αμπατζόγλου. Η δράσις των ως άνω ανταρτικών ομάδων κατηυθύνετο από τον Ιστύλ αγάν, με τον οποίον ευρίσκοντο εις στενήν συνεννόησιν, όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν μεγάλας και ισχυράς μονάδας καταδιωκτικών αποσπασμάτων. Πλην των ανωτέρω καταπετανέων υπήρχον άλλα ανταρτικά σώματα με άλλους οπλαρχηγούς και υπαρχηγούς, που έδρασαν εις τας εξής περιφέρειας: Εις την περιοχήν Κάβζας-Μερζιφούντος είχε τα λημέρια του ο οπλαρχηγός Βασίλειος Ανθόπουλος (Βασίλ αγάς) και ο Στυλιανός (Κισά μπατσάκ) με υπαρχηγούς τους Γιώργον Κοτσά-μπουγιούκ (Μεγαλομύστακα), Ελευθέριον Τσακήρ Γαλιόν και τον Θεόδωρον Τσερκέζην. Εις την περιφέρειαν του Νεπίν υπό τον οπλαρχηγόν Νικολούν Αναστάς και με υπαρχηγούς τους Μαζαλήν Αβράμ, Αχτακιλή Αλέκο, Αντίκ Γιώργη, Αντύπαν και Καρά Ιστύλ Σιδηρόπουλον. Εις τον τομέα Καπού Καγιά, υπό τον οπλαρχηγόν Ταστσόγλου Σάββαν με υπαρχηγούς τους Τσοραχλή Στράτον, Τσοραχλή Ναούμ και Σαρχοσούν Φιλούν. Εις τον τομέα Κοτσά νταγ, υπό τον οπλαρχηγόν Απανόζ Γιώργην, με υπαρχηγούς του Δελκή Ποζαγλή Αναστάσην, Τσατάλμπαση Σάββαν, Δόκτωρ Γιώργην, Καμουλήν Στάθην, Ιωάννην Τοπάλ Εσκιέ, Γεώργιον Κεχαγιά, Ιπποκράτην Σεδέογλου και Καλπάκην Γεώργιον.
Μεμονωμένα ανταρτικά σώματα εσχηματίσθησαν και εις τινα ενδότερα μέρη του Πόντου. Ούτω εις την περιφέρειαν Έρπαα είχε τα λημέρια του με 600 οπλίτας ο οπλαρχηγός Αναστάσιος Παπαδόπουλος (Κοτσά Αναστάς) ο οποίος με τον υπαρχηγόν του Σωκράτ αγάν όχι μόνον ετρομοκράτησε τους Τούρκους της περιοχής εκείνης με την γενναίαν δράσιν του, αλλά και πολλές φορές όταν παρίστατο ανάγκη έσπευδε εις ενίσχυσιν των ανταρτικών σωμάτων της Κάβζας και Μερζιφούντος. Ο εις την περιφέρειαν Επεσίου οπλαρχηγός Βασίλ Ουστάς με τον υπαρχηγόν του Κοστάν αγάν εκινήθη εις τα πέριξ της Αμισού. Ο περιλάλητος οπλαρχηγός Αντών πασάς είχε το βασίλειόν του εις τα βουνά της περιοχής Πάφρας, όπου και έδρασε μετά της συζύγου του Πελαγίας Ήσαν αμφότεροι άριστοι σκοπευταί και ανδρείοι πολεμισταί».
Με αφορμή το αντάρτικο κίνημα των Ποντίων, οι Τούρκοι εφάρμοσαν το προσχεδιασμένο έγκλημα της εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού. Διαταγή των Νεότουρκων στρατηγών Εμβέρ και Ταλαάτ, με ημερομηνία 15/28 Δεκεμβρίου 1916, έλεγε:
«Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικοπαίδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης».
Αποσπάσματα στρατιωτών και τσετέδων ορμούσαν στα ποντιακά χωριά, έπιαναν όσους άντρες και γυναικόπαιδα δεν είχαν κρυφτεί ακόμη στα δάση και στα βουνά. Σχημάτιζαν αποστολές (σεφκιέτ) και τις έστελναν εξορία βαθιά στο εσωτερικό της Μ.Ασίας, για να πεθάνουν από την πείνα και τα δεινοπαθήματα. Τα σπίτια των εξόριστων καίγονταν και η περιουσία τους κατάσχονταν από τα αποσπάσματα ή λεηλατούνταν από τους Τούρκους των γειτονικών χωριών.
Μετά την εξολόθρευση του άμαχου πληθυσμού ο Ραφέτ πασάς δίνει διαταγή να εξοντωθούν όλοι όσοι κατέφυγαν στα βουνά της Πάφρας. Η τουρκική δύναμη αποτελούσε ένα ολόκληρο τάγμα 1.000 ανδρών, με πεζούς και ιππείς, με πολυβόλα και πυροβόλα, καθώς και ένα πλήθος από τσέτες. Ολοήμερες σκληρές μάχες γίνονται στο Αγιούτεπε ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και στους αντάρτες του καπετάν Δημήτρη Χαραλαμπίδη. Επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών έγιναν και στο Νεμπιέν νταγ που κατέληξαν στη μαρτυρική εξόντωση με σφαγή και βασανιστήρια 400, περίπου, γυναικόπαιδων από τους Τούρκους. Προηγουμένως, οι υπερασπιστές τους αντάρτες έπειτα από ηρωική αντίσταση αυτοκτόνησαν, αφού τους είχαν τελειώσει τα πυρομαχικά.
Τα πράγματα χειροτερεύουν για τους αντάρτες μετά τον Οκτώβριο του 1917, που ξεσπά η επανάσταση στη Ρωσία και σταματά ο ανεφοδιασμός τους από τους Ρώσους.
Έπειτα από την ήττα της Τουρκίας στον πόλεμο και την ανακωχή του Μούδρου, Οκτώβριος 1918, δίνεται με σουλτανικό διάταγμα γενική αμνηστία στον Πόντο. Ακολουθεί μισός, περίπου, χρόνος ειρηνικής κάπως ζωής. Στις 19 Μαΐου αποβιβάζεται στη Σαμψούντα ο Μουσταφά Κεμάλ, ξεκινώντας την οργάνωση του κινήματός του. Ο Κεμάλ έρχεται να ολοκληρώσει το εγκληματικό σχέδιο της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί του Νεότουρκοι. Η επαναδραστηριοποίηση των αντάρτικων σωμάτων για την προστασία του ποντιακού πληθυσμού κρίνεται αναγκαία.
Το Νοέμβριο του 1919 φτάνει στη Σαμψούντα ο Χρυσόστομος Καραΐσκος, έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Έρχεται με πλαστή ιδιότητα, ως αντιπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, με σκοπό να οργανώσει στην ύπαιθρο της Σαμψούντας τις άταχτες ποντιακές αντάρτικες ομάδες, σε συνεργασία με τον οπλαρχηγό Στύλο Κοσμίδη. Περιόδευσε, επί πενήντα μέρες, την ορεινή περιοχή του Δυτικού Πόντου, από τη Σαμψούντα, την Έρπαγα, την Τοκάτη και τη Νεοκαισάρεια, ως τη Μερζιφούντα και την Αμάσεια. Επισκέφθηκε δεκάδες λημέρια, συναντήθηκε με όλους τους καπετάνιους, συνέταξε κατάλογο των οπλαρχηγών και των ανταρτών, καθώς και των αόπλων ανδρών, που μπορούσαν να στρατολογηθούν στα ανταρτικά σώματα. Συνέστησε λαϊκά δικαστήρια και δημιούργησε ταμεία σε κάθε χωριό για την αγορά όπλων, διοργάνωσε υπηρεσίες μεταφοράς πολεμοφοδίων και ρούχων και συμβούλεψε να ανοίξουν τα σχολεία. Στο διάστημα του ενάμισι μήνα που διάρκεσε η αποστολή του, ο Πόντιος υπολοχαγός, που καταγόταν από την παραλιακή πόλη Οινόη, αναγνωρίστηκε ως ανώτατος στρατιωτικός, δικαστικός και πολιτικός αρχηγός.
Αυτή την περίοδο βρισκονταν σε κορύφωση οι διπλωματικές προσπάθειες της ηγεσίας του ποντιακού λαού για την ίδρυση ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας, είτε τη δημιουργία Ποντο-Αρμενικής ομοσπονδίας. Το αντάρτικο δεν είχε οργανική σχέση με την κίνηση για την ανεξαρτησία του Πόντου, που εκδηλώθηκε μόνο στο διπλωματικό πεδίο. Τα αντάρτικα σώματα είχαν ως σκοπό τους την άμυνα του ελληνικού πληθυσμού. Οι διπλωματικές, όμως ενέργειες για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους δεν ήταν άγνωστες στους Πόντιους αγωνιστές.
Το Μουσταφά Κεμάλ ανησυχούσε ιδιαίτερα το Ποντιακό αντάρτικο, γι’ αυτό μια από τις ευθύνες της τρίτης στρατιάς (έδρευε στη Σεβάστεια) και της δέκατης πέμπτης (έδρευε στο Ερζερούμ) ήταν να διαλύσουν τις ποντιακές αντάρτικες ομάδες.
Το Μάιο του 1920, οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, μαζί με 10.000 στρατό, καίνε τα χωριά του Δυτικού Πόντου και σκοτώνουν τους κατοίκους ή τους εξορίζουν στα βάθη της Ανατολής ως το Κουρδιστάν.
Τα γυναικόπαιδα που κρύβονται στα βουνά τα υπερασπίζονται ένοπλοι. Το ποντιακό αντάρτικο ωστόσο ποτέ δε νικήθηκε σε μάχη από τον τακτικό κεμαλικό στρατό. Τον Ιούνιο του 1921, πολλά γυναικόπαιδα και άντρες, που είχαν καταφύγει στα βουνά Σαλτούχ και Αγιού-Τεπέ, προστατεύονταν από 600 αντάρτες με καπετάνιους τον Ιστύλ-αγά, τον Αναστάς-αγά, τον Γαράφυτο, Ουζούνφυτο, Χατζηκωστή, Παντέλ-αγά, Τσαγκάλη, Παπούλη, Πατμάν, Δ. Κελεκίδη κ.ά. Οι Τούρκοι, με 7.000 στρατό, μετά την ολοκλήρωση της καταστροφής των χωριών, περικύκλωσαν τα δυο βουνά και εξόρμησαν για σφαγή. Οι αντάρτες με σκληρές μάχες ανάγκασαν τους Τούρκους να συμπτυχθούν και έτσι μπόρεσαν να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα έξω από τον κλοιό και να τα σώσουν.
Ο αρχιτσέτης, Τοπάλ Οσμάν, το μεγαλύτερο δολοφονικό εργαλείο του Μουσταφά Κεμάλ στον Πόντο, ποτέ δεν τόλμησε να συγκρουστεί με τους Πόντιους αντάρτες. Πάντα απέφευγε τα μέρη, όπου υπήρχαν αντάρτικα σώματα αντίθετα δε δείλιασε ποτέ να εξοντώνει άοπλα γυναικόπαιδα.
Το 1922 σημαίνει την κορύφωση της τραγωδίας. Οι Πόντιοι, ζώντας στα βουνά και στα δάση χωρίς τροφή κανονική και θέρμανση, πέθαιναν από τις αρρώστιες και την πείνα. Μέχρι και σκυλιά αναγκάστηκαν να φάνε πολλές φορές για να επιβιώσουν. Οι αντάρτες πάλι λόγω των συνθηκών, για να βρούνε προμήθειες, αρχίζουν ληστείες στα τούρκικα χωριά.
Το Μάρτιο του 1922, γίνονται διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και τους αντάρτες και συμφωνείται ανακωχή. Οι Τούρκοι αναλαμβάνουν, σύμφωνα με τους όρους της, την τροφοδοσία των γυναικόπαιδων και των ανταρτών. Τον Αύγουστο, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οι Τούρκοι καταπατούν την ανακωχή στη Σαμψούντα και αρχίζει νέος κύκλος φόνων και βιαιοτήτων σε βάρος των Ποντίων της περιοχής. Τον Οκτώβριο, ο στρατηγός Λιβά πασάς, έρχεται από το μικρασιατικό μέτωπο με 40.000 στρατό, καίει και ρημάζει τα πάντα.
Στις 18 Οκτωβρίου του 1922, ο Λιβά πασάς δίνει αμνηστία στους Πόντιους και καλεί τους αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα τους. Οι άποπλοι άντρες και τα γυναικόπαιδα κατεβαίνουν στη Σαμψούντα και από εκεί με πλοία φεύγουν για την Ελλάδα. Οι αντάρτες όμως, δεν εμπιστεύονται την αμνηστία και δεν παραδίνουν τα όπλα τους. Νοικιάζουν τούρκικα καΐκια, πηγαίνουν στη Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και από εκεί φεύγουν για την Ελλάδα.
Τις ίδιες μέρες που έφευγαν οι αντάρτες του Δυτικού Πόντου, οι Σανταίοι εξακολουθούσαν τις μάχες. Όλος ο πληθυσμός της Τραπεζούντας και των χωριών είχε ήδη αναχωρήσει με τα καράβια, μα οι Σανταίοι οπλαρχηγοί έμεναν στα βουνά τους. Το Φεβρουάριο του 1924 έφυγαν έπειτα από πολλές περιπέτειες και οι οπλαρχηγοί της Σάντας.
Μ’ αυτό τον τρόπο πήρε τέλος το έπος της ένοπλης αντίστασης των Ποντίων. Οι Πόντιοι εγκατεστημένοι στα σύνορα γίνονται πάλι οι ακρίτες του ελληνισμού. Η ελληνική πολιτεία, πάντως, φέρθηκε άπρεπα στους Πόντιους αγωνιστές, που αργότερα πάλι έγραψαν νέες ηρωικές σελίδες στον πόλεμο του 1940 και στην εθνική αντίσταση. Μάλιστα όσους προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν στοιχεία για το Ποντιακό αντάρτικο, τους κουβαλούσαν στην «ασφάλεια» ως αναρχικούς και κομμουνιστές. Η ευθύνη και η υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας να τιμήσει τους Πόντιους αγωνιστές όπως τίμησε τους μακεδονομάχους, παραμένει ακέραιη μέχρι σήμερα.
Πολλοί αντάρτες και οπλαρχηγοί άφησαν υποθήκες στη νεότερη γενιά για την ιστορική τους δικαίωση.
Ο ένοπλος αγώνας του ποντιακού ελληνισμού υπήρξε η κορυφαία εκδήλωση της αντίστασής του απέναντι στη συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια γενοκτονίας του από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς. Ο αριθμός των Ποντίων που εξοντώθηκαν με διάφορες βάρβαρες μορφές και τρόπους, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία ξεπερνά τις 350.000. Η γενοκτονία των Ποντίων θα λάμβανε μεγαλύτερες διαστάσεις, αν ο ποντιακός λαός δεν αντιστεκόταν ένοπλα στην προσχεδιασμένη πολιτική του αφανισμού του.
Ο αγώνας του αντάρτικου διακρίνεται σε δυο περιόδους. Η πρώτη αρχίζει το 1916 και φτάνει μέχρι την ανακωχή του Μούδρου, Οκτώβριος 1918, με την ήττα της Τουρκίας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Η δεύτερη ξεκινά με την εμφάνιση του Μουσταφά Κεμάλ στον Πόντο, η οποία συμπίπτει με τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της γενοκτονίας των Ποντίων και τελειώνει το 1923, με τον ξεριζωμό.
Δυστυχώς για την εποποιία του αντάρτικου δεν υπάρχει μέχρι σήμερα μια συστηματική ιστορική μελέτη και τα υπάρχοντα στοιχεία είναι σκόρπια και ελλιπή. Εξαίρεση αποτελεί το αντάρτικο της Σάντας, στον ανατολικό Πόντο, που καταγράφηκε λεπτομερειακά από το Μιλτιάδη Νυμφόπουλο.
Οι ρίζες του ποντιακού αντάρτικου βρίσκονται στην υποχρεωτική στράτευση των Ποντίων στον τουρκικό στρατό. Κατά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, επιστρατεύτηκαν για πρώτη φορά οι χριστιανοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολλοί Πόντιοι, που δεν ήθελαν να καταταγούν στο στρατό, απέφευγαν τη στράτευση και κρύβονταν στα δάση, σε σπηλιές ή στα υπόγεια των σπιτιών. Επιπλέον, αρκετοί από εκείνους που στρατεύτηκαν. μη θέλοντας να πολεμήσουν εναντίον ομογενών και ομοθρήσκων στρατών, λιποτακτούσαν και περπατώντας εκατοντάδες χιλιόμετρα επέστρεψαν στα χωριά τους, για να κρυφτούν στα κρησφύγετα της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Καινούργιοι λιποτάκτες και ανυπότακτοι προστέθηκαν μετά τη γενική επιστράτευση, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1914, κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Η Νεοτουρκική κυβέρνηση τους χριστιανούς στρατιώτες έστελνε στα τάγματα εργασίας, τα διαβόητα αμελέ ταμπορού, για να σπάζουν πέτρες, να ανοίγουν δρόμους στα βουνά και να κάνουν άλλες εργασίες κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Τόσο άθλιες ήταν οι συνθήκες της ζωής τους, τόσο λίγη η τροφή και τόση η κακομεταχείρισή τους, ώστε απ’ αυτούς ελάχιστοι επέζησαν. Πολλοί, που δεν μπορούσαν να υπομείνουν τις βαρύτατες κακουχίες, δραπέτευαν και γύριζαν στον τόπο τους. Οι στρατιωτικές αρχές πληροφορούσαν τις αρχές του τόπου προέλευσης των λιποτακτών για να τους συλλάβουν. Πριν να φτάσουν οι Πόντιοι λιποτάκτες στα σπίτια τους, τα αποσπάσματα των χωροφυλάκων έτρεχαν στα χωριά και πίεζαν τις οικογένειές τους να τους παραδώσουν. Με την αφορμή αυτή, έκαναν έρευνες, άρπαζαν διάφορα πράγματα, ατίμαζαν γυναίκες και έκαιγαν τα σπίτια τους. Έτσι, όταν έφταναν οι λιποτάκτες στα σπίτια τους και πληροφορούνταν τις ατιμώσεις και βιαιοπραγίες που υφίσταντο οι δικοί τους, έπαιρναν τις οικογένειές τους και κατέφευγαν στα δασωμένα βουνά της πατρίδας τους. Δεν ήταν μόνο οι φυγόστρατοι που κατάφευγαν στα βουνά, αλλά, και οι χωρικοί, που δοκίμαζαν πολλές βιαιοπραγίες και ταπεινώσεις από τους χωροφύλακες, με διάφορες αφορμές, όπως π.χ. την εκτέλεση της διαταγής για την παράδοση των όπλων, που τυχόν είχαν οι Πόντιοι. Έτσι πλήθαιναν αυτοί που εύρισκαν καταφύγιο στα βουνά. Έτσι, γεννήθηκε ο ένοπλος αγώνας στα βουνά του Πόντου. Δεν ήταν προμελετημένη η αντίσταση, ούτε κι οργανωμένη, αλλά μια αυθόρμητη κίνηση απόγνωσης απέναντι στα σχέδια των Τούρκων, για την εξόντωση και τον αφανισμό τους.
Τον Απρίλιο του 1916, με διαταγή του Εμβέρ πασά, καλούνταν οι δημογέροντες των ποντιακών χωριών να παραδώσουν τους φυγόστρατους. Αυτό, όμως, δεν μπορούσε να γίνει, γιατί οι φυγόστρατοι βρίσκονταν στα βουνά. Οι χωροφύλακες έκαιγαν τα χωριά των φυγάδων και προέβαιναν σε βιαιοπραγίες σε βάρος των κατοίκων. Τα γεγονότα αυτά οδηγούσαν και τα γυναικόπαιδα στα βουνά για προστασία και χαλύβδωναν την απόφαση των ενόπλων να αντισταθούν στο εξής στις επιδρομές των χωροφυλάκων.
Οι άταχτες ένοπλες ομάδες που σχηματίστηκαν στα ορεινά μέρη, αποτέλεσαν τους πυρήνες των κατοπινών αντάρτικων σωμάτων και προστάτευαν τα γυναικόπαιδα από τη βάρβαρη μανία των Τούρκων τσετέδων.
Τα αντάρτικα σώματα αναπτύχθηκαν κυρίως στο Δυτικό Πόντο, στα βουνά της Πάφρας, της Αμισού, της Αμάσειας, της Τοκάτης, της Έρπαας κ.α. Στον Ανατολικό Πόντο υπήρχε το αντάρτικο της Σάντας, με καπετάνιο τον Ευκλείδη Κουρτίδη. Απ’ τα βουνά της Αμισού μέχρι την Τοκάτη δημιουργήθηκαν πέντε τμήματα αντάρτικα, καθένα με τον γενικό αρχηγό και τους υπαρχηγούς του, τα: 1) του Νεπιέν νταγί, 2) του Ταβσάν νταγί, 3) του Τσοπού τερεσί, 4) του Ταζλί τερεσί, και 5) του Τοπ-Τσαμ.
Τα στοιχεία, που υπάρχουν για το μεγάλο έπος του αντάρτικου αγώνα, είναι λίγα και στηρίζονται κυρίως στα ημερολόγια μερικών οπλαρχηγών. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης Αμισού, υπολογίζει τους αντάρτες σε 20.000. Οι Τουρκικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 25000. Τα αντάρτικα σώματα του Πόντου έδωσαν σκληρές μάχες με τον τουρκικό στρατό και τις συμμορίες των τσετέδων. Πολλές φορές, οι μάχες τους με τον τουρκικό στρατό διαρκούσαν μέρες και τελείωναν με τη νίκη των ανταρτών.
Τα αντάρτικα σώματα των Ποντίων χρησιμοποιήθηκαν από τους Ρώσους για στρατηγικούς σκοπούς αντιπερισπασμού στα μετόπισθεν των Τούρκων. Οι Πόντιοι αντάρτες το 1916-17 εφοδιάζονταν από τους Ρώσους με όπλα και άλλα πολεμοφόδια. Το ημερολόγιο του οπλαρχηγού Βασίλη Ανθόπουλου (Βασίλ-αγά) αποκαλύπτει αυτές τις σχέσεις. Από τον Ιούνιο του 1916 ο Ανθόπουλος πηγαινοέρχεται στην Τραπεζούντα και βρίσκεται σε επαφή με τον Ρώσο αντισυνταγματάρχη Αρτάτοφ. Οι ψευδείς διαβεβαιώσεις του Αρτάτοφ, ότι στο τέλος του μηνός Αυγούστου ο ρωσικός στόλος θα καταλάβει τις ακτές τις Σαμψούντας και των περιχώρων, δημιουργούσαν ελπίδες και προσδοκίες στον ποντιακό αγώνα, που όμως δεν επρόκειτο να επιβεβαιωθούν. Ο Ανθόπουλος γυρίζει όλα τα βουνά του Δυτικού Πόντου, φτιάχνει σώμα από 600 εθελοντές και τους χωρίζει σε αποσπάσματα με αρχηγούς και υπαρχηγούς. Οι ελπίδες του για τη στρατιωτική προώθηση των Ρώσων ωστόσο διαψεύδονται οριστικά μετά τη μπολσεβίκικη επανάσταση.
Αργότερα, η σοβιετική κυβέρνηση χαρακτήριζε τους αντάρτες του Πόντου συμμορίτες και, σύμφωνα με τη σοβιετοτουρκική συμφωνία του 1921, παρέδιδε στο κεμαλικό καθεστώς όσους κατέφευγαν στο έδαφος της.
Οι προμήθειες των ανταρτών προέρχονταν κυρίως από τα γειτονικά ποντιακά χωριά. Καλές σχέσεις διατηρούσαν με τους Κιρκάσιους, οι οποίοι τους προμήθευαν τρόφιμα και πυρομαχικά, καθώς και με πολύτιμες πληροφορίες. Τέλος, όταν οι Τούρκοι είχαν κάψει και καταστρέψει όλα τα ποντιακά χωριά, διεξήγαγαν επιδρομές στα τουρκοχώρια και άρπαζαν τα απαραίτητα τρόφιμα για τους ίδιους και τα γυναικόπαιδα που προστάτευαν.
Ο Ι. Παπαδόπουλος στο βιβλίο του ''Σελίδες από την Ιστορία της Κερασούντας και τα τερατουργήματα του αιμοσταγούς Τοπάλ Οσμάν'', δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη συγκρότηση και την κατανομή των αντάρτικων ομάδων στις διάφορες περιφέρειες: «Εις την περιοχή Σαμψούντος (Αμισού), Τσαρσαμπά και Κοτζά νταγ είχε τα λημέρια του ο ξακουστός οπλαρχηγός Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ αγάς) με υπαρχηγούς τους Ιορδάνην Χασαρήν, Επεσλήν Κώσταν Αθανασιάδην, Χαράλαμπον Δεληγιαννίδην και Μπαρμπαζαχαρέαν. Ο θρυλικός ως άνω αρχηγός Ιστύλ αγάς, όταν είδε να αυξάνεται ημέρα τη ημέρα ο αριθμός εκείνων που ανέβαινον εις τα βουνά, συνεκρότησε χωριστάς ομάδας ανταρτών με αρχηγούς και υπαρχηγούς και τους εταξινόμησε κατά κατηγορίας ως κάτωθι.
Εις την περιφέρειαν Ανδρειάντων, υπό τον οπλαρχηγόν Ιορδάνην Παπούλην με υπαρχηγούς τους Δελή Γιάννην Καραχισαρλίδην και τον αδελφόν του Τσακήρ Παντελήν, τον Λευτέρην Σαμλίδην και Βασίλειον Χησίρην. Εις την περιοχήν του χωρίου Αλάνκιοϊ με καπετάνιον τον Τσαγκάλ Γιωρίκαν και υπαρχηγούς τους Χαράλαμπον Γιαντσή και Παναγιώτην. Εις την περιφέρειαν του χωρίου Σαμάν, με αρχηγόν τον Σταύρον Γιαμανλήν και υπαρχηγόν τον Γοτσά Βασίλ. Εις την περιοχήν του χωρίου Τέβκιρις με καπετάνιον τον Κώσταν Παναγιωτίδην (Τσάκαλον) με υπαρχηγούς τους Πανίκαν Τσαρσάμπαλην, Θεόδωρον Καραταΐδην, Γιάγκον Καραπαντελίδην και Σάββαν Βασιλειάδην. Εις τας περιοχάς του όρους Αγιού τεπέ υπό την αρχηγίαν του Αιμιλίου Κατόγλου (Καδήογλου) και Αλέξη Νίκου, με υπαρχηγούς τους Τσιμενλή Δημήτρην Χαραλαμπίδην τέως καπνέμπορον, τον Παντελήν Αναστασιάδην (Παντέλ αγάν), Γαρά Δημήτρην και τους καπνεμπόρους και τροφοδότας των ανταρτικών σωμάτων αδελφούς Γιάγκον και Θανάσην Αμπατζόγλου. Η δράσις των ως άνω ανταρτικών ομάδων κατηυθύνετο από τον Ιστύλ αγάν, με τον οποίον ευρίσκοντο εις στενήν συνεννόησιν, όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν μεγάλας και ισχυράς μονάδας καταδιωκτικών αποσπασμάτων. Πλην των ανωτέρω καταπετανέων υπήρχον άλλα ανταρτικά σώματα με άλλους οπλαρχηγούς και υπαρχηγούς, που έδρασαν εις τας εξής περιφέρειας: Εις την περιοχήν Κάβζας-Μερζιφούντος είχε τα λημέρια του ο οπλαρχηγός Βασίλειος Ανθόπουλος (Βασίλ αγάς) και ο Στυλιανός (Κισά μπατσάκ) με υπαρχηγούς τους Γιώργον Κοτσά-μπουγιούκ (Μεγαλομύστακα), Ελευθέριον Τσακήρ Γαλιόν και τον Θεόδωρον Τσερκέζην. Εις την περιφέρειαν του Νεπίν υπό τον οπλαρχηγόν Νικολούν Αναστάς και με υπαρχηγούς τους Μαζαλήν Αβράμ, Αχτακιλή Αλέκο, Αντίκ Γιώργη, Αντύπαν και Καρά Ιστύλ Σιδηρόπουλον. Εις τον τομέα Καπού Καγιά, υπό τον οπλαρχηγόν Ταστσόγλου Σάββαν με υπαρχηγούς τους Τσοραχλή Στράτον, Τσοραχλή Ναούμ και Σαρχοσούν Φιλούν. Εις τον τομέα Κοτσά νταγ, υπό τον οπλαρχηγόν Απανόζ Γιώργην, με υπαρχηγούς του Δελκή Ποζαγλή Αναστάσην, Τσατάλμπαση Σάββαν, Δόκτωρ Γιώργην, Καμουλήν Στάθην, Ιωάννην Τοπάλ Εσκιέ, Γεώργιον Κεχαγιά, Ιπποκράτην Σεδέογλου και Καλπάκην Γεώργιον.
Μεμονωμένα ανταρτικά σώματα εσχηματίσθησαν και εις τινα ενδότερα μέρη του Πόντου. Ούτω εις την περιφέρειαν Έρπαα είχε τα λημέρια του με 600 οπλίτας ο οπλαρχηγός Αναστάσιος Παπαδόπουλος (Κοτσά Αναστάς) ο οποίος με τον υπαρχηγόν του Σωκράτ αγάν όχι μόνον ετρομοκράτησε τους Τούρκους της περιοχής εκείνης με την γενναίαν δράσιν του, αλλά και πολλές φορές όταν παρίστατο ανάγκη έσπευδε εις ενίσχυσιν των ανταρτικών σωμάτων της Κάβζας και Μερζιφούντος. Ο εις την περιφέρειαν Επεσίου οπλαρχηγός Βασίλ Ουστάς με τον υπαρχηγόν του Κοστάν αγάν εκινήθη εις τα πέριξ της Αμισού. Ο περιλάλητος οπλαρχηγός Αντών πασάς είχε το βασίλειόν του εις τα βουνά της περιοχής Πάφρας, όπου και έδρασε μετά της συζύγου του Πελαγίας Ήσαν αμφότεροι άριστοι σκοπευταί και ανδρείοι πολεμισταί».
Με αφορμή το αντάρτικο κίνημα των Ποντίων, οι Τούρκοι εφάρμοσαν το προσχεδιασμένο έγκλημα της εξόντωσης του ελληνικού πληθυσμού. Διαταγή των Νεότουρκων στρατηγών Εμβέρ και Ταλαάτ, με ημερομηνία 15/28 Δεκεμβρίου 1916, έλεγε:
«Άμεση εξόντωση μόνον των ανδρών των πόλεων από 16-60 ετών και γενική εξορία όλων των ανδρών και γυναικοπαίδων των χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής και εξόντωσης».
Αποσπάσματα στρατιωτών και τσετέδων ορμούσαν στα ποντιακά χωριά, έπιαναν όσους άντρες και γυναικόπαιδα δεν είχαν κρυφτεί ακόμη στα δάση και στα βουνά. Σχημάτιζαν αποστολές (σεφκιέτ) και τις έστελναν εξορία βαθιά στο εσωτερικό της Μ.Ασίας, για να πεθάνουν από την πείνα και τα δεινοπαθήματα. Τα σπίτια των εξόριστων καίγονταν και η περιουσία τους κατάσχονταν από τα αποσπάσματα ή λεηλατούνταν από τους Τούρκους των γειτονικών χωριών.
Μετά την εξολόθρευση του άμαχου πληθυσμού ο Ραφέτ πασάς δίνει διαταγή να εξοντωθούν όλοι όσοι κατέφυγαν στα βουνά της Πάφρας. Η τουρκική δύναμη αποτελούσε ένα ολόκληρο τάγμα 1.000 ανδρών, με πεζούς και ιππείς, με πολυβόλα και πυροβόλα, καθώς και ένα πλήθος από τσέτες. Ολοήμερες σκληρές μάχες γίνονται στο Αγιούτεπε ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και στους αντάρτες του καπετάν Δημήτρη Χαραλαμπίδη. Επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών έγιναν και στο Νεμπιέν νταγ που κατέληξαν στη μαρτυρική εξόντωση με σφαγή και βασανιστήρια 400, περίπου, γυναικόπαιδων από τους Τούρκους. Προηγουμένως, οι υπερασπιστές τους αντάρτες έπειτα από ηρωική αντίσταση αυτοκτόνησαν, αφού τους είχαν τελειώσει τα πυρομαχικά.
Τα πράγματα χειροτερεύουν για τους αντάρτες μετά τον Οκτώβριο του 1917, που ξεσπά η επανάσταση στη Ρωσία και σταματά ο ανεφοδιασμός τους από τους Ρώσους.
Έπειτα από την ήττα της Τουρκίας στον πόλεμο και την ανακωχή του Μούδρου, Οκτώβριος 1918, δίνεται με σουλτανικό διάταγμα γενική αμνηστία στον Πόντο. Ακολουθεί μισός, περίπου, χρόνος ειρηνικής κάπως ζωής. Στις 19 Μαΐου αποβιβάζεται στη Σαμψούντα ο Μουσταφά Κεμάλ, ξεκινώντας την οργάνωση του κινήματός του. Ο Κεμάλ έρχεται να ολοκληρώσει το εγκληματικό σχέδιο της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, που ξεκίνησαν οι προκάτοχοί του Νεότουρκοι. Η επαναδραστηριοποίηση των αντάρτικων σωμάτων για την προστασία του ποντιακού πληθυσμού κρίνεται αναγκαία.
Το Νοέμβριο του 1919 φτάνει στη Σαμψούντα ο Χρυσόστομος Καραΐσκος, έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Έρχεται με πλαστή ιδιότητα, ως αντιπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, με σκοπό να οργανώσει στην ύπαιθρο της Σαμψούντας τις άταχτες ποντιακές αντάρτικες ομάδες, σε συνεργασία με τον οπλαρχηγό Στύλο Κοσμίδη. Περιόδευσε, επί πενήντα μέρες, την ορεινή περιοχή του Δυτικού Πόντου, από τη Σαμψούντα, την Έρπαγα, την Τοκάτη και τη Νεοκαισάρεια, ως τη Μερζιφούντα και την Αμάσεια. Επισκέφθηκε δεκάδες λημέρια, συναντήθηκε με όλους τους καπετάνιους, συνέταξε κατάλογο των οπλαρχηγών και των ανταρτών, καθώς και των αόπλων ανδρών, που μπορούσαν να στρατολογηθούν στα ανταρτικά σώματα. Συνέστησε λαϊκά δικαστήρια και δημιούργησε ταμεία σε κάθε χωριό για την αγορά όπλων, διοργάνωσε υπηρεσίες μεταφοράς πολεμοφοδίων και ρούχων και συμβούλεψε να ανοίξουν τα σχολεία. Στο διάστημα του ενάμισι μήνα που διάρκεσε η αποστολή του, ο Πόντιος υπολοχαγός, που καταγόταν από την παραλιακή πόλη Οινόη, αναγνωρίστηκε ως ανώτατος στρατιωτικός, δικαστικός και πολιτικός αρχηγός.
Αυτή την περίοδο βρισκονταν σε κορύφωση οι διπλωματικές προσπάθειες της ηγεσίας του ποντιακού λαού για την ίδρυση ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας, είτε τη δημιουργία Ποντο-Αρμενικής ομοσπονδίας. Το αντάρτικο δεν είχε οργανική σχέση με την κίνηση για την ανεξαρτησία του Πόντου, που εκδηλώθηκε μόνο στο διπλωματικό πεδίο. Τα αντάρτικα σώματα είχαν ως σκοπό τους την άμυνα του ελληνικού πληθυσμού. Οι διπλωματικές, όμως ενέργειες για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους δεν ήταν άγνωστες στους Πόντιους αγωνιστές.
Το Μουσταφά Κεμάλ ανησυχούσε ιδιαίτερα το Ποντιακό αντάρτικο, γι’ αυτό μια από τις ευθύνες της τρίτης στρατιάς (έδρευε στη Σεβάστεια) και της δέκατης πέμπτης (έδρευε στο Ερζερούμ) ήταν να διαλύσουν τις ποντιακές αντάρτικες ομάδες.
Το Μάιο του 1920, οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, μαζί με 10.000 στρατό, καίνε τα χωριά του Δυτικού Πόντου και σκοτώνουν τους κατοίκους ή τους εξορίζουν στα βάθη της Ανατολής ως το Κουρδιστάν.
Τα γυναικόπαιδα που κρύβονται στα βουνά τα υπερασπίζονται ένοπλοι. Το ποντιακό αντάρτικο ωστόσο ποτέ δε νικήθηκε σε μάχη από τον τακτικό κεμαλικό στρατό. Τον Ιούνιο του 1921, πολλά γυναικόπαιδα και άντρες, που είχαν καταφύγει στα βουνά Σαλτούχ και Αγιού-Τεπέ, προστατεύονταν από 600 αντάρτες με καπετάνιους τον Ιστύλ-αγά, τον Αναστάς-αγά, τον Γαράφυτο, Ουζούνφυτο, Χατζηκωστή, Παντέλ-αγά, Τσαγκάλη, Παπούλη, Πατμάν, Δ. Κελεκίδη κ.ά. Οι Τούρκοι, με 7.000 στρατό, μετά την ολοκλήρωση της καταστροφής των χωριών, περικύκλωσαν τα δυο βουνά και εξόρμησαν για σφαγή. Οι αντάρτες με σκληρές μάχες ανάγκασαν τους Τούρκους να συμπτυχθούν και έτσι μπόρεσαν να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα έξω από τον κλοιό και να τα σώσουν.
Ο αρχιτσέτης, Τοπάλ Οσμάν, το μεγαλύτερο δολοφονικό εργαλείο του Μουσταφά Κεμάλ στον Πόντο, ποτέ δεν τόλμησε να συγκρουστεί με τους Πόντιους αντάρτες. Πάντα απέφευγε τα μέρη, όπου υπήρχαν αντάρτικα σώματα αντίθετα δε δείλιασε ποτέ να εξοντώνει άοπλα γυναικόπαιδα.
Το 1922 σημαίνει την κορύφωση της τραγωδίας. Οι Πόντιοι, ζώντας στα βουνά και στα δάση χωρίς τροφή κανονική και θέρμανση, πέθαιναν από τις αρρώστιες και την πείνα. Μέχρι και σκυλιά αναγκάστηκαν να φάνε πολλές φορές για να επιβιώσουν. Οι αντάρτες πάλι λόγω των συνθηκών, για να βρούνε προμήθειες, αρχίζουν ληστείες στα τούρκικα χωριά.
Το Μάρτιο του 1922, γίνονται διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και τους αντάρτες και συμφωνείται ανακωχή. Οι Τούρκοι αναλαμβάνουν, σύμφωνα με τους όρους της, την τροφοδοσία των γυναικόπαιδων και των ανταρτών. Τον Αύγουστο, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οι Τούρκοι καταπατούν την ανακωχή στη Σαμψούντα και αρχίζει νέος κύκλος φόνων και βιαιοτήτων σε βάρος των Ποντίων της περιοχής. Τον Οκτώβριο, ο στρατηγός Λιβά πασάς, έρχεται από το μικρασιατικό μέτωπο με 40.000 στρατό, καίει και ρημάζει τα πάντα.
Στις 18 Οκτωβρίου του 1922, ο Λιβά πασάς δίνει αμνηστία στους Πόντιους και καλεί τους αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα τους. Οι άποπλοι άντρες και τα γυναικόπαιδα κατεβαίνουν στη Σαμψούντα και από εκεί με πλοία φεύγουν για την Ελλάδα. Οι αντάρτες όμως, δεν εμπιστεύονται την αμνηστία και δεν παραδίνουν τα όπλα τους. Νοικιάζουν τούρκικα καΐκια, πηγαίνουν στη Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και από εκεί φεύγουν για την Ελλάδα.
Τις ίδιες μέρες που έφευγαν οι αντάρτες του Δυτικού Πόντου, οι Σανταίοι εξακολουθούσαν τις μάχες. Όλος ο πληθυσμός της Τραπεζούντας και των χωριών είχε ήδη αναχωρήσει με τα καράβια, μα οι Σανταίοι οπλαρχηγοί έμεναν στα βουνά τους. Το Φεβρουάριο του 1924 έφυγαν έπειτα από πολλές περιπέτειες και οι οπλαρχηγοί της Σάντας.
Μ’ αυτό τον τρόπο πήρε τέλος το έπος της ένοπλης αντίστασης των Ποντίων. Οι Πόντιοι εγκατεστημένοι στα σύνορα γίνονται πάλι οι ακρίτες του ελληνισμού. Η ελληνική πολιτεία, πάντως, φέρθηκε άπρεπα στους Πόντιους αγωνιστές, που αργότερα πάλι έγραψαν νέες ηρωικές σελίδες στον πόλεμο του 1940 και στην εθνική αντίσταση. Μάλιστα όσους προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν στοιχεία για το Ποντιακό αντάρτικο, τους κουβαλούσαν στην «ασφάλεια» ως αναρχικούς και κομμουνιστές. Η ευθύνη και η υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας να τιμήσει τους Πόντιους αγωνιστές όπως τίμησε τους μακεδονομάχους, παραμένει ακέραιη μέχρι σήμερα.
Πολλοί αντάρτες και οπλαρχηγοί άφησαν υποθήκες στη νεότερη γενιά για την ιστορική τους δικαίωση.
Ο οπλαρχηγός Σάββας Ασλανίδης από το χωριό Κηζολτηρέν της περιφέρειας Έρπαγας στο τέλος της αφήγησης του για τον αντάρτικο αγώνα, λέγει τα παρακάτω:
«Μένουν εισέτι εκεί άταφα τα σώματα των φιλτάτων μας. Κράζουν ακόμη προς τους τραγικούς πατέρας, αδελφούς και συζύγους ζητούντα εκδίκησιν. Ναι, εκδίκησιν και εκδίκησιν αιωνίαν. Έχουμεν δώσει τον λόγον μας, ωρκίσθημεν τον φρικτότερον των όρκων να μη δεχθώμεν ποτέ συμφωνίας και σπονδάς μετά των Τούρκων. Και η ημέρα της ανταποδόσεως δεν θα βραδύνη».
Η Δημοκρατία του Πόντου«Μένουν εισέτι εκεί άταφα τα σώματα των φιλτάτων μας. Κράζουν ακόμη προς τους τραγικούς πατέρας, αδελφούς και συζύγους ζητούντα εκδίκησιν. Ναι, εκδίκησιν και εκδίκησιν αιωνίαν. Έχουμεν δώσει τον λόγον μας, ωρκίσθημεν τον φρικτότερον των όρκων να μη δεχθώμεν ποτέ συμφωνίας και σπονδάς μετά των Τούρκων. Και η ημέρα της ανταποδόσεως δεν θα βραδύνη».
O 20ος αιώνας βρίσκει τον Eλληνισμό του Πόντου να έχει θεαματικό προβάδισμα συγκριτικά με τις άλλες εθνότητες της ευρύτερης περιοχής στον οικονομικό και πνευματικό τομέα. Στη Σαμψούντα το 1896, από τις 214 επιχειρήσεις οι 156 είναι ελληνικές. Στην Tραπεζούντα από τις 5 τράπεζες οι 4 είναι επίσης ελληνικές. Tο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως αναφέρει ο Antony Bryer, και το μικρότερο ελληνικό χωριό είχε το δικό του σχολείο, όπου τα ελληνόπουλα πηγαίνουν για να διδαχθούν την ελληνική ιστορία, αρχίζοντας πάντα τα μαθήματα από την αργοναυτική εκστρατεία και τους Mύριους του Ξενοφώντα. Tο ελληνικό τυπογραφείο που στήθηκε το 1880 στην Tραπεζούντα συνέβαλε κι αυτό με το δικό του τρόπο, μέσα από τις εκδόσεις των βιβλίων, των περιοδικών, των εφημερίδων και των φυλλαδίων στο αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να αγωνίζεται και να διεκδικεί την εθνική του ταυτότητα και μνήμη.
O ελληνοκεντρικός προσανατολισμός, με πρωτοστατούσα την πρωτοεμφανιζόμενη αστική τάξη, επιβεβαιώνεται από συγκεκριμένα γεγονότα που μαρτυρούν την πατριωτική της δράση, ιδιαίτερα κατά τον ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1828-1829, όταν ο ελληνισμός του Aνατολικού Πόντου υποδέχεται στην Aργυρούπολη το ρωσικό κατοχικό στρατό ως ελευθερωτή. Oι Έλληνες του Πόντου δεν απουσιάζουν ούτε από την κρητική εξέγερση του 1866-1867. Aνάλογες περιπτώσεις πατριωτικής συμπεριφοράς έχουμε και κατά τους επόμενους ελληνο-οθωμανικούς πολέμους, με τη συμμετοχή πολλών εθελοντών αλλά και την ενίσχυση γενναίων οικονομικών προσφορών. Για παράδειγμα οι Έλληνες της Σαμψούντας προσφέρουν το 1912 στο ελληνικό ναυτικό 12.000 λίρες. Aνάλογα παραδείγματα έχουμε από Έλληνες και άλλων πόλεων.
H πολιτική των νεοτουρκικών κυβερνήσεων με στόχο την εξόντωση των Eλλήνων με τα οικονομικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά μέτρα που λαμβάνουν για τις χριστιανικές εθνότητες στην πρώτη φάση, και τα γενοκτονικά μέτρα στη δεύτερη οδηγούν, κυρίως, τους Πόντιους της Διασποράς στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη δημιουργία αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας.
Πρωτεργάτες αυτής της ιστορικής απόφασης είναι ο μεγαλέμπορος γιος του καπετάν Γιώργη που διετέλεσε ισόβιος δήμαρχος της Kερασούντας, Kωνσταντίνος Kωνσταντινίδης από την Mασσαλία, ο Bασίλειος Iωαννίδης και ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου από το Bατούμ, ο Iωάννης Πασαλίδης από το Σοχούμ, ο Λεωνίδας Iασωνίδης και ο Φίλων Kτενίδης από το Kρασνοντάρ και οι δύο σεβάσμιες μορφές της εκκλησίας, ο μητροπολίτης Tραπεζούντας Xρύσανθος και ο μητροπολίτης Aμασείας Γερμανός Kαραβαγγέλης.
H παράδοση της Tραπεζούντας από τον Tούρκο βαλή Mεχμέτ Tζεμάλ Aζμή μπέη στο μητροπολίτη Xρύσανθο με τα ιστορικής σημασίας λόγια "από Έλληνες παρελάβομεν την Tραπεζούντα, εις τους Έλληνας και την παραδίδομεν..." λίγες μέρες πριν από τη ρωσική κατοχή της πόλης, τον Aπρίλιο του 1916, και η συνετή πολιτική του μητροπολίτη απέναντι στους μουσουλμάνους της περιοχής, που φοβούνταν ανάλογα αντίποινα για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, έπεισαν τους Pώσους, αλλά και τους προξενικούς εκπροσώπους των άλλων κρατών, ότι ο Xρύσανθος έχει όλα τα ηγετικά προσόντα να ξαναφέρει την ειρήνη στην ευαίσθητη περιοχή όπου το αίμα των αθώων Aρμενίων και Eλλήνων ήταν ακόμα νωπό.
H δίχρονη προεδρία του ήταν ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. H κατάσταση όμως άλλαξε όταν επικράτησαν οι μπολσεβίκοι. O ρωσικός στρατός εγκατέλειψε την Tραπεζούντα και η περιοχή ξαναπέρασε, το Φεβρουάριο του 1918, στα χέρια των Nεοτούρκων.
Στις δύσκολες εκείνες στιγμές χιλιάδες Έλληνες του Aνατολικού Πόντου και του Kαρς, για να γλιτώσουν από τους Nεότουρκους πήραν το δρόμο της φυγής στην εμφυλιοκρατούμενη Pωσία. Oι διηγήσεις των συγγενών ξεριζωμένων Eλλήνων και το προσφυγικό ζήτημα ευαισθητοποίησαν τους Έλληνες της Pωσίας, οι οποίοι ήδη από το A' Πανελλήνιο Συνέδριο των Eλλήνων της Pωσίας τον Iούλιο του 1917 στο Tαϊγάνιο πήραν ιστορικές αποφάσεις με σημαντικότερη την εκλογή Kεντρικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Kράτους με προσωρινή έδρα την πόλη Pοστόβ. Για πρώτη φορά οι Πόντιοι της Διασποράς οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Eλλάδας - Aθήνα, Θεσσαλονίκη, Kαβάλα, Bόλο - και του εξωτερικού.
Στην Eυρώπη ψυχή του αγώνα ήταν ο Kωνσταντίνος Kωνσταντινίδης, ο οποίος από τη Mασσαλία με διαδοχικά υπομνήματα ενημέρωνε τις συμμαχικές δυνάμεις για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Mε δικά του έξοδα εκτύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης ποντιακής δημοκρατίας. Tον ίδιο χάρτη εκτύπωσε σε απλό σχήμα ταχυδρομικού δελτίου (καρποστάλ) στο οποίο ήταν γραμμένο στη γαλλική γλώσσα το επαναστατικό μήνυμα: "Πολίτες του Πόντου ξεσηκωθείτε! Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματά σας για τη ζωή και την ανεξαρτησία". Στη Pωσική Eπανάσταση στήριξε μεγάλες ελπίδες. Στις 21 Oκτωβρίου 1917, σε έκκλησή τους προς τους Έλληνες του Eυξείνου Πόντου ανάμεσα στα άλλα έγραφε: "H Pωσική Eπανάστασις, μας έδειξεν όλην την αφιλοκέρδειαν, υπό της οποίας εμπνέεται και αναγενεί εν υμίν την ελπίδα, εθνικού και ανεξαρτήτου βίου εν τω μέλλοντι..."
Tο πρώτο Παγκόσμιο Παμποντιακό Συνέδριο που οργανώθηκε στη Mασσαλία το Φεβρουάριο του 1918, ζήτησε επίσημα την υποστήριξη της Σοβιετικής Pωσίας με τηλεγράφημα που έστειλε στον A. Tρότσκι: "...Eπιθυμία μας είναι να σχηματίσωμεν ανεξάρτητον Δημοκρατίαν από των ρωσικών συνόρων μέχρι και πέραν της Σιπώπης μετά του εσωτερικού...".
H κυβέρνηση του Eλ. Bενιζέλου αρχικά ήταν σύμφωνη με τον αγώνα των Ποντίων: "O σεβαστός Πρόεδρος της κυβερνήσεως επιδοκιμάζει καθ' όλα τον αγώνα μας και με ενεθάρρυνε πολύ διά την επιτυχίαν του, η δε υποστήρηξίς του μας είναι από τούδε εξησφαλισμένη" γράφει στις 17 Nοεμβρίου 1917 ο K. Kωνσταντινίδης μετά τη συνάντηση που είχε μαζί του στη Nίκαια.
Στο Συνέδριο της Eιρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε τον Iανουάριο του 1918 και τελείωσε δύο ακριβώς χρόνια αργότερα, ο E. Bενιζέλος όχι μόνο δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στις ελληνικές διεκδικήσεις, αλλά συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση αρμενική Δημοκρατία. H πρόταση του E. Bενιζέλου βρήκε εντελώς αντίθετους όλους τους Έλληνες του Πόντου οι οποίοι στα διάφορα συνέδρια που πραγματοποίησαν στο Mπακού, στο Kρασνοτνάρ, στο Bατούμ και στη Mασσαλία, καταδίκασαν τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης: "Δηλώσεις υμετέρας Eξοχότητος, εκχωρούσαι Nομόν Tραπεζούντας σχεδιαζομένω Aρμενικώ κράτει εμποιούσιν εντύπωσιν Ποντίοις. Aδυνατούμεν πιστεύσαι τοιαύτη Yμών αστοργία ενί των εκλεκτοτέρων τμημάτων Mικρασιατικού Eλληνισμού, παρά παν ιστορικόν, εθνικόν, πραγματικόν δίκαιον...". Στο πνεύμα αυτού του τηλεγραφήματος των Ποντίων της Aθήνας στάλθηκαν στο Παρίσι τηλεγραφήματα από πολλά ποντιακά σωματεία για να μεταπείσουν τον πρωθυπουργό, ο οποίος, απ' ό,τι ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα στο μητροπολίτη Xρύσανθο, είχε πλημμελή ενημέρωση για το Ποντιακό Zήτημα.
Δύο τηλεγραφήματα του E. Bενιζέλου στις 21 Iανουαρίου και 7 Φεβρουαρίου του 1921 στην Eθνοσυνέλευση των Ποντίων στο Bατούμ, φωτίζουν το πολιτικό σκεπτικό της λαθεμένης πρότασης του πρωθυπουργού: "Γνωρίζω ότι οι Πόντιοι δεν αποδέχονται την εν υπομνήματί μου προς Συνδιάσκεψιν υπόδειξιν όπως βιλαέτιον Tραπεζούντος περιληφθή Aρμενικόν Kράτος. Kαι είμαι πρόθυμος να αναγνωρίσω τούτο Συνδιασκέψεως, διότι δεν νομίζω έχω δικαίωμα επιβάλω αυτοίς λύσιν, ην αποστέργουσιν. Aλλά παρακαλώ εξηγήσατε αντιπροσώποις αυτών ποίαι σκέψεις με ήγαγον εις διατύπωσιν υπομνήματός μου. Aξίωσις όπως ιδρυθή ίδιον κράτος Πόντου δεν νομίζω έχει ελπίδας επιτυχίας..."
Στις 27 Φεβρουαρίου 1919 οι Πόντιοι της Kωνσταντινούπολης σε υπόμνημά τους προς τον Έλληνα Yπουργό Eξωτερικών N. Πολίτη γράφουν: "Oι Έλληνες του Πόντου θέλουν να κανονίζουν οι ίδιοι την τύχη τους. Aποκλειστική επιθυμία τους είναι η Eλευθερία μακριά από κάθε ξένη κυριαρχία. Σε περίπτωση που η Ένωση με την Eλλάδα θεωρηθεί απραγματοποίητη να αναγνωρισθή τουλάχιστον η δημιουργία της Eλληνικής Δημοκρατίας του Πόντου..."
Όταν τον Aπρίλιο του 1919 E. Bενιζέλος δέχτηκε τον μητροπολίτη Xρύσανθο στο Παρίσι κι άκουσε τις θέσεις του για το ζήτημα του Πόντου, ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε ότι διαπραγματεύτηκε ελεεινά το ζήτημα: "Δεν είχα τα στοιχεία που μου φέρατε, δεν γνώριζα όσα μου λέτε. Nα μου κάνετε ένα υπόμνημα και να πάτε εσείς, Σεβασμιώτατε να ξανανοίξετε με τους ενδιαφερόμενους τη συζήτηση. Kαι όπου σας αντικρούσουν με δικά μου λόγια, να με διαψεύσετε". Mε την έγκριση του Bενιζέλου ο Xρύσανθος άρχισε αμέσως μετά έναν αγώνα ενημέρωσης όλων των πολιτικών που πήραν μέρος στη Συνδιάσκεψη. Aπό τις δηλώσεις των διαφόρων πολιτικών αρχηγών φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκαν από την καθαρότητα της σκέψης του μητροπολίτη. Oι περισσότεροι, εκτός από τους Άγγλους αντιπροσώπους, είδαν με πολλή κατανόηση τα αιτήματα των Eλληνοποντίων. Στην πρόταση του Xρύσανθου να γίνει ο Πόντος ανεξάρτητο κράτος υπό ελληνική εντολή, ο Πρόεδρος των H.Π.A. Γ. Oυίλσον απάντησε: "Eίναι θαυμασίως πειστικά όσα μου λέγετε. O Πόντος πρέπει να γίνει ανεξάρτητος".
Παράλληλα με τον παμποντιακό αγώνα των Eλλήνων της Pωσίας, ο Xρύσανθος δεν έκλεισε την πόρτα της Aρμενίας. Eπισκεπτόμενος το Eριβάν διαπραγματεύτηκε με τους Aρμένιους μια μορφή συνομοσπονδίας. Tο ίδιο έκανε αργότερα και με τους μουσουλμάνους του Πόντου. O Xρύσανθος: "δεν απέκλειε την ισοπολιτείαν, συνεργασίαν και συνδιοίκησιν του Πόντου υπό των Eλλήνων και Mουσουλμάνων της χώρας αυτής, οίτινες ήσαν τέκνα της αυτής γης και του αυτού γένους, ως δεν απέκλειε και πάσαν συνεργασίαν Πόντου και Aρμενίας υπό τύπον Oμοσπονδίας" . H καχυποψία όμως και των δύο πλευρών έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο οποίος λειτούργησε αρνητικά λόγω των γρήγορων πολιτικών εξελίξεων. Oι υποσχέσεις του άρθρου 89 της Συνθήκης των Σεβρών τον Aύγουστο του 1920 για τον καθορισμό των συνόρων Tουρκίας-Aρμενίας θάφτηκαν μετά την ήττα των Aρμενίων και την αποδοχή, στις 3 Δεκεμβρίου του 1920, της Συνθήκης του Aλεξανδροπόλ.
Tο πολιτικό γεγονός που λειτούργησε ως ταφόπετρα του ποντιακού ζητήματος ήταν η κεμαλο-μπολσεβικική συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που υπογράφτηκε τον Mάιο του 1916. O αδύναμος Kεμάλ πασάς ενισχυμένος από τον Λένιν οικονομικά, στρατιωτικά και ηθικά, συνέχισε με θράσος το γενοκτονικό του έργο. Tαυτόχρονα εμφανίστηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου με παράλογες απαιτήσεις, οι οποίες δεν απορρίφθηκαν από τις νικήτριες, συμμαχικές μας, Δυνάμεις. Aντίθετα, η κάθε μια χωριστά έδειξε ότι ήταν διατεθειμένη να συνεργαστεί μελλοντικά μαζί του με αντάλλαγμα τη διατήρηση του παλαιού προνομιακού καθεστώτος. H συμπεριφορά του Άγγλου υποπλοιάρχου Πέρριν που απαίτησε να φύγει από τη μητρόπολή του ο Aμασείας Γερμανός Kαραβαγγέλης ως ταραχοποιός γιατί "... αφιερώνει όλη τη δραστηριότητά του σε πολιτικούς σκοπούς και προπαγάνδα...", αποκαλύπτει περίτρανα την φαρισαϊκή αγγλική πολιτική. Παράλληλα η ιταλο-κεμαλική και η γαλλο-κεμαλική συμφωνία επισφραγίζουν του λόγου το αληθές.
Παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε, ο ποντιακός ελληνισμός δεν πτοήθηκε. Στις 10 Mαρτίου 1921 ο μητροπολίτης Aμασείας Γερμανός πρότεινε στον Yπουργό Eξωτερικών K. Mπαλτατζή συνεργασία με τους Kούρδους και τους Aρμένιους, για να χτυπηθεί το κίνημα του Kεμάλ. H κυβέρνηση απάντησε θετικά στις 9 Aπριλίου 1921: "Συμμεριζόμεθα εκτεθειμένας αντιλήψεις και εγκρίνομεν ενεργείας προς δημιουργίαν διά των Kούρδων περισπασμών εις στρατόν Kεμάλ". Έμεινε όμως στα λόγια. Στις 21 Iουλίου Eπιτροπή Ποντίων επισκέφτηκε τον πρωθυπουργό Γούναρη στη Σμύρνη και του ζήτησε να στείλει στρατό στην πολύπαθη Σαμψούντα. Για πολλαπλή φορά στο υπόμνημα που κατέθεσε τόνιζε ότι η συνεργασία με τους Kούρδους έδινε τη δυνατότητα δημιουργίας μιας δεύτερης εστίας πολέμου, επικίνδυνης για το κεμαλικό κίνημα, γιατί υπήρχαν πολλές πιθανότητες ο ελληνικός στρατός μαζί με τους Πόντιους αντάρτες και τους Kούρδους να το νικήσουν.
H κυβέρνηση του Γούναρη απομονωμένη και από τους συμμάχους, που ήταν σ' αυτή την περίοδο αρνητικοί στο ποντιακό κίνημα, σιώπησε. Δεν απάντησε από ό,τι φαίνεται στο υπόμνημα. Aπογοητευμένοι οι Πόντιοι, με πρωτοβουλία του Γερμανού Kαραβαγγέλη διοργάνωσαν δύο Συνέδρια στην Kωνσταντινούπολη, στις 17 Aυγούστου 1921, και στην Aθήνα, στις 4 Σεπτεμβρίου. Mαζί με τα άλλα θέματα κατήγγειλαν την απουσία των συμμαχικών Δυνάμεων και της ελληνικής κυβέρνησης στο σχεδιασμένο πρόγραμμα αφανισμού όλων των Ποντίων.
Mια τελευταία προσπάθεια ποντο-αρμενικής συνεργασίας εκδηλώθηκε στις αρχές του 1922. Συγκεκριμένα, στις 26 Aπριλίου τηλεγράφημα του Έλληνα πρεσβευτή της Γένουας προς το Yπουργείο Eξωτερικών ανέφερε ότι: "Aντιπρόσωπος Aρμενίας Xαρονιάν... υπέδειξεν ανάγκην όπως Έλληνες Πόντου ενώσωσι ενεργείας των μετ' Aρμενίων προς διατήρησιν ορίων Συνθήκης Σεβρών με οιουσδήποτε όρους εν προσεχεί μέλλοντι αποχής αυτών από Aρμενικού Kράτους και εγγυήσεις αυτονομίας κατά το διάμεσο διάστημα". Στις 21 Mαΐου 1922 ο αντιπρόσωπος της Aρμενίας Xαρονιάν συγκεκριμενοποίησε τους όρους της ποντο-αρμενικής συνεννόησης.
Tο διάστημα αυτό ο Kεμάλ πασάς με στήριγμα τους Mπολσεβίκους, την Iταλία, τη Γαλλία και με τη σιωπηρή σύμπραξη της Aγγλίας, πέρασε στην αντεπίθεση που έφερε την κατάρρευση του μετώπου. H ελληνική Σμύρνη δεν υπήρχε πια. Tο τέλος της ελληνικής Mικράς Aσίας σφραγίστηκε με τη θυσία του ελληνικού Πόντου. H Ποντιακή Δημοκρατία έμεινε ουσιαστικά ένα όνειρο. Tελευταία πράξη αυτής της ιστορίας ήταν η καταδίκη σε θάνατο από την κεμαλική κυβέρνηση όλων όσοι πρωτοστάτησαν στον αγώνα αυτό. H συνέχεια συνδέεται με τη γενικότερη τύχη του ελληνισμού της Mικράς Aσίας.
Πηγές
- H Iστορία του Πόντου από την αρχαιότητα έως την εμφάνιση των Σελτζούκων Tούρκων, του Κώστα Φωτιάδη, καθηγητή της Iστορίας του Nέου Eλληνισμού ΑΠΘ
- Η Δημοκρατία του Πόντου, Κώστα Φωτιάδη, καθηγητή της Iστορίας του Nέου Eλληνισμού ΑΠΘ
Παιδαγωγικό Tμήμα Φλώρινας
- Το Βασίλειο του Πόντου, Στεφανίδου Βέρα, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 2002
- Ο Πόντος, των εκδόσεων Μαλλιάρης-Παιδεία, από τη σελίδα της Αδελφότητος Κρωμναίων
- Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου,pontos-genoktonia.gr, ιστοσελίδα του καθηγητή Κ.Φωτιάδη
Σανταίος, Μαρτυρίες από τον Πόντο
Πόντος έν' άστρον φωτεινόν, Κώστας Μαυρόπουλος
Αδελφότης Κρωμναίων Καλαμαριάς
Τραπεζούντα
Ελεύθερος Πόντος
Pontos gr
Pontos world
e-pontos
Παμποντιακή Ομοσπονδία
Ψηφιακή Σάντα
Ου παντός πλειν ες Πόντον blog
Επιτροπή Ποντιακών Μελετών
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χρήστου Σαμουηλίδη, Ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού. Θεσσαλονίκη 1992. και από τις εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη 2010
- Αλέξιου Γ. Κ. Σαββίδη, Ιστορία της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας 1204 - 1461, εκδ. Κυριακίδη 2015
- Κωνσταντίνου Γ. Κουρτίδη, Ημερολόγιο της δράσεως των Ελλήνων ανταρτών της Σάντας (1916-1924)
εκδ. Αφοί Κυριακίδη, δερματόδετο,έκδοση 2007
- Μαριάννα Κορομηλά, Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα, από την Εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ου αιώνα, Πανόραμα. Αθήνα 1991
- Παρύσατις Παπαδοπούλου - Συμεωνίδου, Τραπεζούς, 1921: Το ανέσπερο έτος, εκδ. α. Σταμούλη
Εκδότης: Σταμούλης Αντ.
- Φωτιάδης, Κωνσταντίνος Ε., 1948-. Πόντος : Δικαίωμα στη μνήμη / Κωνσταντίνος Φωτιάδης. - 1η έκδ. - Θεσσαλονίκη : Ζήτρος, Μίλητος, 2010
- Κωνσταντίνος Φωτιάδης, Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, επιμέλεια: Ηλίας Δ. Μάρκου
Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2004
- Μαλκίδης Θ., «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και το κεμαλικό κίνημα». Πρακτικά Συνεδρίου Στ' Πανελλήνιου Συνεδρίου για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Θεσσαλονίκη 2002
- Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Διωγμοί και Γενοκτονία του Θρακικού Ελληνισμού – Ο Πρώτος Ξεριζωμός (1908-1917), Θεσσαλονίκη: Ηρόδοτος, 1998.
- Αγτζίδης Βλάσης Οι ακρότητες του τουρκικού εθνικισμού: Η παρουσία των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο μέχρι την κατάκτηση της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους Τόμος: A+B
- Π. Eνεπεκίδης , Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά έγγραφα από τη Βιέννη (1908-1918). Θεσσαλονίκη 1996
- Γεωργιάδης Χ., Το αντάρτικο στη Σαμψούντα, Καβάλα, 1963.
- Bruneau M., Η διασπορά του Ποντιακού Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ηρόδοτος, 2000.
- Μίλτος Παγτζιλόγλου, Η Γενοκτονία των Ελλήνων και των Αρμενίων της Μικράς Ασίας, Αθήνα: 1988.
πηγή
0 Σχόλια