Ο Ιησούς είναι καρφωμένος στον σταυρό Του αλλά δείχνει να μην έχει βάρος που να τον τραβά στη γη. Μοιάζει να αιωρείται σε μια στάση γεμάτη ελαφράδα και χάρη. Ελάχιστο αίμα ρέει από τις παλάμες και τα πόδια Του και κηλιδώνει το κορμί Του, η έκφρασή Του είναι γεμάτη καρτερία και προσμονή για την αποχώρηση από αυτό τον κόσμο που τόσα μαρτύρια Του επιφύλαξε. Οι αναπαραστάσεις του Εσταυρωμένου σε εικόνες και αντικείμενα, θέλοντας να δώσουν έμφαση στην πνευματική και όχι στην ιστορική πλευρά των γεγονότων, συχνά μας κάνουν να παραβλέπουμε το γεγονός ότι ο σταυρικός θάνατος του Ιησού ήταν η εκτέλεση με έναν από τους οδυνηρότερους τρόπους που μηχανεύτηκε ποτέ ο άνθρωπος και πως ο ίδιος ο Ιησούς, παρά τη θεϊκή φύση Του, τον υπέστη με τον ίδιο πόνο στο κορμί και την καρδιά που επιφυλασσόταν σε οποιονδήποτε άλλο «κοινό θνητό». Αρχαιολόγοι και ιστορικοί αναζήτησαν και αναζητούν ακατάπαυστα την ιστορική αλήθεια στις αφηγήσεις που εδραίωσαν τον χριστιανισμό. Από κοντά και η Ιατρική.
Μέσα από τις διάφορες ιατρικές μελέτες, σε συνάρτηση με τα ιστορικά στοιχεία, έχουμε σήμερα μια επαρκή πληροφόρηση που ευσταθεί επιστημονικά, τουλάχιστον μέχρι του σημείου που ο Χριστός αναφώνησε «Τετέλεσται» και παρέδωσε το πνεύμα.
«Εγένετο δε ο ιδρώς αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος…»
Οι ιστορικές πηγές που χρησιμοποίησαν οι ιατρικές μελέτες είναι οι περιγραφές των τεσσάρων Ευαγγελιστών αλλά και συγγραφείς του πρώτου αιώνα μ.Χ., Χριστιανοί, Εβραίοι και Ρωμαίοι, οι οποίοι αναφέρουν πληροφορίες για την ιουδαϊκή και τη ρωμαϊκή νομοθεσία, καθώς και για τον τρόπο που εκτελούνταν οι ποινές της μαστίγωσης και της σταύρωσης. Ανάμεσά τους, ο Σένεκας, ο Λίβιος, ο Πλούταρχος. Ο Ιησούς και η σταύρωσή Του αναφέρεται από τους Ρωμαίους ιστορικούς Κορνήλιο Τάκιτο, Πλίνιο τον Νεώτερο και τον Σουετώνιο, επίσης από τους ιστορικούς Φλέγοντα και Θάλους , καθώς και από το Ταλμούδ των Ιουδαίων. Άλλα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα είναι η περίφημη Σινδόνη του Τουρίνου, με την οποία πιστεύεται ότι τύλιξαν το ίδιο το σώμα του Ιησού μετά την αποκαθήλωση, και αρχαιολογικά ευρήματα όπως ένας σκελετός ανθρώπου που σταυρώθηκε στην εποχή του Ιησού και βρέθηκε στην Ιερουσαλήμ.
Σύμφωνα με τις επικρατέστερες απόψεις η σταύρωση του Χριστού έγινε την Παρασκευή 7 Απριλίου (14 του ιουδαϊκού μήνα Νισάν) του έτους 30. Θυμίζουμε ότι η θεία Γέννηση τοποθετείται από τους περισσότερους ιστορικούς όχι στο έτος 1 μ.Χ. αλλά μεταξύ του 4 και του 6 π.Χ. Ο Μυστικός Δείπνος έλαβε χώρα το προηγούμενο βράδυ της Πέμπτης και στη συνέχεια ο Ιησούς πήγε να προσευχηθεί στον κήπο της Γεσθημανή.
Εδώ σύμφωνα με την περιγραφή του γιατρού-Ευαγγελιστή Λουκά, από την αγωνία μπροστά στον επικείμενο θάνατο και την εσωτερική σύγκρουση που εκφράστηκε με την παράκληση «πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ' εμού πλην μη το θέλημά μου αλλά το σον γιγνέσθω», ο Ιησούς έβγαλε ιδρώτα σαν αίμα. Αυτό το σπάνιο φαινόμενο, λένε οι ειδικοί, που ονομάζεται αιματίδρωση, μπορεί να συμβεί μετά από αφόρητο ψυχικό στρες, από το οποίο προκαλείται η ρήξη μικρών αιμοφόρων αγγείων και έξοδος του αίματος μαζί με τον ιδρώτα μέσα από τους ιδρωτοποιούς αδένες. Η κατάσταση αυτή κάνει το δέρμα ευαίσθητο και εύθραυστο. Από εκεί έχουμε μια ακόμα ένδειξη της αφόρητης αγωνίας αλλά και του πόνου της εγκατάλειψης (η προδοσία του Ιούδα, η πρόγνωση της άρνησης του Πέτρου, οι αποκοιμισμένοι μαθητές ενώ εκείνος προσευχόταν) που είχε ήδη περάσει ο Ιησούς όταν τον συνέλαβαν.
«Στέφανον εξ ακανθών»
Τα γεγονότα της βασανιστικής εκείνης νύχτας, από τη σύλληψη μέχρι την τελική καταδίκη, περιλαμβάνουν επανειλημμένες διαπομπεύσεις, κακοποιήσεις (ακόμα και το ακάνθινο στεφάνι, λένε οι ειδικοί, μπορεί να προκαλέσει σημαντική αιμορραγία στο γεμάτο από αιμοφόρα αγγεία δέρμα του κρανίου), μεταφορές από τον ένα στον άλλο «κριτή» (υπολογίζεται ότι εκείνη τη νύχτα ο Ιησούς περπάτησε, εξαντλημένος και χτυπημένος, γύρω στα τέσσερα χιλιόμετρα) και την ανελέητη μαστίγωση κατ' εντολήν του Ποντίου Πιλάτου. Αυτή η τελευταία ποινή δεν ήταν ένας απλός ξυλοδαρμός. Το φραγγέλιο που χρησιμοποιούσαν αποτελείτο από μια δεσμίδα πέτσινα λουριά στα οποία ήταν δεμένα μεταλλικά μπαλάκια ή αιχμηρά κόκαλα αρνιού. Τα απανωτά χτυπήματα με αυτά μετέβαλαν ολόκληρο το πίσω μέρος του σώματος του καταδικασμένου σε μια ανοιχτή πληγή. Η αιμορραγία μαζί με το σοκ από τον αφόρητο πόνο μπορούσε και να καταλήξει στο μοιραίο. Συνήθως σταματούσαν τη μαστίγωση ένα βήμα πριν από αυτό, αφήνοντας τον κατάδικο μισοπεθαμένο, κατάλληλα «προετοιμασμένο» για να σταυρωθεί. Ο ιουδαϊκός νόμος απαγόρευε να δοθούν περισσότερες από 40 βουρδουλιές –και για να μη γίνει λάθος στο μέτρημα και δώσουν παραπάνω, τις είχαν κάνει 39. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες που μαστίγωσαν τον Ιησού μετρούσαν μην τύχει και Τον χτυπήσουν περισσότερο.
«Ετρύπησαν τας χείρας μου και τους πόδας μου…»
Έτσι λοιπόν ο Ιησούς καταδικάστηκε στον σταυρικό θάνατο, μια ποινή τόσο σκληρή που οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, αφού την πήραν από τους Καρχηδονίους την τελειοποίησαν έτσι ώστε να φέρνει τον θάνατο με αργή και βασανιστική ασφυξία. Καθώς η μέθοδος ήταν συνηθισμένη για την εποχή, τα Ευαγγέλια δεν αναφέρονται σε πολλές λεπτομέρειες. Ξέρουμε ωστόσο αρκετά που μάλιστα ανατρέπουν τις τυποποιημένες απεικονίσεις και τις χολιγουντιανές ταινίες πάνω στο Θείο Πάθος.
Οι σταυρώσεις γίνονταν για υγειονομικούς λόγους έξω από κατοικημένες περιοχές . Οι ξύλινοι σταυροί δεν ήταν μονοκόμματοι αλλά το κάθετο σκέλος τους έμενε μόνιμα καρφωμένο στον τόπο της εκτέλεσης. Το οριζόντιο, που μπορεί να ζύγιζε και πάνω από 50 κιλά, μεταφερόταν ως εκεί από τον κατάδικο, ο οποίος συνοδευόταν από στρατιωτικό απόσπασμα. Όταν έφταναν στο μέρος της σταύρωσης, στους κατάδικους προσφερόταν ένα ποτό από κρασί με μύρο, που είχε κάποιες ναρκωτικές ιδιότητες, ωστόσο ο Ιησούς αρνήθηκε να το πιει. Στη συνέχεια ο μελλοθάνατος ξαπλωνόταν ανάσκελα πάνω στο οριζόντιο σκέλος και τα χέρια του καρφώνονταν στο ξύλο.
Η άποψη ότι το κάρφωμα γινόταν στις παλάμες έχει ανατραπεί μια και αυτές θα ξεσκίζονταν από το βάρος του σώματος. Φαίνεται ότι τα καρφιά περνούσαν ανάμεσα από τα οστά των καρπών. Έπειτα το οριζόντιο σκέλος ανυψωνόταν και στερεωνόταν στον κατακόρυφο στύλο – συνήθως, την εποχή του Ιησού, στην κορυφή του, δίνοντας στον σταυρό το σχήμα κεφαλαίου Τ. Έπειτα έστρεφαν τα σκέλη προς τα πλάγια ελαφρώς λυγισμένα και τα κάρφωναν μαζί με ένα ακόμα καρφί που περνούσε και από τους ταρσούς και των δύο ποδιών. Η διαδικασία ολοκληρωνόταν με τη στερέωση στην κορυφή του σταυρού μιας επιγραφής με το όνομα και το έγκλημα του καταδίκου. «Η δύναμίς μου εξηράνθη ως όστρακον…»
Μέχρι να έλθει ο θάνατος, ο σταυρωμένος περνούσε ένα βασανιστικό διάστημα που διαρκούσε από ώρες μέχρι δυο ή τρία εικοσιτετράωρα. Το κρέμασμα του σώματος από τα καρφιά δεν προκαλούσε μόνο απερίγραπτο διάχυτο πόνο αλλά και εξανάγκαζε τον θώρακα να μένει διαρκώς «ανοιχτός» σε θέση εισπνοής και τα πνευμόνια να μην μπορούν να αδειάσουν για να πάρουν καινούργιο αέρα. Με αυτό τον τρόπο σταδιακά το αίμα και οι ιστοί άδειαζαν από οξυγόνο και πλημμύριζαν με διοξείδιο του άνθρακα, ενώ οι πνεύμονες γέμιζαν υγρό. Καθώς ο κατάδικος ασφυκτιούσε, προσπαθούσε να ανασηκωθεί πάνω στα καρφωμένα πόδια του για να ανασάνει τρίβοντας την κομματιασμένη από το μαστίγωμα πλάτη του πάνω στο ξύλο του σταυρού. Όταν όμως ανασηκωνόταν, ο πόνος από τα πόδια και τις αρθρώσεις των ώμων και των χεριών ήταν αφόρητος και τον ανάγκαζε να ξαναφεθεί να κρέμεται. Ο σωματικός πόνος και η έλλειψη οξυγόνου τον έφερναν σε ημικωματώδη κατάσταση. Στο τέλος έχοντας χάσει τις αισθήσεις του αδυνατούσε να ανασηκωθεί για να πάρει μια ακόμη ανάσα και πέθαινε από ασφυξία.
Εννοείται ότι η ομιλία, για την οποία είναι απαραίτητη η εκπνοή, ήταν για τον σταυρωμένο πάρα πολύ δύσκολη. Ωστόσο αναφέρεται ότι ο Ιησούς μίλησε πάνω στον σταυρό και μάλιστα τις τρεις φορές για πράγματα που αφορούσαν άλλους. Την πρώτη απευθύνθηκε στον Θεό ζητώντας συγχώρεση για εκείνους που Τον σταύρωναν «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», τη δεύτερη είπε στον διπλανό του ληστή ότι θα είναι μαζί Του στον παράδεισο και την τρίτη απευθύνθηκε στη Θεοτόκο και στον Ιωάννη «ιδέ ο υιός σου – ιδέ η μήτηρ σου». Τα άλλα λόγια Του ήταν η απελπισμένη κραυγή «Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες», η έκκληση «διψώ» στην οποία οι στρατιώτες απάντησαν βουτώντας ένα σφουγγάρι σε ξίδι και φέρνοντάς το στα χείλη Του καρφωμένο σε ένα καλάμι από ύσσωπο (πιθανόν αυτό δεν ήταν άλλη μια πράξη βασανισμού γιατί πράγματι το ξίδι το χρησιμοποιούσαν για τόνωση και για ξεδίψασμα εκείνη την εποχή, ακόμα και οι ίδιοι οι στρατιώτες) και τέλος η κραυγή «τετελέσται –πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου».
«Η καρδία μου έγινε ως κηρίον…»
Η τελευταία κραυγή για πολλούς μελετητές είναι μια ένδειξη ότι ο θάνατος προήλθε από κάποιο έντονο γεγονός, όπως μια καρδιακή ανακοπή. Η ιατρική εξήγηση για το αίμα και το νερό που, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, έτρεξαν από τα πλευρά του Ιησού όταν τον λόγχισε ο Ρωμαίος στρατιώτης για να επιβεβαιώσει τον θάνατό Του είναι η συσσώρευση υγρού ανάμεσα στην καρδιά και τη μεμβράνη που την περιβάλλει, το περικάρδιο, το οποίο έρευσε μαζί με το αίμα με το τρύπημα της λόγχης. Η συμφόρηση αυτή επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τη λειτουργία της καρδιάς, που προσπαθούσε να αντλήσει το πυκνόρρευστο, ελαττωμένο από την αιμορραγία και κενό από οξυγόνο αίμα. Άλλες εξηγήσεις αναφέρονται σε μια πολυπαραγοντική αιτιολογία θανάτου, που περιλαμβάνει το σοκ εξαιτίας της αιμορραγίας, την ασφυξία, την οξεία καρδιακή ανεπάρκεια.
Το γεγονός ότι ο Ιησούς άντεξε στον σταυρό μόνο μερικές ώρες ενώ θεωρητικά με τον μέχρι τότε τρόπο της ζωής του -λιτοδίαιτος και με πολλές πορείες- θα πρέπει να ήταν αρκετά ανθεκτικός και με καλή υγεία, δείχνει το μέγεθος του μαρτυρίου που σημάδεψε την τελευταία μέρα της ανθρώπινης σάρκωσής Του.
Έτσι λοιπόν ο Ιησούς καταδικάστηκε στον σταυρικό θάνατο, μια ποινή τόσο σκληρή που οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, αφού την πήραν από τους Καρχηδονίους την τελειοποίησαν έτσι ώστε να φέρνει τον θάνατο με αργή και βασανιστική ασφυξία. Καθώς η μέθοδος ήταν συνηθισμένη για την εποχή, τα Ευαγγέλια δεν αναφέρονται σε πολλές λεπτομέρειες. Ξέρουμε ωστόσο αρκετά που μάλιστα ανατρέπουν τις τυποποιημένες απεικονίσεις και τις χολιγουντιανές ταινίες πάνω στο Θείο Πάθος.
Οι σταυρώσεις γίνονταν για υγειονομικούς λόγους έξω από κατοικημένες περιοχές . Οι ξύλινοι σταυροί δεν ήταν μονοκόμματοι αλλά το κάθετο σκέλος τους έμενε μόνιμα καρφωμένο στον τόπο της εκτέλεσης. Το οριζόντιο, που μπορεί να ζύγιζε και πάνω από 50 κιλά, μεταφερόταν ως εκεί από τον κατάδικο, ο οποίος συνοδευόταν από στρατιωτικό απόσπασμα. Όταν έφταναν στο μέρος της σταύρωσης, στους κατάδικους προσφερόταν ένα ποτό από κρασί με μύρο, που είχε κάποιες ναρκωτικές ιδιότητες, ωστόσο ο Ιησούς αρνήθηκε να το πιει. Στη συνέχεια ο μελλοθάνατος ξαπλωνόταν ανάσκελα πάνω στο οριζόντιο σκέλος και τα χέρια του καρφώνονταν στο ξύλο.
Η άποψη ότι το κάρφωμα γινόταν στις παλάμες έχει ανατραπεί μια και αυτές θα ξεσκίζονταν από το βάρος του σώματος. Φαίνεται ότι τα καρφιά περνούσαν ανάμεσα από τα οστά των καρπών. Έπειτα το οριζόντιο σκέλος ανυψωνόταν και στερεωνόταν στον κατακόρυφο στύλο – συνήθως, την εποχή του Ιησού, στην κορυφή του, δίνοντας στον σταυρό το σχήμα κεφαλαίου Τ. Έπειτα έστρεφαν τα σκέλη προς τα πλάγια ελαφρώς λυγισμένα και τα κάρφωναν μαζί με ένα ακόμα καρφί που περνούσε και από τους ταρσούς και των δύο ποδιών. Η διαδικασία ολοκληρωνόταν με τη στερέωση στην κορυφή του σταυρού μιας επιγραφής με το όνομα και το έγκλημα του καταδίκου. «Η δύναμίς μου εξηράνθη ως όστρακον…»
Μέχρι να έλθει ο θάνατος, ο σταυρωμένος περνούσε ένα βασανιστικό διάστημα που διαρκούσε από ώρες μέχρι δυο ή τρία εικοσιτετράωρα. Το κρέμασμα του σώματος από τα καρφιά δεν προκαλούσε μόνο απερίγραπτο διάχυτο πόνο αλλά και εξανάγκαζε τον θώρακα να μένει διαρκώς «ανοιχτός» σε θέση εισπνοής και τα πνευμόνια να μην μπορούν να αδειάσουν για να πάρουν καινούργιο αέρα. Με αυτό τον τρόπο σταδιακά το αίμα και οι ιστοί άδειαζαν από οξυγόνο και πλημμύριζαν με διοξείδιο του άνθρακα, ενώ οι πνεύμονες γέμιζαν υγρό. Καθώς ο κατάδικος ασφυκτιούσε, προσπαθούσε να ανασηκωθεί πάνω στα καρφωμένα πόδια του για να ανασάνει τρίβοντας την κομματιασμένη από το μαστίγωμα πλάτη του πάνω στο ξύλο του σταυρού. Όταν όμως ανασηκωνόταν, ο πόνος από τα πόδια και τις αρθρώσεις των ώμων και των χεριών ήταν αφόρητος και τον ανάγκαζε να ξαναφεθεί να κρέμεται. Ο σωματικός πόνος και η έλλειψη οξυγόνου τον έφερναν σε ημικωματώδη κατάσταση. Στο τέλος έχοντας χάσει τις αισθήσεις του αδυνατούσε να ανασηκωθεί για να πάρει μια ακόμη ανάσα και πέθαινε από ασφυξία.
Εννοείται ότι η ομιλία, για την οποία είναι απαραίτητη η εκπνοή, ήταν για τον σταυρωμένο πάρα πολύ δύσκολη. Ωστόσο αναφέρεται ότι ο Ιησούς μίλησε πάνω στον σταυρό και μάλιστα τις τρεις φορές για πράγματα που αφορούσαν άλλους. Την πρώτη απευθύνθηκε στον Θεό ζητώντας συγχώρεση για εκείνους που Τον σταύρωναν «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», τη δεύτερη είπε στον διπλανό του ληστή ότι θα είναι μαζί Του στον παράδεισο και την τρίτη απευθύνθηκε στη Θεοτόκο και στον Ιωάννη «ιδέ ο υιός σου – ιδέ η μήτηρ σου». Τα άλλα λόγια Του ήταν η απελπισμένη κραυγή «Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες», η έκκληση «διψώ» στην οποία οι στρατιώτες απάντησαν βουτώντας ένα σφουγγάρι σε ξίδι και φέρνοντάς το στα χείλη Του καρφωμένο σε ένα καλάμι από ύσσωπο (πιθανόν αυτό δεν ήταν άλλη μια πράξη βασανισμού γιατί πράγματι το ξίδι το χρησιμοποιούσαν για τόνωση και για ξεδίψασμα εκείνη την εποχή, ακόμα και οι ίδιοι οι στρατιώτες) και τέλος η κραυγή «τετελέσται –πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου».
«Η καρδία μου έγινε ως κηρίον…»
Η τελευταία κραυγή για πολλούς μελετητές είναι μια ένδειξη ότι ο θάνατος προήλθε από κάποιο έντονο γεγονός, όπως μια καρδιακή ανακοπή. Η ιατρική εξήγηση για το αίμα και το νερό που, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, έτρεξαν από τα πλευρά του Ιησού όταν τον λόγχισε ο Ρωμαίος στρατιώτης για να επιβεβαιώσει τον θάνατό Του είναι η συσσώρευση υγρού ανάμεσα στην καρδιά και τη μεμβράνη που την περιβάλλει, το περικάρδιο, το οποίο έρευσε μαζί με το αίμα με το τρύπημα της λόγχης. Η συμφόρηση αυτή επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τη λειτουργία της καρδιάς, που προσπαθούσε να αντλήσει το πυκνόρρευστο, ελαττωμένο από την αιμορραγία και κενό από οξυγόνο αίμα. Άλλες εξηγήσεις αναφέρονται σε μια πολυπαραγοντική αιτιολογία θανάτου, που περιλαμβάνει το σοκ εξαιτίας της αιμορραγίας, την ασφυξία, την οξεία καρδιακή ανεπάρκεια.
Το γεγονός ότι ο Ιησούς άντεξε στον σταυρό μόνο μερικές ώρες ενώ θεωρητικά με τον μέχρι τότε τρόπο της ζωής του -λιτοδίαιτος και με πολλές πορείες- θα πρέπει να ήταν αρκετά ανθεκτικός και με καλή υγεία, δείχνει το μέγεθος του μαρτυρίου που σημάδεψε την τελευταία μέρα της ανθρώπινης σάρκωσής Του.
0 Σχόλια