Από τον 11ο αιώνα καθιερώθηκε η γιορτή των Τριών Ιεραρχών.
Στα σύγχρονα χρόνια καθιερώθηκε σαν γιορτή των Γραμμάτων και της Παιδείας.
Και οι τρεις είχαν πίστη, μεγάλη παιδεία, αγάπη στο λαό, φιλανθρωπία, σωφροσύνη και αφοβία στους άρχοντες.
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 329. Οι πλούσιοι και ευγενείς γονείς του, Βασίλειος και Εμμέλεια, ήταν γνωστοί για την παιδεία και την αγιότητά τους. Ο Μ. Βασίλειος έμαθε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ιερέας και διδάσκαλος των χριστιανών. Συνέχισε τις σπουδές του στην Κων/λη και αργότερα στην Αθήνα. Ο Άγιος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ελάχιστους πανεπιστήμονες της εποχής του καθώς σπούδασε σχεδόν όλες τις τότε γνωστές επιστήμες, όπως ελληνικά, φιλοσοφία, θεολογία, νομική, ιατρική, αστρονομία. Είναι, μάλιστα, αξιοθαύμαστο ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του δεν έφαγε κρέας ή ψάρι, ούτε γεύτηκε κρασί. Τρεφόταν μόνο με νερό, ψωμί και λάχανα. Οι δάσκαλοί του θαύμαζαν την σωφροσύνη, την εγκράτεια και τη δίψα του για γνώση. Όταν τελείωσε τις σπουδές του πήγε στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να βαπτιστεί στον ποταμό Ιορδάνη. Κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος στην Αντιόχεια. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του για να πάρει την ευχή του άρρωστου πατέρα του χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αργότερα Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο έμεινε μόνο 8 χρόνια. Στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα διακρίθηκε για την αγιότητα ( επιτέλεσε πολλά θαύματα ) και τη σοφία του. Έγραψε πολλά συγγράμματα ( λειτουργικά, δογματικά, ερμηνευτικά της Αγ. Γραφής, παιδαγωγικά κ.α. ). Το σπουδαιότερο, όμως, έργο του ήταν η συγγραφή της Θ. Λειτουργίας. Μέχρι το 350 σε όλη τη χριστιανοσύνη τελούνταν η Θ. Λειτουργία του Αγ. Ιακώβου του Αδελφόθεου. Επειδή, όμως, ήταν μεγάλη σε διάρκεια και κοπιαστική οι πιστοί γόγγυζαν και προτιμούσαν να πηγαίνουν σε κοσμικές γιορτές. Ο Μ. Βασίλειος θλιβόμενος γι’ αυτή την κατάσταση δεόταν στο Θεό με δάκρυα και νήστευε αυστηρά για να του δείξει ο Κύριος αν ήταν το θέλημά Του να αλλάξει η Θ. Λειτουργία. Μια νύχτα είδε σε οπτασία πως ο ίδιος τελούσε τη Θ. Μυσταγωγία μαζί με τον Κύριο και τους Αποστόλους. Ο Άγιος άκουγε το Χριστό να λεει τις διάφορες ευχές τις οποίες και κατέγραψε. Η Θ. Λειτουργία του Μ. Βασιλείου τελείται:
•την ημέρα της εορτής του Μ. Βασιλείου( 1η Ιανουαρίου )
•την παραμονή των Φώτων
•τις 5 πρώτες Κυριακές της Μεγάλης Σαρακοστής
•τη Μ. Πέμπτη το πρωί
•το Μ. Σάββατο το πρωί
•την παραμονή των Χριστουγέννων
Πέρα όμως από τα συγγράμματά του ο Μ. Βασίλειος θεωρείται και βαθύς γνώστης του μοναχισμού. Είναι ο κατ’ εξοχήν θεμελιωτής του Κοινοβιακού μοναχικού συστήματος. Όταν τελείωσε τις σπουδές του, και πριν αναλάβει τα ιερατικά του καθήκοντα, ο Άγιος κατέφυγε σε ησυχαστήρια του Πόντου μαζί με τον Αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο. Στον τόπο εκείνο ήδη ασκήτευαν η μητέρα του και η αδελφή του Μακρίνα.
Τέλος, ο Μ. Βασίλειος διακρίθηκε και για τη φιλανθρωπία του. Στα 8 χρόνια της διακονίας του ως αρχιεπίσκοπος έχτισε μια σειρά ιδρυμάτων όπως νοσοκομεία, πτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία που αποτελούσαν μια ολόκληρη πόλη, την ονομαστή Βασιλειάδα.
Είναι δε αξιοσημείωτο πως όλο το έργο του Μ. Βασιλείου πραγματοποιήθηκε στα λίγα χρόνια της σύντομης ζωής του. Το ασθενικό και λιπόσαρκο σώμα του τον οδήγησε στην κοίμησή του στα 49 μόλις χρόνια του. Η Εκκλησία τίμησε τον Άγιο ιεράρχη δίνοντάς του τα επωνύμια ΄΄Μέγας΄΄ και ΄΄Ουρανοφάντορας΄΄.
Ο Μ. Βασίλειος μεγάλωσε σε μια ευσεβέστατη οικογένεια. Είναι θαυμαστό ότι από τα 11 μέλη της οικογένειάς του οι 7 έγιναν άγιοι. Οι γονείς, Αγ. Βασίλειος και Αγ. Εμμέλεια, απέκτησαν 9 παιδιά. Από αυτά 4 θυγατέρες ήταν έγγαμες. Τα υπόλοιπα 5 παιδιά ήταν άγιοι:
•Μ. Βασίλειος
•Αγ. Γρηγόριος, Μητροπολίτης Νύσσης
•Αγ. Μακρίνα
•Αγ. Πέτρος, Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας
•Αγ. Ναυκράτιος, ασκητής και θαυματουργός στο όρος της Νιτρίας
ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ: Γεννήθηκε στην Αριανζό της Καππαδοκίας το 329. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ενάρετοι. Ο πατέρας του, Γρηγόριος, ήταν επίσκοπος στην Ναζιανζό και η μητέρα του, Νόννα, διακρινόταν για την πίστη της. Μάλιστα επειδή ήταν στείρα για πολλά χρόνια προσευχόταν θερμά για να αποκτήσει παιδί. Ο Κύριος εισακούοντας τη δέησή της, της φανέρωσε μια νύχτα σε όραμα πως θα γεννήσει γιο ο οποίος θα είναι γνήσιος δούλος του Θεού και θα ονομαστεί Γρηγόριος. Και πραγματικά ο Γρηγόριος έδειξε από πολύ μικρή ηλικία θερμή πίστη και πόθο για μάθηση. Δεν έκανε ποτέ αταξίες, ούτε έβρισκε ικανοποίηση στα παιδικά παιχνίδια. Στα 10 του μόλις χρόνια πήγε στην Καισάρεια για να σπουδάσει. Κατόπιν συνέχισε στην Παλαιστίνη, στην Αλεξάνδρεια, σε πολλούς άλλους τόπους και στο τέλος κατέληξε στην Αθήνα. Εκεί γνωρίστηκε με το Μ. Βασίλειο με τον οποίο συνέδεσε μια βαθιά φιλία. Οι δύο τους ζούσαν στο ίδιο σπίτι, λάμβαναν πνευματική ωφέλεια ο ένας από τον άλλο, ασκούνταν με νηστεία και προσευχή και μελετούσαν αδιάκοπα. Ο Αγ. Γρηγόριος σπούδασε μεταξύ άλλων φιλοσοφία, ρητορική, ελληνικά, θεολογία, μουσική, αστρονομία, μαθηματικά. Η γνώση ήταν γι’ αυτόν ένας δρόμος για να πλησιάσει περισσότερο την αρετή και να γνωρίσει βαθύτερα το Θεό. Τόση ήταν η σοφία και η ευγλωττία του που οι Έλληνες φιλόσοφοι τον ανάγκασαν να παραμείνει στην Αθήνα. Τα χρόνια περνούσαν και ο Γρηγόριος έλειπε 30 χρόνια από την πατρίδα του. Τότε πήρε την άδεια να επισκεφθεί τον πατέρα του από τον οποίο και έλαβε το Άγιο Βάπτισμα. Δέχθηκε επίσης να χειροτονηθεί ιερέας παρά τις αντιρρήσεις του, κι αυτό για να μην παρακούσει τον πατέρα του. Μέσα του, όμως, έκαιγε ο πόθος της άσκησης και του μοναχικού βίου. Έφυγε, λοιπόν, κρυφά από την πατρίδα του και πήγε προς τη Μαύρη Θάλασσα, εκεί όπου ήδη ασκήτευε ο Μ. Βασίλειος. Έτσι οι δυο φίλοι που ήταν μια ψυχή σε δύο σώματα μοιράζονταν μαζί την ισάγγελο πολιτεία. Το 379 ο Αγ. Γρηγόριος χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Κων/λης από το Μ. Βασίλειο. Η περίοδος της διακονίας του σημαδεύτηκε από αναταραχές και αιρέσεις. Ο Άγιος πάλεψε κατά των Αρειανών με πολλά συγγράμματα και με το λόγο του διέπρεψε και στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Στην Κων/λη έμεινε 12 χρόνια. Κατόπιν επέστρεψε στη Ναζιανζό όπου πολέμησε τους αιρετικούς Απολλιναριστές εξορίζοντάς τους. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη γενέτειρά του, την Αριανζό. Έζησε 62 χρόνια και παρέδωσε την μακαρία του ψυχή στον Κύριο στις 25 Ιανουαρίου του 391.
Τα σωζόμενα συγγράμματά του ( θεολογικά, ποιητικά και ρητορικά ) δείχνουν τη μεγάλη συγγραφική του δεινότητα και τη θαυμαστή του πολυμάθεια. Το ύψος δε των θεολογικών του νοημάτων του χάρισαν και την επωνυμία ΄΄θεολόγος΄΄.
ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354. Πριν τη γέννησή του οι εύποροι γονείς του, ο αρχιστράτηγος Σεκούνδος και η Ανθούσα, ήταν ειδωλολάτρες. Όταν γεννήθηκε ο Άγιος βαπτίστηκαν και οι δυο χριστιανοί. Λίγο μετά τη γέννηση του ο πατέρας του πέθανε. Έτσι η μητέρα του έμεινε χήρα στα 20 της χρόνια και αφιέρωσε τη ζωή της στην ανατροφή του γιου της. Όταν ο Άγιος έγινε 18 ετών βαπτίστηκε από τον Αγ. Μελέτιο, Πατριάρχη Αντιοχείας. Αργότερα μαθήτευσε στη φημισμένη φιλοσοφική σχολή της Αντιόχειας κοντά στο σπουδαίο, μα ειδωλολάτρη, σοφιστή Λιβάνιο. Τέτοιες ήταν οι επιδόσεις του Ιωάννη στη ρητορική, που όταν ο Λιβάνιος ρωτήθηκε ποιόν θα άφηνε διάδοχό του στη Σχολή απάντησε: ΄΄Τον Ιωάννη, αν δεν ήταν χριστιανός΄΄. Όμως η καρδιά του Αγίου δεν βρίσκει ικανοποίηση στις δικηγορικές του επιτυχίες. Έτσι στα 20 του γίνεται και πάλι σπουδαστής, στη θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Όταν τελείωσε τις σπουδές του και αφού κοιμήθηκε και η μητέρα του, ήταν πια ελεύθερος να ακολουθήσει το μοναχικό βίο που τόσο ποθούσε. Αφήνοντας εμβρόντητους τους Αντιοχείς με αυτή του την απόφαση, ο Ιωάννης αποσύρεται στο ΄΄μεγάλο πανεπιστήμιο της ερήμου΄΄. Διάλεξε μάλιστα το φτωχότερο μοναστήρι και υπέβαλλε τον εαυτό του σε σκληραγωγίες. Στα 4 χρόνια που έμεινε στη μονή μελετούσε ακατάπαυστα την Αγ. Γραφή, έγραψε διάφορους Λόγους και έκανε πολλά θαύματα. Θέλοντας, όμως, να αποφύγει τον έπαινο των ανθρώπων αποσύρθηκε στην έρημο όπου και ζούσε σαν επίγειος άγγελος. Δεν είχε κανένα υλικό αγαθό που θα τον παρηγορούσε ( στρώμα, λυχνάρι, ή τραπέζι ) και η μόνη του τροφή ήταν παξιμάδι και νερό. Υπέμενε τόσο τον καύσωνα της μέρας όσο και το ψύχος της νύχτας. Όμως από την πολλή κακοπάθεια ασθένησε βαριά και ένιωθε έντονους πόνους στα νεφρά. Γι’ αυτό μετά από 2 χρόνια ερημικής ζωής αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αντιόχεια. Ήταν κι αυτό μέρος της θεϊκής οικονομίας, ώστε να γίνει γνωστή σε όλους η λαμπρή του προσωπικότητα. Με την επιστροφή του ο Πατριάρχης Αντιοχείας Μελέτιος τον χειροτονεί αναγνώστη και αργότερα (παρά τη θέλησή του) χειροτονείται διάκονος ( 378 ) και ιερέας ( 383 ). Από τότε άρχισε μια ζωή ακατάπαυστης δραστηριότητας. Η Αντιόχεια ήταν μια πολυπληθής πόλη με 500.000 κατοίκους από κάθε φυλή. Ο Ιωάννης κατάφερε να πολεμήσει τη διαφθορά και να επιβληθεί πνευματικά. Ο οξύς του λόγος ξυπνούσε τα πλήθη και η ζωντάνια και η παραστατικότητά του συνέπαιρναν το ακροατήριο. Πολλές φορές ο κόσμος τον χειροκροτούσε για το χρυσό του στόμα ακόμα και μέσα στο ναό. Έγραψε 1.447 Λόγους και 249 επιστολές. Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα όρια της Αντιόχειας. Έτσι όταν το 397 πέθανε ο Πατριάρχης Κων/λης, κλήρος και λαός υποχρέωσαν τον Ιωάννη να αναλάβει τον Πατριαρχικό θρόνο. Μόλις εγκαταστάθηκε στο Πατριαρχείο απλούστευσε τη ζωή σε όλους τους τομείς. Κατάργησε κάθε πολυτέλεια, περιόρισε στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής, εκποίησε διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και έδωσε τα χρήματα σε έργα αγάπης και ιεραποστολής. Ο Χρυσόστομος ως Πατριάρχης Κων/λης ήταν ο πρώτος που οργάνωσε συστηματικά την εξωτερική ιεραποστολή. Παράλληλα έχτισε νοσοκομεία και κάθε είδους φιλανθρωπικά ιδρύματα, ενώ οργάνωνε καθημερινά συσσίτιο για 7.000 ορφανά, πτωχούς και χήρες. Μια τέτοια μορφή δεν άργησε να πέσει στη δυσμένεια των ισχυρών της Κων/λης. Η καθαρή ζωή και ο καυστικός λόγος του κίνησαν το φθόνο και την οργή ανάξιων επισκόπων και της ματαιόδοξης και φιλοχρήματης αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Κάποτε μάλιστα η άδικη αυτοκράτειρα είχε αρπάξει το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Αυτό έκανε το Χρυσόστομο να ελέγχει δημόσια την Ευδοξία και το περιβάλλον της. Εκείνη με τη σειρά της μετά από αφάνταστες ραδιουργίες κατάφερε να τον εξορίσει. Το πλοίο στο οποίο επιβίβασαν τον Άγιο ξεκίνησε για την εξορία. Τη νύχτα, όμως, τρομερός σεισμός συγκλόνισε τη συνοικία των ανακτόρων, με αποτέλεσμα να ανακληθεί αμέσως το διάταγμα της εξορίας και να γυρίσει ο Χρυσόστομος στη θέση του.
Σε λίγους μήνες η αυτοκράτειρα αποφασίζει να στήσει ένα αργυρό άγαλμά της απέναντι από το ναό της Αγ. Σοφίας. Στα αποκαλυπτήρια, μάλιστα, του αγάλματος έγιναν και γιορτές με ειδωλολατρικό χαρακτήρα. Ο ασυμβίβαστος Χρυσόστομος ανέβηκε και πάλι στον άμβωνα και εκφώνησε έναν από τους πιο καυστικούς του λόγους. Τότε η Ευδοξία παίρνει για δεύτερη φορά την απόφαση να τον εξορίσει. Ο λαός αντιδρά, μα ο Ιωάννης τους παρηγορεί. Έτσι, οδηγείται στον Καύκασο, στην πιο απομακρυσμένη περιοχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, συνοδευόμενος από βάρβαρους στρατιώτες. Στα τρία χρόνια της εξορίας του στο χωριό Πιτιούντα του Καυκάσου δεν σταμάτησε το ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό του έργο. Όμως το σώμα του, αδύναμο και εξαντλημένο, δεν είχε πια άλλες δυνάμεις.
Κάποια μέρα, έχοντας προαισθανθεί το τέλος του ζήτησε να τον πάνε στην Εκκλησία του χωριού. Εκεί ντύθηκε στα λευκά, κοινώνησε και είπε: ΄΄Δόξα τω Θεό πάντων ένεκεν. Κύριε, εις τας χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου΄΄. Και λέγοντας ΄΄Αμήν΄΄ αγκάλιασε την Αγ. Τράπεζα και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 14 Σεπτεμβρίου 407 σε ηλικία 63 ετών. Με το θάνατο του Αγίου υπήρχαν από παντού διαμαρτυρίες. Ο λαός απαιτούσε τη μεταφορά του ιερού λειψάνου στην Κων/λη. Τελικά μετά από 27 χρόνια ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄ διέταξε την αποκατάσταση της αδικίας. Στις 27 Ιανουαρίου 438 ο Πατριάρχης Πρόκλος συνοδευόμενος από μεγαλειώδη πομπή ανέβασε το λείψανο του Αγίου στον πατριαρχικό θρόνο του ναού των Αγ. Αποστόλων λέγοντας: ΄΄Ανάλαβε άγιε πατέρα το θρόνο σου και μίλησε στο λαό σου΄΄. Έτσι ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας δίδαξε με το θάνατό του πως ό,τι και αν συμβεί στην επίγεια ζωή μας ο θρίαμβος τελικά ανήκει στην αλήθεια.
•την παραμονή των Φώτων
•τις 5 πρώτες Κυριακές της Μεγάλης Σαρακοστής
•τη Μ. Πέμπτη το πρωί
•το Μ. Σάββατο το πρωί
•την παραμονή των Χριστουγέννων
Πέρα όμως από τα συγγράμματά του ο Μ. Βασίλειος θεωρείται και βαθύς γνώστης του μοναχισμού. Είναι ο κατ’ εξοχήν θεμελιωτής του Κοινοβιακού μοναχικού συστήματος. Όταν τελείωσε τις σπουδές του, και πριν αναλάβει τα ιερατικά του καθήκοντα, ο Άγιος κατέφυγε σε ησυχαστήρια του Πόντου μαζί με τον Αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο. Στον τόπο εκείνο ήδη ασκήτευαν η μητέρα του και η αδελφή του Μακρίνα.
Τέλος, ο Μ. Βασίλειος διακρίθηκε και για τη φιλανθρωπία του. Στα 8 χρόνια της διακονίας του ως αρχιεπίσκοπος έχτισε μια σειρά ιδρυμάτων όπως νοσοκομεία, πτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία που αποτελούσαν μια ολόκληρη πόλη, την ονομαστή Βασιλειάδα.
Είναι δε αξιοσημείωτο πως όλο το έργο του Μ. Βασιλείου πραγματοποιήθηκε στα λίγα χρόνια της σύντομης ζωής του. Το ασθενικό και λιπόσαρκο σώμα του τον οδήγησε στην κοίμησή του στα 49 μόλις χρόνια του. Η Εκκλησία τίμησε τον Άγιο ιεράρχη δίνοντάς του τα επωνύμια ΄΄Μέγας΄΄ και ΄΄Ουρανοφάντορας΄΄.
Ο Μ. Βασίλειος μεγάλωσε σε μια ευσεβέστατη οικογένεια. Είναι θαυμαστό ότι από τα 11 μέλη της οικογένειάς του οι 7 έγιναν άγιοι. Οι γονείς, Αγ. Βασίλειος και Αγ. Εμμέλεια, απέκτησαν 9 παιδιά. Από αυτά 4 θυγατέρες ήταν έγγαμες. Τα υπόλοιπα 5 παιδιά ήταν άγιοι:
•Μ. Βασίλειος
•Αγ. Γρηγόριος, Μητροπολίτης Νύσσης
•Αγ. Μακρίνα
•Αγ. Πέτρος, Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας
•Αγ. Ναυκράτιος, ασκητής και θαυματουργός στο όρος της Νιτρίας
ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ: Γεννήθηκε στην Αριανζό της Καππαδοκίας το 329. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ενάρετοι. Ο πατέρας του, Γρηγόριος, ήταν επίσκοπος στην Ναζιανζό και η μητέρα του, Νόννα, διακρινόταν για την πίστη της. Μάλιστα επειδή ήταν στείρα για πολλά χρόνια προσευχόταν θερμά για να αποκτήσει παιδί. Ο Κύριος εισακούοντας τη δέησή της, της φανέρωσε μια νύχτα σε όραμα πως θα γεννήσει γιο ο οποίος θα είναι γνήσιος δούλος του Θεού και θα ονομαστεί Γρηγόριος. Και πραγματικά ο Γρηγόριος έδειξε από πολύ μικρή ηλικία θερμή πίστη και πόθο για μάθηση. Δεν έκανε ποτέ αταξίες, ούτε έβρισκε ικανοποίηση στα παιδικά παιχνίδια. Στα 10 του μόλις χρόνια πήγε στην Καισάρεια για να σπουδάσει. Κατόπιν συνέχισε στην Παλαιστίνη, στην Αλεξάνδρεια, σε πολλούς άλλους τόπους και στο τέλος κατέληξε στην Αθήνα. Εκεί γνωρίστηκε με το Μ. Βασίλειο με τον οποίο συνέδεσε μια βαθιά φιλία. Οι δύο τους ζούσαν στο ίδιο σπίτι, λάμβαναν πνευματική ωφέλεια ο ένας από τον άλλο, ασκούνταν με νηστεία και προσευχή και μελετούσαν αδιάκοπα. Ο Αγ. Γρηγόριος σπούδασε μεταξύ άλλων φιλοσοφία, ρητορική, ελληνικά, θεολογία, μουσική, αστρονομία, μαθηματικά. Η γνώση ήταν γι’ αυτόν ένας δρόμος για να πλησιάσει περισσότερο την αρετή και να γνωρίσει βαθύτερα το Θεό. Τόση ήταν η σοφία και η ευγλωττία του που οι Έλληνες φιλόσοφοι τον ανάγκασαν να παραμείνει στην Αθήνα. Τα χρόνια περνούσαν και ο Γρηγόριος έλειπε 30 χρόνια από την πατρίδα του. Τότε πήρε την άδεια να επισκεφθεί τον πατέρα του από τον οποίο και έλαβε το Άγιο Βάπτισμα. Δέχθηκε επίσης να χειροτονηθεί ιερέας παρά τις αντιρρήσεις του, κι αυτό για να μην παρακούσει τον πατέρα του. Μέσα του, όμως, έκαιγε ο πόθος της άσκησης και του μοναχικού βίου. Έφυγε, λοιπόν, κρυφά από την πατρίδα του και πήγε προς τη Μαύρη Θάλασσα, εκεί όπου ήδη ασκήτευε ο Μ. Βασίλειος. Έτσι οι δυο φίλοι που ήταν μια ψυχή σε δύο σώματα μοιράζονταν μαζί την ισάγγελο πολιτεία. Το 379 ο Αγ. Γρηγόριος χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Κων/λης από το Μ. Βασίλειο. Η περίοδος της διακονίας του σημαδεύτηκε από αναταραχές και αιρέσεις. Ο Άγιος πάλεψε κατά των Αρειανών με πολλά συγγράμματα και με το λόγο του διέπρεψε και στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Στην Κων/λη έμεινε 12 χρόνια. Κατόπιν επέστρεψε στη Ναζιανζό όπου πολέμησε τους αιρετικούς Απολλιναριστές εξορίζοντάς τους. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη γενέτειρά του, την Αριανζό. Έζησε 62 χρόνια και παρέδωσε την μακαρία του ψυχή στον Κύριο στις 25 Ιανουαρίου του 391.
Τα σωζόμενα συγγράμματά του ( θεολογικά, ποιητικά και ρητορικά ) δείχνουν τη μεγάλη συγγραφική του δεινότητα και τη θαυμαστή του πολυμάθεια. Το ύψος δε των θεολογικών του νοημάτων του χάρισαν και την επωνυμία ΄΄θεολόγος΄΄.
ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354. Πριν τη γέννησή του οι εύποροι γονείς του, ο αρχιστράτηγος Σεκούνδος και η Ανθούσα, ήταν ειδωλολάτρες. Όταν γεννήθηκε ο Άγιος βαπτίστηκαν και οι δυο χριστιανοί. Λίγο μετά τη γέννηση του ο πατέρας του πέθανε. Έτσι η μητέρα του έμεινε χήρα στα 20 της χρόνια και αφιέρωσε τη ζωή της στην ανατροφή του γιου της. Όταν ο Άγιος έγινε 18 ετών βαπτίστηκε από τον Αγ. Μελέτιο, Πατριάρχη Αντιοχείας. Αργότερα μαθήτευσε στη φημισμένη φιλοσοφική σχολή της Αντιόχειας κοντά στο σπουδαίο, μα ειδωλολάτρη, σοφιστή Λιβάνιο. Τέτοιες ήταν οι επιδόσεις του Ιωάννη στη ρητορική, που όταν ο Λιβάνιος ρωτήθηκε ποιόν θα άφηνε διάδοχό του στη Σχολή απάντησε: ΄΄Τον Ιωάννη, αν δεν ήταν χριστιανός΄΄. Όμως η καρδιά του Αγίου δεν βρίσκει ικανοποίηση στις δικηγορικές του επιτυχίες. Έτσι στα 20 του γίνεται και πάλι σπουδαστής, στη θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Όταν τελείωσε τις σπουδές του και αφού κοιμήθηκε και η μητέρα του, ήταν πια ελεύθερος να ακολουθήσει το μοναχικό βίο που τόσο ποθούσε. Αφήνοντας εμβρόντητους τους Αντιοχείς με αυτή του την απόφαση, ο Ιωάννης αποσύρεται στο ΄΄μεγάλο πανεπιστήμιο της ερήμου΄΄. Διάλεξε μάλιστα το φτωχότερο μοναστήρι και υπέβαλλε τον εαυτό του σε σκληραγωγίες. Στα 4 χρόνια που έμεινε στη μονή μελετούσε ακατάπαυστα την Αγ. Γραφή, έγραψε διάφορους Λόγους και έκανε πολλά θαύματα. Θέλοντας, όμως, να αποφύγει τον έπαινο των ανθρώπων αποσύρθηκε στην έρημο όπου και ζούσε σαν επίγειος άγγελος. Δεν είχε κανένα υλικό αγαθό που θα τον παρηγορούσε ( στρώμα, λυχνάρι, ή τραπέζι ) και η μόνη του τροφή ήταν παξιμάδι και νερό. Υπέμενε τόσο τον καύσωνα της μέρας όσο και το ψύχος της νύχτας. Όμως από την πολλή κακοπάθεια ασθένησε βαριά και ένιωθε έντονους πόνους στα νεφρά. Γι’ αυτό μετά από 2 χρόνια ερημικής ζωής αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αντιόχεια. Ήταν κι αυτό μέρος της θεϊκής οικονομίας, ώστε να γίνει γνωστή σε όλους η λαμπρή του προσωπικότητα. Με την επιστροφή του ο Πατριάρχης Αντιοχείας Μελέτιος τον χειροτονεί αναγνώστη και αργότερα (παρά τη θέλησή του) χειροτονείται διάκονος ( 378 ) και ιερέας ( 383 ). Από τότε άρχισε μια ζωή ακατάπαυστης δραστηριότητας. Η Αντιόχεια ήταν μια πολυπληθής πόλη με 500.000 κατοίκους από κάθε φυλή. Ο Ιωάννης κατάφερε να πολεμήσει τη διαφθορά και να επιβληθεί πνευματικά. Ο οξύς του λόγος ξυπνούσε τα πλήθη και η ζωντάνια και η παραστατικότητά του συνέπαιρναν το ακροατήριο. Πολλές φορές ο κόσμος τον χειροκροτούσε για το χρυσό του στόμα ακόμα και μέσα στο ναό. Έγραψε 1.447 Λόγους και 249 επιστολές. Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα όρια της Αντιόχειας. Έτσι όταν το 397 πέθανε ο Πατριάρχης Κων/λης, κλήρος και λαός υποχρέωσαν τον Ιωάννη να αναλάβει τον Πατριαρχικό θρόνο. Μόλις εγκαταστάθηκε στο Πατριαρχείο απλούστευσε τη ζωή σε όλους τους τομείς. Κατάργησε κάθε πολυτέλεια, περιόρισε στο ελάχιστο τα έξοδα διατροφής, εκποίησε διάφορα πολύτιμα σκεύη και τιμαλφή που δεν ήταν απαραίτητα και έδωσε τα χρήματα σε έργα αγάπης και ιεραποστολής. Ο Χρυσόστομος ως Πατριάρχης Κων/λης ήταν ο πρώτος που οργάνωσε συστηματικά την εξωτερική ιεραποστολή. Παράλληλα έχτισε νοσοκομεία και κάθε είδους φιλανθρωπικά ιδρύματα, ενώ οργάνωνε καθημερινά συσσίτιο για 7.000 ορφανά, πτωχούς και χήρες. Μια τέτοια μορφή δεν άργησε να πέσει στη δυσμένεια των ισχυρών της Κων/λης. Η καθαρή ζωή και ο καυστικός λόγος του κίνησαν το φθόνο και την οργή ανάξιων επισκόπων και της ματαιόδοξης και φιλοχρήματης αυτοκράτειρας Ευδοξίας. Κάποτε μάλιστα η άδικη αυτοκράτειρα είχε αρπάξει το χωράφι μιας φτωχής χήρας. Αυτό έκανε το Χρυσόστομο να ελέγχει δημόσια την Ευδοξία και το περιβάλλον της. Εκείνη με τη σειρά της μετά από αφάνταστες ραδιουργίες κατάφερε να τον εξορίσει. Το πλοίο στο οποίο επιβίβασαν τον Άγιο ξεκίνησε για την εξορία. Τη νύχτα, όμως, τρομερός σεισμός συγκλόνισε τη συνοικία των ανακτόρων, με αποτέλεσμα να ανακληθεί αμέσως το διάταγμα της εξορίας και να γυρίσει ο Χρυσόστομος στη θέση του.
Σε λίγους μήνες η αυτοκράτειρα αποφασίζει να στήσει ένα αργυρό άγαλμά της απέναντι από το ναό της Αγ. Σοφίας. Στα αποκαλυπτήρια, μάλιστα, του αγάλματος έγιναν και γιορτές με ειδωλολατρικό χαρακτήρα. Ο ασυμβίβαστος Χρυσόστομος ανέβηκε και πάλι στον άμβωνα και εκφώνησε έναν από τους πιο καυστικούς του λόγους. Τότε η Ευδοξία παίρνει για δεύτερη φορά την απόφαση να τον εξορίσει. Ο λαός αντιδρά, μα ο Ιωάννης τους παρηγορεί. Έτσι, οδηγείται στον Καύκασο, στην πιο απομακρυσμένη περιοχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, συνοδευόμενος από βάρβαρους στρατιώτες. Στα τρία χρόνια της εξορίας του στο χωριό Πιτιούντα του Καυκάσου δεν σταμάτησε το ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό του έργο. Όμως το σώμα του, αδύναμο και εξαντλημένο, δεν είχε πια άλλες δυνάμεις.
Κάποια μέρα, έχοντας προαισθανθεί το τέλος του ζήτησε να τον πάνε στην Εκκλησία του χωριού. Εκεί ντύθηκε στα λευκά, κοινώνησε και είπε: ΄΄Δόξα τω Θεό πάντων ένεκεν. Κύριε, εις τας χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου΄΄. Και λέγοντας ΄΄Αμήν΄΄ αγκάλιασε την Αγ. Τράπεζα και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο στις 14 Σεπτεμβρίου 407 σε ηλικία 63 ετών. Με το θάνατο του Αγίου υπήρχαν από παντού διαμαρτυρίες. Ο λαός απαιτούσε τη μεταφορά του ιερού λειψάνου στην Κων/λη. Τελικά μετά από 27 χρόνια ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄ διέταξε την αποκατάσταση της αδικίας. Στις 27 Ιανουαρίου 438 ο Πατριάρχης Πρόκλος συνοδευόμενος από μεγαλειώδη πομπή ανέβασε το λείψανο του Αγίου στον πατριαρχικό θρόνο του ναού των Αγ. Αποστόλων λέγοντας: ΄΄Ανάλαβε άγιε πατέρα το θρόνο σου και μίλησε στο λαό σου΄΄. Έτσι ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας δίδαξε με το θάνατό του πως ό,τι και αν συμβεί στην επίγεια ζωή μας ο θρίαμβος τελικά ανήκει στην αλήθεια.
0 Σχόλια