Απεβίωσε: 7 Απριλίου 2005, Αθήνα
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, λαϊκός τραγουδιστής που αγαπήθηκε απ' όλους τους Έλληνες και η φωνή του συνδέθηκε με ιδιαίτερα σημαντικές στιγμές της νεότερης ελληνικής μουσικής ιστορίας γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1922, στη φτωχογειτονιά του Περιστερίου.
Παιδί οκταμελούς, πολύ φτωχής οικογένειας, άρχισε από τα παιδικά του χρόνια να ασχολείται με τη μουσική και, ενώ τα αδέλφια του, το 1940 έφυγαν για το ελληνοαλβανικό μέτωπο, εκείνος έμεινε πίσω, ασκούσε το επάγγελμα του υδραυλικού και μάθαινε κιθάρα
Εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα σ' ένα ταβερνάκι της γειτονιάς του, τραγουδώντας με μία κιθάρα, ευρωπαϊκά. Όλα άλλαξαν, όταν μια κρύα νύχτα του χειμώνα του 1937 πήγε ν' ακούσει τρεις μουσικούς που έπαιζαν με τα μπουζούκια τους σ' ένα κουτούκι. Ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μανώλης Χιώτης και ο Στράτος Παγιουμτζής. Ο μικρός Γρηγόρης ενθουσιάστηκε κι από τότε ασπάστηκε το ρεμπέτικο και το λαϊκό.
Το γνωστό τραγούδι του φονικού του Κοεμτζή ΕΔΩ
Το 1947 εκτοπίστηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους Έλληνες στη Μακρόνησο, όπου τα βράδια έπαιζε στη Λέσχη Αξιωματικών. Εκεί έγραψε τα πρώτα του τραγούδια και γνωρίστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μετά την απελευθέρωσή του, δημιούργησε το δικό του συγκρότημα και το 1949 μπήκε στη δισκογραφία ως συνθέτης. Τίτλος του πρώτου του δίσκου το Καντήλι τρεμοσβήνει, σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Στο τραγούδι, ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Βαμβακάρη.
Από τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι είχε το δικό του τρόπο ερμηνείας, συνεργάσθηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες -Θεοδωράκη (Της δικαιοσύνης, Ένα το χελιδόνι, Στο περιγιάλι το κρυφό, Βράχο - βράχο, Γωνιά - γωνιά), Χατζιδάκι (Ειμ' αϊτός χωρίς φτερά, Πάει ο καιρός, Στο Λαύριο γίνεται χορός, Μίλησέ μου), Τσιτσάνη κ.α.- έγραψε ο ίδιος τραγούδια που έγιναν επιτυχίες (Επίσημη Αγαπημένη, Το μεσημέρι καίει το μέτωπό μου, Μία γυναίκα φεύγει, Αμφιβολίες κ.ά.), εμφανίσθηκε στα κοσμικότερα κέντρα των Αθηνών κι ένιωσε τη χαρά της ανακάλυψης νέων, πολλά υποσχόμενων φωνών, ανάμεσά τους η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου.
Η «δωρική» φωνή του αγκάλιασε τη μεταπολεμική Ελλάδα, έδωσε το δικό της βάρος και τη δική της λαϊκότητα στα μεγάλα έργα του Θεοδωράκη, που έγινε ο πιο αποτελεσματικός καταλύτης στο να φτάσουν οι στίχοι του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου, στις πιο απόμερες γωνιές της Ελλάδας.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης συνεργάστηκε και με άλλους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Δήμος Μούτσης, ερμηνεύοντας αξέχαστα τραγούδια σε ποίηση του Νίκου Γκάτσου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου και άλλων.
Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε ένα χρονογράφημα για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στη στήλη του στην εφημερίδα Τα Νέα και τον χαρακτήριζε «σερ Μπιθί», ένας τίτλος που έμελλε να τον συνοδεύσει σε ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία του.
Την εποχή που τραγουδούσε στα λαϊκά κέντρα τον άκουγαν όλα τα μεγάλα ονόματα του διεθνούς «τζετ σετ» που επισκέπτονταν τη χώρα μας, μεταξύ των οποίων, ο Αλέν Ντελόν και η Σοράγια, αλλά και ο Αριστοτέλης Ωνάσης.
Ο μουσικολόγος Κώστας Μυλωνάς τον χαρακτήρισε ως τον τραγουδιστή «που χάρισε στο ελληνικό τραγούδι τις συγκλονιστικότερες στιγμές του».
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είχε τιμηθεί από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο τον Ιανουάριο του 2003 με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα, καθώς και με το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών.
Τιμώντας το λαϊκό τραγουδιστή, ο Κωστής Στεφανόπουλος είχε δηλώσει ότι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είναι «ένας σπουδαίος μουσικός που εξέφρασε τη δυστυχία και την ευτυχία, τον πόνο και τα βάσανα του ελληνικού λαού».
Είχε αποκτήσει μια κόρη, την Αννα, και ένα γιο, το Γρηγόρη, ο οποίος είναι επίσης τραγουδιστής.
0 Σχόλια