Απεβίωσε: 3 Νοεμβρίου 1957, Πενσυλβάνια, ΗΠΑ
Ανθρωπάκο σε περιφρονούν κι εσύ φωνάζεις «ζήτω, ζήτω»
Σαν σήμερα στις 3 Νοεμβρίου του 1957 έφυγε από τη ζωή ο Βίλχελμ Ράιχ, ψυχίατρος και ψυχαναλυτής του οποίου η θεωρία της οργόνης χαρακτηρίστηκε ψευδοεπιστημονική, όμως η επιρροή που άσκησε στα νεανικά κινήματα αμφισβήτησης στις δεκαετίας του ’60 και του ’70, θεωρείται αδιαμφισβήτητη.
Άσκησε σφοδρή κριτική στα υφιστάμενα κοινωνικά και σεξουαλικά ήθη ενώ έγινε κυρίως γνωστός από τα βιβλία του «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού» και «Άκου Ανθρωπάκο».
Ο αγαπημένος μαθητής του Φρόυντ έγραψε το «Άκου, Ανθρωπάκο» το 1946 και το δημοσίευσε το 1948. Πρόκειται για την κραυγή αγωνίας ενός μεγάλου στοχαστή, που βλέπει τα σπέρματα του φασισμού και του ολοκληρωτισμού μέσα στον κοινό, καθημερινό άνθρωπο.
Διαβάστε αποσπάσματα από το «Άκου Ανθρωπάκο»:
«Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πως θα ένιωθε ένας αητός άμα έκλωθε αυγά μιας κότας; Αρχικά ο αητός νομίζει ότι θα κλωσήσει μικρά αετόπουλα που θα μεγαλώσουν. Μα εκείνο που βγαίνει από τα αυγά δεν είναι παρά μικρά κοτόπουλα. Απελπισμένος ο αητός εξακολουθεί να ελπίζει πως τα κοτόπουλα θα γίνουν αητοί. Μα που τέτοιο πράγμα! Τελικά δεν βγαίνουν παρά κότες που κακαρίζουν. Όταν ο αητός διαπιστώνει κάτι τέτοιο βρίσκεται στο δίλημμα αν πρέπει να καταβροχθίσει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Μα συγκρατείται. Κι ό,τι τον κάνει να συγκρατηθεί είναι μια μικρή ελπίδα• πως ανάμεσα στα τόσα κοτόπουλα, μπορεί κάποτε να βρεθεί ένα αητόπουλο, ικανό σαν εκείνον τον ίδιο, ένα αητόπουλο που από την ψηλή φωλιά του θ' ατενίζει μακριά κόσμους καινούριους, σκέψεις καινούριες, καινούρια σχήματα ζωής. Μόνο αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα κρατάει τον λυπημένο, τον αποξενωμένο αητό από την απόφασή του να φάει όλα τα κοτόπουλα και όλες τις κότες που κακαρίζουν, και που δεν βλέπουν ότι τα κλωσσάει ένας αητός, δεν καταλαβαίνουν ότι ζούνε σ' ένα ψηλό, απόμακρο βράχο, μακριά από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες. Δεν ατενίζουν την απόσταση, όπως κάνει ο απομονωμένος αητός.
Μόνο καταβροχθίζουν και καταβροχθίζουν, όλο καταβροχθίζουν ό,τι φέρνει ο αητός στη φωλιά. Οι κότες και τα κοτόπουλα άφησαν τον αητό να τα ζεστάνει κάτω από τα μεγάλα και δυνατά του φτερά όταν απ' όξω κροτάλιζε η βροχή και αναβροντούσαν οι καταιγίδες που 'κείνος άντεχε δίχως καμιά προστασία. Όταν τα πράγματα γίνονταν σκληρότερα, του πέταγαν μικρές μυτερές πέτρες από κάποια ενέδρα για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν. Όταν ο αητός αντιλήφθηκε την κακοήθεια ετούτη, πρώτη του αντίδραση ήταν να τα ξεσχίσει σε χίλια κομμάτια. Μα το ξανασκέφτηκε κι' άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν - έπρεπε να βρεθεί - ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και καταβρόχθιζαν ό,τι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αητός σαν τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μοναχός αητός μέχρι σήμερα δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα. Κι' εξακολουθεί να κλωσσάει κοτόπουλα.
Δεν θέλεις να γίνεις αητός, Ανθρωπάκο. Γι' αυτό σε τρώνε τα όρνεα. Φοβάσαι τους αητούς κι' έτσι ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά εξολοθρεύεσαι. Γιατί μερικά από τα κοτόπουλα σου έχουν κλωσσήσει αυγά όρνεων. Και τα όρνεά σου έχουνε γίνει οι Φύρερ σου ενάντια στους αητούς, τους αητούς που θελήσανε να σε οδηγήσουν σε μακρινότερες, πιο υποσχετικές αποστάσεις. Τα όρνεα σε δίδαξαν να τρως ψοφίμια και ν'ασαι ικανοποιημένος με ελάχιστα σπειριά σιτάρι. Σ' έμαθαν και να ορύεσαι "Ζήτω, ζήτω, Μέγα Όρνεο!". Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κι' ακόμη φοβάσαι τους αητούς που κλωσσάνε τα κοτόπουλά σου».
******
«Δε σʼ αγαπούν ανθρωπάκο, σε περιφρονούν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό του. Σε ξέρουν απ' έξω κι ανακατωτά. Γνωρίζουν τις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζεις εσύ. Σε θυσίασαν σʼ ένα σύμβολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σʼ εξουσιάζουν. Εσύ ο ίδιος τους αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο είπαν κατάμουτρα: “Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη”. Κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις “ζήτω, ζήτω”»,
«Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοβάμαι επειδή το κυριότερο μέλημα σου στη ζωή είναι να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπάκο, άρρωστος βαριά. Δε φταις εσύ γιʼ αυτό, μα έχεις υποχρέωση να γιατρευτείς. Θα ʽχες από καιρό αποτινάξει τα δεσμά σου, αν δεν ενθάρρυνες ο ίδιος την καταπίεση και δεν τη στήριζες άμεσα με τις πράξεις σου».
******
<<Θα σου πω γιατί γελούν μαζί σου, ανθρωπάκο: επειδή σε παίρνω στα σοβαρά, πολύ στα σοβαρά. To σκεπτικό σου πάντα χάνει την ουσία. Μου θυμίζεις δεινό σκοπευτή που σκόπιμα χάνει το κέντρο του στόχου, από καπρίτσιο. Διαφωνείς; Θα σου το αποδείξω. Αν η σκέψη σου επικεντρωνόταν στην ουσία, θα ‘χες γίνει κύριος της ζωής σου από καιρό. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα της σκέψης σου: «Για όλα φταίνε οι Εβραίοι», λες. «Τι είναι ο Εβραίος;» σε ρωτώ. «Κάποιος που στις φλέβες του κυλάει εβραϊκό αίμα», απαντάς. «Και πώς ξεχωρίζεις το εβραϊκό αίμα από το αίμα των άλλων;» Η ερώτηση σου προκαλεί σύγχυση. Μπερδεύεσαι, κομπιάζεις. Ύστερα λες, «Εννοούσα ότι ανήκει στην εβραϊκή φυλή». «Τι είναι η φυλή;» σε ρωτώ. «Η φυλή; Αυτό είναι προφανές. Όπως υπάρχει γερμανική φυλή, έτσι υπάρχει κι εβραϊκή». «Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της εβραϊκής φυλής;» «Ο Εβραίος έχει μαύρα μαλλιά, μακριά, γαμψή μύτη και δια-περαστικό βλέμμα. Οι Εβραίοι είναι άπληστοι και κεφαλαιοκράτες». «Αν δεις ένα Γάλλο της Μεσογείου ή έναν Ιταλό δίπλα σ’ έναν Εβραίο, θα τον ξεχωρίσεις;» «Ε, όχι, για να είμαι ειλικρινής…» «Τότε, λοιπόν, τι είναι ο Εβραίος; To αίμα του δε διαφέρει από το αίμα των άλλων. Η εμφάνισή του δε διαφέρει από εκείνη ενός Γάλλου ή ενός Ιταλού. Και μια και το ‘φερε η συζήτηση, έχεις δει Γερμανοεβραίους;» «Μοιάζουν με τους Γερμανούς». «Τι είναι ο Γερμανός;» «Ο Γερμανός ανήκει στη βόρεια φυλή των Αρίων». «Οι Ινδοί είναι Άριοι;» «Ναι». «Είναι βόρειοι;» «Όχι». «Είναι ξανθοί;» «Όχι». «Βλέπεις; Δεν ξέρεις καν ποιος είναι ο Εβραίος και τι ο Γερμανός». «Μα, υπάρχουν Εβραίοι!» «Ασφαλώς και υπάρχουν. Όπως υπάρχουν Χριστιανοί και Μωαμεθανοί». «Σωστά! Να, αυτό εννοούσα, την εβραϊκή θρησκεία». «Ήταν Ολλανδός ο Ρούσβελτ;» «Όχι». «Και γιατί ονομάζεις τον Εβραίο απόγονο του Δαβίδ κι όχι τον Ρούσβελτ Ολλανδό;» «Με τον Εβραίο είναι διαφορετικό». «Σε τι διαφέρει;» «Δεν ξέρω». Τέτοιες κουταμάρες λες, ανθρωπάκο. Και με τέτοιες κουταμάρες, συγκροτείς ένοπλες συμμορίες που σκοτώνουν δέκα εκατομμύρια ανθρώπους επειδή είναι Εβραίοι κι ας μην ξέρεις να μου πεις τι είναι ο Εβραίος. Να γιατί γελάνε μαζί σου. Να γιατί όποιος θέλει να κάνει κάτι σοβαρό σε αποφεύγει. Να γιατί είσαι χωμένος στο βούρκο μέχρι το λαιμό. Όταν αποκαλείς κάποιον «Εβραίο», αισθάνεσαι ανώτερος. Αισθάνεσαι ανώτερος, επειδή νιώθεις κατώτερος. Νιώθεις κατώτερος, επειδή εκείνο που θέλεις να εξοντώσεις στους ανθρώπους που αποκαλείς Εβραίους, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Και τούτο είναι απλά ένα δείγμα του τι είσαι στ’ αλήθεια, ανθρωπάκο. Όταν αποκαλείς κάποιον περιφρονητικά «Εβραίο», η αίσθηση της μηδαμινότητάς σου ξαλαφρώνει. Αυτό το ανακάλυψα μόλις πρόσφατα. Αποκαλείς Εβραίο όποιον σου εμπνέει είτε υπερβολικό, είτε ελάχιστο σεβασμό. Σαν να ‘σαι αντιπρόσωπος κάποιας ανώτερης δύναμης επί της γης, ανέλαβες να αποφασίζεις ποιος είναι και ποιος δεν είναι Εβραίος. Αμφισβητώ το δικαίωμά σου να το κρίνεις αυτό, είτε είσαι τιποτένιος Άριος, είτε τιποτένιος Εβραίος. Μόνο εγώ έχω το δικαίωμα να πω τι είμαι. Είμαι βιολογικός και πολιτισμικός μιγάς κι είμαι περήφανος γι’ αυτό, ούτε σωβινιστής όπως εσύ, ασήμαντε φασίστα, όποια κι αν είναι η εθνικότητά σου, η φυλή και η τάξη σου.
«Όταν ζεις για μακρύ διάστημα στο βάθος μιας σκοτεινής σπηλιάς θα σιχαθείς το φως του ήλιου. Και το πιθανότερο είναι ότι τελικά τα μάτια σου θα χάσουν τη δύναμη να αντέχουν. Να γιατί καταλήγουμε να μισούμε το φως του ήλιου».
Ο αγαπημένος μαθητής του Φρόυντ έγραψε το «Άκου, Ανθρωπάκο» το 1946 και το δημοσίευσε το 1948. Πρόκειται για την κραυγή αγωνίας ενός μεγάλου στοχαστή, που βλέπει τα σπέρματα του φασισμού και του ολοκληρωτισμού μέσα στον κοινό, καθημερινό άνθρωπο.
Διαβάστε αποσπάσματα από το «Άκου Ανθρωπάκο»:
«Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πως θα ένιωθε ένας αητός άμα έκλωθε αυγά μιας κότας; Αρχικά ο αητός νομίζει ότι θα κλωσήσει μικρά αετόπουλα που θα μεγαλώσουν. Μα εκείνο που βγαίνει από τα αυγά δεν είναι παρά μικρά κοτόπουλα. Απελπισμένος ο αητός εξακολουθεί να ελπίζει πως τα κοτόπουλα θα γίνουν αητοί. Μα που τέτοιο πράγμα! Τελικά δεν βγαίνουν παρά κότες που κακαρίζουν. Όταν ο αητός διαπιστώνει κάτι τέτοιο βρίσκεται στο δίλημμα αν πρέπει να καταβροχθίσει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Μα συγκρατείται. Κι ό,τι τον κάνει να συγκρατηθεί είναι μια μικρή ελπίδα• πως ανάμεσα στα τόσα κοτόπουλα, μπορεί κάποτε να βρεθεί ένα αητόπουλο, ικανό σαν εκείνον τον ίδιο, ένα αητόπουλο που από την ψηλή φωλιά του θ' ατενίζει μακριά κόσμους καινούριους, σκέψεις καινούριες, καινούρια σχήματα ζωής. Μόνο αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα κρατάει τον λυπημένο, τον αποξενωμένο αητό από την απόφασή του να φάει όλα τα κοτόπουλα και όλες τις κότες που κακαρίζουν, και που δεν βλέπουν ότι τα κλωσσάει ένας αητός, δεν καταλαβαίνουν ότι ζούνε σ' ένα ψηλό, απόμακρο βράχο, μακριά από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες. Δεν ατενίζουν την απόσταση, όπως κάνει ο απομονωμένος αητός.
Μόνο καταβροχθίζουν και καταβροχθίζουν, όλο καταβροχθίζουν ό,τι φέρνει ο αητός στη φωλιά. Οι κότες και τα κοτόπουλα άφησαν τον αητό να τα ζεστάνει κάτω από τα μεγάλα και δυνατά του φτερά όταν απ' όξω κροτάλιζε η βροχή και αναβροντούσαν οι καταιγίδες που 'κείνος άντεχε δίχως καμιά προστασία. Όταν τα πράγματα γίνονταν σκληρότερα, του πέταγαν μικρές μυτερές πέτρες από κάποια ενέδρα για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν. Όταν ο αητός αντιλήφθηκε την κακοήθεια ετούτη, πρώτη του αντίδραση ήταν να τα ξεσχίσει σε χίλια κομμάτια. Μα το ξανασκέφτηκε κι' άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν - έπρεπε να βρεθεί - ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και καταβρόχθιζαν ό,τι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αητός σαν τον ίδιο του τον εαυτό. Ο μοναχός αητός μέχρι σήμερα δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα. Κι' εξακολουθεί να κλωσσάει κοτόπουλα.
Δεν θέλεις να γίνεις αητός, Ανθρωπάκο. Γι' αυτό σε τρώνε τα όρνεα. Φοβάσαι τους αητούς κι' έτσι ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά εξολοθρεύεσαι. Γιατί μερικά από τα κοτόπουλα σου έχουν κλωσσήσει αυγά όρνεων. Και τα όρνεά σου έχουνε γίνει οι Φύρερ σου ενάντια στους αητούς, τους αητούς που θελήσανε να σε οδηγήσουν σε μακρινότερες, πιο υποσχετικές αποστάσεις. Τα όρνεα σε δίδαξαν να τρως ψοφίμια και ν'ασαι ικανοποιημένος με ελάχιστα σπειριά σιτάρι. Σ' έμαθαν και να ορύεσαι "Ζήτω, ζήτω, Μέγα Όρνεο!". Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κι' ακόμη φοβάσαι τους αητούς που κλωσσάνε τα κοτόπουλά σου».
******
«Δε σʼ αγαπούν ανθρωπάκο, σε περιφρονούν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό του. Σε ξέρουν απ' έξω κι ανακατωτά. Γνωρίζουν τις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζεις εσύ. Σε θυσίασαν σʼ ένα σύμβολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σʼ εξουσιάζουν. Εσύ ο ίδιος τους αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο είπαν κατάμουτρα: “Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη”. Κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις “ζήτω, ζήτω”»,
«Σε φοβάμαι, ανθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοβάμαι επειδή το κυριότερο μέλημα σου στη ζωή είναι να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπάκο, άρρωστος βαριά. Δε φταις εσύ γιʼ αυτό, μα έχεις υποχρέωση να γιατρευτείς. Θα ʽχες από καιρό αποτινάξει τα δεσμά σου, αν δεν ενθάρρυνες ο ίδιος την καταπίεση και δεν τη στήριζες άμεσα με τις πράξεις σου».
******
<<Θα σου πω γιατί γελούν μαζί σου, ανθρωπάκο: επειδή σε παίρνω στα σοβαρά, πολύ στα σοβαρά. To σκεπτικό σου πάντα χάνει την ουσία. Μου θυμίζεις δεινό σκοπευτή που σκόπιμα χάνει το κέντρο του στόχου, από καπρίτσιο. Διαφωνείς; Θα σου το αποδείξω. Αν η σκέψη σου επικεντρωνόταν στην ουσία, θα ‘χες γίνει κύριος της ζωής σου από καιρό. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα της σκέψης σου: «Για όλα φταίνε οι Εβραίοι», λες. «Τι είναι ο Εβραίος;» σε ρωτώ. «Κάποιος που στις φλέβες του κυλάει εβραϊκό αίμα», απαντάς. «Και πώς ξεχωρίζεις το εβραϊκό αίμα από το αίμα των άλλων;» Η ερώτηση σου προκαλεί σύγχυση. Μπερδεύεσαι, κομπιάζεις. Ύστερα λες, «Εννοούσα ότι ανήκει στην εβραϊκή φυλή». «Τι είναι η φυλή;» σε ρωτώ. «Η φυλή; Αυτό είναι προφανές. Όπως υπάρχει γερμανική φυλή, έτσι υπάρχει κι εβραϊκή». «Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της εβραϊκής φυλής;» «Ο Εβραίος έχει μαύρα μαλλιά, μακριά, γαμψή μύτη και δια-περαστικό βλέμμα. Οι Εβραίοι είναι άπληστοι και κεφαλαιοκράτες». «Αν δεις ένα Γάλλο της Μεσογείου ή έναν Ιταλό δίπλα σ’ έναν Εβραίο, θα τον ξεχωρίσεις;» «Ε, όχι, για να είμαι ειλικρινής…» «Τότε, λοιπόν, τι είναι ο Εβραίος; To αίμα του δε διαφέρει από το αίμα των άλλων. Η εμφάνισή του δε διαφέρει από εκείνη ενός Γάλλου ή ενός Ιταλού. Και μια και το ‘φερε η συζήτηση, έχεις δει Γερμανοεβραίους;» «Μοιάζουν με τους Γερμανούς». «Τι είναι ο Γερμανός;» «Ο Γερμανός ανήκει στη βόρεια φυλή των Αρίων». «Οι Ινδοί είναι Άριοι;» «Ναι». «Είναι βόρειοι;» «Όχι». «Είναι ξανθοί;» «Όχι». «Βλέπεις; Δεν ξέρεις καν ποιος είναι ο Εβραίος και τι ο Γερμανός». «Μα, υπάρχουν Εβραίοι!» «Ασφαλώς και υπάρχουν. Όπως υπάρχουν Χριστιανοί και Μωαμεθανοί». «Σωστά! Να, αυτό εννοούσα, την εβραϊκή θρησκεία». «Ήταν Ολλανδός ο Ρούσβελτ;» «Όχι». «Και γιατί ονομάζεις τον Εβραίο απόγονο του Δαβίδ κι όχι τον Ρούσβελτ Ολλανδό;» «Με τον Εβραίο είναι διαφορετικό». «Σε τι διαφέρει;» «Δεν ξέρω». Τέτοιες κουταμάρες λες, ανθρωπάκο. Και με τέτοιες κουταμάρες, συγκροτείς ένοπλες συμμορίες που σκοτώνουν δέκα εκατομμύρια ανθρώπους επειδή είναι Εβραίοι κι ας μην ξέρεις να μου πεις τι είναι ο Εβραίος. Να γιατί γελάνε μαζί σου. Να γιατί όποιος θέλει να κάνει κάτι σοβαρό σε αποφεύγει. Να γιατί είσαι χωμένος στο βούρκο μέχρι το λαιμό. Όταν αποκαλείς κάποιον «Εβραίο», αισθάνεσαι ανώτερος. Αισθάνεσαι ανώτερος, επειδή νιώθεις κατώτερος. Νιώθεις κατώτερος, επειδή εκείνο που θέλεις να εξοντώσεις στους ανθρώπους που αποκαλείς Εβραίους, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Και τούτο είναι απλά ένα δείγμα του τι είσαι στ’ αλήθεια, ανθρωπάκο. Όταν αποκαλείς κάποιον περιφρονητικά «Εβραίο», η αίσθηση της μηδαμινότητάς σου ξαλαφρώνει. Αυτό το ανακάλυψα μόλις πρόσφατα. Αποκαλείς Εβραίο όποιον σου εμπνέει είτε υπερβολικό, είτε ελάχιστο σεβασμό. Σαν να ‘σαι αντιπρόσωπος κάποιας ανώτερης δύναμης επί της γης, ανέλαβες να αποφασίζεις ποιος είναι και ποιος δεν είναι Εβραίος. Αμφισβητώ το δικαίωμά σου να το κρίνεις αυτό, είτε είσαι τιποτένιος Άριος, είτε τιποτένιος Εβραίος. Μόνο εγώ έχω το δικαίωμα να πω τι είμαι. Είμαι βιολογικός και πολιτισμικός μιγάς κι είμαι περήφανος γι’ αυτό, ούτε σωβινιστής όπως εσύ, ασήμαντε φασίστα, όποια κι αν είναι η εθνικότητά σου, η φυλή και η τάξη σου.
«Όταν ζεις για μακρύ διάστημα στο βάθος μιας σκοτεινής σπηλιάς θα σιχαθείς το φως του ήλιου. Και το πιθανότερο είναι ότι τελικά τα μάτια σου θα χάσουν τη δύναμη να αντέχουν. Να γιατί καταλήγουμε να μισούμε το φως του ήλιου».
0 Σχόλια