Μπορεί πολλά σπάνια βιβλία, με ηλικία μεγαλύτερη από ενάμιση αιώνα, να σωθούν χάρις στη μυρωδιά που αναδίδουν οι πολυκαιρισμένες σελίδες τους;
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο Σλοβένος επιστήμονας Matija Strlic από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου, ο οποίος μαζί με....
μερικούς συναδέλφους του ανέπτυξε μία μέθοδο η οποία καταφέρνει να «μυρίσει» την οσμή ενός αντίτυπου, ώστε να προσδιορίσει αν αυτό χρειάζεται άμεσα συντήρηση ή όχι.
Πιο συγκεκριμένα, η τεχνολογία αυτή βασίζεται στη μέτρηση των χημικών μορίων που δημιουργούν αυτή την οσμή -του μείγματος των πτητικών οργανικών ενώσεων, όπως τις αποκαλούν οι ειδικοί- από την ανάλυση των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί η ταχύτητα με την οποία αποσυντίθεται ο συγκεκριμένος τόμος. Κάτι που σημαίνει ότι εκτός από το ότι επιτρέπει τον έλεγχο πολλών αντιτύπων σε μικρό χρονικό διάστημα, ώστε να διαπιστωθεί ποια από αυτά έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη φθορά, η διαδικασία αυτή αφήνει τα βιβλία εντελώς ανέπαφα.
H κατεργασία του χαρτιού
Η ανακάλυψη αυτή έρχεται σε μία εποχή όπου η διαφύλαξη πολλών γραπτών κειμηλίων είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Οπως υποστήριξαν άλλωστε πολλοί από τους συμμετέχοντες στο Παγκόσμιο Συνέδριο Χημείας, το οποίο διεξήχθη στο Τορίνο, το 75% των αντιτύπων που φυλάσσονται στις βιβλιοθήκες της Ευρώπης κινδυνεύουν να καταστραφούν μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, αν δεν υποβληθούν σε συντήρηση.
Ο λόγος είναι πως οι περισσότεροι από αυτούς τους τίτλους έχουν εκδοθεί μετά το 1850 όταν, με την εκβιομηχάνιση της τυπογραφίας, ξεκίνησε η κατεργασία του χαρτιού με κολοφώνιο (μία ειδική ρητίνη) και θειικό αργίλιο, ώστε το μελάνι να μη διαβρέχει όλη τη σελίδα και να παραμένουν ευανάγνωστοι οι τυπωμένοι χαρακτήρες.
Ετσι, αν και η χρήση των συγκεκριμένων υλικών έκανε πιο εύκολη την αδιαβροχοποίηση του χαρτιού απ’ ό,τι στο παρελθόν, όπως αποκαλύφθηκε γύρω στο 1930, είχε επίσης και σαν συνέπεια την ταχύτερη φθορά των βιβλίων.
Σύμφωνα μάλιστα με δηλώσεις του ίδιου του Strlic στο περιοδικό Wired, μία σελίδα που έχει κατεργαστεί με αυτό τον τρόπο έχει διάρκεια ζωής η οποία δεν ξεπερνά τα 200 χρόνια, τη στιγμή που σε ακόμη παλιότερα συγγράμματα έχουν χρησιμοποιηθεί πιο αβλαβείς πρώτες ύλες, με συνέπεια αυτά να μπορούν να παραμείνουν σε σχετικά καλή κατάσταση ακόμη κι έπειτα από μισή χιλιετία.
0 Σχόλια