Μια φορά κι έναν καιρό - άραγε μόνο τότε;- μια από τις τόσες μάνες, γέννησε πέντε γιους. Μόλις γεννήθηκε ο πρώτος, ο πατέρας είχε χαρά μεγάλη που το όνομά του θα συνέχιζε ν’ ακούγεται και η δική της μάνα, της είπε. «Αχ κόρη μου, της καλομάνας το παιδί το πρώτο νάν’ κορίτσι»
Γεννήθηκε και ο δεύτερος γιος και ο πατέρας...
ήταν πολύ περήφανος που γεννούσε αρσενικά. Η δική της μάνα, είπε πάλι. «Αχ κόρη μου, δύσκολο δρόμο έχεις». Το ίδιο έγινε και στους άλλους τρεις γιους και η μάνα της είπε πάλι. «Αχ κόρη μου, ποιος θα σε κοιτάξει στα γεράματα»
Η μάνα με τους πέντε γιους ξυπνούσε χαράματα και κοιμόταν μεσάνυχτα για να τα βγάλει πέρα και όλη μέρα από το πλυσταριό στην κουζίνα ήταν. Στον κήπο γύρω από το σπίτι είχε βάλει περβόλι και κότες και δυο κατσίκες, πώς να ταϊστούν τόσα στόματα. Ο άντρας της σαν είδε πως δεν τα έβγαζε πέρα, έφυγε να δουλέψει μακριά. Γύριζε σπίτι μια φορά το χρόνο και πολύ χαιρόταν που οι γιοι του μεγάλωναν. Πότε έτσι πότε αλλιώς, η μάνα χήρεψε, οι γιοι μεγάλωσαν, και μια μέρα λέει ο πρώτος γιος.
-Μάνα, ήρθε η ώρα να κάνω τη δικιά μου οικογένεια. Θα παντρευτώ ένα καλό κορίτσι, μόνο που μένει πολύ μακριά κι εγώ θα την ακολουθήσω στον τόπο της. Εσύ μη στεναχωριέσαι, έχεις τους άλλους εδώ.
-Κοίτα τη ζωή σου παιδάκι μου, αρκεί να είσαι καλά και μη στεναχωριέσαι για μένα, είπε η μάνα και του έδωσε την ευχή της. Έφυγε ο μεγάλος γιος και ήρθε η σειρά του δεύτερου που ήταν σπουδαγμένος.
-Μάνα, λέει μια μέρα, για να προκόψω πρέπει να πάω στην πρωτεύουσα, εδώ δεν έχει δουλειές. Εσύ όμως μη στεναχωριέσαι, έχεις τους άλλους εδώ.
-Να πας παιδάκι μου και μη στεναχωριέσαι για μένα, εσύ να είσαι καλά. Έδωσε και στον δεύτερο την ευχή της και τον αποχαιρέτησε. Σε λίγο καιρό ήρθε και ο τρίτος και είπε.
-Μάνα, από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, ένα όνειρο έχω. Να πάω να ζήσω στην Αμερική. Εκεί υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για τους δουλευταράδες, να κάνω κι εγώ την τύχη μου.
-Μακριά είναι η Αμερική παιδάκι μου αλλά να πας άμα αυτό είναι το όνειρό σου. Κοίτα να προκόψεις, να έχεις την ευχή μου. Έφυγε και ο τρίτος και έρχεται ο τέταρτος.
-Μάνα, λέει, εγώ δεν μπορώ να μείνω στο χωριό. Θέλω να ταξιδέψω στις θάλασσες να γνωρίσω τον κόσμο. Σε ένα μήνα θα μπαρκάρω, αλλά εσύ μη στεναχωριέσαι, θα έχεις τον μικρό να σε φροντίζει. -Επικίνδυνες οι θάλασσες παιδάκι μου, αλλά άμα τις αγαπάς τόσο πολύ, ώρα σου καλή, μη νοιάζεσαι για μένα. Έμεινε σπίτι η μάνα με τον μικρό γιο και όσο νάναι την έπιασε η στεναχώρια. Από κει που ήταν πέντε, τάρα είχε μόνο τον ένα. Ώσπου ένα πρωί ακούει και τον μικρό να της λέει.
-Βρε μάνα, τι να κάνω εγώ εδώ πέρα μοναχός μου, να δουλεύω στα χωράφια; Εμένα μου αρέσουν άλλα πράγματα. Θέλω να γίνω καλλιτέχνης, να με γνωρίσει ο κόσμος και να δοξαστώ. Εσύ όμως μη στεναχωριέσαι. Θα πάω και μόλις τα καταφέρω θα γυρίσω να σε πάρω. Να φύγεις κι εσύ από το χωριό να δεις πώς ζει ο κόσμος.
-Καλά βρε παιδάκι μου, είπε η μάνα λυπημένη, αφού άλλα θέλεις, πώς να σε κρατήσω με το ζόρι. Πήγαινε στο καλό και έλα πότε-πότε να σε βλέπω που είσαι και το στερνοπούλι μου. Φεύγει και ο τελευταίος γιος και μένει η μάνα μοναχή στο σπίτι. Κάθε πρωί που ξυπνούσε και κάθε βράδυ που κοιμόταν, περνούσε από τα κρεβάτια των γιων, φιλούσε τα μαξιλάρια και παρακαλούσε το θεό να τους έχει καλά. Φρόντιζε το περβόλι και τις κότες και σαν σουρούπωνε και ήταν ο καιρός καλός, έπαιρνε το καρεκλάκι και καθόταν στο κατώφλι να χαζεύει το δρόμο και να λέει καμιά κουβέντα με τις γειτόνισσες.
Ήρθε χειμώνας, ήρθαν και Χριστούγεννα και τούτα τα Χριστούγεννα ήταν τα πρώτα που η μάνα με τους πέντε γιους, δεν είχε σπίτι ούτε έναν.
Στέλνει μήνυμα στον μεγάλο που παντρεύτηκε μακριά.
-Έλα να σε δω παιδάκι μου, να δω και τα εγγόνια μου, να σφάξουμε και τα δυο κοκόρια που έχω στην αυλή.
-Σώπα βρε μάνα, τι να κάνουμε Χριστουγεννιάτικα στο χωριό, θα έρθω το Πάσχα.
Στέλνει μήνυμα στον δεύτερο.
-Έλα να σε δω παιδάκι μου που σε πεθύμησα, θα σφάξω και τον κόκορα να σου φτιάξω τη σούπα που σου άρεσε.
-Αχ μάνα νάξερες τι δουλειές έχω εδώ, δεν με συμφέρει να φύγω αυτή την εποχή.
Ο τρίτος ήταν στην Αμερική, ο τέταρτος ήταν στα καράβια, στέλνει μήνυμα στον τελευταίο.
-Έλα να σε δω παιδάκι μου που έχω τόσο καιρό. Κρίμα να σφάξω το κοκόρι για μένα μόνο.
-Μάνα, ούτε να το σκέφτεσαι. Τώρα τα Χριστούγεννα δουλεύουμε εμείς οι καλλιτέχνες.
Πάνε τα Χριστούγεννα, πάει και το Πάσχα και οι γιοι δεν φάνηκαν και πέρασαν τα χρόνια και αρρώστησε η μάνα και ήθελε φροντίδα. Στέλνουν μήνυμα οι γείτονες στους γιους.
Παίρνει το μήνυμα ο πρώτος και ειδοποιεί τον δεύτερο να πάει στο χωριό, γιατί εκείνος είχε οικογένεια και πολλές υποχρεώσεις.
Παίρνει το μήνυμα ο δεύτερος και ειδοποιεί τον τρίτο γιατί εκείνος ήταν επιστήμονας και είχε σπουδαίες δουλειές να κάνει.
Παίρνει το μήνυμα ο τρίτος και ειδοποιεί τον τέταρτο, γιατί ήταν μεγάλο το ταξίδι από την Αμερική.
Παίρνει το μήνυμα ο τέταρτος και ειδοποιεί τον πέμπτο γιατί το καράβι του έπιασε λιμάνι μακρινό. Παίρνει το μήνυμα ο πέμπτος, αλλά αφηρημένος καθότι καλλιτέχνης το πέταξε χωρίς να το διαβάσει.
Και περιμένει ακόμα η μάνα με τους πέντε γιους και κάθεται και σκέφτεται πόσο εύκολο είναι για μια μάνα να φροντίσει πέντε παιδιά και πόσο δύσκολο είναι πέντε παιδιά να φροντίσουν μία μάνα.......
alataki3
Γεννήθηκε και ο δεύτερος γιος και ο πατέρας...
ήταν πολύ περήφανος που γεννούσε αρσενικά. Η δική της μάνα, είπε πάλι. «Αχ κόρη μου, δύσκολο δρόμο έχεις». Το ίδιο έγινε και στους άλλους τρεις γιους και η μάνα της είπε πάλι. «Αχ κόρη μου, ποιος θα σε κοιτάξει στα γεράματα»
Η μάνα με τους πέντε γιους ξυπνούσε χαράματα και κοιμόταν μεσάνυχτα για να τα βγάλει πέρα και όλη μέρα από το πλυσταριό στην κουζίνα ήταν. Στον κήπο γύρω από το σπίτι είχε βάλει περβόλι και κότες και δυο κατσίκες, πώς να ταϊστούν τόσα στόματα. Ο άντρας της σαν είδε πως δεν τα έβγαζε πέρα, έφυγε να δουλέψει μακριά. Γύριζε σπίτι μια φορά το χρόνο και πολύ χαιρόταν που οι γιοι του μεγάλωναν. Πότε έτσι πότε αλλιώς, η μάνα χήρεψε, οι γιοι μεγάλωσαν, και μια μέρα λέει ο πρώτος γιος.
-Μάνα, ήρθε η ώρα να κάνω τη δικιά μου οικογένεια. Θα παντρευτώ ένα καλό κορίτσι, μόνο που μένει πολύ μακριά κι εγώ θα την ακολουθήσω στον τόπο της. Εσύ μη στεναχωριέσαι, έχεις τους άλλους εδώ.
-Κοίτα τη ζωή σου παιδάκι μου, αρκεί να είσαι καλά και μη στεναχωριέσαι για μένα, είπε η μάνα και του έδωσε την ευχή της. Έφυγε ο μεγάλος γιος και ήρθε η σειρά του δεύτερου που ήταν σπουδαγμένος.
-Μάνα, λέει μια μέρα, για να προκόψω πρέπει να πάω στην πρωτεύουσα, εδώ δεν έχει δουλειές. Εσύ όμως μη στεναχωριέσαι, έχεις τους άλλους εδώ.
-Να πας παιδάκι μου και μη στεναχωριέσαι για μένα, εσύ να είσαι καλά. Έδωσε και στον δεύτερο την ευχή της και τον αποχαιρέτησε. Σε λίγο καιρό ήρθε και ο τρίτος και είπε.
-Μάνα, από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, ένα όνειρο έχω. Να πάω να ζήσω στην Αμερική. Εκεί υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για τους δουλευταράδες, να κάνω κι εγώ την τύχη μου.
-Μακριά είναι η Αμερική παιδάκι μου αλλά να πας άμα αυτό είναι το όνειρό σου. Κοίτα να προκόψεις, να έχεις την ευχή μου. Έφυγε και ο τρίτος και έρχεται ο τέταρτος.
-Μάνα, λέει, εγώ δεν μπορώ να μείνω στο χωριό. Θέλω να ταξιδέψω στις θάλασσες να γνωρίσω τον κόσμο. Σε ένα μήνα θα μπαρκάρω, αλλά εσύ μη στεναχωριέσαι, θα έχεις τον μικρό να σε φροντίζει. -Επικίνδυνες οι θάλασσες παιδάκι μου, αλλά άμα τις αγαπάς τόσο πολύ, ώρα σου καλή, μη νοιάζεσαι για μένα. Έμεινε σπίτι η μάνα με τον μικρό γιο και όσο νάναι την έπιασε η στεναχώρια. Από κει που ήταν πέντε, τάρα είχε μόνο τον ένα. Ώσπου ένα πρωί ακούει και τον μικρό να της λέει.
-Βρε μάνα, τι να κάνω εγώ εδώ πέρα μοναχός μου, να δουλεύω στα χωράφια; Εμένα μου αρέσουν άλλα πράγματα. Θέλω να γίνω καλλιτέχνης, να με γνωρίσει ο κόσμος και να δοξαστώ. Εσύ όμως μη στεναχωριέσαι. Θα πάω και μόλις τα καταφέρω θα γυρίσω να σε πάρω. Να φύγεις κι εσύ από το χωριό να δεις πώς ζει ο κόσμος.
-Καλά βρε παιδάκι μου, είπε η μάνα λυπημένη, αφού άλλα θέλεις, πώς να σε κρατήσω με το ζόρι. Πήγαινε στο καλό και έλα πότε-πότε να σε βλέπω που είσαι και το στερνοπούλι μου. Φεύγει και ο τελευταίος γιος και μένει η μάνα μοναχή στο σπίτι. Κάθε πρωί που ξυπνούσε και κάθε βράδυ που κοιμόταν, περνούσε από τα κρεβάτια των γιων, φιλούσε τα μαξιλάρια και παρακαλούσε το θεό να τους έχει καλά. Φρόντιζε το περβόλι και τις κότες και σαν σουρούπωνε και ήταν ο καιρός καλός, έπαιρνε το καρεκλάκι και καθόταν στο κατώφλι να χαζεύει το δρόμο και να λέει καμιά κουβέντα με τις γειτόνισσες.
Ήρθε χειμώνας, ήρθαν και Χριστούγεννα και τούτα τα Χριστούγεννα ήταν τα πρώτα που η μάνα με τους πέντε γιους, δεν είχε σπίτι ούτε έναν.
Στέλνει μήνυμα στον μεγάλο που παντρεύτηκε μακριά.
-Έλα να σε δω παιδάκι μου, να δω και τα εγγόνια μου, να σφάξουμε και τα δυο κοκόρια που έχω στην αυλή.
-Σώπα βρε μάνα, τι να κάνουμε Χριστουγεννιάτικα στο χωριό, θα έρθω το Πάσχα.
Στέλνει μήνυμα στον δεύτερο.
-Έλα να σε δω παιδάκι μου που σε πεθύμησα, θα σφάξω και τον κόκορα να σου φτιάξω τη σούπα που σου άρεσε.
-Αχ μάνα νάξερες τι δουλειές έχω εδώ, δεν με συμφέρει να φύγω αυτή την εποχή.
Ο τρίτος ήταν στην Αμερική, ο τέταρτος ήταν στα καράβια, στέλνει μήνυμα στον τελευταίο.
-Έλα να σε δω παιδάκι μου που έχω τόσο καιρό. Κρίμα να σφάξω το κοκόρι για μένα μόνο.
-Μάνα, ούτε να το σκέφτεσαι. Τώρα τα Χριστούγεννα δουλεύουμε εμείς οι καλλιτέχνες.
Πάνε τα Χριστούγεννα, πάει και το Πάσχα και οι γιοι δεν φάνηκαν και πέρασαν τα χρόνια και αρρώστησε η μάνα και ήθελε φροντίδα. Στέλνουν μήνυμα οι γείτονες στους γιους.
Παίρνει το μήνυμα ο πρώτος και ειδοποιεί τον δεύτερο να πάει στο χωριό, γιατί εκείνος είχε οικογένεια και πολλές υποχρεώσεις.
Παίρνει το μήνυμα ο δεύτερος και ειδοποιεί τον τρίτο γιατί εκείνος ήταν επιστήμονας και είχε σπουδαίες δουλειές να κάνει.
Παίρνει το μήνυμα ο τρίτος και ειδοποιεί τον τέταρτο, γιατί ήταν μεγάλο το ταξίδι από την Αμερική.
Παίρνει το μήνυμα ο τέταρτος και ειδοποιεί τον πέμπτο γιατί το καράβι του έπιασε λιμάνι μακρινό. Παίρνει το μήνυμα ο πέμπτος, αλλά αφηρημένος καθότι καλλιτέχνης το πέταξε χωρίς να το διαβάσει.
Και περιμένει ακόμα η μάνα με τους πέντε γιους και κάθεται και σκέφτεται πόσο εύκολο είναι για μια μάνα να φροντίσει πέντε παιδιά και πόσο δύσκολο είναι πέντε παιδιά να φροντίσουν μία μάνα.......
alataki3
0 Σχόλια