Η ελληνική έκδοση του τραγουδιού, διηγείται την ιστορία ενός μικρού καραβιού που παραμένοντας....
επί αρκετό καιρό στη Μεσόγειο θάλασσα δεν έχει πλέον άλλα τρόφιμα. Τότε οι ναύτες τραβώντας κλήρο αποφασίζουν ότι ο μικρότερος ανάμεσά τους θα φαγωθεί.
Στην γαλλική του έκδοση, το τραγούδι συνεχίζει την εξιστόρηση και εκεί οι υπόλοιποι ναύτες συζητούν για το πώς θα μαγειρέψουν τον νεαρό άντρα και τι σος θα χρησιμοποιήσουν. Τότε εκείνος προσεύχεται στην Παναγία και σώζεται από ένα θαύμα.
Εικάζεται ότι το τραγούδι μπορεί να αναφέρεται στο διάσημο ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας Μέδουσα (1810).
Το 1816 η νέα γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει ένα μικρό στόλο στο λιμένα του Πορ Λουί της Σενεγάλης για να αναλάβει, όπως είχε συμφωνηθεί, την διακυβέρνηση στην ως τότε αγγλική αποικία. Ο στολίσκος αποτελείτο από τέσσερα σκάφη, το μπρίκι Argus, το ανεφοδιαστικό Loire, την κορβέτα Echo και την φρεγάτα Medusa ("Μέδουσα"). Το τελευταίο σκάφος μετέφερε τους επιβάτες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο νέος Γάλλος κυβερνήτης Ζυλιέν-Ντεζιρέ Σμαλτζ (Julien-Desiré Schmalz) και τη σύζυγό του Ρεν (Reine). Συνολικά στο σκάφος αυτό επέβαιναν 400 άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των 160 μελών του πληρώματος. Κυβερνήτης στη "Μέδουσα" ορίστηκε ο Υγκ Ντυρουά ντε Σωμερύ (Hugues Duroy de Chaumereys), ο οποίος δεν είχε κανένα προσόν για να αναλάβει παρόμοια αποστολή, παρά μόνον την γνωριμία του με τον αδελφό του βασιλέα και είχε να ταξιδέψει στη θάλασσα για περισσότερα από είκοσι χρόνια χωρίς ποτέ να έχει αναλάβει την διακυβέρνηση πλοίου. Οι περισσότεροι συνάδελφοί του δυσαρεστήθηκαν με την ανάληψη αυτής της θέσης από τον ντε Σωμερύ, τον οποίο θεωρούσαν απλά έναν ευνοούμενο του καθεστώτος, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί κλίμα έντασης σε ολόκληρο τον στολίσκο. Ο κυβερνήτης του Loire υποπλοίαρχος ντε Τους (des Touches) αναφέρει σχετικά: «Ο Ντυρουά ντε Σωμερύ ήταν ένας ευγενής αυλικός, αλλά όχι σοβαρά σκεπτόμενος, ενώ θεωρούσε ότι, λόγω της θέσης του, εγώ θα έπρεπε να είμαι υπάκουος υπηρέτης του. Αρχικά του έδωσα να καταλάβει ότι δεν είχα λάβει εσφαλμένη θέση όταν υπηρέτησα τη χώρα μου την περίοδο που αυτός είχε επιλέξει την εξορία. Στη συνέχεια η στάση του απέναντί μου άλλαξε, κάτι που ήταν χαρακτηριστικό του. Όπως συμβαίνει σε όλους τους μη ικανούς αυλοκόλακες, ήταν εύκολα διαχειρίσιμος.»
Στις 17 Ιουνίου 1816 ο στολίσκος απέπλευσε από το Ροσφόρ του νομού Σαράντ-Μαριτίμ (Rochefort, Charente-Maritime) με προορισμό το Πορ-Λουί της Σενεγάλης. Σε μια προσπάθεια να υπερφαλαγγίσει χρονικά τα άλλα σκάφη του στολίσκου, η "Μέδουσα", λόγω κακής πλοήγησης, βρέθηκε περίπου 100 μίλια εκτός πορείας με συνέπεια στις 2 Ιουλίου 1816 να προσαράξει σε μια σύρτι της δυτικής ακτής της Αφρικής, κοντά στην σημερινή Μαυριτανία. Η προσάραξη αυτή αποδίδεται στην ανικανότητα του ντε Σωμερύ. Όλες οι προσπάθειες αποκόλλησης του σκάφους απέβησαν άκαρπες και αποφασίστηκε η εγκατάλειψή του με τις σωσίβιες λέμβους. Ωστόσο ο αριθμός και το μέγεθός τους ήταν ανεπαρκή για τον αριθμό των επιβαινόντων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επιβίβαση όλων των επιβατών και μελών του πληρώματος σε αυτές. Ως συνέπεια, αποφασίστηκε η κατασκευή μιας σχεδίας, η οποία θα προσδενόταν στις λέμβους προκειμένου να ρυμουλκηθεί από αυτές ως την ακτή. Η σχεδία κατασκευάστηκε, επιβιβάστηκαν περίπου 150 άτομα σε αυτήν, αλλά όταν έπεσε στο νερό όλα τα σχοινιά πρόσδεσής της στις λέμβους κόπηκαν μυστηριωδώς, αν και σύμφωνα με άλλες πηγές ο ίδιος ο Σωμερύ αποφάσισε να κοπούν τα σχοινιά, γιατί η ρυμούλκηση της σχεδίας από τις λέμβους ήταν αδύνατη. Τα 150 άτομα που επέβαιναν στη σχεδία διέθεταν ελάχιστα τρόφιμα και νερό, κανένα μέσο πλοήγησης και ήταν τόσο στριμωγμένοι στη σχεδία που σχεδόν δεν είχαν χώρο να μετακινηθούν. Ο πλούς της σχεδίας ήταν πραγματική κόλαση για τους επιβαίνοντες. Μερικοί παρασύρθηκαν από τα κύματα κατά τη διάρκεια καταιγίδων, άλλοι πέθαναν κατά τη διάρκεια μιας βίαιης εξέγερσης, ενώ από την τρίτη ημέρα άρχισαν να παρατηρούνται φαινόμενα κανιβαλισμού. Την έκτη ημέρα οι τραυματίες και οι άρρωστοι ρίχτηκαν στη θάλασσα για να εξοικονομηθούν τα ελάχιστα εφόδια που απέμεναν. Η σχεδία παρασύρθηκε από τα ρεύματα και εξακολούθησε να πλέει για μια ακόμη εβδομάδα, συνολικά δηλ. επί 13 ημέρες, πριν βρεθεί ολοσχερώς κατά τύχη, και περισυλλεγεί από το πλοίο Argus. Το ναυάγιο ξεπέρασε τα όρια μιας καταστροφής λόγω των φαινομένων κτηνωδίας και κανιβαλισμού που έλαβαν χώρα μεταξύ των επιβαινόντων. Από τους 150 περίπου επιβαίνοντες περισυνελέγησαν ζωντανοί μόνον δέκα.
eleftheriaonline
0 Σχόλια