Προσπαθούσαν χρόνια να δαμάσουν τον Άραχθο, χωρίς επιτυχία. Δυο φορές έχτισαν γέφυρα, αλλά εκείνη γκρεμιζόταν. Όμως έπρεπε να υπάρχει ένα γεφύρι γιατί διαφορετικά τα Τζουμέρκα θα έμεναν αποκλεισμένα. Την τρίτη φορά, ανέλαβε ο αρχιμάστορας Κώστας Μπέκας. Και στρώθηκαν στη δουλειά, πελεκάνοι, νταμαρτζήδες, χτίστες και μαστορόπουλα.
Κι ανάψαν τα....
καλέμια και οι ματρακάδες. Και το 1866, ο Μπέκας κατάφερε να παραδώσει στα Τζουμέρκα ένα γεφύρι που αψηφούσε νόμους και βαρύτητα.
Πελώριο, μεγαλοπρεπές, το μεγαλύτερο μονότοξο στα Βαλκάνια, το Γεφύρι της Πλάκας ήταν ένας θρίαμβος του λαϊκού τεχνίτη. Τεράστια η καμάρα του· άνοιγε σαράντα ολόκληρα μέτρα. Είκοσι μέτρα σηκωνόταν πάνω από το νερό. Καλντεριμωτός ο διάδρομος διάβασης, πλάτους τριών μέτρων, ζευγάρωνε τις δύο όχθες. Δύσκολο πέρασμα, στριφνό, μπελαλίδικο. Τα πρώτα χρόνια, που δεν υπήρχαν παραπέτα, μπουσουλούσαν, λέει, οι άνθρωποι, και πηγαίναν στα τυφλά τα ζώα, με δεμένα μάτια. Μα όπως και να ‘χε, τα Τζουμέρκα είχαν πια το δικό τους γιοφύρι.
Ήρθαν οι γάλλοι κατασκευαστές της Διώρυγας της Κορίνθου και ζήτησαν να γνωρίσουν τον μάστορα. Και όλο τον ρωτούσαν πως το έφτιαξε. Τι να τους πει κι αυτός; Τη δουλειά που είχαν ήλιο με ήλιο; Τα χιλιάδες αβγά που ρίξανε στο κουρασάνι; Τα τόσα πελεκήματα κάτω από το λιοπύρι; Ή για κείνη την αλαφροΐσκιωτη από το Μονολίθι που οι κακές γλώσσες τάχα λέγανε πως την είχε στοιχειώσει στο θεμέλιο;
Το να μπορέσει ένας πρωτομάστορας να γεφυρώσει ένα ποτάμι ήταν κατόρθωμα τότε. Το να τολμήσει όμως να γεφυρώσει ένα ποτάμι σαν τον Άραχθο με ένα μόνο τόξο ήταν θαύμα.
Αυτά και άλλα πολλά έλεγε το 2005 ο Σπύρος Μαντάς, πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών, στο ντοκιμαντέρ του Νίκου Παπαθανασίου «Τα γεφύρια της Ηπείρου: περιμένοντας τον θάνατο».
Στην εικόνα η γέφυρα σε σκηνή από τα γυρίσματα. Τότε ο Σπύρος Μαντάς προειδοποιούσε: «Εγκατελειμμένο τόσα χρόνια, το Γιοφύρι της Πλάκας, αν δεν πνιγεί από τα νερά, σίγουρα θα καταρρεύσει».
Όπως και έγινε δέκα χρόνια αργότερα. Σήμερα, 01.02.2015.
Κι ανάψαν τα....
καλέμια και οι ματρακάδες. Και το 1866, ο Μπέκας κατάφερε να παραδώσει στα Τζουμέρκα ένα γεφύρι που αψηφούσε νόμους και βαρύτητα.
Πελώριο, μεγαλοπρεπές, το μεγαλύτερο μονότοξο στα Βαλκάνια, το Γεφύρι της Πλάκας ήταν ένας θρίαμβος του λαϊκού τεχνίτη. Τεράστια η καμάρα του· άνοιγε σαράντα ολόκληρα μέτρα. Είκοσι μέτρα σηκωνόταν πάνω από το νερό. Καλντεριμωτός ο διάδρομος διάβασης, πλάτους τριών μέτρων, ζευγάρωνε τις δύο όχθες. Δύσκολο πέρασμα, στριφνό, μπελαλίδικο. Τα πρώτα χρόνια, που δεν υπήρχαν παραπέτα, μπουσουλούσαν, λέει, οι άνθρωποι, και πηγαίναν στα τυφλά τα ζώα, με δεμένα μάτια. Μα όπως και να ‘χε, τα Τζουμέρκα είχαν πια το δικό τους γιοφύρι.
Ήρθαν οι γάλλοι κατασκευαστές της Διώρυγας της Κορίνθου και ζήτησαν να γνωρίσουν τον μάστορα. Και όλο τον ρωτούσαν πως το έφτιαξε. Τι να τους πει κι αυτός; Τη δουλειά που είχαν ήλιο με ήλιο; Τα χιλιάδες αβγά που ρίξανε στο κουρασάνι; Τα τόσα πελεκήματα κάτω από το λιοπύρι; Ή για κείνη την αλαφροΐσκιωτη από το Μονολίθι που οι κακές γλώσσες τάχα λέγανε πως την είχε στοιχειώσει στο θεμέλιο;
Το να μπορέσει ένας πρωτομάστορας να γεφυρώσει ένα ποτάμι ήταν κατόρθωμα τότε. Το να τολμήσει όμως να γεφυρώσει ένα ποτάμι σαν τον Άραχθο με ένα μόνο τόξο ήταν θαύμα.
Αυτά και άλλα πολλά έλεγε το 2005 ο Σπύρος Μαντάς, πρόεδρος του Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών, στο ντοκιμαντέρ του Νίκου Παπαθανασίου «Τα γεφύρια της Ηπείρου: περιμένοντας τον θάνατο».
Στην εικόνα η γέφυρα σε σκηνή από τα γυρίσματα. Τότε ο Σπύρος Μαντάς προειδοποιούσε: «Εγκατελειμμένο τόσα χρόνια, το Γιοφύρι της Πλάκας, αν δεν πνιγεί από τα νερά, σίγουρα θα καταρρεύσει».
Όπως και έγινε δέκα χρόνια αργότερα. Σήμερα, 01.02.2015.
0 Σχόλια