Η σχέση των Ελλήνων με τη θρησκεία καλά κρατεί:
Η Ελλάδα εμφανίζει μακράν τα υψηλότερα ποσοστά θρησκευτικότητας σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Σχεδόν οι μισοί από τους Έλληνες θρησκεύονται, αυτοπροσδιορίζονται ως πολύ θρήσκοι (42,1%) και....
προσεύχονται πολύ (46,2%), ενώ ένας στους τέσσερις Έλληνες έχει συχνή και συστηματική σχέση με τον εκκλησιαστικό θεσμό.
Αυτό αποτυπώθηκε στο τμήμα της Πανευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας με τη συμμετοχή του ΕΚΚΕ "Εκκλησιασμός - θρησκευτικότητα και προσευχή> Μια ασύμπτωτη σχέση" που διερευνά τις εκδηλώσεις θρησκευτικής έκφρασης και συμπεριφοράς σε 19 χώρες της Ευρώπης.
Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι μόνη ορθόδοξη χώρα, ενώ οι καθολικοί που δηλώνουν ότι είναι πολύ θρήσκοι και προσεύχονται καθημερινά είναι σημαντικά λιγότεροι από τους Έλληνες.
Και στις 19 χώρες, πάντως, σύμφωνα με τους ερευνητές, καταγράφεται μια "υψηλή, διάχυτη, εξατομικευμένη θρησκευτικότητα"
Χωρίς να είναι γνωστό αν η θρησκευτικότητα αυτή σημαίνει πίστη σε ένα συγκεκριμένο δόγμα, διαπιστώνεται πως δεν "μεταφράζεται" ακριβώς σε εκκλησιασμό και προσευχή.
Σε όλες τις χώρες, όσοι δηλώνουν θρήσκοι (83,8%) είναι σαφώς περισσότεροι από εκείνους που τακτικά εκκλησιάζονται (62,8%), και προσεύχονται (58,2%)
Και στη χώρα μας, η υψηλή, διάχυτη θρησκευτικότητα που υπάρχει (το 75% δηλώνουν αρκετά ή πολύ θρήσκοι) δεν μετατρέπεται εξ ολοκλήρου σε εκκλησιαστική πρακτική, παρόλο που η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα αποτελεί το επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής.
Το ποσοστό των Ελλήνων που εκκλησιάζονται συχνά είναι υψηλό συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες, καθώς πάνω από ένας στους 4 πηγαίνει στην εκκλησία κάθε βδομάδα. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο μόνο στην Πορτογαλία (30,1%), στην Ιταλία (32,4%), στην Ιρλανδία (53,4%), και την Πολωνία (56,7%).
Αξιοσημείωτη είναι η πτώση της εκκλησιαστικής αποχής και η άνοδος του συχνού εκκλησιασμού στη χώρα μας από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 και κυρίως μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, μέχρι και το 2000.
Ενδεικτικό είναι πως ενώ το 1996 απείχε από την εκκλησία το 8,8%, το 2000 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 3,9%.
Εκεί που η Ελλάδα διαφοροποιείται από τις καθολικές, τις προστενταντικές και τις θρησκευτικά μικτές χώρες της έρευνας είναι πως η εκκοσμίκευση είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Στη χώρα μας, αυτοί που δηλώνουν "καθόλου θρήσκοι" ανέρχονται μόλις στο 1,7%, ενώ αυτοί που δεν εκκλησιάζονται και δεν προσεύχονται είναι 4,1%. Ποσοστά που ανάλογά τους παρατηρούνται μόνο στην Πολωνία.
Από της έρευνα επιβεβαιώνεται πως παραδοσιακά οι καθολικές χώρες εμφανίζονται περισσότερο θρησκευόμενες και εκκλησιαζόμενες σε σύγκριση με τις θρησκευτικά μικτές και πολύ περισσότερο από τις προτεσταντικές χώρες.
Οι πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως πολύ θρήσκοι στις καθολικές χώρες (Βέλγιο, Ισπανία, Ιταλία) είναι διπλάσιοι από ο τι στις προτεσταντικές και μικτές χώρες (Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία).
Αγγ.Μπόμπουλα
Η Ελλάδα εμφανίζει μακράν τα υψηλότερα ποσοστά θρησκευτικότητας σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Σχεδόν οι μισοί από τους Έλληνες θρησκεύονται, αυτοπροσδιορίζονται ως πολύ θρήσκοι (42,1%) και....
προσεύχονται πολύ (46,2%), ενώ ένας στους τέσσερις Έλληνες έχει συχνή και συστηματική σχέση με τον εκκλησιαστικό θεσμό.
Αυτό αποτυπώθηκε στο τμήμα της Πανευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας με τη συμμετοχή του ΕΚΚΕ "Εκκλησιασμός - θρησκευτικότητα και προσευχή> Μια ασύμπτωτη σχέση" που διερευνά τις εκδηλώσεις θρησκευτικής έκφρασης και συμπεριφοράς σε 19 χώρες της Ευρώπης.
Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι μόνη ορθόδοξη χώρα, ενώ οι καθολικοί που δηλώνουν ότι είναι πολύ θρήσκοι και προσεύχονται καθημερινά είναι σημαντικά λιγότεροι από τους Έλληνες.
Και στις 19 χώρες, πάντως, σύμφωνα με τους ερευνητές, καταγράφεται μια "υψηλή, διάχυτη, εξατομικευμένη θρησκευτικότητα"
Χωρίς να είναι γνωστό αν η θρησκευτικότητα αυτή σημαίνει πίστη σε ένα συγκεκριμένο δόγμα, διαπιστώνεται πως δεν "μεταφράζεται" ακριβώς σε εκκλησιασμό και προσευχή.
Σε όλες τις χώρες, όσοι δηλώνουν θρήσκοι (83,8%) είναι σαφώς περισσότεροι από εκείνους που τακτικά εκκλησιάζονται (62,8%), και προσεύχονται (58,2%)
Και στη χώρα μας, η υψηλή, διάχυτη θρησκευτικότητα που υπάρχει (το 75% δηλώνουν αρκετά ή πολύ θρήσκοι) δεν μετατρέπεται εξ ολοκλήρου σε εκκλησιαστική πρακτική, παρόλο που η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα αποτελεί το επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής.
Το ποσοστό των Ελλήνων που εκκλησιάζονται συχνά είναι υψηλό συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες, καθώς πάνω από ένας στους 4 πηγαίνει στην εκκλησία κάθε βδομάδα. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο μόνο στην Πορτογαλία (30,1%), στην Ιταλία (32,4%), στην Ιρλανδία (53,4%), και την Πολωνία (56,7%).
Αξιοσημείωτη είναι η πτώση της εκκλησιαστικής αποχής και η άνοδος του συχνού εκκλησιασμού στη χώρα μας από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 και κυρίως μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, μέχρι και το 2000.
Ενδεικτικό είναι πως ενώ το 1996 απείχε από την εκκλησία το 8,8%, το 2000 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 3,9%.
Εκεί που η Ελλάδα διαφοροποιείται από τις καθολικές, τις προστενταντικές και τις θρησκευτικά μικτές χώρες της έρευνας είναι πως η εκκοσμίκευση είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Στη χώρα μας, αυτοί που δηλώνουν "καθόλου θρήσκοι" ανέρχονται μόλις στο 1,7%, ενώ αυτοί που δεν εκκλησιάζονται και δεν προσεύχονται είναι 4,1%. Ποσοστά που ανάλογά τους παρατηρούνται μόνο στην Πολωνία.
Από της έρευνα επιβεβαιώνεται πως παραδοσιακά οι καθολικές χώρες εμφανίζονται περισσότερο θρησκευόμενες και εκκλησιαζόμενες σε σύγκριση με τις θρησκευτικά μικτές και πολύ περισσότερο από τις προτεσταντικές χώρες.
Οι πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως πολύ θρήσκοι στις καθολικές χώρες (Βέλγιο, Ισπανία, Ιταλία) είναι διπλάσιοι από ο τι στις προτεσταντικές και μικτές χώρες (Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία).
Αγγ.Μπόμπουλα
0 Σχόλια