Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ψήφος , ψηφοφορία, ψηφοφόρος

* ψήφος (η κ. ο) ουσ. μσν. ο ψήφος αρχ. η ψήφος ( = πετραδάκι)] μολύβδινο σφαιρίδιο που έριχναν παλαιότερα οι εκλογείς σε ειδική κάλπη|| κάθε άλλο μέσο που χρησιμοποιείται σε ψηφοφορία, όπως το ψηφοδέλτιο || γνώμη που εκφράζεται με το ψηφοδέλτιο, ιδ. ευνοϊκή || το δικαίωμα να ψηφίζει κανείς:
"δόθηκε ψήφος στα 18, τώρα πάμε για τα 16".

* ψηφοφορία (η) ουσ. αρχ. ψηφοφορία ψήφος + φέρω] διαδικασία κατά την οποία οι ψηφοφόροι επιλέγουν πρόσωπο, κόμμα κτλ.: ψηφοφορία για την ανάδειξη κυβέρνησης - βουλευτών || διαδικασία κατά την οποία τα μέλη πολιτικού σώματος εκφράζουν την άποψή τους για κάτι: "η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία στη Βουλή"|| διαδικασία κατά την οποία τα μέλη συλλογικού σώματος εκφράζουν την άποψή τους ή την επιλογή τους: "εξελέγη πρόεδρος του σωματείου με ψηφοφορία"

* ψηφοφόρος (ο, η) ουσ μτγν. επίθ. ψηφοφόρος ψήφος + φέρω] πρόσωπο που έχει δικαίωμα ψήφου, που ψηφίζει.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια