* ψήφος (η κ. ο) ουσ. μσν. ο ψήφος αρχ. η ψήφος ( = πετραδάκι)] μολύβδινο σφαιρίδιο που έριχναν παλαιότερα οι εκλογείς σε ειδική κάλπη|| κάθε άλλο μέσο που χρησιμοποιείται σε ψηφοφορία, όπως το ψηφοδέλτιο || γνώμη που εκφράζεται με το ψηφοδέλτιο, ιδ. ευνοϊκή || το δικαίωμα να ψηφίζει κανείς:
"δόθηκε ψήφος στα 18, τώρα πάμε για τα 16".
* ψηφοφορία (η) ουσ. αρχ. ψηφοφορία ψήφος + φέρω] διαδικασία κατά την οποία οι ψηφοφόροι επιλέγουν πρόσωπο, κόμμα κτλ.: ψηφοφορία για την ανάδειξη κυβέρνησης - βουλευτών || διαδικασία κατά την οποία τα μέλη πολιτικού σώματος εκφράζουν την άποψή τους για κάτι: "η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία στη Βουλή"|| διαδικασία κατά την οποία τα μέλη συλλογικού σώματος εκφράζουν την άποψή τους ή την επιλογή τους: "εξελέγη πρόεδρος του σωματείου με ψηφοφορία"
* ψηφοφόρος (ο, η) ουσ μτγν. επίθ. ψηφοφόρος ψήφος + φέρω] πρόσωπο που έχει δικαίωμα ψήφου, που ψηφίζει.
- ΑΡΧΙΚΗ
- ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
- _Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ
- _ΥΓΕΙΑ
- _ΑΝΑΠΗΡΙΑ
- _ΚΟΣΜΟΣ
- _ΕΛΛΑΔΑ
- _ΝΕΑ
- _ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
- LIFESTYLE
- _ΣΟΟΥ ΜΠΙΖ
- _SHOWBIZ
- _VIDEO
- _ΜΟΔΑ
- _ΟΜΟΡΦΙΑ
- _ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ
- _ΖΩΔΙΑ
- ΘΕΜΑΤΑ
- _ΑΘΛΗΤΙΚΑ
- _ΔΙΑΦΟΡΑ
- _HUMOR
- _ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
- _ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ
- _ΠΑΡΑΞΕΝΑ
- _ΓΙΟΡΤΕΣ
- Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ
- ΑΡΧΕΙΑ
- _ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
- ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
- _FACEBOOK
- _TWITTER
- _YOUTUBE
0 Σχόλια