Βωμολοχία=βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία.
Η λέξη είναι σύνθετη και παράγεται από τις: βωμός+λόχος.
Λόχος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει τον τόπο ενέδρας, το καρτέρι, το παραμόνεμα και παραφύλαγμα.
Λοχεύω, σημαίνει ....
παραφυλάω σε ενέδρα.
Η λέξη συνδέεται άμεσα, με τα ιερά θυσιαστικά σφάγια και τις επί του βωμού θυσίες κατά την αρχαιότητα.
Πάντοτε τριγύρω από το βωμό κάθονταν επαίτες, ζητιάνοι, οι οποίοι περίμεναν τη στιγμή που θα ψηνόταν το κρέας για να αρπάξουν κάτι από τα ιερά σφάγια ώστε να κορέσουν την πείνα τους.
Όπως ήταν φυσικό, ο υπεύθυνος της θυσίας και ενίοτε
ιεροφάντης του πλησίον ναού, αρνιόταν να μοιράσει το κρέας πριν τελεστεί όλο το τυπικό – άλλωστε τα σφάγια προορίζονταν για τους θεούς που προηγούνταν και τιμούνταν.
Ο επαίτης, ανυπόμονος, θρασύς και πεινασμένος, ζητούσε με πιεστικό τρόπο μερίδα και ως εκ τούτου, επιτίθετο λεκτικά στον τελεστή της θυσίας χρησιμοποιώντας αισχρές εκφράσεις.
Άρχιζε τότε μία απρεπής και μη κόσμια συνομιλία μεταξύ επαίτη και υπεύθυνου των θυσιών, που κατέληγε σε χυδαίες εκφράσεις και τσακωμούς.
Αυτή ακριβώς η αισχρή και χυδαία στιχομυθία, ονομάστηκε βωμολοχία.
Στο λεξικό Liddell-Scott θα δούμε ότι βωμολοχώ σημαίνει περιμένω δίπλα στο βωμό για να κλέψω το κρέας από τις θυσίες, συνακόλουθα επαιτώ, ή ασκώ αγυρτεία.
Βωμολόχος είναι λοιπόν ο περί τους βωμούς λοχών (παραμονεύων, ενεδρεύων) επαίτης, με σκοπό να λάβει κάτι από τα κρέατα των θυσιών.
Κατά το λεξικό Σουϊδα (Σούδα) βωμολόχος είναι «ο κακούργος, ασεβής, παρά τους λοχώντας τα εν τοις βωμοίς επιτιθέμενα θύματα, ή τους θύοντας, ίνα αιτήσαντες λάβωσι τι».
Μελίτη
melitilexeis
Η λέξη είναι σύνθετη και παράγεται από τις: βωμός+λόχος.
Λόχος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει τον τόπο ενέδρας, το καρτέρι, το παραμόνεμα και παραφύλαγμα.
Λοχεύω, σημαίνει ....
παραφυλάω σε ενέδρα.
Η λέξη συνδέεται άμεσα, με τα ιερά θυσιαστικά σφάγια και τις επί του βωμού θυσίες κατά την αρχαιότητα.
Πάντοτε τριγύρω από το βωμό κάθονταν επαίτες, ζητιάνοι, οι οποίοι περίμεναν τη στιγμή που θα ψηνόταν το κρέας για να αρπάξουν κάτι από τα ιερά σφάγια ώστε να κορέσουν την πείνα τους.
Όπως ήταν φυσικό, ο υπεύθυνος της θυσίας και ενίοτε
ιεροφάντης του πλησίον ναού, αρνιόταν να μοιράσει το κρέας πριν τελεστεί όλο το τυπικό – άλλωστε τα σφάγια προορίζονταν για τους θεούς που προηγούνταν και τιμούνταν.
Ο επαίτης, ανυπόμονος, θρασύς και πεινασμένος, ζητούσε με πιεστικό τρόπο μερίδα και ως εκ τούτου, επιτίθετο λεκτικά στον τελεστή της θυσίας χρησιμοποιώντας αισχρές εκφράσεις.
Άρχιζε τότε μία απρεπής και μη κόσμια συνομιλία μεταξύ επαίτη και υπεύθυνου των θυσιών, που κατέληγε σε χυδαίες εκφράσεις και τσακωμούς.
Αυτή ακριβώς η αισχρή και χυδαία στιχομυθία, ονομάστηκε βωμολοχία.
Στο λεξικό Liddell-Scott θα δούμε ότι βωμολοχώ σημαίνει περιμένω δίπλα στο βωμό για να κλέψω το κρέας από τις θυσίες, συνακόλουθα επαιτώ, ή ασκώ αγυρτεία.
Βωμολόχος είναι λοιπόν ο περί τους βωμούς λοχών (παραμονεύων, ενεδρεύων) επαίτης, με σκοπό να λάβει κάτι από τα κρέατα των θυσιών.
Κατά το λεξικό Σουϊδα (Σούδα) βωμολόχος είναι «ο κακούργος, ασεβής, παρά τους λοχώντας τα εν τοις βωμοίς επιτιθέμενα θύματα, ή τους θύοντας, ίνα αιτήσαντες λάβωσι τι».
Μελίτη
melitilexeis
0 Σχόλια