Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Αγίου Διονυσίου αρχιεπισκόπου Αιγίνης του θαυματουργού

Ανάμεσα στις φωτισμένες και αγιασμένες μορφές, που στο­λίζουν την Ορθόδοξη Εκκλη­σία και αποτελούν τους πνευματι­κούς οδοδείκτες στην υλιστική κοινωνία του 21ου αιώνα, είναι και ο Άγιος Διονύσιος, ο θαυματουργός πολιούχος και προστάτης άγιος του μυροβόλου νησιού της Ζακύνθου, αλλά και του ευλογημένου νησιού της Αίγινας, ο οποίος με την ολοζώντανη και ακοίμητη παρου­σία του είναι ο θερμός συμπαρα­στάτης κάθε πονεμένης και ταλαιπωρημένης ψυχής.
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1547 και ήταν γόνος της ευγενούς και αρχοντικής οικο­γένειας των Σιγούρων, η οποία καταγόταν από Νορμανδούς σταυροφόρους ιππότες. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γραδενίγος ή Δραγανίγος Σιγούρος και η οικονομική ευμάρεια της αριστοκρατικής του οικογένειας του έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσει αξιόλογη και πολύ­πλευρη μόρφωση.
Η θεία πρόνοια τον προετοίμα­ζε όμως για άλλους δρόμους. Σε ηλικία 21 ετών μένει ορφανός και αποφασίζει να απαρνηθεί τα εγκόσμια και να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή. Γι’ αυτό κείρεται μο­ναχός λαμβάνοντας το όνομα Δανιήλ και εγγράφεται στη μονή της Μεταμορφώσεως Σωτήρος των Στροφάδων Νήσων, ενώ το 1570 καθίσταται ισόβιος ηγούμενος της ιστορικής μονής της Παναγίας Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο, η οποία ανεγέρθηκε το 1381. Ο Άγιος ακτινοβολεί με την πνευματικότητα και τις αναρίθμητες αρετές του και γίνεται πρότυπο μοναχού και πόλος έλξης για εκατοντάδες ψυχές, που βρίσκουν την παρηγοριά, την ανακούφιση και τη γαλήνη κοντά του.
Το 1577 αναχωρεί από τη Ζάκυνθο για να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα. Στο ταξίδι του αυτό περνά από την Αθήνα και επισκέπτεται τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα, ο οποίος τον παρακινεί να χειροτονηθεί επίσκοπος και να αναλάβει την επί 40 έτη χη­ρεύουσα Αρχιεπισκοπή της Αίγι­νας. Ο Δανιήλ αρνείται την πρόταση, αλλά μετά από πίεση χει­ροτονείται επίσκοπος Αιγίνης λαμ­βάνοντας το όνομα Διονύσιος προς τιμήν του πολιούχου των Αθηνών Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Στην Αίγινα ο Άγιος αναδεικνύεται φιλόστοργος ποι­μένας των κατοίκων της επαρχίας του, προσφέροντας σε όλους ως λύχνος Χριστού την πνευματική του καθοδήγηση. Ο ταπεινός όμως ιεράρχης νοσταλγεί την κατά Θεόν ησυχία και άσκηση. Γι’ αυτό και το 1578 παραιτείται από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αίγινας και επιστρέφει στη Ζάκυνθο και στο μοναστήρι της Παναγίας Αναφωνήτριας. Εκεί διορίζεται από τον Πα­τριάρχη Ιερεμία Β' χωρεπίσκοπος και πρόεδρος της Ζακύνθου. Στο νησί αναπτύσσει αφιλοκερδώς πλούσια ποιμαντική δραστηριότητα, η οποία όμως ενοχλεί τον αρχιεπίσκοπο Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Φιλόθεο Λοβέρδο. Τότε ο Άγιος αποφασίζει να αποτραβηχτεί στο μοναστήρι του, προτιμώντας την ησυχία και την προσευχή. Έτσι αποφεύγει με αυτό τον τρόπο την αντιπαράθεση με τον Φιλόθεο και τη διατάραξη της ειρήνης μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Το 1580 ο μεγαλύτερος αδελφός του Αγίου, ο Κωνσταντίνος, δολοφονείται. Ο φονιάς, που καταζητείται από τις αρχές, βρίσκει καταφύ­γιο και προστασία στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας,
όπου εξομολογείται το βαρύτατο αμάρτημά του στον Άγιο, χωρίς να γνωρίζει, ότι είναι ο αδελφός του θύματος. Ο Άγιος υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση και αναδεικνύεται γνήσιος μιμη­τής Ιησού Χριστού προσφέροντας σε όλους μας ένα ζωντανό και φωτεινό παράδειγμα χριστιανικής αγάπης και συγχωρητικότητος. Έτσι κρύβει τον φονιά από αυτούς, που τον ψάχνουν για να τον συλλάβουν. Στη συνέχεια τον συγχωρεί, τον καθοδηγεί πνευμα­τικά και τον φυγαδεύει με μία βάρκα.
Το 1581 βά­ζει ανεπιτυχώς υποψηφιότητα για τον θρόνο της Αρχιεπισκοπής Ζακύνθου και Κεφαλληνίας και το 1583 εκλέγεται εφημέριος στον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου. Όμως ο πόθος του για ησυχία και άσκηση τον οδηγεί και πάλι στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας, όπου θα παραμείνει τα τελευ­ταία χρόνια της ζωής του μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου του 1622, ημέρα κατά την οποία ο Άγιος καταβε­βλημένος από τα γηρατειά και τις ασθένειες, εγκατέλειψε την επίγεια ζωή. Την επόμενη ημέρα το λείψανο του Αγίου μεταφέρθηκε στο μοναστή­ρι των Στροφάδων και λίγα χρόνια αργότερα κατά την ανακομιδή βρέθηκε ακέραιο και ευωδιάζον. Το 1645 το λείψανο του Αγίου μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο εξαιτίας του βενετοτουρκικού πολέμου, αλλά αργότερα θα επιστρέψει και πάλι στις Στροφάδες. Το 1703 ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Γαβριήλ διεκήρυξε με επίσημη πατριαρχική και συνοδική πράξη την αγιότητα του Αγίου και ορίστηκε η 17η Δεκεμβρίου ως η ημέρα εορτασμού της μνήμης του. Το 1717 πειρατές λεηλάτησαν τη μονή των Στροφάδων και οι διασωθέντες μοναχοί πήραν το λείψανο και το μετέφεραν στις 24 Αυγούστου του 1717 στη Ζάκυνθο, ημέρα του κατ’ έτος πανηγυρικού εορτασμού της ανακομιδής του ιερού λειψάνου.
Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, που έχει τελέσει ο Άγιος με τη χάρη του Θεού και χιλιάδες είναι οι προσκυνητές, που καταφθάνουν στη Ζάκυνθο για να προσκυνήσουν το εδώ και τέσσερις αιώνες άφθαρτο λείψανο του Αγίου, που φυλάσσεται μέσα στην αριστουργηματική αργυρόγλυπτη λάρνακα του 1829 στον ομώνυμο περικαλλή ναό.
Ο μεγαλοπρεπής και ευρύχωρος ναός του πολιούχου της Ζακύνθου Αγίου Διονυσίου κτίσθηκε σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής με σχέδια του καθηγητού και ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου. Θεμελιώθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1925 και εγκαινιάσθηκε στις 22 Αυγούστου 1948, κοσμείται δε με πυργοειδές κωδωνοστάσιο ύψους 37 μέτρων, το οποίο αποτελεί σύμβολο και σημείο αναφοράς για τους απανταχού της Γης Ζακυνθινούς. Αλλά και στην Αίγινα ο Άγιος Διονύσιος τιμάται επισήμως ως πολιούχος με νομοθετικό διάταγμα από τα μέσα του 20ού αιώνα, αφού η παλαιά και πλήρης ονομασία του μητροπολιτικού ναού του νησιού είναι «ιερός ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αγίου Διονυσίου». Μεγάλη είναι και η ευλάβεια των εν Αθήναις διαβιούντων Ζακυνθίων και Αιγινητών προς τον προστάτη τους άγιο, η οποία αποδεικνύεται από τον κατ’ έτος λαμπρό εορτασμό της μνήμης του στους ιστορικούς ιερούς ναούς της Αγίας Ειρήνης οδού Αιόλου και του Αγίου Γεωργίου Καρύτση αντίστοιχα.
Η τιμή και η θαυματουργική χάρη του Αγίου Διονυσίου δεν περιο­ρίζεται στα στενά γεωγραφικά όρια της Ζακύνθου και της Αίγινας. Έτσι η Πάτρα τιμά τον άγιο με περικαλλή ιερό ναό επ’ ονόματί του, ο οποίος ανεγέρθηκε το 1927, ενώ η Λευκάδα τον τιμά με λιτανεία της «Λάρνακος» στους δρόμους της πόλης, που ξεκινά από τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την ευγνωμοσύνη της προς τον Άγιο, που με τη θαυματουργική του επέμβαση έσωσε τους κατοίκους από τον κατα­στροφικό σεισμό της 16ης Δεκεμβρίου του 1869. Πλούσια είναι και η υμνογραφία του Αγίου, αφού προς τιμήν του έχουν συνταχθεί τέσσερις πλήρεις ασματικές ακολουθίες, καθώς και παρακλητικοί και λιτανευτικοί κανόνες, εγκώμια, ευλογητάρια και χαιρετισμοί.
Άγιος Διονύσιος: ο ζωντανός και άφθορος Άγιος της Εκκλησίας, που προσφέρει πλούσια τη θαυματουργική του χάρη και αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα χριστιανικής πίστης και αγάπης, υπομονής και ευσπλαχνίας, ασκητικής ζωής και ταπει­νοφροσύνης.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια