Τροφικές αλλεργίες προσβάλουν περίπου το 7-8% του παιδικού πληθυσμού και αποτελούν το πιο συχνό πρόβλημα της βρεφικής και νηπιακής ηλικίας.
Η συχνότητα εμφάνισης τροφικής αλλεργίας στα παιδιά είναι σχεδόν διπλάσια από ότι στους ενήλικες.
Το πιο κοινό τροφικό αλλεργιογόνο είναι το γάλα της αγελάδας και ακολουθούν το αυγό, το φιστίκι, το ψάρι, η σόγια , το σιτάρι και τα οστρακοειδή. Για την αντιμετώπιση της αλλεργίας από γάλα αγελάδας, οι επιστήμονες συνιστούν τον μητρικό θηλασμό (ο οποίος μερικές φορές θα πρέπει να συνοδεύεται και από τον αποκλεισμό από τη δίαιτα της θηλάζουσας τροφίμων που μπορεί να προκαλέσουν αλλεργία στο βρέφος) τα υποαλλεργικά γάλατα και η υποαλλεργική διατροφή.
«Η συχνότητα της αλλεργίας στο γάλα αγελάδας υπολογίζεται στο 2-3% των βρεφών και ελαττώνεται με την αύξηση της ηλικίας.
Η αλλεργία στο γάλα της αγελάδας εκδηλώνεται με συμπτώματα κυρίως από το πεπτικό σύστημα και το δέρμα και είναι δυνατόν να είναι άμεσου ή επιβραδυνόμενου ή μεικτού τύπου.
Οι εκδηλώσεις από τον πεπτικό σωλήνα μπορεί να αφορούν τον οισοφάγο, το στομάχι, το λεπτό έντερο ή και το παχύ έντερο» αναφέρει η επίκουρη καθηγήτρια παιδιατρικής-παιδιατρικής γαστρεντερολογίας στο ΑΠΘ Μαρία Φωτουλάκη, σε ανακοίνωση που θα παρουσιάζει στο 40ο Παιδιατρικό Συνέδριο της Παιδιατρικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος το οποίο θα πραγματοποιηθεί 27-28 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη.
«Η στρατηγική για την αντιμετώπιση της αλλεργίας στο γάλα αγελάδας περιλαμβάνει αποκλεισμό των πρωτεϊνών γάλακτος αγελάδας από τη διατροφή. Κατά κανόνα υπάρχει διασταυρούμενη αλλεργία με το γάλα της κατσίκας και της προβατίνας.
Ως εκ τούτου αποκλείεται επίσης το κατσικίσιο και το πρόβειο γάλα. Βρέφη με αλλεργία στο γάλα αγελάδας έχουν αλλεργία και σε άλλες πρωτεϊνες όπως σόγιας 10-70%, μητρικού γάλακτος (από διατροφή της μητέρας ) 20%, πεπτίδια υδρολυμένης πρωτεϊνης αγελαδινού γάλακτος 10%.
Ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός με ή χωρίς δίαιτα αποκλεισμού της μητέρας αποτελεί την πιο σωστή διατροφή για το βρέφος με αλλεργία στο γάλα αγελάδας. Τα γάλα της μητέρας αποτελεί ιδανική διατροφή για το βρέφος τους πρώτους 6 μήνες και μπορεί να συνεχιστεί μετά την εισαγωγή στερεάς τροφής μέχρι τους 12 μήνες της ζωής.
Επιπλέον συνιστάται καθυστέρηση της εισαγωγής στερεάς τροφής ως την ηλικία των 6 μηνών. Σε βρέφη που δε θηλάζουν χορηγείται υποαλλεργικό βρεφικό γάλα» αναφέρει μεταξύ άλλων σε ανακοίνωση που θα παρουσιάσει στο ίδιο συνέδριο η ομότιμη καθηγήτρια παιδιατρικής -παιδιατρικής γαστρεντερολογίας Σάντα Νούσια-Αρβανιτάκη.
Υποαλλεργικό γάλα , όπως εξηγεί η κ Νούσια-Αρβανιτάκη, είναι εκείνο το οποίο γίνεται ανεκτό από το 90% των βρεφών με αποδεδειγμένη αλλεργία στο γάλα αγελάδας.
Στην αντιμετώπιση των κλινικών εκδηλώσεων της αλλεργίας στο γάλα αγελάδας αποτελεσματικά κατά κανόνα είναι τα γάλατα εκτεταμένης υδρόλυσης τα οποία παράγονται με συνδυασμό τεχνολογικών μεθόδων.
Στην περίπτωση που οι ασθενείς αναπτύξουν αλλεργία και στο γάλα εκτεταμένης υδρόλυσης τότε χορηγείται γάλα αμινοξέων. Επίσης από το γάλα αμινοξέων μπορούν να επωφεληθούν βρέφη με αλλεργική γαστρίτιδα, δωδεκαδακτυλίτιδα και στασιμότητα σωματικού βάρους, αλλεργική κολίτιδα, εκτεταμένο ατοπικό έκζεμα και κλινικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια αποκλειστικού μητρικού θηλασμού.
Στην ήπια αλλεργία ως γάλα πρώτης επιλογής χορηγούνται τα γάλατα μερικώς υδρολυμένης πρωτεϊνης τα οποία δεν είναι υποαλλεργικά αλλά έχουν ελαττωμένη αντιγονικότητα και είναι εύπεπτα.
Τα γάλατα πρωτεϊνης σόγιας, όπως αναφέρει η κ Νούσια-Αρβανιτάκη, δεν πρέπει να χορηγούνται σε βρέφη μικρότερα των 6 μηνών τα οποία έχουν αλλεργία στο γάλα αγελάδας , διότι μπορεί να αναπτύξουν αλλεργία στη σόγια. Επειδή το γάλα σόγιας έχει χαμηλό κόστος και καλύτερη γεύση μπορεί να χορηγηθεί σε νήπια με αλλεργία στο γάλα αγελάδες αφού αποδειχθεί η ανοχή του παιδιού στην πρωτεϊνη σόγιας .
«Το υποαλλεργικό γάλα και γενικά η υποαλλεργική διατροφή συνεχίζεται αυστηρά ως την ηλικία των 12 μηνών. Μετά τους 12 μήνες, συνιστάται μια δόση πρόκλησης (αλλεργίας) ανά εξάμηνο επί 3 χρόνια και κατόπιν κάθε χρόνο ώσπου να αποδειχθεί ανάπτυξη ανοχής» αναφέρει στην ανακοίνωσή της η κ Νούσια-Αρβανιτάκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι 5 στα 10 παιδιά αναπτύσσουν ανοχή στον ένα χρόνο, 7 στα 10 στα 3 χρόνια και 9 στα 10 στα 4 χρόνια.
Η συχνότητα εμφάνισης τροφικής αλλεργίας στα παιδιά είναι σχεδόν διπλάσια από ότι στους ενήλικες.
Το πιο κοινό τροφικό αλλεργιογόνο είναι το γάλα της αγελάδας και ακολουθούν το αυγό, το φιστίκι, το ψάρι, η σόγια , το σιτάρι και τα οστρακοειδή. Για την αντιμετώπιση της αλλεργίας από γάλα αγελάδας, οι επιστήμονες συνιστούν τον μητρικό θηλασμό (ο οποίος μερικές φορές θα πρέπει να συνοδεύεται και από τον αποκλεισμό από τη δίαιτα της θηλάζουσας τροφίμων που μπορεί να προκαλέσουν αλλεργία στο βρέφος) τα υποαλλεργικά γάλατα και η υποαλλεργική διατροφή.
«Η συχνότητα της αλλεργίας στο γάλα αγελάδας υπολογίζεται στο 2-3% των βρεφών και ελαττώνεται με την αύξηση της ηλικίας.
Η αλλεργία στο γάλα της αγελάδας εκδηλώνεται με συμπτώματα κυρίως από το πεπτικό σύστημα και το δέρμα και είναι δυνατόν να είναι άμεσου ή επιβραδυνόμενου ή μεικτού τύπου.
Οι εκδηλώσεις από τον πεπτικό σωλήνα μπορεί να αφορούν τον οισοφάγο, το στομάχι, το λεπτό έντερο ή και το παχύ έντερο» αναφέρει η επίκουρη καθηγήτρια παιδιατρικής-παιδιατρικής γαστρεντερολογίας στο ΑΠΘ Μαρία Φωτουλάκη, σε ανακοίνωση που θα παρουσιάζει στο 40ο Παιδιατρικό Συνέδριο της Παιδιατρικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος το οποίο θα πραγματοποιηθεί 27-28 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη.
«Η στρατηγική για την αντιμετώπιση της αλλεργίας στο γάλα αγελάδας περιλαμβάνει αποκλεισμό των πρωτεϊνών γάλακτος αγελάδας από τη διατροφή. Κατά κανόνα υπάρχει διασταυρούμενη αλλεργία με το γάλα της κατσίκας και της προβατίνας.
Ως εκ τούτου αποκλείεται επίσης το κατσικίσιο και το πρόβειο γάλα. Βρέφη με αλλεργία στο γάλα αγελάδας έχουν αλλεργία και σε άλλες πρωτεϊνες όπως σόγιας 10-70%, μητρικού γάλακτος (από διατροφή της μητέρας ) 20%, πεπτίδια υδρολυμένης πρωτεϊνης αγελαδινού γάλακτος 10%.
Ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός με ή χωρίς δίαιτα αποκλεισμού της μητέρας αποτελεί την πιο σωστή διατροφή για το βρέφος με αλλεργία στο γάλα αγελάδας. Τα γάλα της μητέρας αποτελεί ιδανική διατροφή για το βρέφος τους πρώτους 6 μήνες και μπορεί να συνεχιστεί μετά την εισαγωγή στερεάς τροφής μέχρι τους 12 μήνες της ζωής.
Επιπλέον συνιστάται καθυστέρηση της εισαγωγής στερεάς τροφής ως την ηλικία των 6 μηνών. Σε βρέφη που δε θηλάζουν χορηγείται υποαλλεργικό βρεφικό γάλα» αναφέρει μεταξύ άλλων σε ανακοίνωση που θα παρουσιάσει στο ίδιο συνέδριο η ομότιμη καθηγήτρια παιδιατρικής -παιδιατρικής γαστρεντερολογίας Σάντα Νούσια-Αρβανιτάκη.
Υποαλλεργικό γάλα , όπως εξηγεί η κ Νούσια-Αρβανιτάκη, είναι εκείνο το οποίο γίνεται ανεκτό από το 90% των βρεφών με αποδεδειγμένη αλλεργία στο γάλα αγελάδας.
Στην αντιμετώπιση των κλινικών εκδηλώσεων της αλλεργίας στο γάλα αγελάδας αποτελεσματικά κατά κανόνα είναι τα γάλατα εκτεταμένης υδρόλυσης τα οποία παράγονται με συνδυασμό τεχνολογικών μεθόδων.
Στην περίπτωση που οι ασθενείς αναπτύξουν αλλεργία και στο γάλα εκτεταμένης υδρόλυσης τότε χορηγείται γάλα αμινοξέων. Επίσης από το γάλα αμινοξέων μπορούν να επωφεληθούν βρέφη με αλλεργική γαστρίτιδα, δωδεκαδακτυλίτιδα και στασιμότητα σωματικού βάρους, αλλεργική κολίτιδα, εκτεταμένο ατοπικό έκζεμα και κλινικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια αποκλειστικού μητρικού θηλασμού.
Στην ήπια αλλεργία ως γάλα πρώτης επιλογής χορηγούνται τα γάλατα μερικώς υδρολυμένης πρωτεϊνης τα οποία δεν είναι υποαλλεργικά αλλά έχουν ελαττωμένη αντιγονικότητα και είναι εύπεπτα.
Τα γάλατα πρωτεϊνης σόγιας, όπως αναφέρει η κ Νούσια-Αρβανιτάκη, δεν πρέπει να χορηγούνται σε βρέφη μικρότερα των 6 μηνών τα οποία έχουν αλλεργία στο γάλα αγελάδας , διότι μπορεί να αναπτύξουν αλλεργία στη σόγια. Επειδή το γάλα σόγιας έχει χαμηλό κόστος και καλύτερη γεύση μπορεί να χορηγηθεί σε νήπια με αλλεργία στο γάλα αγελάδες αφού αποδειχθεί η ανοχή του παιδιού στην πρωτεϊνη σόγιας .
«Το υποαλλεργικό γάλα και γενικά η υποαλλεργική διατροφή συνεχίζεται αυστηρά ως την ηλικία των 12 μηνών. Μετά τους 12 μήνες, συνιστάται μια δόση πρόκλησης (αλλεργίας) ανά εξάμηνο επί 3 χρόνια και κατόπιν κάθε χρόνο ώσπου να αποδειχθεί ανάπτυξη ανοχής» αναφέρει στην ανακοίνωσή της η κ Νούσια-Αρβανιτάκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι 5 στα 10 παιδιά αναπτύσσουν ανοχή στον ένα χρόνο, 7 στα 10 στα 3 χρόνια και 9 στα 10 στα 4 χρόνια.
0 Σχόλια