Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
και τη σκούφια την ψηλή του,
μ' όλα τα φτερά. (δις)
Και μία νύχτα με φεγγάρι,
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε το φουκαρά. (δις)
Α! τον τσολιά μας το λεβέντη
βρίσκει στα βουνά
και ταράζει τον αφέντη
το μακαρονά.
Αχ! Τζιάνο
θα τρελλαθώ, Τζιάνο,
με τους τσολιάδες
ποιος μου είπε να τα βάνω.
Α! Ξεκινάει την άλλη μέρα,
μα και πάλι ακούει αέρα
από τον τσολιά. (δις)
Δρόμο παίρνει και δρομάκι,
και πηδάει το ποταμάκι,
ξέρει τη δουλειά. (δις)
Α! Τρώει τις σφαίρες σα χαλάζι
από τον τσολιά,
κι όλο στρατηγούς αλλάζει
για να βρει δουλειά.
Αχ! Τζιάνο
θα τρελλαθώ Τζιάνο,
και στείλε γρήγορα
τα μαύρα μου να βάλω.
Α! Στέλνει ο νέος Ναπολέων,
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά, (δις)
για να βρουν το διάβολό τους
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους,
τσούρμο κουβαλά. (δις)
Α! Και οι Κένταυροι
οι καημένοι
βρε! τι τρομερό!
Νηστικοί, ξελιγωμένοι,
πέφτουν στο νερό.
Αχ! Γκράτσι
να μη σε δω, Γκράτσι,
γιατί σε κάρβουνα αναμμένα
έχω κάτσει.
Α! Τρέχουν σαν τρελλοί στους βράχους
κι από μας και τους συμμάχους
τρώνε την κλωτσιά. (δις)
Και χωρίς πολλές κουβέντες
μπήκαν Έλληνες λεβέντες
μέστην Κορυτσά. (δις)
Α! Μέσα στ΄Αργυρόκαστρο
μπήκε το χακί,
και σημαία κυματίζει
τώρα ελληνική.
Αχ! Τζιάνο
θα τρελλαθώ, Τζιάνο,
γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.
Και πάθαν οι καημένοι
μεγάλη συμφορά,
κι η Ρώμη περιμένει
και κείνη τη σειρά.
0 Σχόλια