Λεξικό των Αρχαίων Σελλών (Ηπειρωτών)
ΑΑ,α (κοφτό) = τι; ορίστε; πώς;
Αααααα! = πω! πω! πω!, τι είπες ωρέ, έγινε τέτοιο πράμα!
Αβγατίζω = Αυξάνω. Αβγάτσε ο Γιορς το κοπάδ!
Αγάνωτος= Αυτός που δεν γανώθηκε, ο χωρίς καλάι, (κασσίτερος). Η επικασσιτέρωση. Έμειναν αγάνωτα τ' αγγιά, (τα κατσαρολικά). Υπάρχει και το τραγούδι του Αλέκου Κιτσάκη: Ο Γανωτήηηηηηης (Άι, άι, να μας γανώσ' τ΄αγγιά). Αυτή που δεν γαμήθηκε. Τι να την κανς μωρέ αυτήνε. Αγάνωτη είναι!
Αγάντα, Αγαντάρω= Στήριγμα, στηρίζω κάποιον, βαστάω, κάνε κουράγιο. Βάστα ωρέ να σε πιάκω. Αγάντα Γιορ κι θα κιρδίσουμε τον Φούσκα.
Αγγιά= Οι κατσαρόλες και τα άλλα κουζινικά, τα γενετικά όργανα του άνδρα. Θα μ' απαυτώσεις τ' αγγιάμ'! Τα γάνωσες τ' αγγιά;
Αγκούσα= Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό και μερικές φορές με μυξιάρικο κλάμα, το βάρος στο στήθος. Έλεγε η Γιώργαινα στη μάνα μου τη Μήτσαινα. Άι Μήτσαινα έχω μια αγκούσα ιδώγια σαν κρόθο, και έδειχνε το στέρνο.
Αγουρίδα = Ζουμί από άγουρα σταφύλια που την φτιάχνουν τις ημέρες της νηστείας το 15Αύγουστο. Ρίχνουν ζάχαρη για να είναι λίγο γλυκιά. Τι έφαες; Έφτιακα μια αγουρίδα.
Αζάπωτος=Ο ζωηρός, ο ελεύθερος. Δεν ζαπώνεται αυτός, είναι αζάπωτος. Ζάπωστο μωρέ το κριάρι!
Άι = προτρεπτικό μόριο με την έννοια του πήγαινε. Άι γαμίσ, άι στο διάτανο, άι σιαπέρα κλπ κλπ.
Άι! = Επιφώνημα. Ωχ, συνώνυμο του Όι. Άι! χτύπησα το δάχλο.
Ακουρμένομαι= Ακούω με μεγάλη προσοχή, μερικές φορές βάζοντας το χέρι και στο αυτί. Για ακούρμαξε, τι αντράλα είναι αυτή;
Αλλαξιά= Η δεύτερη φορεσιά. Δεν έχς άλλ' αλλαξιά να πας στο πανηύρ;
Αλάργα= Μακρυά. Αλάργα από μένα. Πού πάς αλάργα;
Αλάρωτος= Αυτός που δεν λαρώνει, που δεν ησυχάζει. Δεν λαρώνει πουθενά αυτό το πδί.
Αλσίβα= Η χρήση ζεστού νερού με στάχτη, για το πλύσιμο των ρούχων.
Αλαφροϊσκιοτος= Ελαφρύς + ίσκιος. Αυτός που βλέπει φαντάσματα, νεράιδες, σατανάδες καλικάτζαρους και λοιπά ζούδια. Ο μακαρίτης, ο θείος μου ο Κώστας, ήταν κατά τη μάνα μου αλαφροϊσκιοτος κι πολλές φορές είχε ξυπνήσει τον πατέρα μου να πάνε να δούνε τι είχε βαρέσει με τις πέτρες τη νύχτα.
Αλιά = Επίρρημα. Αλίμονο. Αλιά απ' αυτόν που πάει.
Άλσος (ο)= η αλυσίδα. ο σκύλος έσπασε τον άλσο. Φέρε τον άλσο να τον δέσω.
Αλφή = η αλοιφή
Αλχτάω= Γαυγίζω. Αλχτάς σαν σκ(υ)λί. Τι αλχτάς ωρέ;
Αμαρκάλιστο, (το) = Το ζώο που δεν μαρκαλίστηκε δηλαδή που δεν έμεινε έγγυο. Πώς πήγε το μαρκάλο, Γιορ; Άσε, τρεις πρατίνες έμειναν αμαρκάλιστες.
Αμίτες, (οι) = Οι ΕΑΜΙΤΕΣ. Ήρταν οι αμίτες και τ'ς πήραν.
Αμούν = Επίρρημα. Έγινε άφαντος. Εξαφανίστηκε.
Άμπουρας= Ο ατμός, ο αχνός. Βγάζει άμπουρα ο λουλάς, χαμήλωσε τη φωτιά.
Αμπώχνω= Σπρώχνω, άμπωξε μωρέ την πόρτα! Μη μ΄αμπώχνς ωρέ! άμπωξε προς τα κάτ.
Ανθήνα= Αθήνα. Ο Κώτσιου: Πότε θα πας στην Ανθήνα να μου πάρς ένα διματάκι για το πδι.
Αντράλα = Η φασαρία. Έγινε μεγάλη αντράλα στο πανυήρ!
Απέ, απέου = Έπειτα, μετά. « Έη μου είπε, σαν πας αδά, σύρε και κάτζε καμιά δεκαριά μέρες και απέ νάρθης πίσω.» Από το ημερολόγιο του Φώτου Τζαβέλλα σε συνομιλία με τον θείο του Διαμάντη.
Απκάτ = Από κάτω. Την έβαλε απκάτ κι τη σιαφάκωσε.
Αντράλα = Μεγάλη φασαρία, τζερτζελές. Ήρθε ένας μεθυσμένος στο πανηγύρι κι έκανε μια αντράλα άλλο πράμα.
Απαφτώνω= Κάνω έρωτα. Την απάφτωσε την νύφ; Την απάφτωσε στ' αχούρ του Γιορ. Τους έπιασαν να απαφτώνονται.
Απέκεια= Από εκεί, απέκεια ήρθες;
Απίπκα, απίκπα (επίρρημα) = Μπρούμητα.
Απόλκα = Αόριστος του απολύω. Σ' απόλκε η αστυνομία; σ' απόλκε ο στρατός; απόλκε η λειτουργία;
Απόσκιο = Το δειλινό.
Αραδίζω =Βαδίζω σε ξένο χωράφι. Εγώ κυρ Πρόεδρε, χρόνια αράδιζα απ΄το χωράφ του Γιόρ κι προχτές δεν μ'άφκε.
Αραγώι= Το πίσω μέρος του σπιτού. Καθάρσες το αραγώι να μη μπουν τα νερά στο σπίτ;
Αρεσειά, (η) = Αυτό που μου αρέσει, της αρεσκείας μου. Έψαχνε ο Κωσταντάκης να βρει γυναίκα της άρεσειάς του. Να βρει ψηλή, να βρει λιγνή κλπ.
Αρβάλα= Όλοι μαζί ένα τσιουβάλι. Ο ένας πάνω στον άλλο. Πολύς κόσμος στο λιωφορείο. Αρβάλα ήρθαμαν.
Αρέντα, αρεντεύω= τρεχάλα, τρέχω. Αρέντα έφτακα στο σπίτι.
Αρκουμένουμι / ακουρμένομαι= Αφουγκράζουμαι. Τι αρκουμένς ωρέ; Για αρκουμάς; (Για ακούμαξε.)
Αρμέω = Αρμέγω. Τι κάνς; Αρμέω τα πράιτα.
Αστοχάω= Ξεχνάω. Τι φνάζς; Αστόχ(η)σα.
Αστραπόπτσα = Τον βάρεσε αστραπόπτσα = Χάζεψε, μπαντάλεψε τελείως,. Τι κάνς ιδώ ωρέ, αστραπόπτσα σε βάρσε;
Αστρέχα= Ο κενός χώρος μεταξύ της στέγης και του ταβανιού. Κρύφτηκε στην αστρέχα.
Αφάνσα= Αόριστος του εξαφανίζω. Αφάνσαν όλους τους λαγούς απ' τα Κουπάκια, (τοποθεσία).
Αφανίσ΄= Προστακτική του αφάνσα.
Αφύσκιος= ο Αφύσικος, ο άσχημος. Δεν τον παίρνω για άντρα, είναι αφύσκ(ι)ος.
Αυτού= εκεί. Θάρθω το βράδυ αυτού. Αυτού είσαι;
Αχούρι= ο αχυρώνας, ο σταύλος, η ακαταστασία. Αχούρ τόκανες ιδώ μέσα.
Αχπάν= Από επάνω. Πού είσαι μωρή; Αχπάν. Αχ'πάν ιγώ απ'κάτ ισί.
Άχνα= Η ανάσα, μεταφορικά η απόλυτη σιωπή. Τον έπιακαν κι δεν έβγαλε άχνα. Κάτσε αυτού κι μη βγάλς άχνα.
Αχαμνά= Τα γενετικά όργανα του άνδρα. Με βάρσε στα αχαμνά.
Αχαμνός= Ο λιπόσαρκος, ο αδύνατος. Μεταφορικά ο κακός. Αυτό τ' αρνί ίνι αχαμνό. Αχαμνός άνθρωπος ο Γιορς.
Αψύς = Τσουχτερός, ο νευρικός. Είναι αψύ το κρασί. Άστον αυτόν είναι αψύς.
Αψ’χάου =Τσιγκουνεύομαι. Δεν αψιχάου μάτιαμ ιγώ.
Β
Βάβω, Βάβου (η)= Η γιαγιά. Τι κάνς βάβου; Ω! βάβω.
Βαϊζω = Γέρνω από τη μια μεριά, βαδίζω σκυφτός. Ωρέ Γιορ βαϊζει το σαμάρ.
Βατσίνα =Το εμβόλιο. Σήμερα στου σχολείου κάναμαν βατσίνες.
Βαρβατιάζω = βρίσκομαι σε γενετήσιο οργασμό. Αφορά τα τραϊά, (τραγιά)
Βαρβατίλα, (τραγίλα) =Ορέ αυτούνος ζεκοπάει βαρβατίλα δηλαδή βρωμάει από την εκσπερμάτωση όπως το τραϊ.
βαρβατσέλ’ (το)= Το μικρό τραϊ, που θέλει να κάν τον τράγο. Μεταφορικά ο μικρός που παριστάνει τον γαμιά.
Βαρκό (το) = Η μουτσιάρα, το μέρος, (χωράφι), που έχει συνέχεια νερό. Δεν κάν μάτιαμ τίποτες αυτό το χωράφ. Είνι βαρκό.
Βασλιάς= Ο βασιλιάς. Ψωμί κι ελιά και Κότσιου βασλιά.
Βατσνιά= Τα βάτα. Πούσουν ορέ χαμένου κι γρατζουνίθκες; Σε κάτ βατσνιές εδώ σιακάτ.
Βζί (το) =Γυναικεία στήθη. Μωρή κρύψ τα βζιάσ.
Βίτσα, βέργα = Λεπτό κλαδί ειδικά από κρανιά με το οποίο οι δάσκαλοι μας βάραγαν στα χέρια και στα πόδια. Έφαγα κάτ βιτσιές σήμερα, άλλο πράμα.
Βιτούλι= Χρονιάρκο κατσίκι. Άι αυτός πδάει σαν βετούλ.
Βλάρ’ (το)= Τόπι υφάσματος που υφαίνεται στον αργαλειό και έφτιαχναν τα βλαρίσια ρούχα.
Βλιώρα = Η λέρα, η βρωμιά, ζιζάνιο των διαφόρων σιτηρών, για να έχει και σημασία η έκφραση: Άι κακή βλιώρα να σε πιάκ. Πάντως είναι και επίθετο κυρίως της Θεσσαλίας.*
Βόιδ= Το βόδι. Άι ρε βόιδ απδώ.Ντιπ βόιδ είναι αυτός.
Bοϊδόπτσα = μαστίγιο από ξεραμένο πέος βοδιού. Για να πονάει περισσότερο την βάζουν στο νερό. Ωρέ βρεμέν βοϊδόπτσα που σας χρειάζετι! Να τα πιακς με μια βοϊδόππτσα, να τσαλλάξς τα φώτα. Αγαπημένη έκφραση του αγαπητού μου συγχωριανού και φίλου Χρήστου Δημ....
Βολά = Αριθμητικό, φορά. Μια βολά και ένα καιρό. Πόσες βολές πήγις Γιορ στο παζάρ; Μια βολά πέρσ.
Βουζίλα (η)= η σφήνα, ο μοχλός. Βάλε βουζίλα και σπρώξε.
Βουζοκράτι= Ο στηθόδεσμος. Πού τόχς μωρή το βουζοκράτ;
Βουρλίζομαι = Τρελαίνομαι.Τι σέπιακε κι γυρουφέρνς ορέ, βουρλάθκες;
Βούρτσος, (ο)= ο σκαντζόχοιρος. Στιχομυθία μικρών στο χωριό μου βλέποντας το πουλί μιας γραφικής χωριανής μας. Τίν τούτο; Μιν ίνι Βούρτσος; Όι δεν ίνι βούρτσος, ίνι κριγιάσι κόκκινο.
Βτσέλα (η) = Ειδική ξύλινη κατασκευή μεταφοράς νερού, η βαρέλα, την οποία μεταφέρουν οι γυναίκες στην πλάτη.. Ζαλικώθκε τη βτσέλα.
*Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Πηγή: Σπύρος Εργολάβος, Γεώργιος Παπακώστας, Φρίξος Πούρλης, Κώστας Καραγιαννίδης
Κόσσα και Βλιώρα
Κόσσα και Βλιώρα ονομάζονταν, κατά τις τελευταίες δεκαετηρίδες της Τουρκοκρατίας, τα δύο αντίπαλα κόμματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Κοινότητας των Ιωαννίνων. Η κύρια εκλογική δύναμη του κόμματος της Κόσσας ήταν στις αριστοκρατικές συνοικίες. Και η Βλιώρα είχε μέσα στις τάξεις της ανθρώπους νοικοκυραίους, επαγγελματίες, εμπόρους, ανθρώπους του παζαριού και της δουλειάς. Είχε όμως και ανθρώπους λαϊκούς, ανθρώπους της ψάθας, εύθυμους τύπους και γλεντζέδες.
Γ
Γάκης, (ο) = Το χαϊδευτικό του Γιώργου. Γάκης Φώτης, ήταν ο παπούς μου. Γάκη Μακρύς, ήταν ξάδελφος του παπού μου. Μακρύς διότι ο πατέρας του ήταν ψηλός δηλαδή μακρυός.
Γαλάρια = Τα ζώα που αρμέγονται. Πόσα γαλάρια έχς Γιορ; Α φέτος καμιά 40ριά. Τ'άλλα μείναν στέρφα.
Γάμσα = Αόριστος του γαμώ. Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά π.χ. Χθες γάμσα μα μαυρούλα αλλά και μεταφορικά όπως στις εκφράσεις: "Την γάμσα" δηλαδή έπαθα ζημιά. "Με γάμσε" κάποια ενέργεια όπως δουλειά, διαδρομή, πόνος, αρρώστια κλπ κλπ.
Γάνα, (η) = Η μουτζούρα από τα κάρβουνα. Μασ΄ τα χέρια σ΄ απτά κάρνα, θα γανωθείς.
Γανωματής = Ο καλατζής, ο άνθρωπος που καλαΐζει, γανώνει με καλάι (κασίτερο) τα χάλκινα σκεύη των παλιών νοικοκυριών. Προσωπικά, γανώνω το καζάνι και το καπάκι που είναι χάλκινα για την απόσταξη του τσίπουρου.
Γανωτής = Αυτός που γανώνει. Συνώνυμο του Γανωματή.
Γανώνω = καλαλίζω τα χάλκινα σκεύη. Γαμάω την γκόμενα. Την γάνωσε. Την καλάλισε στον πάτο απ' το χωράφ.
Γαράφα, (η) = Η καράφα. Γυάλινο σκεύος για νερό και άλλα υγρά, (τσίπουρο, λάδι κλπ). Πιας την καράφα με το λάδ!
Γάστρα, (η) = Μεταλλικό σκεύος με το οποίο ψήνεται το ψωμί και διάφορα φαγητά στο τζάκι.
Γατζιάζω = Μου σηκώνεται η τρίχα από ανατριχίλα ή σπό το κρύο ανατριχιάζω. Κάν ψόφο, γάτσιασα.
Γατσουμάλλια (τα)= Οι τρίχες στο σβέρκο του άνδρα και της γυναίκας. Κόψμου λίγο τα γατζουμάλλια!
Γδάρτς, (ο) = Ο γδάρτης. Μάρτς γδάρτς κι κακός παλουκοκάφτς, (παροιμία).
Γεντέκι (το) = Ο γερός άντρας, ο ψηλός. Ένα γεντέκ ως ιδώ πάνω. Ορέ πάει η Κώτσιους; Αυτός ορέ ήταν γεντέκ.
Γιαλάω = Κοροϊδεύω, εξαπατάω κάποιoν. Σε γιαλάει ορέ χαζέ.
Γιάννα, (τα) = Γιάννινα. Πού πας Κώτσιο; Πάω στα Γιάννα!
Γιαστραμμένος= Αυτόν που τον βάρεσε η αστραπή, ο αστραποβαρεμένος. Τι κάνς αυτού γιαστραμμένε; Αυτό το γιαστραμμένο το πδι πού χάθκε πάλια.
Γιδοξούρ, (το) = Κούρεμα γιδιού. Ορέ κουρέφκες σαν γιδοξούρ!
Γιόμα, (η) = Το μεσημεριανό γεύμα.
Γίκος = Τα σκεπάσματα του σπιτιού το ένα πάνω στο άλλο. Η νύφ είχε μεγάλου γίκο.
Γκαβός, (ο) = Ο αλλήθωρος. Ο γκαλιούρης. Ο τυφλός.
Γκισέμ, (το)= Ο αρχηγός του κοπαδιού.
Γκαλιουρίζω = Αλληθορίζω. Τι να τον καμς μωρή αυτόν; Ίνι γκαλιούρς! Με γκαλιούρ αν κοιμθείς το πρωί θα γκαλιουρίζς.
Γκάλπη γίδα = Η καφέ γίδα.
Γκανιάζω = Σκάω. Γκάνιαξε στο κλάμα το πδι.
Γκαργκανάω = Κάνω περίεργους θορύβους. Τι γκαρκανάς ορέ κει πίσω;
Γκλαφουνάω = Γαυγίζω. Τι γκλαφουνάς κει πέρα;
Γκίζα, (η) = Μέτρια ποιότητας μαλακού τυριού.
Γκιλντάρα (η) = Κατρακύλα. Γκιλντάρα έφθασε στον πάτο.
Γιομίζω = Γεμίζω
Γκλάβα (η) = Το κεφάλι. Τι κουβαλάει η γκλάβα σου; Δεν έχει ντιπ μυαλό η γκλάβα σου; Η λέξη είναι σλάβικη και σημαίνει το κεφάλι και μεταφορικά η κεφαλή πχ της εξουσίας, της επιχείρησης κλπ.
Γκλαβανή (η) = Το άνοιγμα με το οποίο ανεβαίνουμε στην αστρέχα. Όλα τα σπίτια στο χωριό που ήταν ταβανωμένα έχουν γκλαβανή.
Γκλιέμαι = Κυλιέμαι. Πού γκιλίθκες μωρή; Γκλίθκα στο χορτάρ με τον Γιόρ.
Γκοτζάμ = Επίρρημα. Αναφέρεται σε μέγεθος ή ηλικία. Έγινε γκοτζάμ παλληκάρι. Ω πατέρα, πως πάει το καλαμπόκ; Καλά πάει. Έγινε γκοτζάμ.
Γκιόσα, (η) = Η μεγάλη σε ηλικία γίδα και μεταφορικά η γερασμένη και άσχημη γυναίκα. Ορέ Κότσιου, αυτή η γκιόσα δεν βράζ με τίποτα. Μωρή γκιόσα, θα σ' φάω τον γκριντζιλιάγκο!
Γκιούμι, (το) = Ειδικό δοχείο από τσίγκο που το χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι είτε για νερό είτε για το γάλα. Υπάρχει και το δημοτικό άσμα "πάρε τα γκιούμια κ΄έλα!
Γκουσταρίτσα = Η σαύρα. Είναι αυτή μια γκουσταρίτσα! Για την πονηρή γυναίκα.
Γκούλιαρας, (ο) = Η γνωστή τραμπάλα. Επειδή τότε δεν υπήρχαν αγορασμένες τραμπάλες, φτιάχναμε αυτοσχέδιες.
Γκούσια = Παιδικό παιχνίδι.
Γκούσταρας = Η μεγάλη πράσινη σαύρα.
Γκρτζέπ = Αυτό που εξέχει από κάπου. Πού τόσκισες το πουκάμσο; Μέπιακε ένα γκριτζέπ.
Γκριτσλιάγκος = Ο λαιμός. Θα σε πιάκω κι θα σου πετάξω πέρα τον γκριτζιλιάγκο. Ποιος θα φάει τον γκριτζιλιάγκο τ' κόκορα;
Γκουρλώνω = Γουρλώνω τα μάτια. Τι γκουρλώνς ορέ τα μάτια σ΄;
Γλιέπω = Βλέπω. Ορέ χαμένε δεν γλιέπς ντιπ;
Γνέμα, (το) = Το νήμα που έχει προκύψει από το γνέσιμο με τη ρόκα.
Γομάρι, (το) = Ο γάϊδαρος. Πού πας ορέ γομάρ.
Γούπατο, (το) = το χαμήλωμα του εδάφους. Μη χτίζς ικί σπίτ. Ίνι γούπατο.
Γούρα, (η) = Τα βαθιά μέρη στα ρέματα και στα ποτάμια σε περιορισμένη βεβαίως έκταση.
Γρέκι, (το) = Ο χώρος κατοικίας του κτηνοτρόφου στο χειμαδιό ή στο βουνό. Θα πάω απόψε στο γρέκι μ'.
Γρένω = Υπάρχει μια ξύλινη κατασκευή, η οποία αποτελείται από δύο τμήματα όπου έχουν τοποθετηθεί λεπτά σύρματα ανάλογα με του φακίρη και εκεί τοποθετούν το πλυμένο μαλλί από τα γιδοπρόβατα και το γρένουν για να γίνει αφράτο, έτοιμο για γνέσιμο με τη ρόκα.
Γρέντζουλο, (το) = Το αγριοστάφυλο. Ανέβκε να φάει γρέντζουλα.
Γρνόπετσο, (το) = Το δέρμα του γουρουνιού. Απ΄ γρνόπετσο ίν΄ τα παπούτσιασ΄;
Γρούν = Ο χοίρος, το γουρούνι.
Γρουμπούλι, (το) = Ο σβώλος, το σπυρί. Έχω ένα γρουμπούλι στον πισινό.
Δ
Δάρτς, (ο) = Ο δάρτης, αυτός που δέρνει. Εργαλείο με το οποίο στουμπίζουν το στάρι και τα άλλα σιτηρά.
Δαυλί, (το) = Αναμένο καμμάτι ξύλου!
Δάχλο = Το δάκτυλο. Έβαλε το δάχλο στο μέλ.
Δαχλιά, (η)=Το αποτύπωμα του δάχλου. Άφκες δαχλιές στο τζάμ!
Δείξι ή Ποίξι (ο) = Έκφραση. Ο τέτοιος ή τρισάθλιος ή άχρηστος. Αυτός τα λέει αυτά γιατί ίνι δειξς και ποιξς!
Διακονάρς, (ο) = Ο ζητιάνος. Θα του δείξω ιγώ του διακον(ι)άρ!
Διπλάρκος (ο, η ,το)= Ο διπλός, ο δίδυμος. Γένσε διπλάρκα.
Δισπότ'ς, (ο) = Ο επίσκοπος, ο δεσπότης. Θα σε πάνω (πάω) παπά, στον δισπότ.
Δκομ΄, ς,τ = Δικό μου, δικό σου, δικό του. Δκοςμ΄ορέ ίνι ο μαστραπάς! Δκόσ΄ή δκότ΄ίνι τούτο;
Δλια, (η) = Η δουλειά.Έκανς τη δλιά σ΄; Αλλά και το γαμίσι. Την έφτιακε τη δλιά με την άλλν.
Δραγάτς, (ο) = Ο Αγροφύλακας.
Δραγουμάνος, (ο) = Ο διερμηνέας. Τι δεν νογάς; Θέλς δραγουμάνο για να πάρς φουτιά;
Δραπέτσ' = Το πολύ ξινό και στυφό φρούτο. Στην πραγματικότητα το άγουρο φρούτο. Δεν τρώγονται τα σταφύλια είναι δραπέτς!
Δρασκελάω = Πηδάω κάποιο εμπόδιο, το περνάω από πάνω. Ο Δραγάτς δρασκέλσε το χαντάκ κι τον έπιακε τον κλέφτ.
Δρασκελιά (η) = Το πήδημα άνευ φόρας. Με μια δρασκελιά μ' έφτακε η Μαριώ.
Ε
Έε = Τι; ορίστι; Τι ίπις;
Έεεεε = Έεεεεεε μη βιάζεσαι μωρή. Έεεεεεε αγάλι αγάλι, ορέ με το μαλκό βάλτν.
Ειδίσματα, (τα)β Όλα τα πράγματα του σπιτιού είτε πρόκειται για ρουχισμό είτε για μαγειρικά σκεύη και γενικώς ό,τι έχει ένα σπίτι. Ούι μκάηκι του σπίτ. Παν τα ειδίσματάμ;
Έφκα = Αόριστος του ρήματος φεύγω. Άι ιγώ έφκα πάω σιακάτ.
Έχος (το ) = Το βιος. Τι έχος έχ ο γαμπρός; Έχ τίποτα ή ίνι ρέστους;
Έστερξα = Αόριστος του ρήματος στέργω. Τέριασα, αποδέχτηκα, συναίνεσα σε κάτι.
Ζ
Ζα (τα) = Τα πράματα, το ζωντανό βιος, τα ζώα. Ω! Κότσιου, πως τάχς τα πράματα; Μια χαρά Γιορ, μια χαρά.
Ζαβός (ο) = Το στραβόξυλο, το ζώο με παραξενιές. Αυτός ο Κότσιους είναι ντιπ ζαβός. Πρόσεξε Γιορ το σκλί είναι ζαβό.
Ζαβλακώνομαι = Έχω χαζέψει ντιπ κατά ντίπ. Πήγα στο χωράφ ντάλα μεσημέρ κι με ζαβλάκωσε ο ήλιους.
Ζαγάρ, (το) = Το κυνηγόσκυλο, ο αργόσχολος. Πού γυρίζ ορέ ζαγάρ; Ω Γιορ, έχς καλό ζαγάρ για το κυνήγ; Δεν άφκε πόρτα για πόρτα το παλιοζαγάρ.
Ζαλίκι, (το) = Δέμα κομένων ξύλων για τη φωτιά το οποίο φορτώνονταν οι γυναίκες στην πλάτη. Όλες οι παλιές γυναίκες έχουν ζαλικωθεί. Μπροστά καβάλα πήγαινε ο άντρας και ακολουθούσε η γυναίκα ζαλικωμένη.
Ζαλικώνομαι = Κουβαλάω ζαλίκι. Πολλές φορές ζαλικώνονταν και τα παιδιά οι γυναίκες όπως και τις βουτσέλες.
Ζαπώνω= Πιάνω, Καταλαμβάνω αυθαίρετα κυρίως κάποια έκταση αλλά και πράγματα. Ορέ Γιορ. Την ζάπωσες την εξουσία. Ζάπωστο το κριάρ απτά αχαμνά.
Ζάφτι (επίρρημα) = Καταφέρω κάτι, κάποιον. Το έκανα ζάφτι το σκυλί. Τον έκανα ζάφτι δηλαδή τον έφερα στα νερά μου ή τον νίκησα.
Ζβάρα, (η) = Είναι αγροτικό εργαλείο με το οποίο φρεζάριζαν τα χωράφια τους παλιά οι αγρότες με τα ζώα. Μεταφορικά η λέξη χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις. Κατέβηκα το βουνό ζβάρα δηλαδή είτε κουτρουβαλώντας είτε με τον πισινό. Μας πήραν ζβάρα και μας έβγαλαν από την άλλη μεριά. Πήρα ζβάρα τα στενά για να σε βρω.
Ζβαρίζω = Δουλεύω με τη ζβάρα.
Ζβαρνάω = Σέρνω. Τι ζβαρνάς ουρέ τα ποδάριασ΄; Προφανώς η λέξη σχετίζεται ετυμολογικά με τη ζβάρα.
Ζβαρνιέμαι = Σέρνομαι. Ζβαρνήθηκε ο Γιορς απτς "Κοντάτες μέχρι τα Κουπάκια"!
Ζβίγκος = Το τίποτα. Τι θα μου φέρς μάνα; Ένα ζβίγκο με χερούλ. Δηλαδή ένα τίποτα με χερούλι. Αργότερα έμαθα ότι ο ζβίγκος είναι νησιώτικο γλυκό.
Ζγά = Σιγά. Ζγα ρε θα με βαρέις!
Ζγκαρλίζω = Αναφέρεται στο επιφανειακό ανακάτωμα του χώματος από τα πτηνά, στην αναζήτηση σπόρων ή
μερικές φορές η πρόθεση στο, στη(ν) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από μπ ντ,ν και π μετατρέπεται και προφέρεται σε ζ, ή ζμ. (ζπλατεία=στην πλατεία)
Ζεματάω = Βάζω κάτι σε καυτό νερό και μεταφορικά κάνει φοβερή ζέστη αλλά και καίγομαι από μια πράξη. Ο ήλιος σήμερα ζεματάει. Με ζεμάτισαν στο χρηματιστήριο.
Ζιάκα, (η) = Σάκος φτιαγμένος από λινάρι ή και από νάϊλον. Χρησιμοποιείται για να βάζουν μέσα τα γενήματα και άλλα πράγματα.
Ζμπλατεία = Στην πλατεία. Πού πάεις Γιορ; Ζμπλατεία.
Ζμπόρτα = Στην πόρτα.
Ζμπούτσαμ = Στην πούτσα μου. Αδιαφορώ.
Ζντουλάπ = Στη ντουλάπα / στο ντουλάπι. Πού ίνι μωρή ο καφές; Ζντουλάπ Γιορ.
Ζουλάω, ζουπάω = Συμπιέζω, πιέζω. Σιγά μωρή με ζούλιξες, (με ζούπισες)!
Ζούπισμα, ζούλισμα = Πίεση, συμπίεση. Το ζούπσες, (το ζούλσες), μωρή το γκόρτσου;
Ζούρα = Το κατακάθι στο λάδι και σε άλλα υγρά προϊόντα. Πολύ ζούρα έχ αυτό το λάδ κομπάρε!
Ζούφιος = Ο άδειος, ο κούφιος, ο ανόητος, ο χαλασμένος. Μωρή Μυγδάλω ο άνδρασ΄ ζούφιος ίνι;
Ζουρλός = Ο τρελός. Πάει ζουρλάθκε ο Γιορς!
Ζωνάρω, (η) = Η γίδα που είναι μαυρόασπρη στην κοιλιά.
Η
Ήβρα = Βρήκα. Πού τον ήβρες μωρή αυτόν τον σιαφλακωμένο;
Ηδώγια = Εδώ. Πού μωρή θα χτίεις σπίτ; Ηδώγια!
Ήρθαμαν = Αόριστος του έρχομαι. Μιτά ήρθαμαν στου Νταλαμάν.
Θ
Θαμπώνω, (ει)= Θολώνω, βραδιάζει, (νυχτώνει). Θάμπωσε το γυαλί της λάμπας. Θάμπωσε μωρή, πού θα πας τέτοια ώρα;
Θάμπωμα= Το σούρωπο, η ώρα που αρχίζει να νυχτώνει. Με το θάμπωμα βγήκε ο Γιορς για καρτέρι.
Θαραπεύομαι = Μεγάλη ικανοποίηση, ευχαρίστηση. Θαραπεύ(τη)κα φαϊ στο πανηύρ.
Θειάκο = Η θεία. Ω! θειάκο, έχς καμιά κοκόσια;
Θέρμες, (οι) = Πυρετός που αναφέρεται κυρίως στις περιπτώσεις της ελονοσίας και που συνοδεύεται με ρίγη. Μια φορά ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών, είχαμε πάει στο σπίτι ενός συγγενούς μας σε διπλανό χωριό και κοιμηθήκαμε εκεί. Το βράδυ τον μπάρμπα μου, όπως είπε το πρωί η θεία, τον είχανε πιάσει οι θέρμες. Εκεί πρωτοάκουσα τη λέξη αυτή. Η λέξη πάντως συνδέεται άμεσα με την ελονοσία.
Θερτής = Ο Ιούνιος.
Θημωνιά= Η τοποθέτηση των δεματιών από τα σιτηρά σε διάταξη κύκλου. Η τοποθέτηση των ξύλων για το τζάκι το ένα πάνω στο άλλο κατά μήκος.
Θιαμένομαι = Απορώ, εκπλήσσομαι, θαυμάζω. Θιάμαξα ωρέ, το κοπάδσ!
Θιάμα= Το θαύμα, η μεγάλη έκπληξη. Ωρέ τι θιάμα ήταν τούτο!
Θρίψα, τρίψα (η) = Η παπάρα, δηλαδή ψωμί τριμένο στο γάλα ή στη φασουλάδα και γενικά στις σούπες. Μωρή Κατέρω,θρίψα τόκανες το φαϊ!
Θκόμου, θκόσου, θκότου =Κτητική Αντωνυμία: δικό μου, δικό σου, δικό του. Θκότου μωρή ίνι το πδί ή θκόσου;
Θλιά = Η θηλιά. Έφτιακε μια θλιά στο πουρνάρ κι κρεμάσκε.
Θράκα, (η) = Τα αναμένα κάρβουνα. Ρίξτ μωρή τη μαντάρα στη θράκα να ψηθεί!
Θρασίμι, (το) = Αυτό που έχει θράσος. Α αυτό δεν ίν πδι. Ίν θρασίμ.
Θύμωμα, (το) = Σημείο του σώματος που έχει πρηστεί και ίσως έχει μαζέψει πύον.
Ι
Ικεία = Εκεί. Πού ν' το καπίστρ ωρέ ζαγάρ; Ικεία!
Ίμουνα, ίσουνα, ίτανε (ρήμα)= Παρατατικός του ρήματος είμαι. Ενικός αριθμός. Πού ίσουνα ψες ρε ζαγάρ; Ψες ίμουν καρτέρ για μπικάτσες, ίτανε αντάμα κι ο Γιορς!
Ίσια = Επίρρημα. Ευθεία, κατευθείαν, προχώρα ευθεία (προτροπή), στρέιτ.
Ισιακάτ, ισιαπάν, ισιαπέρα = Επίρρημα που δηλώνει κατεύθυνση. Ευθεία μπροστά, ευθεία επάνω, ευθεία πέρα.
Ίσκιωμα = Σημείο που δημιουργείται σκιά για προφύλαξη από τον ήλιο, ο πολύ αδύνατος και χλωμός άνθρωπος είτε από τη φύση του είτε από αρρώστεια. Ωρέ σαν ίσκιωμα κατάντσε ο Γιορς. Μωρή Μυγδάλω; αυτό το ίσκιωμα θα πάρς για άντρα; Μερικές φορές το ίσκιωμα μετατρέπεται προφανώς από παραφθορά σε σκιώσμα!
Ισκιώματα = Πληθυντικός του ίσκιωμα, τα φαντάσματα. Άι Γιορ μην πας απέκει, θα σε φαν τα ισκιώματα, (σκιώσματα)!
Ιτσ = Άκλιτο μόριο. Πρώτο συνθετικό διαφόρων εκφράσεων, όπως: Ιτσ τίποτα και ιτστίποτα δηλαδή κάτι παραπάνω από καθόλου. Επίσης χρησιμοποιείται και μόνο του: Έχς μωρέ κανένα φράγκο; Ιτσ! Δηλαδή δεν έχω.
Ιτσ κρίσ= Έκφραση που σημαίνει: την σιωπή ιχθύος, όταν δεν απαντάει κάποιος σε μία παρατήρηση, μούγκα στη στρούγκα, δεν αποκρίνεται. Έχς μωρή κανά χαμπέρ απ' τό Γιορ. Τι να σπω. Ίτσ κρίσ. Τούπα τούπα του κερατά κιαν δεν τούπα, αλλά αυτός; ίτσ κρίσ!
Κ
Kαζάντια (η)= Το αποτέλεσμα της εργασίας κάποιου εκφραζόμενο κυρίως σε χρήμα. Τι καζάντια έκανε ο Γιορς στη ξινιτιά; Ίνα ζβίγκο μι χερούλ!
Καζαντίζω = Κάνω προκοπή.
Καζμάς,(ο)= Η σκαμπάνη.
Καθάριο,το = Το ψωμί από στάρι. Προπολεμικά αλλά και στην μετεμφυλιακή εποχή και πριν αρχίσει η μετανάστευση, σπέρναμε στα χωράφια μας καλαμπόκι και σιτάρι για το ψωμί της χρονιάς. Και οι οικογένειες έφτιαχναν ψωμί μια φορά καθάριο (σταρένιο), μια φορά καλαμποκίσιο ή αλλιώς μπομπότα αν ήταν με μαγιά ή κουλούρα αν ήταν χωρίς μαγιά. Κάποιοι έσπερναν και βρίζα και έφτιαχναν ψωμί από βρίζα.
Κακάβι,(το)= Κατασαρόλα.
Κάκω, (η)= Η θειάκο. Ω! Κάκω, δόμου καμιά κοκόσια!
Καλάι, (το)= Ο κασσίτερος.
Καλαντζής, (ο)= Ο γανωματής. Αυτός που γανώνει τα κακάβια και τα άλλα ειδίσματα.
Καλέσια (η) = Το πρόβατο με άσπρη μύτη και μαύρα χείλια.
Καλιβούτσια, (τα)= Μικρά σπιτάκια, ασήμαντα κτίσματα. Ωρέ Γιορ τι καλιβούτσια έφτιακες εκεί κάτ;
Καλίγωμα, (το)= Το πετάλωμα των μουλαριών, γαϊδάρων και αλόγων.
Καλιγώνω = Πεταλώνω.
Καλούδια (τα)= Τα δώρα που φέρνουν στα παιδιά από την πόλη ή το ταξίδι. Ω! πατέρα τι καλούδια μούφερες ;
Καλυβούτσι, (το)= Μικρό καλυβάκι. Ωρέ Γιορ, εσύ δεν έφτιακες σπίτ, καλυβούτσι έφτιακες.
Καμπλάφ, (το)= Το καλυμμαύχιο. Ω παπά, βγάλ το καμπλάφ σου.
Καμπρολάχανο (το) = Το λάχανο, η μάπα. Προφανώς προέρχεται από τη λέξη κάμβρη = το λάχανο που με τη λακκασουλιώτικη παραφθορά έγινε καμπρολάχανο..
Κανούτα (ο,η,το.)= Η γίδα με σταχτοκίτρινο τρίχωμα
Καπίστρι, (το)= Παρόμοιο αντικείμενο ελέγχου με το χαλινάρι με τη διαφορά ότι δεν περνάει στο στόμα του ζώου.
Καπιστρώνω = Βάζω το καπίστρι στο μουλάρι κλπ. Ω Κωστάκ, πιάς μωρέ το καπίστρ απ' τό μουλάρ!
Καρκαλέτσι,(το)= Ο κοκκύτης. Παιδική ασθένεια. Τι έχ μωρή το πδι κι βηχ έτς; Καρκαλέτσι. Τάιστο μωρή με γάλ από τη γομάρα για να γιάν!
Κάρνα, (τα) = Τα κάρβουνα. Υποψήφιος Δήμαρχος Ιωαννιτών σε προεκλογικό του λόγο στην Καλούτσιανη, (συνοικία της πόλης όπου είχε γύφτους που έφτιαχνα τα λεγομένα γυφτοκάρβουνα), τους έλεγε: Δεν είστε μαύροι γενητάτοι, αλλά είστε μαύροι απ' τά κάρνα.
Καρτεράω = Περιμένω. Τι καρτεράς μωρή κεί κάτ; Καρτεράω τον Κωστάκ απ' τήν Ανθήνα.
Καρσέλα,(η)= Ειδικό έπιπλο που έβαζαν τα ρούχα τους. Δεν υπήρχαν ντουλάπες. Κάθε καλή νύφη θα έφερνε και την καρσέλα της για προικιό.
Κατράω = Ουρώ
Κασάρα (η) = Ιδιόμορφο εργαλείο κοπής κλαδιών, ξύλων για το φούρνο ή το τζάκι και γενικά για την καθημερινή χρήση στις αγροτικές δουλειές. Ω Γιορ, πάρ την κασάρα για κλαρί!
Καστραβέτς (το) = Το αγγούρι. Έχω κάτ καστραβέτσια εφέτους άλλο πράμα!
Καταής = Επίρρημα. Καταγής. Χάμω, κάτω στο έδαφος. Τον έριξα καταής.
Καταντίπ = Ντιπ για ντιπ, όλως διόλου.
Κατόπι = Επίρρημα. Μετά, ύστερα. Και κατόπι θα πάω στα Γιάννα (Γιάννινα)!
Κατσιούλα (η) = Η κουκούλα. Πάρ τη ζιάκα μωρή για κατσούλα!
Kατώι, (το) = Το ισόγειο του δίπατου σπιτιού.
Κιάφι,(το) = Το θείο, θειάφι. σκόνη προστασίας κλημάτων.
Κιοτής, (η) = Ο δειλός, αυτός που δεν έχει θάρρος.
Κιάφισμα,(το)= Το ράντισμα των κλημάτων με θείο.
Κιχ = Η τσιμουδιά. Η σιωπή, ο σκασμός. Μη βγάλς κιχ!
Κλαπατσίγκαλα, (τα) = Τα μουσικά όργανα
Κλάρα, (η) = Το κλαδί. Ω Γιορ, κόψε ωρέ μια κλάρα για την Κανούτα.
Κλαρί, (το) = Παραπάνω από μία κλάρα, το κόψιμο κλαρών. Ω Γιορ πού πας; Πάω να κόψω κλαρί για τις γίδες!
Κόθρος, (ο ) = Η γωνία από το ψωμί που ψήνεται σε ταψί.
Κοκόσια, (η) = Το καρύδι. Ω βάβω, δόμου μια κοκόσια.
Κολλάω = Σκαρφαλώνω. Κολλάω στο δέντρο, κολλάω στην ταράτσα, κολλάω στην σκάλα. Άντε Κωστάκ, κόλλα στη σκαμνιά να φας σκάμνα!
Κοσιεύω = Τρέχω γρήγορα να προλάβω κάτι. Φεύγ' που λέτε η Κανούτα απ' το κοπάδ και κόσιεψε ο Κωστάκς κι την έπιακε στην πατουλιά!
Κοτάω = Είμαι θαρραλέος. Αν κοτάς έλα σιακάτ κι θα σε φτιάκω εγώ!
Κότσιαλο = Το εσωτερικό του καλαμποκιού.
Κορίτες = Ειδικά διαμορφωμένες στενόμακρες κατασκευές είτε από ξύλο είτε από μέταλλικό υλικό στις οποίες τοποθετούν τροφή για τα ζώα ή και νερό.
Κοτζιά, (επίρρημα) = Αρκετά μεγάλο. Έγινε ο Γιορς κοτζιάμ άντρας!
Κουμπλιά,(η) = Η κορομηλιά.
Κούμπλα, (τα) = Τα κορόμηλα.
Κουμπουκλίτσι, (το) = Εξάρτημα κάποιοι μηχανισμού ή συσκευής αλλά και ένα φανταστικό εργαλείο, ένα κουμπί που λύνει όλα τα ζητήματα. Ο Γιορς έχει το κουμποκλίτσι για να λύσ’ όλα τα προβλήματα!
Κουρέλω,(η)= Η κατσίκα με δύο τριχωτά κρεατάκια που κρέμονται στο λαιμό.
Κούσιαλο, (το) = Το σαράβαλο γερόντιο,αντίθετο του κωτσονάτου γέρου.
Κούτρα,(η) = Το κεφάλι. Ορέ Γιορ. Τι κουβαλάει η κούτρα'ς;
Κουτουρού = Χωρίς υπολογισμό, στα χαμένα.
Κούτσκιος,(ο) = Ο μικρόσωμος,ο μικρούλης. Μην το βαράς ορέ το πδι. Είναι κούτσ(ι)κο.
Κουτσιούμπι, (το) = Το σκαμνί. Μικρό κάθισμα.
Κρεματζιλιέμαι = Κρεμιέμαι από κάπου. Εμείς ως μικρά παιδιά περιμέναμε σε κάποια στορφή τα φορτηγά που περνούσαν για να κρεματζιληθούμε. Τρεις φορές κρεματζιλήθκα σήμερα.
Κριτσιανάω = Ροκανίζω με θόρυβο ή το φαγητό που τρώω είναι τραγανό και κριτσιανάει.
Κρεμαστιά, (η) = Μέσα στο τζάκι κρέμεται μια αλυσίδα με έναν γάντζο για να κρεμούν τις κατσαρόλες οι γυναίκες όταν μαγείρευαν στη φωτιά.
Κρένω = Αποκρίνομαι, μιλάω, απαντάω, φωνάζω. Τι κρένς; Γιατί δεν κρένς; Κρίν στον Γιορ νάρθει σιακάτ.
Κριγιάς, (το) = Το κρέας.
Κρυφοκούτ, (το) = Παιδικό παιχνίδι που παίζεται με ένα τενεκεδένιο κουτί. Στην τεχνική των παιχνιδιών θα αναφερθώ ξεχωριστά.
Κωλοφωτιά, (η) = Η πυγολαμπίδα.
Λ
Λαγαρίζω = Καθαρίζω, εξοντώνω, καθαρίζω για λογαριασμό άλλου. Τη λαγάρσε την κληρονομιά. Ο Γιορς τον λαγάρσε τον Φούσκα. Λαγάρσε ο Κούγιας για τον απατεώνα.
Λαγαρός, (επίθετο) = Ο καθαρός. Ιγώ είμαι λαγαρός μια βολά! Την έβγαλε λαγαρή.
Λάγιος, (επίθετο) = Ο μαύρος, συνήθως αναφέρεται στο μαύρο πρόβατο. Κλέβει ένας χωριανός μου ένα λάγιο αρνί από το κοπάδι του αδελφού του. Ρωτάνε την άλλη ημέρα τον ένα γιο του. Τι φάγατε χτες; Και η απάντηση: Λαγό λάγιο!
Λακάω = Την κοπανάω, κόβω πέρα, διαφεύγω. Πήγα ψες το βράδ να κλέψω πεπόνια απ' τό μποστάν του Γιορ, με πέρν χαμπάρ το σκ(υ)λί και λάκσα το λάκκο κάτ!
Λαλάω = Μιλάω, παίζω κάποιο όργανο, μου έστριψε. Τι λαλάς ωρέ κεί πέρα, Λάλησες ωρέ Γιόρ; Λαλούν τα όργανα στο πανηύρ;
Λιάσα, (η) = Πόρτα πλεγμένη από κλαδιά, η ποριά.
Λιγένι, (το) = Η μεταλλική λεκάνη.
Λιθάρι, (το) = Η πέτρα. Θα σου τραβήξω ένα λιθάρ που θάναι όλο δκόσου!
Λιμάω = πεινάω υπερβολικά. Λίμαξαν τα παιδιά στην κατοχή.
Λίμπα, (η) = Η μεταλλική γαβάθα και μεταφορικά τα διαλύω όλα. Ω μάνα τι θα φάω; Κάνε μια τρίψα γάλα στη λίμπα. Αυτός ο Γιορς τάκανε λίμπα, δεν άφκιε τίποτα όρθιο.
Λιόκρι, (το) = Η ένωση της επάνω οδοντοστοιχίας με το χείλος. Αν πάθαινε κανένα παιδί χρυσή, του έκοβαν το λιόκρι.
Λόγκος, (ο) = Το πολύ πυκνό, αδιαπέραστο δάσος μακκίας βλάστησης. Δεν περνάς απ' τη Σιτινιά. Έγινε λόγγος. Φυσικά υπάρχει και το άσμα: Πάμε για ξύλα στο λόγγο μωρ' Λένη και για χλωρό κλαρί.
Λούτσα, (η) = Τεχνητή αβαθής δεξαμενή για να πίνουν τα ζώα νερό.
Λούτσα, (επίρρημα) = Βρέχομαι ολοσχερώς. Έπιακε μια δυνατή βροχή και μ' έκανε λούτσα.
Λώβα, (η) = Η βρώμα.
Μ
Μαγαρισμένος, (επίθετο) = Ο μολυσμένος, ο βρώμικος, ο αμαρτωλός, ο ανήθικος. Γιορ μη σιμώνς αυτουνούς, είναι μαγαρισμέν! Ούξου μαγαρισμένε!
Μακελειό, (το) = Η μεγάλη καταστροφή, ο μεγάλος σκοτωμός, τραύματα σε πολλά σημεία του σώματος, ο μεγάλος καυγάς με τραυματίες. Έγινε μακελειό στο καφενείο του Γιορ!
Μακελεύομαι = Τραυματίζομαι άσχημα σε πολλά σημεία του σώματος. Έπεσα απ' τό δέντρο και μακελέφκα.
Μαλέτσκο,(το) = Το μικρό παιδί, ο κοντοστούπης. Άι σιαπέρα μαλιέτσκο μη σ' ανάψω καμιά μουτζουφλιά και δεις τον ουρανό σφοντύλ. Η λέξη προέρχεται από το σλάβικο malý =μικρός
Μαξούμι,(το) = Το μικρό παιδί.
Μαρκάλος (ο) = Η αναπαραγωγή των αιγοπροβάτων. Ω Γιορ. Μαρκαλίσκαν μωρέ τα πράιτα ή όχ;
Μασιά (η) = Μεταλλικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στο τζάκι. Θα σου ανάψω μια με τη μασιά θα σ' πώ εγώ.
Μασίνα,(η) = Η στόφα, η σόμπα.
Μάστακας, (ο) = Μεγάλη πράσινη ακρίδα. Βάζ που λες στοίχημα ο αγροφύλακας ένα χιλιάρκο αν θα φάει τον μάστακα ο Ρήγας. Τον αρπάζει τον μάστακα ο Ρήγας μια δυο κάτ ο μάστακας. Πάει το χιλιάρκο.
Μαστραπάς,(ο) = Γυάλινη κανάτα πολλές φορές ζωγραφισμένη, που χρησιμοποιείται για να σερβίρει νερό. Ωρ νύφ. Πιασ’ μωρή τον μαστραπά!
Μάτα = Πρόθεμα ρημάτων που δηλώνει επανάληψη. Δεν ματαβγαίνω, θα ματαρθώ, θα ματαπάω.
Ματσιαλάω = Μασάω δυνατά. Τι ματσουλιάς ωρέ Γιόρ;
Ματζάτο, (το) = Συνήθως το ισόγειο του σπιτιού όπου υπήρχε το τζάκι και μαγείρευαν στη φωτιά, η τάβλα(σοφράς) και τα σκαμνιά. Δηλαδή η κουζινοτραπεζαρία.
Ματσιουμάν = Ο ψευτόμαγκας, το αντράκι. Πιθανόν η λέξη να προέρχεται από αγγλικές λέξεις. Έλα δω ρε ματσιουμάν να σου δείξω εγώ πόσ' απίδια παίρνει ο σάκος!
Ματζαφλάρ, (το) = Γενικός χαρακτηρισμός αντικειμένου. Τιν τούτο το ματζαφλάρ; Μάστα τα ματζαφλάρια σ΄. Επίσης υπονοεί και το όργανο του άντρα. Έχ' ένα ματζαφλάρ, ναααα!
Μισιακάρος = Αυτός που αναλαμβάνει να καλλιεργήσει ένα χωράφι ή να φροντίσει τις ελιές ή ένα κοπάδι ζώα σε συμφωνία με κάποιον ιδιοκτήτη και παίρνουν την παραγωγή μισή μισή. Ο παππούς ο Γάκης έδωκε κάτι ζώα που είχε μισιακά στον Νικολάκη. Στην αρχή του έδινε κανα τενεκέ τυρί και βούτυρο. Μετά από μερικά χρόνια τίποτε! Τον ρωτάει ο παππούς: Νικολάκη, δεν έχει τυρί απ' τά ζώα που σούδουκα; Τώρα Γάκη; Παν αυτά, ξοφλήθηκαν με το τυρί και το βουτυρά!
Μισιακό = Κάτι που δόθηκε σε μισιακάρο.
Μολέβω= Μολύνω. Μολέφκα απ' τή μουρτζιά.
Μουμούδι,(το) = Μικρό σκαθαράκι που πιάνουν κυρίως τα όσπρια. Πέτατα μωρή τα φασούλια. Έπιακαν μουμούδ.
Μούτος = Ο μουγκός. Για δεν μιλάς ωρέ; Μούτος είσαι; Όλως περιέργως ανακαλύπτω ότι οι Λακκασουλιώτες πολλές επαφές είχαν με τους ιγκλέζους!
Μουνούχι, (το) = Το ευνουχισμένο ζώο. Λέγεται και για τους ανθρώπους. Άστον αυτόν, είναι μουνούχι.
Μπαζίνα, (η) = Φαγητό με πρώτη ύλη το καλαμποκάλευρο. Οι Ρουμάνοι το αποκαλούν μαμαλίγκα.
Μπάλα, (η) = Το μέτωπο. Ο Γιορς έχει λαγαρή την μπάλα!
Μπανταλός, (ο) = Ο βλάκας, ο χαζός. Ντιπ μπανταλό είσαι;
Μπλάρ, (το) = Το μουλάρι.
Μπλατς (επίρρημα) = Αφήνω τις υποθέσεις στη μέση, απαρατάω τα πράγματα χάμω χωρίς προσοχή. Μάφσε ο δικηόρος μπλατς. Απαρατάω μπλατς την μπούκλα και πηλάλησα να προλάβω.
Μπλέτσ, (επίρρημα) = Γυμνός. Ακούς εκεί η ξωπαρμέν! Βγήκε μπλέτσ στο μεσοχώρ!!!
Μπάσι, (το) = Ξύλινο μακρύ παραλληλόγραμμο κάθισμα που χρησιμοποιούσαν κυρίως στα καφενεία αντί για καρέκλες. (Έχω την εντύπωση ότι μερικές φορές χρειάζονται και φωτογραφίες).
Μπατζαριό, (το) = Το τυροκομείο.
Μπάτσος ή Μπάτσα = Η σφαλιάρα με όλη την επιφάνεια της παλάμης, ο φούσκος. Θα σου τραβήξω ένα μπάτσο να είναι όλος δικόσ΄! Τον πλακώνω που λέτε στις μπάτσες, πάρ κι αυτή παρ κι τούτη τον έκανα μπλε μαρέ.
Μπλατσιαριά, (η) = Η χορτόπιτα χωρίς φύλλο αλλά πασπαλισμένη με αλεύρι καλαμποκίσιο.
Μπόλι, (το) = Το εμβόλιο. Προφανώς παραφθορά της λέξης ανάλογη της λέξης μπόλιασμα που χρησιμοποιούμε για τα δέντρα.
Μπόλια, (τα) = Βρασμένα καλαμπόκια ολόκληρα και σπόρια, τα οποία φτιάχνουν τον Νοέμβριο μήνα του Αγίου Ανδρέα. Προφανώς θα είναι κάποιο έθιμο των αγροτών που στην πορεία συνδυάστηκε με τη συγκεκριμένη θρησκευτική γιορτή.
Μπότι, (το) = 16κιλο πλαστικό δοχείο συνήθως των ορυκτέλαιων. Σε κοινή χρήση για νερό, βενζίνη, πετρέλαιο και άλλα υγρά.
Μπούζι (επίρρημα) = Πολύ κρύο. Συνήθως αναφέρεται στο νερό ή και σε αντικείμενα που είναι παγωμένα. Είναι μπούζι το νερό!
Μπούκλα, (η) = Ξύλινο δοχείο για νερό. Έχω κουβαλήσει μικρός μπούκλες και μπούκλες με νερό.
Μπουράω = Το κτύπημα με τα κέρατα των ζώων. Δεν μκάνει το κριάρ, μπουράει.
Μπουρμπούτσαλα = Γενικώς τα έντομα, τα σκαθάρια αλλά και μεταφορικά το αποτυχημένο, το τίποτα. Αχά Γιορ. Τι βρήκατε σήμερα στο κυνήγ; Μπουρμπούτσαλα.
Μπουτσιουκάβουρας, (ο) = Ο σκορπιός.
Μπουχαρής, (ο) = Η καμινάδα. Τρέχα Γιορ, πήρε φωτιά ο μπουχαρής!
Μπραστ, (επίρρημα) = Ξαφνικά, απότομα. Εκεί που τον είχα στριμωγμένο το λαγό, κάνει μια και μπραστ, χάθηκε.
N
Νίλα, (επίρρημα) = Τεράστια καταστροφή. Έπαθε μεγάλη νίλα ο Φούσκας στις εκλογές.
Νισάφι, (επίρρημα) = Έλεος. Νισάφ! μ΄έπρηξες.
Νομάτοι, Νοματαίοι, (οι) = Τα άτομα ενός σπιτιού, μιας ομάδας, μιας παρέας κλπ. Πόσοι νοματαίοι ήταν ψες στο γλέντ;
Νταβάν, (το) = Πρόκειται για τον τάβανο των αλόγων , βοειδών κλπ και ανήκει στην οικογένεια των ταβανίδων.
Νταβάς, (ο) = Μεγάλο τσίγκινο ή χάλκινο πιάτο. Έφαγα ένα νταβά τραχανά.
Νταγλαράς, (ο) = Ο Ψηλός. Ποιος μωρή σε πείραξε; Ένας νταγλαράς ίσαμε κει πάνω!
Ντάλα, (επίρρημα) = Το καταμεσήμερο. Πούσουν Γιορ ντάλα μεσημέρ; Ήμουν κάτ στην Νούσια.
Νταλάκι, (το) = Αρρώστια μάλλον των πνευμόνων. Κακό νταλάκι να σε βάρες΄.
Νταραβέρι, (το) = Το αλισβερίσι. Η δοσοληψία μεταξύ κάποιων ανθρώπων αλλά και η κίνηση σε κάποιο μαγαζί, ταβέρνα, πανηγύρι κλπ. Έγινε μεγάλο νταραβέρι στο πανηύρ!
Νταούλι, (το) = Το πρήξιμο. Έγινα νταούλι απ' τό φαϊ!
Ντατσκανάρης, (o) = Ο τιποτένιος, ο ζητιάνος, ο διακονάρης. Άκου ο ντατσκανάρς που μούθελε να παντρευτεί την Μυγδάλω μου!
Ντερέκι, (το) = Ο πανύψηλος. Κι ήταν ο μακαρίτς ένα ντερέκ ίσαμε κει πάν αλλά τούδωκε μια το μπλάρ κι νάταν κιάλλος.
Ντερεκομένος, (επίθετο) = Ο ψωροπερήφανος.
Ντερεκώνω = πεθαίνω. Άστα να παν, τα ντερέκωσε ο Γιορς!
Ντερέκωμα (το) = Το τέντωμα δηλαδή η νεκρική ακαμψία. Θα σε ντερεκώσω αν σε πιάκω στα χέριαμ!
Ντιπ, (επίρρημα) = Καθόλου.
Ντιπ κατά ντιπ = Όλως διόλου.
Ντουγρού, (επίρρημα) =Ίσια μπρος, στρέιτ, κατευθείαν. Ωρέ Γιορ, πως θα πάω μωρέ στο μύλο του Μπούγια; Ντουγρού σιακάτ, δε θα στρίψεις πουθενά!
Ντορός, (ο) = Το ίχνος τα πατήματα των ζώων. Ω Γιορ, βρήκες μωρέ ντορό απτό γουρούν;
Ντούσκο (το) = Δρυς η κήρρις (Quercus cerris). Γνωστό δέντρο με τα ονόματα: Τζέρος, δέντρο, ρουπάκι κλπ. Από τα ντούσκα πήρε το όνομα Ντουσκάρα μια περιοχή που αποτελεί συνέχεια της Λάκκας Σουλίου.
Ντράβαλα, (τα) = Τα τραβήγματα από διάφορες υποθέσεις, προβλήματα ή ζητήματα. Άσε ο Γιορς έχ μεγάλα ντράβαλα.
Ντραγάτης , (ο) = Ο αγροφύλακας. Ωρέ αυτός ο Μητσοτάκς έφτιακε πολλούς ντραγάτες.
Ντραμτζάνα, (η) = Γυάλινο δοχείο που βάζουν το τσίπουρο.
Ντριμιτζέλα, (η) = Ο θάμνος. Πρόκειται για το Χρυσόξυλο και επί το επιστημονικότερο Κότινος ο κογγύγριος, από τη ρίζα του οποίου έβγαζαν το χρώμα «χρυσή» και εξ αυτού του γεγονότος παράγεται το όνομα Χρυσόξυλο αλλά εμείς οι Λακκασουλιώτες, ως απόγονοι των Σελλών και σαλοί το λέμε ντριμιτζέλα.
Ντριμόνι, (το) = Πρόκειται για κόσκινο με μεγάλες τρύπες σε τσίγκο. Χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις κοσκινίσματος των δημητριακών. Κάθε καλοκαίρι ερχόταν μια οικογένεια γύφτων από τα Γιάννενα και κατασκήνωναν κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι στην εκκλησία του χωριού, η οποία για ειδικούς λόγους βρίσκεται στον πάτο του Χωριού μαζί με το σχολείο και όχι στο κέντρο όπως συνήθως συμβαίνει αλλού. Στέλνει λοιπόν τον Βασίλη να δώσει τα κόσκινα και τα ντριμόνια που είχε παραγγελία στους χωριανούς μου. Φθάνει ο Βασίλης σε ένα από τα σπίτια αλλά δεν ήταν κανείς εκεί και στο χωριό ακούστηκε δυνατά ο παρακάτω διάλογος:
Ω πατέρα δεν είναι το άνθρωπο εδώ! Τι να τα κάνω τα ντριμόνια;
Φέρτα κάτ, φέρτα κάτ!
Και από τότε έμεινε η φράση, όταν υπάρχει αμηχανία: «Ω πατέρα, τι να τα κάνω τα ντριμόνια»!
Ντρουβάς, (ο) = Σακούλι από μαλλί πλεγμένο στον αργαλειό. Έχει διαφορά με το ταγάρι το οποίο είναι διπλό. Εμείς στο σχολειό δεν είχαμε σάκα, είχαμε αντί για σάκα ντρουβά.
Ξ
Ξάριος, Ξάριο, (ο, το) = Ο καθαρός στις απόψεις και στις πράξεις, ο ντόμπρος. Το καθαρό από δέντρα και θάμνους έδαφος. Το ξέφωτο.
Ξαστοχάω =Λησμονώ.
Ξέγκαρδα = Χωρίς όρεξη, απρόθυμα.
Ξεμπλέτσωτος, (ο,η,το) = Ο ολόγυμνος!
Ξεπαστρεύω = Κάνω καθαριότητα, καθαρίζω διάφορα πράγματα αλλά και μεγάλη καταστροφή από αρρώστια, πόλεμο, σεισμό ή άλλο φυσικό φαινόμενο. Έπεσε χολέρα στο χωριό και το ξεπάστρεψε.
Ξεπιστρώνω = Απλώνω κάτι που είναι διπλωμένο.
Ξερακιανός = Ο αρκετά αδύνατος.
Ξέφλος, (ο) = Η διαδικασία καθαρίσματος του καλαμποκιού από τα φύλλα. Ο ξέφλος στα χωριά γινόταν ομαδικά και κυρίως βράδυ.
Ξεφλάω = Η διαδικασία του ξέφλου δηλαδή του ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού. Μετά βγήκαν τα μηχανήματα κι έλαβε τέλος ο ξέφλος.
Ξεχάω = Λησμονώ.
Ξεχασιάρης = Αυτός που ξεχνάει. Ου να μου χαθείς ντενεκέ ξεγάνωτε, ξεχασιάρ!
Ξεχαρβαλώνω = Διαλύω. Ξεχαρβαλώθκε η ποριά, πότε θα την φτιάκς Μήτσο;
Ξιέμαι = Ξύνομαι.
Ξίκι, (επίρρημα) = Εξαφανίσου. Γίνε ξίκ γαμώ το στανιόσ’. Ευτυχώς έγινε ξίκ ο Φούσκας!
Ξου, (επιφώνημα) = Έκφραση, όταν χουγιάζουμε τις κότες. Ξου ξου κακό γεράκ να σας φάει!
Ξυλόκοτα, (η) = Η μπεκάτσα. Βάρσε μια ξυλόκοτα. ο Γιορς άλλο πράμα.
Ξυλοφάης (ο) = Λίμα για να λιμάρουμε τα ξύλα.
Ξωπαρμένος = Ο βλάκας, ο χαζός, ο ντίπ κατά ντιπ μπανταλός, ο λαλισμένος. Μωρή γομάρα! Αυτόν τον ξωπαρμένο θα πάρς;
Ξώπετσα, (επίρρημα) = Στην άκρη, ξώφλατσα. Το πήρε ξώπετσα η σφαίρα και την γλύτωσε το γρούν!
Ο
Οβριός, (ο) = Ο Εβραίος. Υπάρχει και η σχετική βρισιά: Γαμώτ τον Οβριό σου!
Όι (επιφώνημα) = Αχ. Όιιιιιιιιι μούσφαξαν τον πέτο. Όιιιιιιιιιιιιι μωρ Γιορ. Μάφκες πάνω στα νιάτα μουυυυυυυυυυυυυυυ!
Ολούθε, (επίρρημα) = Παντού, γύρω γύρω. Ήρθαν ολούθε και μας έπιακαν στον ύπνο οι Κολιοδημητραίοι.
Όξω, (επίρρημα) = Έξω. Άι πάενε όξω, μη σε περλάβω με κανένα σκόπ!
Οργιό, (το) = Το ρίγος που προέρχεται είτε από υψηλό πυρετό είτε από το κρύο. Σήκ Μήτσο να φύγουμε απτό πανυήρ. Μέπιακε οργιό! Φώναξε μωρέ τη Μήτσαινα να κάν μια ένεση στο παιδί, δε βλέπς; σήκωσε οργιό!
Ορμήνια, (η) = Η συμβουλή, η νουθεσία αλλά και η διδασκαλία είτε η συνεχής είτε κατά διαστήματα.
Όρσε = Ορίστε, παρακαλώ, πάρε.
Ούι, (επιφώνημα) = Δηλώνει απορία, θαυμασμό, πόνο, λαχτάρα και γενικά αντικαθιστά το άι που είναι πιο εκλεπτυσμένο και έχουμε αναφερθεί στο σχετικό λήμμα. Απορώ γιατί οι νεολαίοι χρησιμοποιούν το αμερικάνικο ουάου ότι δήθεν είναι πιο εκλεπτυσμένο από το Λακκασουκλιώτικο ούι . Ούι μανούλαμ το πιάκαμαν το γρούν. Ούι με βάρεσες ωρέ χαμένε! Ούι Γιορ, τι ματζαφλάρ είναι τούτο πόχς;
Όχτος (ο) = Η όχθη όταν αναφερόμαστε για ρέμα, ρυάκι ή ποτάμι και η άκρη του χωραφιού που δεν οργώνεται, όταν αναφερόμαστε για αγρούς, κήπους κλπ.
Π
Παένω, (ρήμα) = Πηγαίνω. Πού παένεις Γιορ; Πάω στα Γιάννα, (Γιάννινα)!
Παλάντζα,(η) = Η ζυγαριά, (ειδική) και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν έχει σταθερότητα. Άστον αυτόν Γάκη, είναι παλάντζας.
Πανοπρίκ, (το) = Η εκ των υστέρων επιπλέον προίκα. Συνήθως το έδιναν μετά από απειλή του γαμπρού, ότι θα τη χωρίσει την κόρη τους.
Παπαδίτσες,(οι) = Το ποπ-κορν. Ω μάνα πούναι ο ψήστς, να μου φτιάκς παπαδίτσες;
Παρασάνταλος, (ο) = Ο κακοφτιαγμένος, ο αδύνατος. Άντε αποδώ παρασάνταλο, μη σε κάνω νταούλ στο σκιόπ!
Παπλαμούδα,(η) = Η μεγάλη νιφάδα του χιονιού.Ω ρε κάτ παπλαμούδες που πέφτουν όξω!
Πάπς,(ο) = Ο παππούς,ο γέρος. Ω πάπ, θα μου δόκς κανά φράγκο;
Παπορίσιος,(ο) = Ό,τι πληρώνεις υπερτιμημένα. Ο κακής ποιότητας καφές. Άσε Γάκ, το πλήρωσα παπορίσιο. Ωρέ τι καφές είναι τούτος; Παπορίσιο τον έκανες;(δηλ. φτιαγμένος σε βαπόρι, πρόχειρα)
Παρέκια, (επίρρημα) = Πιο κεί! Άι πάενε παρέκια!
Παρτσακλός, (ο) = Ο βραδύγλωσσος. Ο βαρεμένος. Άι ρε παρτσακλό φύγε αποδώ!
Παστρικός, (ο) = Ο καθαρός.
Παστρικιά, (η) = Η πουτάνα. Αυτή θα παρς Γιορ; Αυτή ωρέ είναι παστρικιά!
Παστρεύω = Καθαρίζω, ξεδιαλύνω διάφορα πράγματα.
Πατάκα, (ες) (η, οι) = Οι πατάτες.
Πδί, (το) = Το παιδί. Τι λες πδι μου; Έτσ έγιναν τα πράματα;
Πεζούλι, (το) = Πέτρινο χαμηλό τειχάκι κατά μήκος του μπροστινού μέρους του σπιτιού ή του καφενείου στα χωριά. Χρησιμοποιείται για κάθισμα. Επίσης η έννοια αυτή χρησιμοποιείται και για μικρό χωραφάκι με τη μορφή παταριού.
Πετσί, (το) = Το δέρμα.
Περδικλώνω, ομαι = Μπερδεύω, μπερδεύομαι.
Περδίκλωμα (το) = Δέσιμο των ποδιών των ζώων με ειδικό τρόπο για να μη απομακρύνονται από τον τόπο βοσκής ή φύλαξης.
Πέτος, (ο) = Ο κόκκορας.
Πέφτη, (η) = Η Πέμπτη.
Πιγούλια, (τα) = Τα παιδιά.Προφανώς παραφθορά του χαϊδευτικού παιδούλι/ παιδούλια.
Πίγκωμα, (το) = Μεγάλη πίεση, το άγχος.
Πιγκώνω = Αγχώνω κάποιον πολύ. Άι τον πίγκωσα τον κερατά!
Πιστρόφια, (τα) = Έθιμο. Η επιστροφή της νύφης στο πατρικό μετά από μια εβδομάδα περίπου.
Πλαντάζω = Σκάω από το πολύ κλάμα. Μυγδάλω για κοίτα μωρή το πδί, πλάνταξε στο σκούξιμο! Πλιατσκοκέφαλος, (ο) = Ο έχων ίσιο το πίσω μέρος της κεφαλής. Χαρακτηριστικό των ηπειρωτών λόγω της χρήσης της παιδικής κούνιας γνωστής ως σαρμανίτσα.
Πλατς (επίρρημα) = Τα παρατάω, τα αφήνω κάτω απότομα, έμεινα ξεκρέμαστος. Με άφησε πλατς ο δικηόρος.
Πλατσιάνσμα, (το) = Κτυπάω τα πόδια μου ή τα χέρια μου στο νερό.
Πλατσιανάω = Πλατσουρίζω
Πλιγούρ, (το) = Σιτάρι κοφτό. Φάγαμαν στο σχολειό μπόλικο πλιγούρ.
Ποδάρ, (το) = Το πόδι. Άι μάζεψε το ποδάρσ΄!
Ποκάρ = Μαλιά πρόβια ή γίδινα ακατέργαστα.
Ποριά, (η) = Η είσοδος στο μαντρί, στον κήπο, στο περιφραγμένο χωράφι. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις την ποριά την έκλειναν με τη λιάσα.
Πούντα (η) = Το κρύωμα. Άρπαξα πούντα.
Πουντιάζω = Αρπάζω κρύωμα.
Πράζ = Πειράζει. Πράζ αν τ(η)ράω;
Πρατσιάλισμα (το) = Η γονιμοποίηση των γιδιών και των προβάτων. Ω Γιορ! Πρατσιαλίσκαν μωρέ τα γίδια ή όχι;
Πρατσιαλάω = Μεταφορικά κάνω έρωτα. Αϊντέεεε! Ακούς εκεί να την πρατσιαλίσει τη Μυγδάλω!
Πρατίνα, (η) = Η προβατίνα.
Πρέντζα, (η) = Η μυζήθρα.
Πρικιδώνιο, (το) = Το αιδοίο. Ξάδελφος στη Γερμανία έβρισε μια φορά τον επικεφαλής της βάρδιας με τη φράση: ‘Της μάνας σου το πρικιδώνι». Και φαγώθηκε ο Γερμανός να μάθει τι σημαίνει πρικιδώνι. Σιγά μην το έμαθε...
Πριόβολος, (ο) = Ειδικό μικρό εξάρτημα που μαζί με τη στουρναρόπετρα και την ίσκα χρησιμοποιούνταν για αναπτήρας. Έχω έναν πριόβολο στην κατοχή μου!
Προγκάω = Διώχνω τα ζώα με αποτομες κινήσεις και μεταφορικά ξαποστέλνω κάποιον απότομα.
Προσάναμμα (το) = Ό,τι χρησιμοποιούμε ως εύφλεκτο υλικό για να ανάψουμε φωτιά.
Προσανάβω = Χρησιμοποιώ προσάναμμα για να ανάψω φωτιά.
Προσφάι, (το) = Ό,τι τρώγεται μαζί με ψωμί. Και μερικές φορές το ψωμί το συνόδευαν με ψωμί αφού δεν είχανε τίποτε άλλο να φάνε. Ένα κομάτι ψωμί στο ένα χέρι και ένα κομάτι στο άλλο.
Προυγούλ, (το) = Το μαλακό δέρμα με λίπος κάτω από τη σιαγώνα.
Πυρομάδα, (η) = Φέτα ψωμιού που την πυρώνουμε στη φωτιά.
Πυρώνομαι = Ζεσταίνομαι μπροστά στη φωτιά!
Ρ
Ραγοβύζι, (το) = Η πιπίλα.
Ράμα, (το) = Σπάγκος βουτηγμένος σε κάρβουνο με το οποίο οι σαριτζήδες χάραζαν το ξύλο για να βγάλουν σανίδες.
Ρέμπελος , (ο) = Ο τεμπέλης, μεταφορικά το κοπρόσκυλο.
Ρεμπελιάζω = Τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζω.
Ρέτζελο, (το) = Το κουρέλι αλλά και ο τιποτένιος άνθρωπος, ο τίποτας. Άι ρε ρέτζελο φύγε από δω!
Ριζάφτι, (το) = Ακριβώς κάτω από το αυτί. Τούδοκε μια στο ριζάφτ και πάρτον κάτ.
Ριμ ντιμ, (επίρρημα) = Από εδώ κι από εκεί, στα χαμένα, χωρίς προορισμό. Περίεργη έκφραση. Τη χρησιμοποιούσαν τακτικά οι δικοί μου.
Ρόγκι, (το) = Η δημιουργία μικρού χωραφιού μέσα στο δάσος με την κοπή των θάμνων. Στην γερμανική κατοχή στα χωριά μας, έφτιαχναν ρόγκια για σπορά μιας χρονιάς, εκμεταλλευόμενοι το χούμους από τα φύλλα των θάμνων.
Ρόκα, (η) = Η ηλακάτη. Με αυτήν έγνεθαν το μαλλί για να το κάνουν νήμα. Κάποιες ρόκες ήταν μικρά κομψοτεχνήματα.
Ρουπώνω = Χορταίνω. Ω Γιορ. Δεν ρούπωσες ακόμα;
Ρούσος, (ο) = Ο κοκκινομάλης. Γνωστό το τραγούδι «Ρούσα Παπαδιά» δηλαδή η κοκκινομάλα παπαδιά.
Σ
Σάισμα, (το) = Σκέπασμα κατασκευασμένο από μαλλί γιδιών
Σακαρίμι, (το) = Ο διαλυμένος άνθρωπος λόγω γηρατειών ή αρρώστιας. Μωρή Μυγδάλω, αυτό το σακαρίμ θα πάρς;
Σακοράφα, (η) = Ειδικό μεγάλο βελόνι για το ράψιμο τσουβαλιών. Προσωπικά τη χρησιμοποιώ για να ράψω τη κοιλιά του κατσικιού, όταν το ψήνω στη σούβλα.
Σαλεύω = Κουνιέμαι αλλά και τρελαίνομαι.
Σαλαγάω = Αναφώνηση ειδικών επιφωνημάτων των τσοπαναραίων για να κουμαντάρουν τα πρόβατα ή τα γίδια.
Σαλάγισμα, (το) = Η πράξη όταν σαλαγάω
Σαλιβάρα, (η) = Είδος αντρικού παντελονιού κατασκευασμένο από μάλλινο ύφασμα στον αργαλειό, συνήθως λευκού χρώματος.
Σαρμανίτσα, (η) = Ξύλινη κούνια όπου έβαζαν τα μωρά.
Σατέρι, (το) = Ειδικός ζυγός του χεριού που στην περίπτωση των βαριών αντικειμένων απαιτεί δύο ανθρώπους για να ζυγίσει κάποιος
Σαφρανιασμένος, (ο,η,το) = Ο κιτρινισμένος
Σγκαρλίζω = Σκαλίζω πάνω πάνω επιφανειακά.
Σερσένι = Το έντομο Vespa crabro. Μοιάζει με μεγάλη σφήκα, έχει χρώμα κοκκινοχρυσαφί και έχει ισχυρότερο δηλητήριο από τη σφήκα.
Σιάδι, (το)= Το ίσιωμα και μεταφορικά το ισοπέδωμα κάποιων καταστάσεων. Ο Γιορς τάκανε σιάδ!
Σιάζω = Τακτοποιώ τα πράγματα ή τις καταστάσεις, κλείνω υποθέσεις ή διάφορες συμφωνίες και μεταφορικά πηδάω κάποια. Ωρέ εκείνος ο Γιορς την έσιασε τη Μυγδάλω.
Σιακάτ, (επίρρημα) = Ευθεία κάτω
Σιακεί, (επίρρημα) = Προς τα εκεί.
Σιαπέρα, (επίρρημα) =Ευθεία πέρα.
Σιαφάκωμα (το) = Το γαμήσι.
Σιαφακώνω = Γαμάω. Τη σιαφάκωσε ο Γιορς τη Μυγδάλω.
Σιμπάω = Τακτοποιώ τα ξύλα στη φωτιά ούτως ώστε να τη δυναμώσω.
Σιμπράγκαλα = Τα διάφορα πράγματα, (αντικείμενα).
Σινί, (το) = Ειδικό σκεύος για πίτες, λεπτό, αβαθές ταψί..
Σιουμάλα, (η) = Τα σάπια φύλλα των δέντρων του δάσους.
Σιουράω = Σφυρίζω.
Σιούρισμα, (το) = Το σφύριγμα.
Σιούτος, -α, -ο (επίθετο) = Το χωρίς κέρατα ζώο και μεταφορικά ο ανίκανος άντρας. Πάει αυτός, έμεινε σιούτος.
Σκανιάζω = Σκάω από μεγάλη στενοχώρια.
Σκαμνιά, (η) = Η μουριά.
Σκάμνα, (τα) = Τα μούρα.
Σκαπετάω =Απομακρύνομαι μακρυά. Ω Κωστάκ είδες μωρέ το μουλάρ; Τώραα, σκαπέτσε!
Σκαρίζω = Το ξεκίνημα των ζώων για βοσκή.
Σκάρος, (ο) = Η πράξη του σκαρίσματος.
Σκιάρπα, (η) = Μικρός θάμνος συνήθως αναφέρεται στο πουρνάρι.
Σκ(ι)αρπανάω = Πατάω τη σκανδάλη.
Σκαφίδι (το) = Η σκάφη.
Σκεπάρι, (το) = Το σκεπάρνι.
Σκιάζομαι = φοβούμαι
Σκιάσμα (το) =Σκιάχτρο αλλά και η άσχημη γυναίκα ή άντρας. Ούι μωρή Μυγδάλω, αυτό το σκιάσμα θα πάρς;
Σκιόρεμα (το) = Συνώνυμο του σκιάσματος.
Σκλέντζες, (οι) = Παιδικό παιχνίδι με ξύλα κοινώς τσιλίκι.
Σκόκας, (ο) = Αυτός που δεν παίρνει από λόγια ή τα γράμματα ή από κάποια ειδική εργασία.
Σκόπι, (το) = Το ραβδί και μεταφορικά ο ξυλοδαρμός.
Σκοτάκια, (τα) = Τα συκωτάκια.
Σκούζω = Κλαίω με στριγκές
Σκουσμός = Το κλάμα με στριγκές.
Σκουτιά, (τα) = Ο ρουχισμός.
Σιμά, (επίρρημα) = Κοντά. Σιμά κοντά ειν' τα Γιάννενα.
Σμαζεύω = Συμμαζεύω, συγκεντρώνω.
Σουργούνι, (επίρρημα) = Ρεζίλι. Ούι αυτή η τσούπρα, μέκανε σουργούν στο χωριό.
Σπέλα, (η) = Η μεγάλη πέτρα.
Στάκα = Προστακτική του στέκομαι, περίμενε. Στάκα νε σε προλάβω.
Σταλίζω = Το αντίθετο του σκαρίζω. Τα ζώα είτε επιστρέφουν στο μαντρί είτε παραμένουν στο χώρο της βοσκής σε κάποιο σημείο σταθερά. Συνήθως σε ίσκιο.
Στάλος, (ο) = Η πράξη του σταλίσματος.
Στυλιάρι, (το) = Ξύλο που τοποθετείται σε διάφορα αγροτικά εργαλεία.
Στουμπίζω = Η εργασία ξεσπυρίσματος του καλαμποκιού ή των σιτηρών.
Στουπλέκα, (η) = Παιδικό παιχνίδι που αποτελούνταν από ξύλο κουφοξυλιάς, ένα ξύλινο έμβολο και με κεδρόσπορα, γίνονταν όπλο.
Στραγκουλίζω = Στρίβω το λαιμό σε κάποιοιον.
Συκομαΐδα, (η) = Γλύκισμα από ξεραμένα σύκα.
Σχαρίκια, (τα) = Συγχαρητήρια.
Σημαντική σημείωση: Αυτά που αρχίζουν με σκι, σχ και σι το Σ προφέρεται παχύ!
www.i-diadromi.com
Τ
Τάβλα,(η) = Στρογγυλό χαμηλό τραπέζι όπου σερβίρονταν το φαγητό. Οι άνθρωποι κάθονταν γύρω γύρω από την τάβλα είτε σταυροπόδι είτε στα κουτσούμπια. Γι' αυτό λένε και τα τραγούδια του τραπεζιού ως τραγούδια της τάβλας.
Ταγάρι,(το) = Το ταγάρι είναι διπλός τρουβάς.
Ταγάρας,(ο) = Πρόκειται για τον άνθρωπο που δεν είναι και πολύ έξυπνος.
Ταπίκπα,(επίρρημα) = Ανάσκελα.
Ταχιά, επίρρημα = Πολύ πρωί, με το ξημέρωμα.
Τειχάρι,(το) = Μικρός τοίχος.
Τζαμάρα, (η) = Μουσικό όργανο κατασκευασμένο από φλούδα Τριμιτζέλας. Άι Στέφω Γκουβά με τη τζαμάρα σου.
Τζιαμάλα,(η) = Φωτιά που ανάβουν στις αποκριές και δημιουργείται ψηλή φλόγα. Π.χ. στις πυρκαγιές παρατηρούμε τζιαμάλες.
Τζερεμές,(ο) = Ο άχρηστος. Αυτός δεν κάνει τίποτε, ο αποτυχημένος.
Τζιαμπουνάω = Φωνάζω δυνατά, ακατάπαυστα και μερικές φορές γίνομαι ακατάληπτος. Τι μου τζιαμπουνάς εδώ πέρα.
Τζινάω, τζινέμαι = τρυπώ, τρυπιέμαι από βελόνες, αγκάθια, σύριγγες κλπ. Μεταφορικά τζινάω κάποιον σημαίνει τον πειράζω ή προσπαθώ κάποιους μέσω του τζινήματος να τους βάλω να τσακωθούν.
Τζούμπαρι, (το) = Μικρός λοφίσκος. Κάποια εδαφική έξαρση.
Τζιόρας, (ο) = Ο τελείως ανεπίδεχτος μαθήσεως.
Τηράω = Βλέπω, κοιτάω, παρατηρώ, κρατάω το λόγο μου.
Τουλούπα, (η) = Καθορισμένη ποσότητα μαλλιού, την οποία γνέθουν με την ρόκα.
Τραΐ,(το) = ο τράγος και μεταφορικά οι ρασοφόροι. Είναι αυτός ένα τραϊ!
Τουρλώνω = Την κάνω τέζα την κοιλιά μου από το φαϊ! Μεταφορική έννοια από τη λέξη κορυφή.
Τούρλα, (η) = Η κορυφή.
Τριμιτζέλα, (η) = Το χρυσόξυλο, (Κότινος ο κογγύγριος).
Τρίμματα,(τα) = Τα ψίχουλα.
Τριχιά, (η) = Σχοινί κατασκευασμένο από μαλλί ή από λινάρι ή από νάυλον.
Τρίψα,(η) = Η παρασκευή ενός μίγματος γάλατος με ψωμί.
Τσάγανα, (τα) = Τα άγανα και γενικά κάθε μικρό σκουπιδάκι.
Τρουβάς, (ο) = Πλεχτό μάλλινο σακούλι. Εμείς στο δημοτικό δεν είχαμε σάκκα, είχαμε τρουβά που βάζαμε τα ττετράδια και τα βιβλία. Όσοι είχαν...
Τσάπος, (ο) = Ο τράγος και μεταφορικά ο γαμιάς. Προέρχεται από τη σλάβικη λέξη τσαπ.
Τσέρλα, (η) = Η διάρροια.
Τσι(ά)γαλο, (το) = Το πράσινο αμύγδαλο.
Τσιαγούλι,(το) = Το σαγώνι.
Τσακώνω = Μαγκώνω κάποιον.
Τσάκνα, (τα) = Τα ψιλά κλαδιά που χρησιμοποιούμε για προσάναμα.
Τσάρκος, (ο) = Χώρισμα στην καλύβα όπου βάζουν τα νεογέννητα κατσίκια και αρνιά.
Τσάχαλα,(τα) = Σκουπιδάκια που πέφτουν στο φαγητό ή μας μπαίνουν στα μάτια.
Τσιακμάκι,(το) = ο αναπτήρας
Τσιαπέλα,(η) = Τα ξηρά σύκα σε αρμάθα.
Τσιατμάς, (ο) = Χώρισμα δωματίου με πλέξιμο από βέργες και λάσπη. Σιγά μη κουβάλαγαν τούβλα από την πόλη στα γαϊδούρια, αν είχαν ...λεφτά!
Τσιούκες, (οι) = Παιδικό παιχνίδι. Μεταφορικά σε αντιμετώπιση σοβαρής κατάστασης: Για πρέσεξε! Εδώ δεν παίζουμε τις τσιούκες.
Τσιούκα (η) = Η κορυφή.
Τσιουλώνω = Μαζεύω πίσω τα αυτιά μου. Τα μουλάρια π.χ. τσουλιώνουν, όταν είναι θυμωμένα και ετοιμάζονται να κλωτσήσουν. Λέγεται μεταφορικά και για τους ανθρώπους, "τσιούλωσε και έφκε" ως συνώνυμο της έκφρασης "Έφυγε με κατεβασμένα τα αυτιά".
Τσιουπλιάζω / τσιαπλιάζω = Διαλύω κάτι αφού το χτυπάω με κάτι.
Τσιατάλι,(το) = Τα μικρά κλαδάκια που προεξέχουν από τους κορμούς.
Τσιγαρίδες,(οι) = Τηγανισμένο λίπος γουρουνιού με λίγο κρέας.
Τσιγαρίζω= Σοτάρω.
Τσίγκος,(ο) = Φύλλα από ψευδάργυρο που σκεπάζουν τις καλύβες.
Τσιγκλάω = Πειράζω κάποιον, τον τζινάω. Μη με τσιγκλάς... Θα σε βαρέσω!
Τσίκα, (η) = Η σπίθα από τη φωτιά ή από ό,τι βγάζει σπίθες.
Τσίμα τσίμα (επίρρημα) = Ίσα ίσα.
Τσιόλια,(τα) = Τα ρούχα.
Τσιοκανάω = Χτυπάω κάτι με κάτι, ευνουχίζω.
Τσιόκος, (ο) = Το πέος. Τι θα μκάνεις ρε; Θα μου αποφτώισ' τον τσιόκο μου!
Τσιοκάνι = Ειδικό κυπρί που βάζουν συνήθως στα πρόβατα.
Τσιότσο (επίρρημα) = Λίγο. Τσιότσιο ακόμα.
Τσιότσος (ο) = Ο μικρόσωμος, ο τίποτας.
Τσιόφλι, (το) = Η φλούδα.
Τσιροπούλι,(το) = Το μικρό πουλί.
Τσιτσίδι, (επίρρημα) = Ο τελείως γυμνός, μπλέτσι.Την έπιακαν τη Μυγδάλω στον λάκκο τσιτσίδι.
Τσουκάλι, (το) = Χάλκινο καλαϊσμένο δοχείο για βράσιμο νερού, ειδικού σχήματος.
Τσουράπια, (τα) = Οι μάλλινες πλεχτές κάλτσες με μαλί είτε από πρόβατα είτε από γίδια.
Τσουτσέκι, (το) = Περιπαιχτικά ο μικρός. Άι πάενε ρε τσουτσέκ.
Τώρ(γ)ια, (επίρρημα) = Τώρα.
Υ
Ιτσκανένα = Κανένα, ντιπ καθόλου!
Φ
Φακιόλι, (το) = Γυναικείο μαντήλι.
Φελάει = Ωφελεί. / δε φελάει=δεν ωφελεί!
Φέω = Φεύγω, αόριστος έφκα! Πού φέεις Γιορ; Ακόμη δεν νύχτωσε!
Φιτιλιά, (η) = Βάζω λόγια για καυγά.
Φκιάνω = Κάνω κάτι. Φκιάνω το τειχάρι, αλλά και ως ερώτηση υγείας: Τι φκιάνς Γιορ΄; δηλαδή πώς είσαι;
Φκιάρι, (το) = Το φτυάρι.
Φλώρα, (η) = Η άσπρη γίδα.
Φόλι, (το) = Το αυγό που βάζουμε στη φωλιά της κότας για να πάει να γεννήσει.
Φορτωτήρας, (ο) = Είναι μια μικρή φούρκα που χρησιμοποιείται ως αντιστήριγμα στη φόρτωση των ζώων, όταν δεν υπάρχει δεύτερο άτομο.
Φουρλαϊδας = Ο τελείως τρελός.
Φουλτάκα, (η) = Η φουσκάλα. Φουλτάκιασε το χέρ'μου απτό τσαπί.
Φουσκή, (η) = Η κοπριά.
Φούρκα, (η) = Παλούκι σε σχήμα Υ και χρησιμοποιείται ως υπόστυλος είτε σε κατασκευή ξύλινων αχυρώνων είτε για τη στήριξη διαφόρων δέντρων, κληματαριών κλπ.
Φουρκίζω = Προκαλώ θυμό σε κάποιον.
Φούσκος, α (ο,η) = Ο μπάτσος, η σφαλιάρα. Θα σου τραβήξω ένα φούσκο νάναι όλος δκός.
Φουρτζιάτο, (το) = Πρόχειρη κατασκευή από ξύλα και κλαδιά για σκιά.
Φρουτζουλάω = Πετάω. Φρουτζούλσε το πλί!
Φρούσια, (η) = Η μαύρη γίδα με άσπρα στη μούρη.
Φσέκι, (το) = Το φυσέκι, η σφαίρα.
Φτενό = Λεπτό.
Φτυχάω = Πετυχαίνω τον σκοπό μου, τον στόχο μου.
Φωτίκια, (τα) = Είναι το κουστούμι και άλλα αντικείμενα που δίνει ο νουνός στον αναδεχτό (βαφτισιμιό), όταν φωτίζει το παιδί. Η διαδικασία αυτή γίνεται αρκετό χρόνο μετά τα βαφτίσια (όταν το παιδί είναι 7 ή 14 χρόνων). Στην περίπτωση αυτή ο κουμπάρος δίνει στον νουνό αρνί ή κατσίκι ανάλογα. Σήμερα δεν υφίσταται το έθιμο.
Ω
Ωι! (επιφώνημα) = έχει διαφορετική σημασία ανάλογα με την έκφραδση του προσώπου και τη διάρκεια στην προφορά. Ωωωωι! μωρ' μάνα'μ!
glousta
0 Σχόλια