Η ανάγνωση καλών λογοτεχνικών βιβλίων αποτελεί έναν χρήσιμο τρόπο για να βελτιώσει κανείς την ικανότητά του να «διαβάζει» το μυαλό των άλλων και να τους νιώθει περισσότερο, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Η νέα πρωτότυπη μελέτη αναδεικνύει -στην ουσία αποδεικνύει- τη σημασία της λογοτεχνίας για την ανάπτυξη στους ανθρώπους πολύτιμων νοητικών και συναισθηματικών ικανοτήτων, οι οποίες διευκολύνουν την ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων και άρα βοηθούν τις κοινωνίες να λειτουργούν καλύτερα.
Οι ερευνητές της Νέας Σχολής Κοινωνικών Ερευνών της Νέας Υόρκης, με επικεφαλής τον καθηγητή κοινωνικής ψυχολογίας Εμανουέλε Καστάνο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", σύμφωνα με το ίδιο και τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», έκαναν πέντε πειράματα με τα οποία μέτρησαν την επίπτωση που είχε η λογοτεχνία στην ικανότητα των αναγνωστών να καταλαβαίνουν την οπτική γωνία των άλλων και να κατανοούν τι σκέφτονται και νιώθουν.
Οι εθελοντές κλήθηκαν να διαβάσουν τρία είδη βιβλίων: καλή κλασική και πιο σύγχρονη ποιοτική λογοτεχνία (όπως Άντον Τσέχωφ, Κάρολο Ντίκενς και Ντον ΝτεΛίλο), μοντέρνα λιγότερο ποιοτικά «μπεστ-σέλερ» (πχ «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι»), καθώς και μη λογοτεχνικά έργα (πχ επιστημονικά). Το κεντρικό εύρημα από τα τεστ ενσυναίσθησης, κοινωνικής αντίληψης και συναισθηματικής νοημοσύνης ήταν ότι η ανάγνωση των βιβλίων της πρώτης κατηγορίας, των λογοτεχνικών αριστουργημάτων, βελτίωσε την ικανότητα ενσυναίσθησης των αναγνωστών, δηλαδή να «διαβάζουν» το μυαλό και να διαισθάνονται τα συναισθήματα και τα κίνητρα των γύρω τους, περισσότερο από τις δύο άλλες κατηγορίες βιβλίων.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη τους δείχνει ότι η ποιοτική λογοτεχνία, άσχετα με το συγκεκριμένο περιεχόμενό της, μπορεί να «ανοίξει» το μυαλό του αναγνώστη. Όπως είπαν, αντίθετα με τα περισσότερα σύγχρονα
και συνήθως πιο επιφανειακά μπέστ-σέλερ, όπως ένα θρίλερ ή ένα ερωτικό μυθιστόρημα, η κλασική ποιοτική λογοτεχνία απαιτεί την ενεργή νοητική συμμετοχή του αναγνώστη και τη δημιουργική σκέψη του.
Εν ολίγοις, οι «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» μπορεί να αποτελούν ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά δεν βοηθάνε κάποιον να εντρυφήσει στο νου και στην καρδιά των άλλων ανθρώπων, με τον τρόπο που θα το πετύχαιναν αν διάβαζαν το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι.
Άλλοι όμως επιστήμονες εμφανίστηκαν πιο σκεπτικιστές. Ο Ιταλός γνωσιακός νευροεπιστήμονας Βιτόριο Γκαλέζε, του πανεπιστημίου της Πάρμας, ο οποίος ειδικεύεται στο πώς ο εγκέφαλός αντιδρά στα έργα τέχνης, δήλωσε ότι αμφιβάλλει κατά πόσο είναι σωστή η διάκριση της λογοτεχνίας ανάμεσα σε ποιοτική και πιο «λαϊκή». Πρόκειται για «πολύ ολισθηρό έδαφος», όπως είπε, καθώς τα σύνορα ανάμεσα στην «υψηλή» και την «χαμηλή» Τέχνη συνεχώς μετακινούνται. Ενδεικτικά, έφερε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Γάλλο μυθιστοριογράφο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ο οποίος δημοσίευσε τα έργα που απαρτίζουν την «Ανθρώπινη Κωμωδία του» σε μορφή λαϊκού «σίριαλ», αλλά αυτά σταδιακά απέκτησαν την αίγλη κλασσικών λογοτεχνικών έργων.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ, Π. Δρακόπουλος
Η νέα πρωτότυπη μελέτη αναδεικνύει -στην ουσία αποδεικνύει- τη σημασία της λογοτεχνίας για την ανάπτυξη στους ανθρώπους πολύτιμων νοητικών και συναισθηματικών ικανοτήτων, οι οποίες διευκολύνουν την ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων και άρα βοηθούν τις κοινωνίες να λειτουργούν καλύτερα.
Οι ερευνητές της Νέας Σχολής Κοινωνικών Ερευνών της Νέας Υόρκης, με επικεφαλής τον καθηγητή κοινωνικής ψυχολογίας Εμανουέλε Καστάνο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", σύμφωνα με το ίδιο και τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», έκαναν πέντε πειράματα με τα οποία μέτρησαν την επίπτωση που είχε η λογοτεχνία στην ικανότητα των αναγνωστών να καταλαβαίνουν την οπτική γωνία των άλλων και να κατανοούν τι σκέφτονται και νιώθουν.
Οι εθελοντές κλήθηκαν να διαβάσουν τρία είδη βιβλίων: καλή κλασική και πιο σύγχρονη ποιοτική λογοτεχνία (όπως Άντον Τσέχωφ, Κάρολο Ντίκενς και Ντον ΝτεΛίλο), μοντέρνα λιγότερο ποιοτικά «μπεστ-σέλερ» (πχ «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι»), καθώς και μη λογοτεχνικά έργα (πχ επιστημονικά). Το κεντρικό εύρημα από τα τεστ ενσυναίσθησης, κοινωνικής αντίληψης και συναισθηματικής νοημοσύνης ήταν ότι η ανάγνωση των βιβλίων της πρώτης κατηγορίας, των λογοτεχνικών αριστουργημάτων, βελτίωσε την ικανότητα ενσυναίσθησης των αναγνωστών, δηλαδή να «διαβάζουν» το μυαλό και να διαισθάνονται τα συναισθήματα και τα κίνητρα των γύρω τους, περισσότερο από τις δύο άλλες κατηγορίες βιβλίων.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη τους δείχνει ότι η ποιοτική λογοτεχνία, άσχετα με το συγκεκριμένο περιεχόμενό της, μπορεί να «ανοίξει» το μυαλό του αναγνώστη. Όπως είπαν, αντίθετα με τα περισσότερα σύγχρονα
και συνήθως πιο επιφανειακά μπέστ-σέλερ, όπως ένα θρίλερ ή ένα ερωτικό μυθιστόρημα, η κλασική ποιοτική λογοτεχνία απαιτεί την ενεργή νοητική συμμετοχή του αναγνώστη και τη δημιουργική σκέψη του.
Εν ολίγοις, οι «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» μπορεί να αποτελούν ευχάριστο ανάγνωσμα, αλλά δεν βοηθάνε κάποιον να εντρυφήσει στο νου και στην καρδιά των άλλων ανθρώπων, με τον τρόπο που θα το πετύχαιναν αν διάβαζαν το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι.
Άλλοι όμως επιστήμονες εμφανίστηκαν πιο σκεπτικιστές. Ο Ιταλός γνωσιακός νευροεπιστήμονας Βιτόριο Γκαλέζε, του πανεπιστημίου της Πάρμας, ο οποίος ειδικεύεται στο πώς ο εγκέφαλός αντιδρά στα έργα τέχνης, δήλωσε ότι αμφιβάλλει κατά πόσο είναι σωστή η διάκριση της λογοτεχνίας ανάμεσα σε ποιοτική και πιο «λαϊκή». Πρόκειται για «πολύ ολισθηρό έδαφος», όπως είπε, καθώς τα σύνορα ανάμεσα στην «υψηλή» και την «χαμηλή» Τέχνη συνεχώς μετακινούνται. Ενδεικτικά, έφερε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Γάλλο μυθιστοριογράφο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ο οποίος δημοσίευσε τα έργα που απαρτίζουν την «Ανθρώπινη Κωμωδία του» σε μορφή λαϊκού «σίριαλ», αλλά αυτά σταδιακά απέκτησαν την αίγλη κλασσικών λογοτεχνικών έργων.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ, Π. Δρακόπουλος
0 Σχόλια