Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Αρα κριντει ψιχα θκαμας

Αααα; =τι είπατε; αααααααα =σωστά, ή κατάλαβα α! α! α! =ναι! ναι! ναι! απάν - απκάτ - σιακεί - σιαπάν=δήλωση κατεύθυνσης απστόμσει=αναποδογύρισε απόστασα =κουράστηκα αφουκρένομαι= ακούω με προσοχή απδισιά =πήδημα απήδσα μσουρανίς =σηκώθηκα στον αέρα....

αστόησα =ξέχασα αλσίβα =απορρυπαντικό του παλιού καιρού φτιαγμένο από στάχτη απστόμσε =αναποδογύρισε αύλακας =αυλάκι, ρυάκι αλλομανάω, μακελεύω, λιανίζω, αναχιτώνω =αγριεύω αντράλα, χαρβαλασιό =φασαρία αντάρα =ομίχλη, θολούρα αγριβέλαξ =κλάμα και ουρλιαχτό στην ίδια κραυγή (στούμπσα το δάχλο=αιτία για βέλασμα)
Β
βατσνιά αγκάθια =πουρνάρια βέλαξα(απ'τον πόνο) =φώναξα δυνατά ή πόνεσα πολύ βαλάντωσα (στό κλάμα) =έκλαψα πάρα πολύ
Γ
γκλαγκανάω =καταπίνω με έντονα γκλου-γκλου γατούλι =γατάκι γ- ούρμασi =ωρίμασε γκαβώθκα =τυφλώθηκα γίγκει =αόριστος του γίνομαι γέρεψα =γιατρεύτηκα, έγινα καλά - έγινα γερός γκουστέρα =μεγάλη πράσινη σαύρα γκουρλόθκα =πνίγηκα
Δ
δάχλο =δάχτυλο δαμάλι =ταύρος δρασκέλατο απήδατο=πηδηξέ το
Ζ
ζαλοκνιέμαι =ζαλίζομαι, κουνιέμαι ζάρκο, ξεμπλέτσοτο=γυμνό ζβάου =σβήνω ζίβα =σβήσε ζγουρ =ζυγούρι ζλάπi =το ζώο γενικώς, ατίθασος άνθρωπος ζαβλακώθκα =νύσταξα ή δεν ξέρω που είμαι ζγώνω =πλησιάζω ζαγκανιέμαι =κουνιέμαι ρυθμικά
Κ
καρκαμπίλα =ήλιος καυτός κουγκλιέμαι =κάνω τούμπες καρδάρα =μεταλλικός κουβάς για το γάλα καουνι =πεπονι καταϊ =κάτω κοκονάκι =οταν κάποιος κάθεται με λυγισμένα τα γόνατα. κοσιά =τό δρεπάνι κρένω =μιλάω κατσούλα =η κουκούλα,από πανοφώρι καρκαριέμαι =γελάω δυνατά καρβουνιάστκε =κάηκε εντελώς κριτσίλωσε =στράβωσε (τόσο που έγινε σχεδόν κόμπος) κοκόσιες =καρύδες κλαπατσίγκανα =όργανα, ορχήστρα καρκαλοϊτό =ανακοίνωση νέου αυγού από την κότα κουρκλίεμαι =κάνω τούμπες, στριφογυρνάω κουμάσι =γουρουνόσπιτο(παλιάνθρωπος) καταψιά =γουλιά ή μπουκια καρυδώνω =πνίγω (θα τ'καρυδώσω) καρτέρα =περίμενε
Λ
λάιος =μαύρος (γ)λαρώνω =ησυχάζω λαβίδα =κουτάλι Λιάρδα φσέκι=μεθώ λάκσα (πλυθ. λακίσαμαν) =πήρα δρόμο, έφυγα τρέχοντας
M
μαντρί =στάβλος μαρκούτσ =Ξύλο, αντικό όργανο, κάτι που δεν ξέρω πως δουλεύει, τηλεκοντρόλ (φέρ'το μαρκούτσ) ματουγϊάλια =γυαλιά οράσεως ματσλάω =μασάω μουλοκάναρο =τό αποτέλεσμα ζευγαρώματος πουλιών, ανάμεσα σ'ένα στραγαλίνι κι ένα καναρίνι μπαϊλσιά =ζαλάδα μπαϊλσα =ζαλίστηκα μπακακάκι =βατραχάκι μπακανιάρικο =τό παιδί,πού εχει πρησμένη κοιλιά μπακάνιασα =πρήστηκα, από το πολύ νερό, ποτό μπακατσέλη μπακακάκι=βατραχάκι μπακτσές =τό χωράφι κήπος μπζιάνα =βατράχι - vampire μεγάλου μεγέθους που πίνει αίμα από πρόβατα μπλετσιανάω =πλατσουρίζω ή κάνω μπάνιο σε ρηχά νερά μπολιάζω =εμβολιάζω μπουρμπούτσιαλο =είδος καρπού μαύρος μπομπότα =τό ψωμί από καλαμπόκι μπραστ =έφυγε γρήγορα μσαφιραίοι =επισκέπτες μουτσούνα =μούρη μπουχαρής =καμινάδα μόσκιδα =μοσχάρι θυληκό μαρκαλάω =κάνω sex ματζαφλάρ =κάτι μακρύ μπασκίνας =χωροφύλακας μπούγλα =τενεκές τον μούτεψα =τον διέλυσα
Ν
νταούλιασε =μέθησε ντζιοπάνς =γιδοβοσκός (γκλίτσμαν) νταβλαρώθκα =έπεσα κάτω ή ξάπλωσα απότομα
Ξ
ξαποστάζω =ξεκουράζομαι ξιμπλιέτσοτο =γυμνό ξιτσαουλιάστκα =μου έφυγε το στόμα, μου έφυγε το σαγόνι ξεντραχτώθκα=διαλύθηκα ξεσκλιάζω =σκίζω ξεσκανταλίσκει =απορυθμίστηκε ξίκι να γένει =κομάτια να γίνει ξιετε =Ξύνεται (Η Στέφανους ξιέτε στμπλατ γιατί τουν έφαε ντάβανος)
Ο
Ούι =θαυμασμός
Π
πριτσιαλάω =κάνω sex πριτσαλίστκα=κάηκα πΟΥτσαρας =αγόρι (αντίθετο τσούπρα=κορίτσι) πρατίνα =προβατίνα πσλά =ψηλά πλακόφωνο =πικάπ πράματα =τα πρόβατα πιτσί =επιδερμίδα, δέρμα , πετσί πετσώνω=καλύπτω επιφάνεια αλλά και κάνω sex ποστιάζω =βάζω το ένα πάνω στο άλλο προφάν =τό καλαμάκι(μέ αυτό πού ρουφάν) πααίνω =πάω στα... πθαμή =παλάμη
Ρ
ρόκα =καλαμπόκι
Σ
σβόηρας =ζωηρός σκρόφα =γουρούνα σκαφίδι =μεγάλη λεκάνη σαλιβάρι =φερετζές για ζώα(προς αποφυγή δαγκώματος) σφουγγάω =σκουπίζω σαρμανίτσα =κούνια σκλέντζα =είδος παιχνίδιου σιούγκρα τον =σκουντησέ τον σαχλά=χαζά με σιούρξε =ξεπάγιασα
 Τ
τσαρναράει =στάζει - τρέχει νερό τράω =κοιτάζω τσιοκανάω =ευνουχίζω τσακμάκ =αναπτήρας τίγκα =γεμάτο όσο δεν παίρνει άλλο τσίφλια =τα μάτια τσιαούλια =σαγόνι τσούπρα =κορίτσι τσίτσα παπούλι =μούσκεμα σαν πάπια
Φ
φαρμακώθκα =στεναχωρήθηκα φραστ =γρήγορη κίνηση φκιαρ’ =το φτιάρι φουλτακιασκα =πήρα φωτιά φσέκι Λιάρδα =μεθώ χορταμένος
Χ
χλιάρ =κουτάλι χαλεύω =ζητάω τσ'χάλεψα ψουμάκ = της ζήτησα φαγητό τσ'χάλεψα **ί = της ζήτησα να κάνουμε έρωτα χάθκαμαν =χαθήκαμε χαψιά =μπουκιά
 ntabantouri
.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια