Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Απιστίες στο ελληνικό σινεμά

«Αι γυναίκαι είναι άπισται» έλεγε ο Ζήκος (κατά κόσμον Κώστας Χατζηχρήστος) στην ταινία «Της Κακομοίρας», την καλύτερη ίσως κωμωδία του ελληνικού σινεμά. Και οι άντρες όμως δεν πάνε πίσω, τουλάχιστον κινηματογραφικά. Ποιοι ήταν οι πιο άπιστοι χαρακτήρες, που μας χάρισαν απλόχερα γέλιο στη μεγάλη οθόνη;
Να τους συμπεριλάβουμε όλους είναι αδύνατο, καθώς ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος αποτέλεσε «χειροπιαστή απόδειξη» του κάθε άπιστου/ης της μεγάλης οθόνης. Με απλά λόγια, η απιστία (ή έστω και η υποψία της) ήταν και παραμένει, ένα μεγάλο κεφάλαιο των απανταχού σεναριογράφων και σκηνοθετών των ταινιών.

«Η σωφερίνα»
26 Οκτωβρίου 1964 η πρώτη προβολή και 515.265 τα εισιτήρια που κόπηκαν. Ο λόγος; «Η σωφερίνα». Μπορεί η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως …σωφερίνα να επέμενε, ότι «όποιος πιάνει το τιμόνι, που και που να φασκελώνει», αλλά ο Γιώργος Κωνσταντίνου ήταν αυτός, που ως ζηλιάρης σύζυγος της φίλης της Μάρως Κοντού, υποστήριζε ότι η γυναίκα θέλει παρακολούθηση.

Και αυτό έκανε, στην κινηματογραφική διασκευή του θεατρικού του Γιώργου Ρούσσου, «Το τελευταίο Ψέμα» παρά το γεγονός, ότι ο φίλος του και σύζυγος της Αλίκης Βουγιουκλάκη, Αλέκος Αλεξανδράκης, πίστευε ότι οι σχέσεις χρειάζονται εμπιστοσύνη. Ο Άλκης Γιαννακάς ως πέτρα του σκανδάλου, μία φωτογραφία του «άπιστου ζεύγους» (Μάρω Κοντού- Άλκης Γιαννακάς), το σπασμένο φανάρι από το αυτοκίνητο της Αλίκης Βουγιουκλάκη, που ως πιστή φίλη το δάνεισε στην Κοντού (η οποία και ψέματα της είπε και το τράκαρε με την πέτρα του σκανδάλου στη θέση του συνοδηγού) και κάπως έτσι η υπόθεση απιστία, λιμανάκι, παρακολούθηση, κατέληξε στο δικαστήριο, με κωμικοτραγικούς χαρακτήρες.

Μοναδική η παρουσία της επίσης απατημένης αρραβωνιαστικιάς του Γιαννακά, Καίτης Λαμπροπούλου, η οποία αρνείται να πει την ηλικία της ενώ το κουβάρι ξεκαθαρίζει ο Σπανοβαγγελοδημήτρης Νικόλας, γνωστός ως Γύλος (Βασίλης Αυλωνίτης) στην αίθουσα του δικαστηρίου. Όλα αυτά βέβαια υπό τη μουσική υπόκρουση του trio Athene, που τραγουδά σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου με τον Γιώργο Ζαμπέτα να σολάρει στο μπουζούκι και το «χάλι γκάλι» (ο μοντέρνος ζωηρός χορός) να στέφεται επίσημος χορός της ταινίας.

«Ο φίλος μου ο Λευτεράκης»
Μια τρελή βραδιά καρναβαλιού (που αλλού; Στην Πάτρα) ένας ευυπόληπτος σύζυγος, ο Θοδωράκης (Ντίνος Ηλιόπουλος) γυρίζει, μετά από ολονύκτιο γλέντι με την ερωμένη του, σε κακό χάλι στη σύζυγό του (Μάρω Κοντού) και εφευρίσκει τον Λευτεράκη (Κώστας Βουτσάς), ως το ιδανικό πρόσωπο, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

Η παρέα του φίλου Λευτεράκη (που εννοείται είναι αποκύημα της φαντασίας του Θοδωράκη) συνεχίζεται με τον Θοδωράκη να επισκέπτεται συχνά πυκνά τον καρδιακό του φίλο στην Πάτρα, δηλαδή την ερωμένη του. Ένα πρωινό, μία γούνα και μία επίσκεψη του Λευτεράκη είναι ικανά να τον αναγκάσουν μέσα από τραγελαφικά φυσικά σκηνικά να παραδειγματιστεί.

Ο Αλέκος Σακελάριος το 1963 στην καρέκλα του σκηνοθέτη, το δίδυμο Μαίρης Λίντα και Μανώλη Χιώτη σε μοναδικές ερμηνείες και οι αδερφές Μπρόγιερ, η Έρρικα και η Μαργαρίτα, χάρισαν αίγλη σε μία κωμωδία, που κατάφερε να κόψει 61.734 εισιτήρια.
«Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός»
Ο Κλέαρχος (Βασίλης Αυλωνίτης) μπερμπάντης –σύζυγος, προσπαθούσε να ξεφύγει από τη Μαρίνα (Γεωργία Βασιλειάδου), η οποία κυνηγούσε τον κοντό (Νίκο Ρίζο, ποιον άλλον;) σε μία εξωφρενική κωμωδία που προβλήθηκε στις αίθουσες Αθηνών - Πειραιώς - προαστίων το 1961 και έκοψε 25.617 εισιτήρια.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας είναι, ότι την εποχή εκείνη θεωρούνταν «ακατάλληλη». «Κατάλληλων από 13» και «Ακατάλληλων» δε μπορούσαν σύμφωνα με τους νόμους της εποχής να έχουνε εκτός των άλλων, θεματολογία όπως η συζυγική απιστία, θίγοντας τα χρηστά ήθη της ελληνικής οικογένειας. Όσο αστεία και αν είναι η απιστία.

Η κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου, «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», που προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 18 Δεκεμβρίου του 1961, ήταν η κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής επιτυχίας των Τσιφόρου - Βασιλειάδη, με το ίδιο πρωταγωνιστικό τρίο: Βασίλης Αυλωνίτης - Γεωργία Βασιλειάδου – Νίκος Ρίζος.

Οι σχεδόν μόνιμοι συνεργάτες (με 11 συνεργασίες συνολικά), οι οποίοι έκαναν την παραλία των Καμένων Βούρλων άνω κάτω, διέπρεψαν σε κωμικά σκηνικά απείρου κάλους. Ήταν η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε ο Τσιφόρος, αφήνοντας εποχή με τις μοναδικές ατάκες των πρωταγωνιστών: τον Αυλωνίτη να «ξενοκοιτά», τη Βασιλειάδου να καραδοκεί και τον Ρίζο ( θύμα του πεθερού Αυλωνίτη) να κλαίει πως «Αν δεν κάνω ιαματικά μπάνια στα Καμένα Βούρλα, δεν θα μου περάσει το ρημάδι, το χέρι».
«Τα κίτρινα γάντια»
Ο Νίκος Σταυρίδης έπρεπε περάσει από σαράντα κύματα για να ανακαλύψει, ότι οι υποψίες του πως η γυναίκα του Μάρω Κοντού τελικά δεν τον απατούσε. Η αιτία δυο «Κίτρινα γάντια», που δάνεισε στην υπηρέτριά της Μάρθα Βούρτση, η Μάρω Κοντού, για να πάει βόλτα με τον αρραβωνιαστικό της (Μίμης Φωτόπουλος).

Ο Νίκος Σταυρίδης σε έναν απολαυστικό διάλογο με τον «εκκεντρικό» Γιάννη Γκιωνάκη, προσπαθεί να διαλευκάνει ένα μυστήριο για ένα ζευγάρι, που δεν είναι όμως η γυναίκα του. Ο Σταυρίδης μυρίζει τα γάντια για να ανακαλύψει στοιχεία, ο Γκιωνάκης (Μπρίλης στο έργο) τραγουδά «Είναι ψηλό είναι ψηλό το παλικάρι, π’ αγαπώ (και συνεχίζει με την απολαυστική παράφραση Είναι ψιλή είναι ψιλή η ζάχαρη του Παντελή») και η κωμωδία του Αλέκου Σακελάριου (εννοείται σενάριο και σκηνοθεσία) βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 12 Δεκεμβρίου του 1960 κόβοντας 27.787 εισιτήρια.

Αρχικά, ήταν θεατρικό έργο των Σακελάριου - Γιαννακόπουλου που γράφτηκε για το θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη, με τίτλο «Η Ρένα εξώκειλε», αλλά μεταφέρθηκε στο σινεμά με τον Σταυρίδη, καθώς ο Λογοθετίδης είχε πεθάνει.
«Σάντα Τσικίτα»
Η ταινία Σάντα Τσικίτα προβλήθηκε στις αίθουσες (Αθηνών - Πειραιώς – προαστίων, πάντα) το 1953 και έκοψε 89.572 εισιτήρια. Σε μουσική Μιχάλη Σουγιούλ και ερμηνεία Τώνη Μαρούδα με τους Margot και Shiwerto στα χορευτικά, η ταινία είναι μεταφορά του θεατρικού έργου «Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λοπέζ» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου.

Ο κακομοίρης Βασίλης Λογοθετίδης είναι ο Φώτης (Φαγκρής), ένας μεροκαματιάρης που προσπαθεί να αποκαταστήσει την αρραβωνιαστικιά του. Τα λεφτά δε φτάνουν φυσικά, και όταν η μητέρα του αρρωσταίνει, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο. Η προσφορά για έναν εικονικό γάμο με την αρτίστα «Σάντα Τσικίτα» (ολέ!!!) θα φανεί ως μάννα εξ’ ουρανού και η «εικονική απιστία» του Φώτη θα οδηγήσει σε παρεξηγήσεις.

Ο εγκέφαλος του σχεδίου και ξάδελφος του Φώτη, Μπάμπης, είναι διευθυντής σε καμπαρέ και με αντάλλαγμα το γάμο, υπόσχεται να τον ενισχύσει οικονομικά. Η ταινία έχει γυριστεί και με πρωταγωνιστή τον Κώστα Χατζηχρήστο.
«Ο Δήμος απ’ τα Τρίκαλα»
Μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία (ούτε ερμηνεία) του Κώστα Χατζηχρήστου, αλλά είναι ιδανική για ….απιστίες. Βασισμένο στο θεατρικό έργο του Δημήτρη Γιαννουκάκη «Μειδιάστε Παρακαλώ», ο σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης, εξιστορεί την περιπέτεια του άπιστου Δήμου, ο οποίος επιστρατεύει τον δίδυμό του αδερφό Θύμιο, προκειμένου να καλύψει τις μπαγαποντιές του.

Θύμιος φυσικά δεν υπάρχει, παρά στη φαντασία πρωταγωνιστή (και όπως ελπίζει και στο μυαλό της γυναίκας του). Η υπόθεση, κλασική κωμωδία με τον Χατζηχρήστο σε διπλό ρόλο κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η ταινία προβλήθηκε το 1962, έκοψε 56.391 εισιτήρια, με τη βοήθεια φυσικά του Μανώλη Χιώτη και της Μαίρης Λίντα, που μεσουρανούσαν τότε στην αθηναϊκή νύχτα.
«Κάτι κουρασμένα παλικάρια»
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υποκύπτει (ή καλύτερα θα ήθελε να έχει υποκύψει) στις προτροπές του φίλου, γιατρού του και...γερομπισμπίκη Διονύση Παπαγιαννόπουλου, ο οποίος επέμενε «χούφτω στη, χούφτω στη». Αν και αρραβωνιασμένος χρόνια ολόκληρα με τη Ρίτα Ζαφειρίου (Μπέτυ Αρβανίτη, γνωστή, όπως λέγεται στα νιάτα της ως «Το σώμα» για ευνόητους λόγους), ο Κωνσταντάρας δε μπορεί να αντισταθεί σε μία μελλοντική περιπετειούλα με την κατά (πάρα μα πάρα) πολλά χρόνια νεότερή του, 20χρονη Νόρα Βαλσάμη.

Ο Χρόνης Εξαρχάκος, εγκέφαλος ενός σχεδίου έχει «ρίξει» δίπλα από τον Κωνσταντάρα τη μικρή Νόρα για να αποσπάσει χρήματα. Τη λύση θα δώσει η έξυπνη αρραβωνιαστικιά Μπέτυ Αρβανίτη, πριν ο Κωνσταντάρας όμως προλάβει να απιστήσει.

Μέχρι τότε βέβαια, οι σκηνές είναι πέρα για πέρα κωμικές. Το σενάριο είναι των Κώστα Πρετεντέρη και Ασημάκη Γιαλαμά, ενώ η σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου.
«Η βίλλα των οργίων»
Η ταινία «Η Βίλλα Των Οργίων» αποτελεί –από τον τίτλο και μόνο- το αποκορύφωμα της ελληνικής «κινηματογραφικής απιστίας». Προβλήθηκε το 1964, έκοψε 170.234 και μέχρι σήμερα είναι μία από τις «απαγορευμένα» λατρεμένες κωμωδίες με πρωταγωνιστή τη συζυγική απιστία. Όταν μάλιστα μπλέκεται και η τότε «κουτσομπολίστικη» δημοσιογραφία, η κατάσταση γίνεται απολαυστική.

«Η βίλλα των οργίων» ήταν αρχικά θεατρική επιτυχία του ζεύγους Κάκιας Αναλυτή - Κώστα Ρηγόπουλου, γραμμένη από τον Γεράσιμο Σταύρου, ενώ στον κινηματογράφο μεταφέρθηκε σκηνοθετικά από τον Ντίνο Δημόπουλο. Τη μουσική υπογράφει ο Γιώργος Μουζάκης και το δίδυμο Μαίρης Λίντα- Μανώλη Χιώτη συμπληρώνουν την απολαυστική κωμωδία.

Η υπόθεση, επίκαιρη όσο ποτέ. Πολιτική, σκάνδαλα και τύπος μπλέκονται σε ένα κουβάρι, που θα ξετυλιχθεί μέσα σε ένα αστυνομικό τμήμα. Η Κάκια Αναλυτή ερμηνεύει τον ρόλο που είχε παίξει και στο θέατρο, ενώ ο Λάμπρος Κωνσταντάρας (Χάρης Ζάβαλος, στην ταινία), περιφέρεται μέσα στο κτίριο της αστυνομίας καλυμμένος μόλις με ένα σεντόνι…ό,τι δηλαδή πρόλαβε να σώσει από μία κωμική κατάσταση που δύσκολα σώζεται.

Την παράσταση «κλέβει» ο διευθυντής της αστυνομίας Διονύσης Παπαγιαννόπουλος με την επική ατάκα του «Εεεε! Τι θα το κάνουμε εδώ μέσα; Αμέρικαν μπαρ;» ενώ χαρακτηριστική είναι η φιγούρα της Ρίτας Μουσούρη, ως ξεπεσμένη μεγαλοαστή «Μαντάμ Δόμνα», που υπενοικιάζει τη βίλα της για σεξουαλικά όργια.

«Σας παρακαλώ, μιλάτε μου στον πληθυντικό, θα με υποχρεώσετε!» επιμένει στην προσπάθειά της να διατηρήσει κάτι από την αίγλη άλλων εποχών. Ο έρωτας και το χρήμα εξάλλου δεν κρύβονται.
clickatlife

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια