Απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης, κέρδισε νωρίς την εμπιστοσύνη του δασκάλου του Μίμη Κουγιουμτζή, ο οποίος τον επέλεξε τόσο για τον «Μικρό Πρίγκιπα» όσο και για τον ρόλο του Ερμή στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, με τον οποίο πήρε....
το βάπτισμα του πυρός στην Επίδαυρο.
Αντίστοιχη εμπιστοσύνη του έδειξε και ο Γιώργος Κιμούλης όταν ανέβασε τον «Εμπορο της Βενετίας» και το «Δρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ».
Ορόσημο θεωρεί τη συνάντησή του με τον Σταμάτη Φασουλή και τη συνεύρεσή τους στη «Μήδεια» του Μποστ, ενώ περιμένει με ανυπομονησία τη συνεργασία του με τον πάλαι ποτέ «Αγαμο Θύτη» Θοδωρή Αθερίδη, το καλοκαίρι, στην «Ελένη» του Ευριπίδη.
«Η χειρότερη εμπειρία μου στο θέατρο είναι κατά τη διάρκεια δύο ακροάσεων που έκανα με γνωστό σκηνοθέτη, οι δουλειές του οποίου είναι πάντα εξαιρετικές. Ο άνθρωπος αυτός όμως με έκανε να αισθανθώ πολύ ηλίθιος, ήταν σαν να μιλούσαμε άλλη γλώσσα και επί της ουσίας αυτό συνέβαινε».
Χαρακτηρίζει τον εαυτό του εξωστρεφή, ιδιότητα που θεωρεί απαραίτητη και στην ταυτότητα μιας παράστασης: «Πολλές δουλειές χάνουν τον στόχο τους, μπερδεύουν τι θέλουν να πουν. Σαν να ξέρουν οι ηθοποιοί κάτι που δεν ξέρεις εσύ από κάτω και ούτε πρόκειται να καταλάβεις, επειδή σε περνούν για ηλίθιο. Το θέατρο όμως είναι πάνω απ' όλα ένα λαϊκό θέαμα, πρέπει η σκηνή να συνεννοείται, να τα βρίσκει με τον εξώστη και την πλατεία. Οταν βγαίνοντας από μία παράσταση το πρώτο που θα σχολιάσεις είναι τα σκηνικά και τα κοστούμια - χωρίς να υποβιβάζω αυτές τις τέχνες -, κάτι έχει πάει λάθος».
Πώς πήρες την απόφαση να κατέβεις από τα Γιάννενα και να σπουδάσεις στο Θέατρο Τέχνης; Ήταν το όνειρό σου; Οι γονείς σου σε στήριξαν σ’ αυτήν την απόφαση;
Θ.Α : Ήταν περισσότερο ανάγκη, διότι εγώ ήξερα ότι θέλω να κάνω θέατρο και στα Γιάννενα ήταν πολύ περιορισμένα τα πράγματα. Έτσι έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα. Απ’ τις σχολές που μου πρότειναν ήταν το Εθνικό και το Θέατρο Τέχνης. Πολύ ερασιτεχνικά και χωρίς καμία προετοιμασία κατέβηκα στην Αθήνα, έδωσα εξετάσεις και στις δύο σχολές και πέρασα στο Θέατρο Τέχνης. Όλο αυτό έγινε μέσα σε δύο μήνες στο καλοκαίρι, την απόφαση λοιπόν την πήρα εν βρασμώ γιατί αν δεν πάρεις την απόφαση την ώρα που πρέπει μετά το σκέφτεσαι. Ήταν βέβαια και μία απόφαση να σηκωθείς και να φύγεις από τα Γιάννενα.
Οι γονείς μου με στήριξαν απόλυτα σ’ αυτήν την απόφαση και οικονομικά και ψυχολογικά, και μου είπαν πως αν αυτό είναι που θέλω να κάνω πραγματικά θα με στηρίξουν απόλυτα όπως και έκαναν. Είναι πολύ ξεκούραστο να έχεις με το μέρος σου τους γονείς σου γιατί έβλεπαν ότι αυτό ήθελα να κάνω.
Μέσα σε μία νύχτα αποφάσισα να κατέβω Αθήνα αν και η απόφαση προετοιμαζόταν πολύ καιρό.
Ποια ήταν τα συναισθήματα που ένιωσες όταν έπαιξες για πρώτη φορά στην Επίδαυρο στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη με τον ρόλο του Ερμή το 2001; Είναι μία εμπειρία που θα ήθελες να επαναλάβεις;
Θ.Α : Τώρα που το θυμάμαι δεν ένιωθα και πολλά πράγματα, νομίζω ότι ήμουν τόσο μουδιασμένος απ’ το άγχος και το τρακ που αισθανόμουν ότι πετάω, ότι δεν πατάω και πολύ στην γη, όπως είναι όταν πας να λιποθυμήσεις και χάνεται ο ήχος. Φαντάσου ότι ήταν η πρώτη μου δουλειά μετά την σχολή και με τέτοιο μέγεθος και με τέτοιες απαιτήσεις, ένιωσα πολύ τυχερός και ένα μεγαλείο που δεν θα ξεχάσω.
Φυσικά θα ήθελα να το επαναλάβω όπως και φέτος με τους «Σκηνοβάτες» που είχαν περάσει πια και δέκα χρόνια και αφού είχα κάνει και άλλες δουλειές, πήγαινα και με ένα όπλο παραπάνω. Όμως και πάλι είχα το ίδιο τρακ και την ίδια αγωνία και ακόμη μεγαλύτερη γιατί τότε είχα και την άγνοια του κινδύνου ενώ τώρα ήξερα πού πάω. Θα ήθελα να μου ξανασυμβεί, αλλά και να μην γίνει, δύο φορές που ήμουν τυχερός και πάτησα το πόδι μου εκεί που γεννήθηκε το θέατρο και σ’ αυτό το χώρο μ’ αυτή την ενέργεια, είμαι ευτυχισμένος και πλήρης. Μακάρι να μου ξαναδωθεί η ευκαιρία και να παίξω στην Επίδαυρο.
Το 2008 τιμήθηκες με το βραβείο «Δημήτρης Χορν» σ’ ένα κωμικό ρόλο γεγονός αρκετά σπάνιο και έχοντας ισχυρούς αντιπάλους. Θεωρείς πως το βραβείο ήρθε να συμπληρώσει κόπους ετών;
Θ.Α : Είναι ωραίο να σ’ επιβραβεύουν για την δουλειά σου, είναι σαν να δικαιώνεται ο κόπος σου. Ήταν πολύ τιμητικό γιατί έγινε από μία επιτροπή ανθρώπων που ασχολούνται με το θέατρο ή είναι θεατράνθρωποι που το γνωρίζουν πολύ καλά. Δεν δικαιώνεσαι απαραίτητα μ’ ένα βραβείο αλλά είναι ένα «μπράβο» που το θέλει ο καθένας, μία επιβράβευση αρκετά σημαντική και ειδικά όταν γίνεται από σπουδαίους ανθρώπους της δουλειάς σου, είναι σαν να σε αποδέχονται ο ίδιος ο κύκλος της δουλειάς σου, ο χώρος σου.
Με βράβευσε ο Σταμάτης Φασουλής, με επιτροπή τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, τη Ξένια Καλογεροπούλου, τη Λυδία Κονιόρδου.
Σε έχουν εμπιστευτεί μεγάλες προσωπικότητες του θεάτρου όπως ο Σταμάτης Φασουλής, ο Μίμης Κουγιουμτζής, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και η Κάρμεν Ρουγγέρη. Μίλησέ μας γι’ αυτές τις εμπειρίες σου...
Θ.Α : Σ’ αυτή την δουλειά αυτό που χαίρεσαι πιο πολύ είναι όταν συναντάς προσωπικότητες και σε κάθε δουλειά σου ανοίγεται ένας δρόμος από την σκέψη και το όραμα του καθενός. Μέσα σ αυτά τα χρόνια που δουλεύω έχει τύχει μέσα σ’ αυτά τα λίγα χρόνια που δουλεύω να συνεργαστώ με μεγάλα ονόματα όπως ο Σταμάτης Φασουλής που είναι ένας θεατράνθρωπος, μία ιστορία του θεάτρου οπότε η πρόβα μαζί του και μόνο πέρα από την παράσταση είναι μία εμπειρία.
Η Κάρμεν Ρουγγέρη ήταν η πρώτη μου επαφή με το παιδικό θέατρο και εκεί ήρθα πραγματικά σε επαφή με το θέατρο και κατάλαβα πραγματικά πώς λειτουργεί αυτή η δουλειά και ειδικά σ’ επαφή με τα παιδιά που είναι μία ιδιαίτερη συνθήκη.
Με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων ήμουν στο δυναμικό του, δεν δούλεψα με τον ίδιο αλλά με τον Θωμά τον Μοσχόπουλο και την Έλενα Γκασούκα κι έτσι γνωριστήκαμε και συνεργαστήκαμε στο θέατρο μαζί.
Απ’ τον καθένα όμως, όταν δουλεύεις με τέτοιες προσωπικότητες, είναι σαν να παίρνεις προίκα ακόμη και στην πρόβα.
Πώς νιώθεις όταν μπαίνεις πίσω από την μάσκα του ήρωα που υποδύεσαι; Προτιμάς κωμικούς ρόλους περισσότερο;
Θ.Α : Μ’ αρέσει η κωμωδία αλλά ένας ηθοποιός νομίζω θέλει να κάνει ωραίους ρόλους γιατί όλοι οι ρόλοι εμπεριέχουν και το δραματικό και το κωμικό, πέρα από κλασσικό ρεπερτόριο που είναι άλλα μεγέθη. Τα πιο σύγχρονα και ρεαλιστικά κείμενα τα εμπεριέχουν και τα δύο. Εγώ αγαπώ πάρα πολύ την κωμωδία και την θεωρώ μία επιστήμη από μόνη της και περνάω και εγώ καλά γιατί είναι η ψυχή μου τέτοια, η κωμωδία είναι πιο φωτεινή, πιο επικοινωνιακή, πιο εξωστρεφής.
Το πώς νιώθω εξαρτάται κάθε φορά από το ρόλο, όταν έχεις να παίξεις κάπου συγκεντρώνεσαι σ’ αυτό που έχεις να κάνεις και ανακαλείς δικές σου εμπειρίες πάντα σε σχέση με το τι έχεις να παίξεις, οπότε διαφέρει. Πας αναλόγως με το τι έχεις να κάνεις και στην πρόβα δηλαδή με τον σκηνοθέτη και με το τι κουβαλάς εσύ ως άνθρωπος, οπότε πάντα σε κάθε παράσταση, σε κάθε ρόλο υπάρχει μία ψυχαναλυτική μέθοδος από πίσω για να αποκωδικοποιήσεις τα δικά σου συναισθήματα για να μπορέσεις να το μεταφέρεις στο κοινό. Δεν παίζει κάποιος άλλος άνθρωπος όταν υποδύεσαι έναν ρόλο αλλά εσύ ο ίδιος με αυτά που νιώθεις, επιλέγεις τι θα παίξεις ανάλογα με τον ρόλο.
Θ.Α : Δεν μπορεί πια να υποστηρίξει νέες ιδέες λόγω οικονομικών δυσχερειών αλλά και λόγω μιας αντίληψης των ανθρώπων που την διαχειρίζονται. Ιδέες υπάρχουν αλλά όταν φτάνουν στα τραπέζια δεν εγκρίνονται γιατί πάντα είναι πολύ φορμαρισμένο το τι θέλουν να παρουσιάσουν. Δεν ξέρω τι θα κάνει η τηλεόραση και πώς θα συνεχίσει γιατί μπορεί να κάνει πίσω η τηλεόραση και να έρθει μπροστά το σινεμά που το θέλουμε και το προτιμάμε όλοι πιο πολύ και μπορεί εκεί να ανθίσουν νέες ιδέες και να βρουν χώρο οι ιδέες.
Δεν θα άλλαζα τα πάντα στην τηλεόραση γιατί όλα έχουν χώρο, αλλά όταν νιώθω ότι κάτι με προσβάλλει αλλάζω κανάλι. Δεν μπορώ το πολύ «κίτρινο» στην τηλεόραση, δεν μπορεί να σ’ αφορά απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ ποιος παντρεύτηκε ή χώρισε, κάτι πάει λάθος δηλαδή, σημαίνει ότι έχεις πρόβλημα αν και το’ χουμε σαν λαός και αποδεικνύεται. Θα ήθελα να βλέπω πιο πολλές συνεντεύξεις ή προσωπικότητες, έχουμε δηλαδή ποιητές, γιατρούς, επιστήμονες γενικότερα και δεν τους ξέρουμε και αυτό μου λείπει να βλέπω ωραία «πορτρέτα» ανθρώπων.
Θ.Α : Είναι μία τέχνη και η συγγραφή από μόνη της, εγώ έχω κατά καιρούς ιδέες πολλές και τις συζητώ και με την Ελένη στους «Ήρωες» αλλά η ιδέα να γίνει κείμενο είναι μία άλλη τέχνη την οποία δεν την ξέρω. Εάν μου προκύψει αργότερα δεν το ξέρω αλλά δεν αισθάνομαι ότι το’ χω για να το κάνω, έχω την ιδέα αλλά αυτό είναι ένα ταλέντο ιδιαίτερο και θέλει και δουλειά γιατί δεν είναι ότι έχεις την ιδέα και έχεις και ωραίες ατάκες στην παρέα και κάθεσαι και το κάνεις κείμενο. Θέλει πρόγραμμα και δουλειά ωρών και δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω. Μπορεί αν μπω στην φυλακή να γίνω συγγραφέας με τόσες ώρες απομόνωσης, πού ξέρεις;
Θ.Α : Θα τα επέλεγα όλα! Ανάλογα με την διάθεσή μου, αλλά αν έπρεπε να επιλέξω θα επέλεγα το θέατρο. Αν δεν έπρεπε να διαλέξω θα τα ήθελα και τα τρία γιατί δεν μπαίνω ακόμη σε καλούπια. Ας πούμε το μαγαζί με την Ελεωνόρα που προέκυψε μ’ αρέσει πολύ και εκεί κάθε χρόνο βρίσκω και ανακαλύπτω και το εξελίσσω. Ή στην τηλεόραση γίνονται πολύ ωραίες δουλειές πέρα απ’ αυτόν τον σορό πραγμάτων, εάν μου δινόταν ένας ωραίος ρόλος είναι κομπλεξικό να πεις όχι μόνο και μόνο γιατί είναι τηλεόραση. Έχουν γίνει και τρομερές ερμηνείες και φοβερές δουλειές στην τηλεόραση οπότε γιατί να πω όχι;
Θ.Α : Και βέβαια αφού και με την «Φουρκέτα» μου δόθηκε η ευκαιρία να το πλησιάσω, ήταν πιο δραματικός ο ρόλος και μ’ άρεσε πάρα πολύ.
Θ.Α : Ακόμη δεν το έχω δει στην δουλειά γιατί εγώ βρίσκομαι σε μία ιδιαίτερη συνθήκη που έχουμε την ομάδα μας, τους «Ήρωες» και είμαστε πιο προστατευμένοι και τα τελευταία χρόνια κάνουμε focus σ’ αυτό. Αλλά ξέρουμε και είμαστε προετοιμασμένοι ότι θα πάμε και όπου μας πούνε, δεν θα έχεις επιλογές γιατί θα γίνονται πιο λίγα πράγματα, θα αναγκαστείς να πας να κάνεις την δουλειά σου και σε περιβάλλον και σε συνθήκες που δεν θα επέλεγες σ’ άλλη περίπτωση και θα κάνεις την δουλειά σου κανονικά διότι είναι δουλειά το θέατρο οπότε θα βρεθείς και σε παραστάσεις που δεν θα θες καθόλου αλλά θα πρέπει να τις υποστηρίξεις. Μακάρι να μπορέσω να τ’ αποφύγω, θα δείξει.
Θ.Α : Δεν ονειρεύομαι πάρα πολύ δηλαδή ονειρεύομαι πολλές φορές πράγματα απίστευτα που δεν θα γίνουν οπότε δεν έχω να περιμένω και κάτι. Τα φτιάχνω όλα στο μυαλό μου, μετά το ξεχνάω και όποτε θέλω το ξαναφαντάζομαι. Πάνω στην δουλειά ας πούμε κάνω πάρα πολλές σκέψεις και φαντάζομαι πολλά πράγματα αλλά επειδή ο ίδιος αυτοαναιρούμαι κάθε φορά γιατί μπορώ να πω ότι θέλω κάτι τώρα και μετά από ένα χρόνο ν’ αποφασίσω τελικά ότι δεν το θέλω. Μπορώ να τα ονειρεύομαι όλα και όπου με πάει γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι έρχεται στην διαδρομή. Μπορεί εγώ να φαντάζομαι πολλά και σε δέκα χρόνια να κάνω μία δουλειά που αυτή τη στιγμή ούτε που το φαντάζομαι. Νομίζω πως είναι πιο μαγική η ίδια η ζωή και πολύ πιο μπροστά απ’ ότι εσύ προσπαθείς να φτιάξεις ή να φανταστείς. Όχι όμως ότι γίνονται τα πράγματα αν δεν έχεις στόχο. Έχω στόχους που είναι όμως πολύ μικροί και ρεαλιστικοί, δεν κάνω σκέψεις πώς θα είμαι σε δέκα χρόνια, θέλω μόνο να είμαι καλά, υγιής και να είναι καλά οι αγαπημένοι μου άνθρωποι.
0 Σχόλια